της Φιλομήλας Βακάλη(διασκευή από λαϊκό παραμύθι της Ηπείρου)
Μια φορά' κι ένα καιρό, η κυρά Μαριώ, την ξέρουμε πια καλά κι αυτή και τη λαιμαργία της ορέχτηκε να φάει σταφύλια. Είναι καλά να μη βάλει κάτι στο μυαλό της. Γίνεται δε γίνεται, ο κόσμος να χαλάσει, το κέφι της θα το κάνει! Και δεν ήταν απλά ένα κέφι, σταφύλια ήταν αυτά, γλυκά, λιμπιστικά και μάλιστα στην πιο καλή τους ώρα, στον τρύγο.
Πώς να μπει όμως στ' αμπέλι που ήταν σκυλιά γεμάτο κι είχε και καραμπίνα δίκανη ο αφέντης. Καλά το σταφύλια, μα το τομάρι της το ήθελε δεν το' χε για πέταμα.
Δε χρειάστηκε σκεφτεί και πολύ, όπως πάντα βρήκε τη λύση. Έπιασε μια κόλλα χαρτί, έφτιαξε ένα ψεύτικο συμβόλαιο, πως το'χε τάχα αγορασμένο το αμπέλι η πρόγιαγιά η Μαριώ η πρώτη, Έβαλε κάτω κάτω μια σφραγίδα και τράβηξε για το δάσος. Έκανε χωνί τα χέρια γύρω από το στόμα της και άρχισε να φωνάζει.
Ήρθε ο τρύγος και ζητώ χέρια εργατικά να βρω θάναι πλούσια η πληρωμή σε λεφτά και σε φαΐ
Αμπέλι φαΐ και σταφύλια: ένα σωρό ζωντανά μαζεύτηκαν, πρώτο και καλύτερος ο σκαντζόχοιρος.
- Πάρε με Μαριώ να ζήσεις
κι όποιον θέλεις ας ρωτήσεις,
είμαι εργατικός πολύ
και τ' αξίζω το φαΐ, - τζάμπα δε ζητώ φαΐ
- Λόγια μη μου λες πολλά
Το 'χω ήδη ακουστά
τη δουλειά σου εκτιμώ
και σε χρήζω βοηθό,
Ο σκαντζόχοιρος κολακεύθηκε πολύ και υποσχέθηκε στην αλεπού, πως θα φροντίζει για τα συμφέροντα της με το παραπάνω.
- Εμπιστέψου με κυρά μου,
όρκο παίρνω στα παιδιά μου,
να ελέγχω αυστηρά
κάθε εργάτη μασκαρά!
Έτριβε τα χέρια της από ικανοποίηση η Μαριώ, Αυτό τον χαζοσκαντζόχοιρο (του υποσχέθηκε και πέντε σταφύλια παραπάνω) θα τον είχε του χεριού της. Να τραβά πάντα μπροστά και να την φυλάει από κάθε κακοτοπιά, Του έδωσε το συμβόλαιο να το κρατά εκείνος για να το δείχνει σε κάθε δύσπιστο ζωντανό που ήθελε να είναι σίγουρο πως η αλεπού δεν τους κορόιδευε. Έτσι μέχρι τη δύση του ήλιου είχαν μαζευτεί αρκετά ζωντανά. Αρκετά τουλάχιστον για να την καλύψουν και να φάει σταφύλια, να τα χορτάσει, χωρίς η ψυχή της να πάει στην Κούλουρη...
Με τραγούδια και χαρές, σούρουπο πια, τράβηξαν για το αμπέλι. Πονηρή η αλεπού, έδωσε τα πρωτεία στο σκαντζόχοιρο. Εκείνος έβαλε μπροστά όλα τα ζωντανά για να τα επιβλέπει, τελευταία στη σειρά η Μαριώ μπήκαν στο αμπέλι για να το τρυγήσουν. Προχωρούσαν όλο και πιο βαθιά, εκείνα γέμιζαν το καλάθι και η αλεπού πίσω πίσω, αφεντικό ήταν, έκανε ό.τι ήθελε, έτρωγε έτρωγε χωρίς σταματημό.
Με τη φασαρία που γινόταν, ο νοικοκύρης βγήκε κρατώντας τη φοβερή καραμπίνα και ξεσήκωσε τα σκυλιά του. Νοικοκύρης και σκυλιά άρχισαν να κυνηγούν τα ζωντανά. Η αλεπού, χωρίς να χάσει λεπτό, το έβαλε στα πόδια. Τα ζωντανά που δεν περίμεναν την επίθεση, αφού είχαν πιστέψει πως το αμπέλι ήταν της αλεπούς, σάστισαν και δεν έκαναν ούτε μπρος, ούτε πίσω. Ώσπου να συνέρθουν από την πρώτη τρομάρα και να το βάλουν στα πόδια, έπαθαν μεγάλο κακό, Μα πάλι τα σκυλιά δεν τα άφησαν, έτρεξαν το κατόπι και συνέχισαν να τα κυνηγούν, Ωστόσο τα άλλα ζωντανά τα είχαν βάλει με το σκαντζόχοιρο, Απ’ τον ψευτοδικηγόρο ζητούσαν τα ρέστα. Εκείνος, βέβαιος ακόμα για την αθωότητα της Μαριώς, της φωνάζει να διαβάσει το συμβόλαιο για να σταματήσει το κακό,
Όλοι εμένα κυνηγάνε
άδικα με κοπανάνε
το συμβόλαιο Μαριώ
να σωθώ απ' το κακό.
Όμως η αλεπού δεν είχε καμιά διάθεση να γυρίσει, Το τομάρι της το ήθελε, γι' αυτό φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, να την ακούσει ο σκαντζόχοιρος,
Τι να κάνω, δεν μπορώ
γέμισε όλο το χωριό
χώμα, σκόνη φοβερή,
δεν τη βγάζω τη γραφή!
κι έτρεξε όσο πιο μακριά μπορούσε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου