(Με αφορμή το μάθημα της Μελέτης για την ισότητα των δυο φύλων)
Μένουμε στο δεύτερο όροφο. Ασφαλώς θα δυσκολευτήκατε να παρκάρετε, έχω δίκιο; Το πρωί μετά τις εννιά βρίσκεις εύκολα θέση στους γύρω δρόμους, επειδή όλοι οι μπαμπάδες - και αρκετές μαμάδες - φεύγουν με τ' αυτοκίνητα τους για τη δουλειά. Το αυτοκίνητο του δικού μας μπαμπά όμως εδώ κι αρκετούς μήνες μένει παρκαρισμένο μπροστά στο σπίτι όλη σχεδόν την ημέρα.
Τη μαμά τη βλέπαμε συχνότερα: Φεύγαμε το πρωί μαζί από το σπίτι και, αφού "παρκάραμε" το Νίκο στο Δημοτικό, συνεχίζαμε για το Α' Γυμνάσιο, όπου εγώ πήγαινα γραμμή στην τάξη μου, ενώ η μαμά έπαιρνε τη συνηθισμένη της θέση στην αίθουσα καθηγητών για να διορθώσει όσα γραπτά δεν είχε προλάβει να δει στο σπίτι - είναι φιλόλογος στο Λύκειο. Τη Σοφούλα μας την πρόσεχε η Τατιάνα. μια Ουκρανή με αετίσια μύτη, που έκανε και τα ψώνια.
Τον τελευταίο χρόνο πολλά άλλαξαν στη ζωή μας. Ένα βροχερό βράδι του περασμένου Νοέμβρη ο μπαμπάς γύρισε απ' το γραφείο σκυθρωπός και, χωρίς να μας φιλήσει, κλείστηκε στο υπνοδωμάτιο, απ' όπου έκανε τρεις μέρες να βγει. Η μαμά του πήγαινε μια φορά την ημέρα ένα πιάτο φαγητό και γυρνούσε σκυθρωπή με το κεφάλι κατεβασμένο. Τις μέρες ακριβώς εκείνες βρήκε κι η Τατιάνα να μας ανακοινώσει ότι μας εγκαταλείπει.
- Τι θ' απογίνουμε; αναστέναξε το βράδι της τρίτης μέρας με παράπονο η μαμά. «Ο πατέρας σας έχασε τη δουλειά του, η Τατιάνα φεύγει... όπως πάμε θα χάσω κι εγώ τη δική μου δουλειά, αν δεν βρω αμέσως μια λύση. Αλλά με τι λεφτά να πληρώνω την κοπέλα που θα προσέχει τη Σοφούλα, αν και όταν τη βρω;»
- Μα γιατί έχασε ο μπαμπάς τη δουλειά του; Υπάρχει καλύτερος απ' αυτόν; Πώς μπόρεσαν να τον διώξουν; ρώτησα, μη πιστεύοντας στ' αυτιά μου.
- Δεν τον έδιωξαν, κοριτσάκι μου. Κλείνει η εταιρία εδώ στην Ελλάδα, κλείνει εντελώς και φεύγουν όλοι.
- Ε, καλά, κάποια άλλη δουλειά θα βρεθεί, βρε μαμά! την παρηγόρησε ο Νίκος.
- Ναι, αλλά ως τότε ... Τι θα κάνω εγώ αύριο το πρωί με τη Σοφούλα, μπορείς να μου πεις;
Τη στιγμή εκείνη άνοιξε η πόρτα του υπνοδωμάτιου και, ύστερα από τρεις ολόκληρες μέρες απομόνωσης, ο μπαμπάς πρόβαλε με ένα πλατύ χαμόγελο.
- Είμαι κι εγώ εδώ, Τι χολοσκάς;
- Θ' αναλάβεις εσύ το παιδί και το σπίτι; Είσαι σίγουρος;
- Μέχρι νεωτέρας και βλέπουμε. Τι με κοιτάς έτσι; Δεν εμπιστεύεσαι τον άντρα σου; Είναι πιο ξύπνια αυτή η αετίσια η Τατιάνα, που είχαμε ως τώρα και μας έκαιγε και το μπριάμ;
Όλα λειτουργούσαν στην εντέλεια; Η Σοφούλα μας, ζωηρή και ροδομάγουλη, αλώνιζε το σπίτι και κάθε μέρα μας σέρβιρε φρέσκα λογάκια - ροδάνι η γλώσσα της.
- Είναι επειδή μιλάμε πολύ οι δυο μας. Όσο λείπετε εσείς, εμείς σας κουτσομπολεύουμε του καλού καιρού. Δεν είν' έτσι, ζουζούνα μου; της έκανε ο μπαμπάς κι εκείνη έτρεχε να χωθεί στην ανοιχτή του αγκαλιά.
Το φαγητό, πεντανόστιμο, γινόταν κάθε μέρα και καλύτερο. Όλο και κάποια καινούργια συνταγή σκαρφιζόταν ο μπαμπάς, όλο και κάποια αλλαγή στα γνωστά πιάτα μηχανευόταν.
- Είναι τα υλικά, που τα διαλέγω φρέσκα - εποχής πάντα, και πάμφθηνα! Τώρα, βλέπεις, που φτώχυνα και πρέπει να τα βγάζω πέρα με το επίδομα ανεργίας, έμαθα πώς να ψωνίζω σωστά. Βλέπεις, θέλω να 'μαι και κουβαλητής, εκτός από ... νοικοκυρός! καμάρωνε ο μπαμπάς.
Αλλά βέβαια τα έξοδα μιας οικογένειας δεν περιορίζονται στο φαγητό, κι έτσι η μαμά ανέλαβε να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα τ' απογεύματα, με αποτέλεσμα να γυρίζει τα βράδια εξουθενωμένη, όπως ακριβώς συνέβαινε παλαιότερα με το μπαμπά. Τώρα ήταν το αυτοκινητάκι της μαμάς που έλειπε συνέχεια.
Μια μέρα ο αδελφός μου ο Νίκος γύρισε απ' το σχολείο βουρκωμένος.
- Μας έδωσαν να συμπληρώσουμε ένα χαρτί, κι εγώ δεν ήξερα τι να γράψω εκεί που ζήταγε «επάγγελμα πατέρα». Η δασκάλα μου έκανε παρατήρηση κι εγώ της είπα ότι ο μπαμπάς κάθεται σπίτι.
Τότε ο Σταμάτης πετάχτηκε πάνω κι είπε να γράψω «επάγγελμα νοικοκυρός», κι όλα τα παιδιά γελούσαν μαζί μου, μου εμπιστεύθηκε ο αδελφός μου κλαψουρίζοντας το ίδιο βράδυ.
Κατέβασα το κεφάλι μη ξέροντας τι συμβουλή να του δώσω. Ήξερα, βλέπετε, ότι και ο γείτονας μας, ο κύριος Χρήστος, ήταν άνεργος εδώ και δυο μήνες, συνέχιζε όμως να φεύγει το πρωί τη συνηθισμένη ώρα απ' το σπίτι, σαν να εξακολουθούσε να δουλεύει, για να μην δίνει στόχο για σχόλια στη γειτονιά. Ο δικός μας μπαμπάς όμως δούλευε, δούλευε σκληρά στο σπίτι, ώστε κάτι να προσφέρει μέχρι να βρει καινούργια δουλειά, και πρόσφερε πάρα πολλά! Είχα άδικο να τον θαυμάζω τόσο πολύ;
Δυστυχώς αυτό το επεισόδιο στην τάξη του Νίκου δεν ήταν το μοναδικό κρούσμα.
- Ήθελα να 'ξερα ποιος είν' ο άντρας σ' αυτό το σπίτι! άκουσα μια μέρα μια φαρμακόγλωσση γειτόνισσα να σχολιάζει, μόλις ο μπαμπάς είχε βγει σπ' το φούρνο, κουβαλώντας σπίτι ένα ταψί λαχταριστά γεμιστά.
- Ε, άλλαξαν τα πράματα, έχουν έρθει τα πάνω-κάτω. Δε βλέπεις τι γίνεται με την παγκοσμιοποίηση; αναστέναξε μια άλλη, κακομούτσουνη που αυτή πάντως τίποτα δεν είχε πάθει από την παγκοσμιοποίηση μια ζωή, και τώρα και πριν, έτσι ανεπρόκοπη γυρνάει όλη μέρα εδώ κι εκεί, μ' έτοιμο πάντα τον κακό το λόγο. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην φωνάξω: «Και ποιος είν' ο άντρας στο δικό σου σπίτι, φαρμακομύτα;» Ήταν γνωστό ότι οι δυο «κυρίες» ουδέποτε είχαν δεχθεί πρόταση γάμου.
Και τα κρούσματα συνεχιστήκαν, δυστυχώς. Σε μια συγκέντρωση γονέων του Δημοτικού, που πήγε ο μπαμπάς, μια και η μαμά τα απογεύματα δούλευε, όλοι οι υπόλοιποι γονείς ήταν μητέρες. Εγώ καθόμουν παράμερα και τον περίμενα, για να πάμε μαζί σπίτι. Κάποια στιγμή άκουσα τη διευθύντρια, απευθυνόμενη στο ακροατήριο, να λέει: «Όλες πρέπει να προσέξουμε...» και «όλες να υπογράψουμε αυτή την αίτηση», και δώσ’ του να λέει και να ξαναλέει «όλες», ώσπου κάποιες κυρίες άρχισαν να στρέφονται ειρωνικά προς τη μεριά του μπαμπά και να χασκογελάνε. Εκείνος, γεμάτος αυτοπεποίθηση και με το γνωστό του χιούμορ πάντα, σήκωσε το χέρι του και ρώτησε: «Κι αν κάποιες από μας έχουν αντιρρήσεις;» Όλες ξέσπασαν στα γέλια και η διευθύντρια βιάστηκε να ζητήσει συγνώμη για τη γκάφα της, ο μπαμπάς όμως συνέχισε: «Μα γιατί;
Δεν έχουμε δημοκρατία; Αφού οι περισσότερες - τι περισσότερες, όλες - σ' αυτή την αίθουσα είναι γυναίκες, σωστά κάνατε να πείτε «όλες».
Έτσι είναι ο μπαμπάς μου. Δεν κομπλάρει με κάτι τέτοια.
Τους τελευταίους μήνες όμως τον έβλεπα σκεφτικό. Κόντευε χρόνος από τότε που έμεινε άνεργος και σύντομα θα του κόβανε το επίδομα ανεργίας. Έπρεπε πια να ψάξει επειγόντως για δουλειά. Περνούσε ώρες πολλές κλεισμένος στο γραφείο του τις νύχτες, μπροστά στο κομπιούτερ. Νά 'ψαχνε άραγε για δουλειά στο Ίντερνετ;
Ναι, σωστά το μαντέψατε. Εκδότη έψαχνε, για τον οδηγό μαγειρικής που είχε συγγράψει, μέρα τη μέρα - νύχτα τη νύχτα, μάλλον - όλους αυτούς τους μήνες. Όχι, σ' εμάς δεν είχε πει τίποτα. Αναρωτιόμασταν: Τι άραγε να συζητάει τόσες ώρες με τις Φιλιππινέζες, τις Ουκρανές και τις Γεωργιανές, που συνόδευαν, όπως κι εκείνος, πιτσιρίκια στην παιδική χαρά, και να κρατάει μάλιστα και σημειώσεις;
Η απορία μας δεν θ' αργούσε να λυθεί. Με το που πήραμε στα χέρια μας το πρώτο αντίτυπο του οδηγού μαγειρικής: «Συνταγές για μπατίρηδες», καταλάβαμε: Και η απλούστερη συνταγή, με τα ταπεινότερα υλικά, είχε μια εξωτική νότα, κάτι που την έκανε ξεχωριστή, κι αυτό δεν ήταν άλλο από κάποια ιδέα δανεισμένη από τη φιλιππινέζικη, την ουκρανική ή τη γεωργιανή κουζίνα – πάντοτε όμως προσαρμοσμένη απ' το δημιουργικό μυαλό του μπαμπά στις δικές μας γευστικές συνήθειες.
Το πάντρεμα όλων αυτών των κουζινών σε συνδυασμό με τα φρέσκα και φτηνά υλικά αποδείχτηκε νοστιμότατο και ακαταμάχητο. Ο εκδότης τρίβει τα χέρια του για την απρόσμενη επιτυχία του βιβλίου, που ήδη βρίσκεται, όπως ξέρετε, στην τέταρτη έκδοση..
Τώρα, αν θέλετε να υποβάλετε ερωτήσεις του τύπου: «Είχατε από μικρός αυτό το χόμπι;», θα πρέπει να ρωτήσετε τον ίδιο το μπαμπά, αφού εγώ δεν τον ξέρω από τόσο παλιά. Όπου να 'ναι έρχεται, άλλωστε. Άργησε λίγο στη συνέντευξη που δίνει τώρα για το τρίτο κανάλι - θα τη δούμε στις εννιά, μετά το δελτίο ειδήσεων.
Αν πάλι ενδιαφέρεσθε να μάθετε «πώς αισθάνεται ένας άντρας που έχει αναλάβει το νοικοκυριό:», μπορώ να σας βεβαιώσω ότι καθόλου, μα καθόλου δε ντρέπεται γι' αυτό ο μπαμπάς μου. Αλήθεια, εσείς που είστε δημοσιογράφος, ντρεπόσαστε αν χρειασθεί καμιά φορά να πλύνετε κανένα πιάτο, ή θεωρείτε ότι σα γυναίκα είστε απ' τη φύση σας προορισμένη για τη λάντζα; Δεν το 'χατε σκεφθεί ποτέ το θέμα έτσι, ε; Τέλος πάντων ... Είμαι ένας καλός νοικοκυρός», θα σας έλεγε ο μπαμπάς. «Ή μάλλον ένας «δημιουργός εδεσμάτων», τώρα πια. Γιατί, πρέπει να σας πω, ότι για τις άλλες δουλειές προσέλαβα ήδη βοηθό».
Πράγματι, τώρα που τα οικονομικά μας πηγαίνουν απ' το καλό στο καλύτερο, έχουμε έναν οικιακό βοηθό - ναι, «έναν» είπα, άντρας ε. ναι - για τις «βαρετές δουλειές», όπως τις λέει ο μπαμπάς, που μπαίνει πια στην κουζίνα μόνο για να «δημιουργήσει» καινούργιες συνταγές. Ναι, είναι αλήθεια, ετοιμάζει το νέο του βιβλίο αυτή την εποχή. Ο τίτλος του: «Μαγειρική για συνταξιούχους» - μεταξύ μας αυτό, ε; Σας το λέω εμπιστευτικά. Μα όχι... ασφαλώς θα επιτρέπεται και σε νεότερους να το προμηθεύονται. Απλώς θα είναι μια μαγειρική για ... χαλαρούς τύπους - πώς να το πω; Για ... αραχτούς ... για ανθρώπους τέλος πάντων που διαθέτουν πολύ χρόνο κι έχουν την πολυτέλεια να καταπιάνονται με συνταγές πολύπλοκες και εντελώς ασυνήθιστες.
Α, ναι, ξέχασα να σας πω το κυριότερο: Πιο ευχαριστημένος απ' όλους είναι ο αδελφός μου ο Νίκος. Όταν τον ρωτάνε για το επάγγελμα του πατέρα του απαντάει όλο στόμφο: «Συγγραφέας και σεφ μαγειρικής», και το στόμα του γεμίζει σα να μασάει μια από τις διάσημες πιπεροκροκέτες του μπαμπά, που, σας βεβαιώνω, λιώνουν στο στόμα! Μου επιτρέπετε να σας προσφέρω μία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου