Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Ν... όπως νερό




Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια ξακουστή πολιτεία, ζούσε ένας ανόητος και περήφανος βασιλιάς. Ήταν αλήθεια πάρα πολύ πλούσιος. Ό,τι ζητούσε μπο­ρούσε να το αγοράσει αμέσως: τα πολυτιμότερα κοσμήματα, τα πιο φίνα με­ταξωτά, τα πιο νόστιμα φρούτα, τα πιο καλομαγειρεμένα φαγητά... Στο
παλά­τι του, ο ματαιόδοξος, ήθελε μονάχα τα πιο ακριβά πράγματα. Όταν πεινού­σε, έτρωγε μόνο τα μπουτάκια από παραδεισια πουλιά! Όταν κρύωνε, φο­ρούσε ένα παλτό καμωμένο μόνο από τα πατουσάκια εκατοντάδων μικρών ζαρκαδιών! Κι όταν κοιμόταν, σκεπαζόταν μ' ένα πάπλωμα παραγεμισμένο με τα πρώτα πούπουλα από χιλιάδες νεογέννητα χηνάκια!
Ό,τι κι αν σκεφτόταν το αποχτούσε βέβαια, γιατί οι άνθρωποι, συνήθως, πουλάνε τα πάντα για ένα βαρύ πουγκί χρυσάφι... Στο τέλος ο ανόητος βασι­λιάς πίστειρε πως με τα λεφτά του ήταν παντοδύναμος: "Κανέναν δε χρειάζο­μαι, κανέναν δεν έχω ανάγκη... Είμαι ανίκητος, είμαι θεός!" φώναξε μεγαλό­φωνα μια νύχτα προς τον ουρανό. Κι ο ουρανός θύμωσε κι αποφάσισε να του δώσει ένα καλό μάθημα.
Πρωί πρωί μπήκε αλαφιασμένος στο δωμάτιο του βασιλιά ο πρωθυπουρ­γός του, "Μεγαλειότατε, συγγνώμη για την ενόχληση, αλλά συμβαίνει κάτι τρομερό! Κάποιος έσπασε με τσεκούρι χτες το βράδυ όλα τα ντεπόζιτα με το νερό και δεν υπάρχει μήτε μια σταγόνα σ' ολόκληρο το παλάτι!..." Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε να φτιάξουν αμέσως καινούρια βαρέλια και να τα ξαναγεμίσουν, Ύστερα χτύπησε τα χέρια του να φέρουν το πρωινό του. "Αδύνατον!" ήρθε η απάντηση του αρχιμάγειρα, "Δεν έχω νερό ούτε τα φρούτα σας να πλύνω, ούτε τα αγαπημένα σας βουτήματα να φτιάξω, αλλά ούτε και το μεσημεριανό σας φαγητό να μαγειρέψω!..." "ΓΡΗΓΟΡΑ, ΤΟ ΜΠΑΝΙΟ ΜΟΥ!" φώναξε θυμωμένος ο βασιλιάς. "Αδύνατον!" ήρθε η απάντηση του αρχιθαλαμηπόλου, "δεν υπάρχει νερό ούτε για να πλυθείτε, ούτε για να λουστείτε!" "ΦΕΡΤΕ ΜΟΥ ΑΜΕΣΩΣ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΜΟΥ!" πρόσταξε οργισμένος ο βασιλιάς. "Αδύνατον!" είπε φοβισμένη η αρχιπλύστρα, "είναι όλα βρόμικα, δεν υπάρχει νερό να τα πλύνω!..."
Πάνω στην ώρα, να κι ο πρωθυπουργός: "Μεγαλειότατε, δυστυχώς νερό δεν υπάρχει πουθενά! Στέρεψαν όλα τα πηγάδια, ξεράθηκαν όλες οι λίμνες και τα ποτάμια, δεν υπάρχει ούτε σταγόνα νερό σ' ολόκληρο το βασίλειο..." "Στείλτε λοιπόν εμπόρους να μου αγοράσουνε από τις γειτονικές χώρες. Πληρώνω όσο όσο..." απάντησε φουρκισμένος ο βασιλιάς. Έτσι κι έγινε για δυο-τρεις εβδομάδες: πλήρωνε ο βασιλιάς το νερό χρυσάφι... Μα ο λαός του διψούσε και πεινούσε κι άρχισε να εξαγριώνεται. Κάποτε άδειασε και το βασιλικό θησαυροφυλάκιο κι άρχισε το μεγάλο δράμα: ο άλλοτε παντοδύναμος βασιλιάς τριγύριζε άπλυτος και βρομερός, διψασμένος και νηστικός, μέσα σ' ένα μαραμένο κήπο κι ένα παλάτι που έζεχνε αποπνιχτικά. Στο τέλος πια αρρώστησε κιόλας βαριά. Και μια νύχτα που έξω από το παλάτι είχε μαζευτεί ο λαός του και χτυπούσε αγριεμένος τις πόρτες, ζητώντας εκδίκηση, καθώς ψηνόταν στον πυρετό, επιτέλους κατάλαβε το φταίξιμο του: "Τι ανόητος που στάθηκα!" σιγοψιθύρισε. "Έπρεπε να το ξέρω πως όλα τα λεφτά του κόσμου δεν μπορούν ν" αγοράσουν τους πραγματικούς θησαυρούς, που η Φύση δίνει δωρεάν σ' όλα τα πλάσματα της..." Και ξεψύχησε, ενώ, την (δια στιγμή, μια απαλή βροχούλα άρχισε ν' αυλακώνει τα παράθυρα του...

Δεν υπάρχουν σχόλια: