Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ

Στους παλιούς και μακρινούς καιρούς, ο ελέφαντας δεν είχε προβοσκίδα. Είχε μόνο μία μαύρη, πλακουτσωτή μύτη, σαν παπούτσι, που μπορούσε να την κουνάει από δω κι από κει, αλλά δεν μπορούσε να πιάνει πράγματα μ' αυτή. Τότε λοιπόν, ζούσε στην Αφρική ένας ελέφαντας, ένα νέος ελέφαντας, ένα ελεφαντόπουλο, που ήταν γεμάτο από ακόρεστη περιέργεια, κι αυτό σημαίνει ότι όλο έκανε ερωτήσεις...
Ρώτησε την ψηλή του θεία τη στρουθοκάμηλο γιατί τα φτερά της ουράς της φύτρωναν έτσι κι όχι αλλιώς, κι αυτή τον έδειρε. Ρώτησε την ψηλή του ξαδέλφη
την καμηλοπάρδαλη πώς έγιναν οι λεκέδες στο τρίχωμα της, κι αυτή τον έδειρε.
Ρώτησε τη χοντρή του θεία την κυρία ιπποπόταμου γιατί τα μάτια της ήταν κόκκινα, κι αυτή τον έδειρε.
Κι ακόμα ήταν γεμάτος από ακόρεστη περιέργεια.
Ρωτούσε για το καθετί που έβλεπε ή άκουγε ή αισθανόταν ή μύριζε ή άγγιζε, κι όλοι οι συγγενείς και φίλοι τον έδερναν.
Ένα ωραίο πρωί, αποφάσισε να κάνει μία εντελώς νέα ερώτηση, που δεν την είχε κάνει ως τότε.
- Τι τρώει ο κροκόδειλος στο γεύμα του;
Κι όλοι τον έδειραν αμέσως χωρίς διατυπώσεις. Αργότερα, όταν έπαψαν να τον δέρνουν, ο μικρός ελέφαντας πήγε στο πουλί Λοκολόκο, που καθόταν στη μέση ενός θάμνου, και του είπε:
- Ο πατέρας μου με έδειρε και η μητέρα μου με έδειρε, κι όλο μου το συγγενολόι, θείοι και θείες. με έδειραν κι αυτοί για την ακόρεστη περιέργεια μου. Κι όμως, ακόμα θέλω να μάθω τι τρώει ο κροκόδειλος στο γεύμα του.
Τότε το πουλί Λοκολόκο είπε με πένθιμη κραυγή:
- Πήγαινε στις όχθες του μεγάλου γκριζοπράσινου και ρυπαρού Λιμπόπο ποταμού, που είναι φυτεμένος με πυρετόδεντρα, και μάθε.
-Έχετε γεια, είπε ο μικρός ελέφαντας στην αγαπητή του οικογένεια. Πηγαίνω κατά τον γκριζοπράσινο και ρυπαρό Λιμπόπο ποταμό, που είναι φυτεμένος με πυρετόδεντρα, να μάθω τι τρώει ο κροκόδειλος στο γεύμα του.
Και τότε όλοι τον ξανάδειραν, έτσι για το καλό.
Το πρώτο πράγμα που βρήκε το ακόρεστο ελεφαντόπουλο στις όχθες του ποταμού Λιμπόπο ήταν ένας δίχρωμος βραχο-φιδο-πύθωνας, που ήταν κουλουριασμένος σ' ένα βράχο.
- Συγνώμη, είπε το ελεφαντόπουλο πολύ ευγενικά, μήπως έτυχε να δείτε κανένα κροκόδειλο σ' αυτά τα μέρη;
-Αν είδα κροκόδειλο; είπε ο βραχο-φιδο-πύθωνας σφυρίζοντας άγρια απ' το θυμό του. Να δούμε τι άλλο θα με ρωτήσεις.
- Παρακαλώ, είπε το ελεφαντόπουλο, μπορείτε να με πληροφορήσετε τι τρώει στο γεύμα του;
Τότε ο δίχρωμος βραχο-φιδο-πόθωνας ξεκουλουριάστηκε από το βράχο κι έδειρε το

ελεφαντόπουλο με την ουρά του.
-Παράξενο, είπε το ελεφαντόπουλο. Όλοι με δέρνουν για την ακόρεστη περιέργεια μου. Μου φαίνεται πως το ίδιο γίνεται και τώρα. Και το ελεφαντόπουλο, που ως τότε δεν είχε δει ποτέ του κροκόδειλο και δεν ήξερε ούτε με τι μοιάζει, είπε γεια στον πύθωνα και, αφού τον βοήθησε να κουλουριαστεί πάλι στο βράχο, συνέχισε το δρόμο του στις όχθες του μεγάλου γκριζοπράσινου και ρυπαρού Λιμπόπο ποταμού, που ήταν φυτεμένος ολόγυρα με πυρετόδεντρα. Ξαφνικά, έπεσε πάνω σε κάτι που έμοιαζε με κομμάτι ξύλου στην άκρη του ποταμού. Αλλά ήταν ο κροκόδειλος, που μισάνοιγε ενοχλημένος το ένα μάτι.
- Παρακαλώ, συγνώμη, είπε το ελεφαντόπουλο, που μιλούσε πολύ ευγενικά, στον κροκόδειλο που τον κοίταζε με μισό μάτι. Μήπως έτυχε να δείτε κανέναν κροκόδειλο σ' αυτά τα μέρη;
Ο κροκόδειλος κουνήθηκε λίγο κι έβγαλε την ουρά του από τη λάσπη. Και το ελεφαντόπουλο τραβήχτηκε για να μην τις ξαναφάει.
-Έλα πιο κοντά μικρουλάκι, είπε ο κροκόδειλος. Γιατί ρωτάς τέτοια πράγματα;
- Παρακαλώ, συγνώμη, έκανε το ελεφαντόπουλο ευγενικά. Αλλά ο πατέρας μου μου τις έβρεξε, η μητέρα μου μου τις έβρεξε και, να μη σας τα πολυλογώ, όλοι μου τις βρέξανε, ακόμα κι ο βραχο-φιδο-πύθωνας εδώ στην όχθη αν έχετε κι εσείς τις ίδιες διαθέσεις, δεν έχω όρεξη να τις ξαναφάω.
-Έλα πιο κοντά μικρουλάκι, είπε ο κροκόδειλος, γιατί είμαι ο κροκόδειλος.
Κι έκλαψε με κροκοδείλια δάκρυα, για να του αποδείξει πως έλεγε την αλήθεια.
Του ελεφαντόπουλου του κόπηκε η αναπνοή.
Γονάτισε μπροστά στην όχθη και είπε:
- Είστε ακριβώς το πρόσωπο που γύρευα όλες αυτές τις μέρες. Μπορείτε να μου πείτε, παρακαλώ, τι θα φάτε στο γεύμα σας;
Έλα πιο κοντά μικρουλάκι, είπε ο κροκόδειλος, και θα στο ψιθυρίσω. Το ελεφαντόπουλο πλησίασε το κεφάλι του κοντά στο τρομερό και φοβερό στόμα του κροκόδειλου κι αυτός το άρπαξε από το μυτάκι του, που τότε δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα παπούτσι, αν και πολύ πιο χρήσιμο.
-Μου φαίνεται, είπε ο κροκόδειλος. ότι σήμερα θα αρχίσω με ελεφαντόπουλο.
Το ελεφαντόπουλο φώναξε με τη μύτη, να έτσι:
-Άφησε με, με πονάς. Και ο δίχρωμος βραχο-φιδο-πύθωνας γλίστρησε κοντά του και είπε:
- Νεαρέ μου φίλε, εάν τώρα αμέσως αυτοστιγμεί δεν έλξεις μεθ' όλων των δυνάμεων σου, θα εκτιναχθείς εντός του διαφανούς παρόντος ποταμού, πριν δυνηθής να πεις κύμινο.
Μ' αυτό τον τρόπο μιλούσε ο βραχο-φιδο-πύθωνας όταν έλεγε κάτι σοβαρό. Και το ελεφαντόπουλο άρχισε να τραβάει, να τραβάει, και η μύτη του άρχισε να τεντώνεται.
Τραβούσε ο κροκόδειλος, τραβούσε και ο μικρός ελέφαντας, και η μύτη του τσιτωνόταν συνέχεια και μάκραινε. Σε   μια στιγμή το ελεφαντάκι ένιωσε να γλιστράει προς τον ποταμό και φώναξε:
- Απόκαμα πια! Τότε ο βραχο-φιδο-πύθωνας δέθηκε με διπλό κόμπο στα πίσω ποδαράκια του μικρού και είπε:
- Απερίσκεπτε και άπειρε ταξιδιώτη. Θα εξασκήσουμε τώρα σοβαράν πίεσιν διότι, εάν όχι, το θωρηκτόν θα καταστρέψει αναμφιβόλως την μελλοντική σου σταδιοδρομία. Και τώρα, από τη μία τραβούσε ο κροκόδειλος και από την άλλη το ελεφαντόπουλο και ο πύθωνας, που ήταν δύο και τράβηξαν πιο δυνατά. Ο κροκόδειλος άφησε στο τέλος τη μύτη του μικρού ελέφαντα μ ένα «πλποπ» που ακούστηκε σ' ολόκληρο τον Λιμπόπο. πάνω και κάτω. Κι ο μικρός ελέφαντας, αφού ευχαρίστησε τον πύθωνα, τύλιξε την τραβηγμένη μύτη του σε δροσερά μπανανόφυλλα. κάθισε κάτω και περίμενε να μαζέψει πάλι.
- Διατί ποιείς ό ,τι ποιείς: ρώτησε ο πύθωνας.
- Παρακαλώ. συγνώμη, είπε το ελεφαντάκι. αλλά η μύτη μου έφυγε από τη φόρμα της και περιμένω να μαζέψει.
Κι ο πύθωνας σφύριξε έτσι που μπορεί και να σήμαινε «μάταια περιμένεις». Και το σφύριγμα του ακούστηκε σ' όλο τον Λιμπόπο.
Τρεις μέρες έμεινε στην ίδια θέση το ελεφαντάκι περιμένοντας να μαζέψει η μύτη του.
Αλλά αυτή δε μίκρυνε καθόλου, γιατί είχε γίνει προβοσκίδα σαν αυτή που έχουν όλοι οι ελέφαντες σήμερα. Την τρίτη μέρα μια μύγα γεμάτη αναίδεια τον τσίμπησε στον ώμο κι αυτός, πριν καταλάβει τι κάνει, σήκωσε την προβοσκίδα του και την έπιασε στον αέρα.
-Πλεονέκτημα υπ' αριθμόν ένα, είπε ο πύθωνας. Δε θα μπορούσες να το κάνεις αυτό με την παλιά σου μύτη. Προσπάθησε τώρα να φας. Πριν καλοσκεφτεί τι κάνει, το ελεφαντάκι άπλωσε την προβοσκίδα του, μάζεψε ένα δεματάκι φρέσκο χόρτο, το ξεσκόνισε πάνω στα μπροστινά του πόδια και το 'βαλε στο στόμα του.
-Πλεονέκτημα υπ' αριθμόν δύο, σφύριξε ο πύθωνας! Δε νομίζεις πως καίει ο ήλιος;
- Πράγματι, είπε το ελεφαντάκι, και σήκωσε ένα κομματάκι λάσπη από την όχθη του Λιμπόπο και το 'βαλε στο κεφάλι του για καπελάκι.
-Πλεονέκτημα υπ' αριθμόν τρία. είπε ο πύθωνας επίσημα. Και μετά του εξήγησε ότι με τη νέα του μύτη μπορούσε και να δείρει όποιον θέλει.
 Ευχαριστώ, είπε το ελεφαντόπουλο. Θα το θυμάμαι. Τώρα μου φαίνεται πως είναι καιρός να γυρίσω στο συγγενολόι μου. Ένα σκοτεινό βράδυ, ο μικρός ελέφαντας γύρισε στο αγαπητό του συγγενολόι, κουλούριασε την προβοσκίδα του και είπε:
- Τι κάνετε:
Όλοι ευχαριστήθηκαν πολύ που τον ξανάβλεπαν και είπαν αμέσως:
- Έλα τώρα να σε δείρουμε για την ακόρεστη περιέργεια σου.
 -Πουφ! είπε ο μικρός ελέφαντας. Και τι ξέρετε εσείς από ξύλο;
Τέντωσε την προβοσκίδα του κι έκανε ένα τέτοιο κόλπο, που το ένα από τα αδέλφια του βρέθηκε να κάνει ανάποδη τούμπα.
- Μα τις μπανάνες, είπαν όλοι. που τα 'μαθες όλα αυτά τα κόλπα και τ' έκανες στη μύτη σου;
- Μου τη χάρισε ο κροκόδειλος στις όχθες του Λιμπόπο. Τον ρώτησα τι τρώει στο γεύμα του και μου 'δωσε αυτή τη μύτη να τη φυλάω.
-Είναι άσχημη, είπε η κυρία ιπποπόταμου.
-Μπορεί, είπε το ελεφαντάκι, αλλά είναι πολύ χρήσιμη. Και άρχισε να κόβει φρούτα από τα δέντρα και να τα τρώει. Σε λίγο, όλοι οι συγγενείς του ελέφαντες έφευγαν για τον ποταμό Λιμπόπο. για να προμηθευτούν νέες μύτες από τον κροκόδειλο. Όταν ξαναγύρισαν, κανείς πια δεν έδερνε τον άλλον.
Από τότε, όλοι οι ελέφαντες που θα δεις, εκτός απ' αυτούς που δε θα δεις, έχουν προβοσκίδες ακριβώς σαν την προβοσκίδα του ακόρεστου ελεφαντόπουλου.
Διασκευή της Μαριάννας Κουταλιού του διηγήματος Το παιδί του ελέφαντα από το βιβλίο Ιστορίες της ζούγκλας του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιγόκερως.
Πραγματικά, όπως και το παραμύθι αναφέρει, οι ελέφαντες δεν είχαν πάντα τη μακριά προβοσκίδα με την οποία τους έχουμε σήμερα συνηθίσει. Οι ελέφαντες είναι το τελευταίο είδος που έχει απομείνει από μια μεγάλη
κατηγορία ζώων, τα προβοσκιδοειδή. Η Ρπιοιπία έζησε στη Βόρεια Αφρική πριν από 32 εκατομμύρια χρόνια. Έμοιαζε με ελέφαντα, παρόλο που η προβοσκίδα, οι χαυλιόδοντες και το σώμα της ήταν μικρά. Τα μυτερό της δόντια, που άλεθαν τεράστιες ποσότητες τροφής, γίνονταν επίπεδα με το πέρασμα του χρόνου. Το μεγαλύτερο είδος της κατηγορίας ήταν το μαμούθ, που το ύψος του έφτανε τα 3 μέτρα, το οποίο εξαφανίστηκε πριν από 5 έως 10 χιλιάδες χρόνια. Οι πρόγονοι του σημερινού ελέφαντα εμφανίστηκαν πριν από 7 εκατ. χρόνια. Ο ελέφαντας είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό της ξηράς. Χρησιμοποιεί την προβοσκίδα του ως όπλο, καθώς και για τη διατροφή και την καθαριότητα του.

Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Άγγλος μυθιστοριογράφος και ποιητής, γεννήθηκε στη Βομβάη το 1865 και πέθανε το 1936 στο Λονδίνο. Έγραψε πολλές ιστορίες και ποιήματα με θέμα τους Βρετανούς στρατιώτες στις Ινδίες και στη Βιρμανία, καθώς και πολλά παραμύθια για παιδιά. Ο Κίπλινγκ πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια στα κολέγια της Αγγλίας, γι' αυτό όταν αργότερα γύρισε στην Ινδία, όπου δούλεψε ως δημοσιογράφος, ενθουσιάστηκε από τον πολύβουο κόσμο που συνάντησε εκεί, από τον οποίο και εμπνεύστηκε. Σημαντικότερα έργα του ήταν: Το φως που έσβησε (1890), Οι μπαλάντες από το δωμάτιο ενός στρατιώτη (1892), Κιμ (1901), Τα βιβλία της ζούγκλας (1894 και 1895), Ο Πακ από το λόφο Πουκ (1906). Το 1907 απονεμήθηκε στον Κίπλινγκ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: