Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Η ΩΡΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ (ΤΡΟΙΑ)



(της Ελένης Χωρεάνθη)
Μια φόρα κι έναν καιρό,   τον πολύ παλιό καιρό
πάνω στη μεγάλη γη,   την ωραία, την τρανή
ζούσαν άνθρωποι καλοί,   έξυπνοι και συνετοί.
Αγαπούσαν τη ζωή,    την ωραία, την καλή.

Μα σε κείνους τους καιρούς    λάτρευαν πολλούς θεούς,
έχτιζαν παντού ναούς      και μαρμάρινους βωμούς,
μα ήταν τόσο μπερδεμένοι     οι θνητοί και τυφλωμένοι
που δε νιώθαν που οι θεοί τους   ήταν κάποτ' εχθρικοί τους...   

Κι όπως πλήθαιναν οι άνθρωποι   και γεμίζανε οι τόποι,
φοβηθήκανε οι θεοί,    οι μεγάλοι κι οι τρανοί,
μην προβάλει μια αυγή    που θα βούλιαζαν τη γη!
Και γύρευαν αφορμή      να τους κόψουν την ορμή.­

Κι ο Τυνδάρεω, ο βασιλιάς,    ξακουστός, παλικαράς,
πλούσιος κι ευτυχισμένος,     δυνατός και τιμημένος,
είχε σπίτια, είχε παλάτια!    Κι ήταν ολονών τα μάτια
πάντα πάνω του στραμμένα,     για τα κάλλη τα γραμμένα
της καλής τους θυγατέρας.    Και καμάρωνε ο πατέρας
της πανέμορφης Ελένης,       της Ωραίας, της παινεμένης
που την εποθούσαν όλοι,        μέσα κι έξω από την πόλη.

Όταν ήρθε στον καιρό της    να διαλέξει τον καλό της,
στου Τυνδάρεω την αυλή       τρέξανε τόσοι πολλοί
υποψήφιοι γαμπροί,      ξακουσμένοι και λαμπροί
από την Ελλάδα νέοι       βασιλιάδες και γενναίοι,
που πελάγωσε ο πατέρας      της Ωραίας θυγατέρας:
ποιος θα πάρει την Ελένη,      την Ωραία, την παινεμένη;
είπε και ο νους του βάνει      κάτι δύσκολο να κάνει.
Και στην άψη τους προφταίνει,      χεροπόδαρα τους δένει.
Όρκο δίνουνε μεγάλο     πως δε θε  ν' αφήσουν άλλο,
-αν ποτέ το φέρει η τύχη-    να της θίξει ούτ' ένα νύχι...
Σε βοήθεια είπαν θα τρέξουν      και τον άντρα θα σύντρεξουν
που θα διάλεγε η Ελένη,       η Ωραία, η παινεμένη...

Αγωνίστηκαν μ' ανδρεία      οι γαμπροί για τα πρωτεία...
Το Μενέλαο η χαϊδεμένη,    επροτίμησε η Ελένη!
Κι όλοι φύγαν οι χαμένοι       ήρωες ευχαριστημένοι...
Και παντρεύτηκε η Ελένη,      η Ωραία, η παινεμένη
το Μενέλαο, τον ωραίο      βασιλιά της, το γενναίο.

Ζούσανε ευτυχισμένοι,     πλούσιοι και τιμημένοι
ώσπου μια ωραία αυγή      στην αντίπερα τη γη,
απ' τον Όλυμπο σταλμένη        μια θεά καταραμένη
σ' ένα πλούσιο παλικάρι,      βασιλόπουλο - τι χάρη,
τι ομορφιά είχε, τι καμάρι!-     του τάξε να πάει πάρει
την Ωραία. Και σφοδρός        έρωτας, θανατερός
ξεσηκώνει τα μυαλά του.       Φλέγονται τα σωθικά του.
«Βιάσου!» η θεά του κάνει.      Κι ο καλός για να προκάνει
σε γοργό καράβι μπαίνει,     τον πλατύ πόντο διαβαίνει,
όνειρο την τύχη κάνει       και στη Σπάρτη φίλος φτάνει...

Και για τύχη του καλή,       η ανάγκη το καλεί
ο Μενέλαος να λείψει     απ' τη Σπάρτη, δίχως τύψη
 τρώει ο ξένος και γλεντάει,       την κυρά λοξά κοιτάει...
Πώς ν' αντέξει κι η καημένη        η Ωραία, η Ελένη;
Λιώνει, φθείρεται από λύπη      για τον άντρα της που λείπει…



Έρωτας τρελός την καίει... «Γεια χαρά σας, φεύγω!» λέει
 στην τιμή και στο παλάτι.     Και ξανοίγεται στα πλάτη
του πελάγου, και σαλπάρει     για την Τροία με τον Πάρη

Μα σα γύρισε ο πάθος,     ντροπιασμένος και μαθός,
στέλνει μήνυμα στους άλλους       βασιλιάδες, τους μεγάλους
που είχαν όλοι ορκιστεί       αν μια  μέρα χρειαστεί,
πρόθυμα να τον συντρέξουν,   σε βοήθεια να τρέξουν:
«Βασιλιάδες τιμημένοι,      μου την κλέψαν την Ελένη!
Του Πριάμου ο γιος ο ψεύτης      είναι της καλής μου ο  κλέφτης!
Πρόσβαλε και την Ελλάδα!      Αχ, τι μέρα αυτή, αποφράδα!
Τη βοήθεια σας θέλω      με το μήνυμα που στέλλω».

Τότε όλοι αφυπνίστηκαν,    σύσσωμοι αρματώθηκαν
κι είπαν πάνω στην ορμή τους      και στην άψη την τρανή τους:
«Είναι ο μόνος δυνατός       τρόπος και συμφερτικός
έναν πόλεμο μεγάλο,     δε μας μένει τίποτ' άλλο
πρόσφορο να κάνουμε.      Αν πάνοπλοι σαλπάρουμε,
το Ίλιο θα πατήσουμε              και τ' όνειδος θα σβήσουμε!
Την όμορφη αφού πάρουμε    και τους εχθρούς ξεκάνουμε,
με λάφυρα όλοι νικητές            τρισδοξασμένοι εκδικητές,
πάμπλουτοι θα γυρίσουμε            στα σπίτια μας, να ζήσουμε...

«Δες, η Ελλάδα όλη ορθή!          Ως αρωγός μου έχει ερθεί!»
θαύμασε ο παθός θλιμμένος...   Μα ήταν τόσο μπερδεμένος
για να νιώσει πως η Ελένη     με το νιο ήθελε να μένει...

Μήνυσε στον αδερφό του,   το γενναίο και συνεργό του:
«Αγαμέμνονα, καλέ μου,     γίνε αρχηγός, δικέ μου!»
«Αδερφέ, αρχηγός να γίνω,      το στρατό να διευθύνω...»
είπε ο αδερφός. «Τον Πάρη       η μαύρη η νύχτα θα τον πάρει...»

Μαζεύτηκαν στην Αυλίδα.    Μα του απόπλου η ελπίδα
εμπερδεύτηκε στην πλώρη. «Του Αγαμέμνονα η κόρη
να σφαγεί έπρεπε πρώτα    πριν τα πλοία βάλουν ρότα.
Με την Άρτεμη είχε αμάχη      ο πατέρας. Σε μια ράχη
μια λαφίνα είχε σκοτώσει     κι είχε η θεά θυμώσει...

Έγινε και η θυσία.     Ξεκινούν για την Ασία.
Πλώρη βαλαν μύρια πλοία    για την ξακουσμένη Τροία.
Δέκα χρόνια πολεμούσαν,     έκαιγαν, λεηλατούσαν,
ρήμαζαν χωριά και τόποι       και σκοτώνονταν οι άνθρωποι...
Γίνανε μαλλιά κουβάρια,     πέσανε στη γη κουφάρια
Τρώες, Έλληνες και άλλοι     άμαχοι, ήρωες και μεγάλοι... 
Κλάψανε πολλές μανάδες,      κορασιές και αδερφάδες...
Πέσανε κορμιά στη μάχη...     Το κακό δεν έχει αμάχη...
Μα τη δέκατη χρονιά      ύψωσαν ξανά πανιά
αφού είχαν κάμει στάχτη-     βγάλαν όλο τους το άχτι-
την πανέμορφη την Τροία      για μια αρπαγή γελοία,
για ένα φάντασμα ωραίο... Ήταν φαίνεται μοιραίο
να χαθούν τόσες ψυχές    στου πολέμου τις πτυχές...

Αχ, ποτέ η Ωραία Ελένη      δεν επήγε η καημένη
με τον Πάρη στην Ασία.    Άδικα έγινε η θυσία,
για ένα φάντασμα ωραίο     που ήταν προφανώς μοιραίο
να χαθούν τόσες ψυχές     στου πολέμου τις πτυχές,
να λιγώνουν οι άνθρωποι,     ν' αλαφρώσουνε οι τόποι.­
Έτσι θέλουν οι θεοί          σαν πληθαίνουν οι λαοί...

Ήταν θέλημα του Δία      να μην πάει η θεά στην Τροία
Στου Πρωτέα την αυλή       είχε απ' την αρχή σταλεί
της Ωραίας το κορμί       με το φτερωτό Ερμή…
­Με ένα φάντασμα κοιμόταν      ο καλός της και καυχιόταν,
ο πανέμορφος ο Πάρης,     ο ανόητος σαν πρωτάρης...
Λέει ο Ευριπίδης. Μύθοι         που κανένας δε μας πείθει.­

Για τον πόλεμο εκείνο        που κατέληξε σε θρήνο
κι όνειδος για την Ελλάδα     που σαν άδολη αμνάδα
στο βωμό οι τρανοί τη σέρνουν      και κακές μπόρες τη δέρνουν
έπος έγραψε μεγάλο-        σαν αυτό δεν είναι άλλο-
ο μεγάλος ποιητής,        ο τυφλός τραγουδιστής,
στους αιώνες για να ζήσει         σε Ανατολή και Δύση:
την αθάνατη Ιλιάδα        που σαν άσβεστη λαμπάδα
θε να φέγγει στους λαούς,   στους ταλαίπωρους θνητούς,
να γρικούν πως η ειρήνη         είν' η μόνη οδός, εκείνη
που ενώνει τους λαούς,           τους σοφούς και γνωστικούς.
Κι όλα τ' άλλα είναι γελοία:       πλούτη, δόξες, μεγαλεία.­
Οι πόλεμοι γίνονται για λεία...    Το  ‘πε ο Όμηρος, Τελεία!

Δεν υπάρχουν σχόλια: