Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Γ... όπως Γη



(από το βιβλίο "Το αλφαβητάρι της φύσης" της Μαρίας Φραγκιά, ζωγραφιές Μάρω Αλεξάνδρου)
            Μια φορά κι έναν καιρό η Γη αρρώστησε βαριά: ανέβασε πολύ πυρετό, σχεδόν εξήντα βαθμούς! Όταν έβηχε, έβγαιναν από τα σπλάχνα της πηχτοί, μαύροι καπνοί. Σε κάθε της φτάρνισμα τρανταζόταν ολόκληρη, τεράστιοι βράχοι ξεκολλούσαν από τη θέση τους και κατρακυλούσαν, παρασέρνοντας στο διάβα τους ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Σταμάτησε να γυρίζει και ξάπλωσε ασάλευτη στο απέραντο διάστημα: έτσι οι μισοί άνθρωποι ζούσαν σε μιαν ατέλειωτη νύχτα, ενώ οι άλλοι μισοί σε μιαν αβασίλευτη μέρα. Έπαψαν κι οι εποχές να διαδέχονται η μια την άλλη: μια αποπνιχτική ζέστη, μονότονη κι
αρρωστημένη τύλιξε σαν βρόμικη γάζα όλη την πλάση. Λιώσαν τα χιόνια στα ψηλά βουνά και στους πόλους, κατρακύλησαν τα νερά, πνίξανε ζώα και φυτά και μια πηχτή λάσπη κατακάθισε παντού. Ήταν τέτοια η βρόμα και η μυ­ρωδιά της σαπίλας που αναδυόταν από το σώμα της Γης. σαν να 'χε γεμίσει πληγές κακοφορμισμένες, που ακόμα κι ο Ήλιος, ο παλιός παιδικός φίλος, δεν άντεξε και σταμάτησε να έρχεται να τη βλέπει: έστεκε λυπημένος μακριά της, ανήμπορος να τη βοηθήσει και πολύ πολύ στενοχωρημένος.
Στην αρχή οι Μεγάλοι δεν έδωσαν σημασία. "Δε βαριέσαι, θα της περάσει...", είπαν. Όταν όμως είδαν να περνούν οι μέρες και οι μήνες κι η Γη να μη γερεύει, κατάλαβαν επιτέλους πως κάτι σοβαρό συνέβαινε. Κάνανε αμέσως συμβούλια και διαβούλια και μετά από πολλές συζητήσεις αποφάσισαν να στείλουν τους καλύτερους γιατρούς για να την εξετάσουν.
Μαζεύτηκαν οι πιο φημισμένοι γιατροί γύρω από το πελώριο κρεβάτι της Γης κι άρχισαν την εξέταση: "Πίεση; Υψηλή! θερμοκρασία; Τεράστια! Σφυγ­μοί; Χαμηλοί!" Κούνησαν οι γιατροί το κεφάλι τους απογοητευμένοι, "Δυστυ­χώς, δε γίνεται τίποτα... Πεθαίνει!...", ανακοίνωσαν στους δημοσιογράφους που περίμεναν απ' έξω. "Κάντε κάτι!", ούρλιαξαν οι Μεγάλοι πανικόβλητοι. "Τι θα γίνουν τα καράβια μας; Τι θα γίνουν τα εργοστάσια μας; Τι θα γίνουν τα όπλα μας; ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΜΑΣ;" Μα οι γιατροί κουνούσαν το κε­φάλι τους σκεφτικοί: "Δυστυχώς, ο ασθενής δε θέλει πια να δώσει τη μάχη για τη ζωή του. ΑΥΤΑ ΑΚΡΙΒΩΣ την αρρώστησαν, μας είπε. Τα καράβια σας μόλυναν τις θάλασσες της και τις γέμισαν πετρέλαιο. Τα εργοστάσια σας γέ­μισαν διοξείδια και τριοξείδια τον αέρα της. Κάψατε τα δάση της, σκοτώσατε τα ζώα της, την πνίξατε στα φυτοφάρμακα και στα χημικά απόβλητα. Γεμίσα­τε το σώμα της πληγές με τις μπουλντόζες σας και σπυριά τσιμεντένια με τις πολυκατοικίες σας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, σκοτώνεστε και μεταξύ σας με ανόητους πολέμους, οι μισοί από σας κλέβουν το ψωμί από τους άλλους μισούς και το χειρότερο: δε βρίσκετε πια χρόνο να κάνετε παιδιά... Ε, λοιπόν η Γη σας βαρέθηκε! Αφού δεν μπορεί ν' ακούσει πια χαρούμενες παιδικές φωνές, αποφάσισε να πεθάνει..." Αυτά είπαν οι σοφοί γιατροί κι έφυγαν θυ­μωμένοι. Οι Μεγάλοι κοιτάχτηκαν βουβοί κι ύστερα κατέβασαν ένοχα το κε­φάλι τους... Κανείς δεν πήρε είδηση ένα μικρούτσικο, αδύνατο παιδάκι, που σκαρφάλωσε δακρυσμένο στο κρεβάτι της Γης. "Σε παρακαλώ, ζήσε για μένα! Σ' αγαπώ! Σου υπόσχομαι πως, όταν μεγαλώσω, θα τα διορθώσω όλα" της ψιθύρισε κι όπου έπεφταν τα δάκρυα του πάνω της, έκλεινε μια πληγή και φύτρωνε μια μυγδαλιά. Μοσχοβόλησε σε λίγο όλος ο τόπος κι η Γη άνοιξε τα μάτια της: "Εντάξει, θα ζήσω για σένα. Μα να θυμάσαι την υπόσχεσή σου!" είπε γλυκά και ξανάρχισε να στροβιλίζεται μέσα στο Σύμπαν μέχρι σήμερα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: