Τι έμεινε και τι χάθηκε;
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός λαού είναι σίγουρα τα ήθη και
τα έθιμα του.
Αυτά, σε συνάρτηση με τη γλώσσα,
τη θρησκεία και τους θεσμούς το διαμορφώνουν και το κάνουν να ξεχωρίζει από τα
άλλα. Έτσι, τουλάχιστον, συνέβαινε μέχρι πριν λίγο καιρό, από τότε όμως που
εισέβαλλε στη ζωή μας το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης πολλά από τα παραπάνω
στοιχεία τείνουν να εκφυλιστούν καθώς ο ένας λαός τείνει να εξομοιωθεί με τον
άλλο. Τα χρόνια περνούν και οι κοινωνίες αλλάζουν, έτσι, πολλά από τα ήθη και
τα έθιμα μας έχουν εξαφανιστεί ή τελούν υπό εξαφάνιση.
Με την ευκαιρία των εορταστικών ημερών που πλησιάζουν αναφέρουμε ενδεικτικά
κάποια βασικά ήθη και έθιμα του
Δωδεκαημέρου (περίοδος που καλύπτει από την παραμονή των Χριστουγέννων
έως τα Θεοφάνεια), πολλά από τα
οποία σήμερα έχουν εκλείψει.
Πολύτιμο βοήθημα στο ακόλουθο αφιέρωμα ήταν το βιβλίο του Γεωργίου Μέγα «Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας» που κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις της Εστίας.
Χριστουγεννιάτικα έθιμα
Τα Χριστούγεννα είναι μια από τις
μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνη γιατί εορτάζονται ως η γενέθλια ημέρα
του Χριστού, λογικό Είναι λοιπόν να τη συνοδεύουν πλήθος ηθών και εθίμων.
Τα
κάλαντα
Πρόκειται γιο τραγούδια ευχετικά
που περιέχουν επαίνους για τους ιδιοκτήτες των
σπιτιών και τα μέλη της
οικογένειας τους. Είναι, ίσως, το πιο ισχυρό έθιμο αυτών των ημερών που
εξακολουθεί να διατηρεί μεγάλο μέρος της παλιάς του αίγλης. Μπορεί να μην ακολουθείται
πλέον όλο το τελετουργικό ή τα παιδιά που ξεχύνονται
από πόρτα σε πόρτα την παραμονή
των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς να μην είναι τόσα πολλά όπως πριν λίγα
χρόνια αλλά οι εικόνες συνεχίζουν να ζωντανεύουν και οι ήχοι από τα τρίγωνα να
«χαϊδεύουν» ευχάριστα τα αυτιά μας.
Παραμονή Χριστουγέννων λοιπόν και
η αναγγελία της γέννησης του Χριστού ακούγεται παντού:
«Καλήν εσπέραν, άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησαν
να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η κτίσις όλη...»,
εύχονται οι πιτσιρικάδες και
γεμίζουν τις τσέπες τους με εύρο. Παλαιότερα με δραχμές κι ακόμη παλιότερα με
κουλούρια, κάστανα, καρύδια. Αν όμως ο σπιτονοικοκύρης έλειπε και δεν άνοιγε η
πόρτα που χτυπούσαν, τότε του έψελναν άλλου είδους μαντάτα:
«Αφέντη μου, στην κάπα σου
χίλιες χιλιάδες ψείρες,
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν,
άλλες αυγά μαζώνουν,,.»
και ένα σωρό άλλα που σήμερα δεν ακούγονται. Στην προκειμένη
περίπτωση, ευτυχώς. Η ποικιλία
των τραγουδιών αυτών ήταν πολύ μεγάλη και τα κάλαντα διέφεραν από περιοχή σε
περιοχή.
Στη Θράκη, για παράδειγμα, ακουγόταν
το «Χριστός γεννιέται, σα γήλιος
φέγγει, σα νιο φεγγάρι, σαν παλληκάρι...»,
ή «Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο, χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια...», στο
Μοριά «Χριστούγεννα Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου, για βγάτε, δέτε, μάθετε,
πως ο Χριστός γεννάται,..», (στην Κέρκυρα «Σήμερο μάγοι έρχονται στη χώρα του Ηρώδη.
Και ο Ηρώδης ταραχθείς έγινε θηριώδης...», στα νησιά του Αιγαίου «κάτω στα Ιεροσόλυμα,
στης Βηθλεέμ την πόλη, εκεί δεντρί δεν ήτανε, δεντρί ξεφανερώθη...» κ. α.
Τα κάλαντα όμως διέφεραν και
ανάλογα με τον αφέντη του σπιτιού και το επάγγελμα του. Αν ήταν γεωργός, τότε
ο τραγούδι των παιδιών ήταν για το ζευγάρι ή για τις στάνες και τα πρόβατα αν
ήταν κτηνοτρόφος.
Και τελείωναν με παρότρυνση να τα
φιλέψουν: « Βάλε τ' αφέντη μ' Βάλε το χέρι σου στη τζέπη. Αν εύρης γρόσα δω μας
τα, φλουριά μην τα λυπάσαι, βάλε και το γλυκό κρασί, να πιουν τα παλληκάρια».
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο
Η παράδοση του αειθαλούς δέντρου
που έγινε σύμβολο των Χριστουγέννων μας πάει χρόνια πίσω.
Οι ιερείς των Κελτών στην αρχαία
Αγγλία και οι Ρωμαίοι στην Ευρώπη χρησιμοποίησαν κλαδιά αειθαλών δέντρων για
να διακοσμήσουν τα σπίτια τους και τα δημόσια κτίρια με σκοπό να γιορτάσουν το
χειμερινό ηλιοστάσιο. Σιγά σιγά αυτά το έθιμο υιοθετήθηκε από τους χριστιανούς
οι οποίοι το ενσωμάτωσαν στο δικό τους εορταστικό Δωδεκαήμερο. Για τον εορταστικό
διάκοσμο των δέντρων αυτών χρησιμοποιήθηκαν πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους
αντικείμενα. Κάπου στις αρχές του αιώνα έκαναν την εμφάνιση τους σχοινιά από
καβουρντισμένο καλαμπόκι, χειροποίητες
κάρτες και εικόνες, βαμβάκι,
γλυκίσματα όλων των οχημάτων και μεγεθών και, περιστασιακά, φανταχτερές γυάλινες μπάλες και φιγούρες. Κάποιες φορές
χρησιμοποιήθηκαν και αναμμένα κεριά αλλά
ο κίνδυνος πυρκαγιάς τα καθιστούσε δύσχρηστα
γι' αυτό πολύ σύντομα χρησιμοποιήθηκαν
ειδικές θήκες όπου έμπαιναν τα κεριά, οι οποίες απέτρεπαν
τέτοιου είδους ατυχήματα. Όσον αφορά τα ηλεκτρικά λαμπιόνια αυτά έκαναν την
εμφάνιση τους ακριβώς τρία χρόνια μετά την επίσημη παρουσίαση της λάμπας
πυράκτωσης από τον Τόμας 'Εντισον. Και πάλι όμως η χρήση τους δεν διαδόθηκε αμέσως
καθώς τα πρώτα χριστουγεννιάτικα φώτα ήταν χειροποίητα και πολύ ακριβά.
Στην Ελλάδα το έθιμο ήρθε από τη
Γερμανία και αντικατέστησε το παλιό ελληνικό έθιμο σύμφωνα με το παλιό
ελληνικό έθιμο σύμφωνα με το οποίο την παραμονή των Χριστουγέννων οι άνθρωποι
τοποθετούσαν στο τζάκι έναν κορμό ή μέρος δέντρου το οποίο το έκαιγαν για να
κρατήσουν μακριά τους Καλικάντζαρους.
Το
Χριστουγεννιάτικο τραπέζι
Τα κάλαντα αναγγέλλουν τη γέννηση του Χριστού όπως ακριβώς τη γέννηση
ενός παιδιού, γι’ αυτό και σε κάποια μέρη την Παναγία τη φαντάζονταν σα λεχώνα
και το χριστουγεννιάτικο τραπέζι σαν το τραπέζι της Παναγίας. Στο Ζαγόρι της
Ηπείρου, για παράδειγμα, τη νύχτα πριν τα Χριστούγεννα έφτιαχναν τηγανίτες με
πολλά κοπανισμένα καρύδια και τις ονόμαζαν «σπάργανα». Στην Κύπρο πάλι το
παξιμάδια που έφτιαχναν τα Χριστούγεννα τα ονόμαζαν «κούμουλα», όπως και τα
παξιμάδια που πρόσφεραν σε όσους επισκέπτονταν λεχώνες.
Απαραίτητο στο χριστουγεννιάτικο
τραπέζι ήταν το «Χριστόψωμο» το οποίο ήταν κουλούρα ειδικού σχήματος και είχε
πάνω της στολίδια από ζυμάρι, Τα στολίδια αυτά ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τη ζωή
της κάθε οικογένειας. Αν επρόκειτο για γεωργούς τα στολίδια παρίσταναν το
αλέτρι με το Βόδια, τη στάβα (στοίβα δημητριακών δεμάτων), το Βαρέλι του
κρασιού κ.α., ενώ η πίτα των βοσκών στολιζόταν με αρνάκια, κατσικάκια και άλλα
σχετικά.
Η βάση των
χριστουγεννιάτικων φαγητών ήταν το χοιρινό, με εξαίρεση κάποιες περιοχές που
προτιμούσαν το κοτόπουλο ή τη γαλοπούλα. Συνήθως έφτιαχναν πολλά φαγητά και
γλυκά (δίπλες, κουραμπιέδες και μελομακάρονα) για να είναι πλούσιο το τραπέζι
της Παναγίας. Σε κάποιες δε περιοχές (π.χ. στην Κορώνη) δεν άγγιζαν τίποτα
πριν κόψουν το τσουρέκι και δώσουν το πρώτο κομμάτι σε κάποιο περαστικό
ζητιάνο. Η ιερότητα του εορταστικού του εορταστικού αυτού τραπεζιού φαίνεται
και από το γεγονός ότι σε κάποιες περιοχές χρησιμοποιούσαν τα αποφάγια σα
λίπασμα που εξασφάλιζε την καρποφορία των δέντρων.
Οι Καλικάντζαροι
Κατά τη λαϊκή πίστη, καθ’ όλη τη
διάρκεια του Δωδεκαήμερου, τα νερά είναι αβάφτιστα, γι' αυτό εμφανίζονται
κάποια ειδικά δαιμόνια, οι Καλικάντζαροι για τους οποίους υπήρχε η δοξασία ότι
ήταν παιδιά που γεννιούνται τα Χριστούγεννα, επειδή η σύλληψή τους συμπίπτει ημέρα
του Ευαγγελισμού Σύμφωνα λοιπόν με την
λαϊκή παράδοση, όλο το χρόνο πελεκούν με τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει
τη γη και εμφανίζονται την παραμονή των Χριστουγέννων, ενοχλούν και πειράζουν
τους ανθρώπους και μολύνουν τις τροφές. Ο λαός τους «πολεμάει» με διάφορους
τρόπους (κρεμώντας κατωσάγονο χοίρου πίσω από την πόρτα ή μέσα στην καμινάδα,
καίγοντας κλαδιά δέντρου, αλάτι ή παλιοπάπουτσο κ.α.), Με την
έλευση του Χριστού και τη βάφτιση
του οι Καλικάντζαροι αναγκάζονται να ξαναχυθούν κάτω από τη γη και τότε έκπληκτοι
ανακαλύπτουν ότι το δέντρο που κρατάει τη γη έχει αναθρέψει και, αναγκαστικά, αρχίζουν πάλι το
πελέκημα μέχρι την επόμενη παραμονή των Χριστουγέννων.
Εγκαταλείποντας τη γη φωνάζουν
«Φεύγετε να φεύγουμε έρχεται ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη
βρεχτούρα του».
Έθιμα της Πρωτοχρονιάς
Έθιμα της
Πρωτοχρονιάς
Η Πρωτοχρονιά είναι γιορτή
θρησκευτική γιατί συμπίπτει με την ημέρα κοιμήσεως του Μεγάλου Βασιλείου ενώ
παράλληλα εορτάζεται και η αρχή ενός νέου χρόνου. Τον εορτασμό αυτής της ημέρας
συνοδεύουν επίσης πολλά ήθη και έθιμα. Πολλά από το οποία είναι ίδια με
εκείνα των Χριστουγέννων. Ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας γράφει σχετικά; «...είναι
καθ' αυτό πρωτοχρονιάτικα έθιμα και εξηγούνται από το γεγονός, ότι από τα μέσα
του 4ου αϊ. η 25η Δεκεμβρίου είχε οριστεί ως γενέθλια ημέρα του Χριστού και
ταυτόχρονα ως αρχή του χρόνου. Έτσι στο γιορτασμό συμπεριλήφθηκαν και πολλά
έθιμα της ρωμαϊκής Πρωτοχρονιάς-κυρίως τα κάλανδα του Ιανουαρίου, που παρέμειναν
και μετά την επαναφορά της αρχής του χρόνου στην πρώτη Ιανουαρίου».
Τα κάλαντα
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή
μου δεντρολιβανιά κι αρχή κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά, εκκλησιά με τ'
άγιο θρόνο...», είναι η πρώτη στροφή
που μοιάζει ίδια και απαράλλακτη σε όλες τις περιοχές, στη συνέχεια όμως τα
πρωτοχρονιάτικα κάλαντα διαμορφώνονται ανάλογα τον τόπο «...Άγιος Βασίλης έρχεται
από τον κάβο Πάπα, Βαστάει και
στην πλάτη του μια μαλλιαρή
θύλακα...»,
συμπληρώνουν στην Ικαρία ή
«...Υγεία αγάπη και χαρά να φέρει ο νέος χρόνος»
Υπάρχουν όμως και περιοχές όπως η
Κεφαλλονιά ή η Ζάκυνθος όπου τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα είναι εντελώς διαφορετικά.
Έτσι ακούμε τους Κεφαλλονίτες να τραγουδούν «Άγιος Βασίλης· έρχεται, Γενάρης
ξημερώνει! Ο μήνας που μας έρχεται το χρόνο φανερώνει...».
Κι εδώ τα παιδιά γύριζαν από
σπίτι σε σπίτι και οι νοικοκυρές τα φίλευαν.
Το ποδαρικό
Το ποδαρικό
Μείζονος σημασίας ήταν, και για
αρκετούς εξακολουθεί να είναι, το έθιμο του ποδαρικού. Το ποιος θα έμπαινε, με
τον καινούργιο χρόνο, πρώτος στο σπίτι ήταν πολύ βασικό. Σε μερικούς μάλιστα
τόπους για να εξασφαλίσουν μια καλή χρονιά, ποδαρικό έκανε ο ίδιος ο
νοικοκύρης ή ο πρωτότοκος γιος ή ένα τυχερό παιδί, ή στην Αμοργό, για
παράδειγμα, αυτός που πρωτοέμπαινε με το δεξί, έκανε τρία βήματα και έλεγε
«Μέσα καλό!», έσπαγε ένα ρόδι για να πληθαίνουν τα καλά, γύριζε άλλα τρία
Βήματα πίσω και έλεγε «έξω κακό!», ή στο Απόσκεπο της Καστοριάς φώναζαν ένα
παιδί που είχε καλό ποδαρικό και το έβαζαν να ανακατώσει τη φωτιά με τη
τζουμάγια (ξύλο που έχει κόμπο
στο κάτω μέρος) λέγοντας «Αρσενικά παιδιά, θηλυκά αρνιά!» κ.α. Το έθιμο του
ποδαρικού σε πολλές περιοχές ήταν ταυτισμένο και με τα Χριστούγεννα. Στο
Κατσιδόνι της Κρήτης, για παράδειγμα, τη νύχτα της παραμονής έβαζαν ένα βόδι
στο σπίτι.
Η βασιλόπιτα
Όπως τα Χριστούγεννα απαραίτητο
στο τραπέζι ήταν το Χριστόψωμο έτσι και στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι απαραίτητη
ήταν και είναι η Βασιλόπιτα. Σύμφωνα με την παράδοση, η ιστορία της βασιλόπιτας
ανάγεται στην εποχή που ο Μέγας Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισαρεία.
Κάποια στιγμή, ο τότε
Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε στην πόλη με πολύ σκληρές διαθέσεις για να
εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβήθηκαν και ζήτησαν τη βοήθεια από τον
Επίσκοπο. Τότε εκείνος τους προέτρεψε να
φέρει ο καθένας ό,τι πολύτιμο
αντικείμενο έχει Εκείνοι τον
υπάκουσαν αμέσως. Όταν μάζεψαν όλα τα χρυσαφικά,
τα πήγαν μαζί με τον Μέγα Βασίλειο να τα
παραδώσουν στον Έπαρχο. Σύμφωνα με τον
φιλόλογο Φαίδωνα Κουκουλέ «Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μ.
Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε, χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα.»
(Κατά άλλη εκδοχή, ο Μέγας Βασίλειος, αφού Βασανίστηκε πολύ για να βρει έναν
τρόπο να αντιμετωπίσει τον Έπαρχο, έμαθε ότι αυτός είχε μανία με τα ζάρια κι
έτσι, όταν τον συνάντησε, του πρότεινε να παίξουν οι δυο τους. Ο Έπαρχος θα
στοιχημάτιζε τα σακιά με τα χρυσαφικά που είχε πάρει από τους πολίτες και ο
Επίσκοπος την περιουσία του. Ο Μέγας Βασίλειος στάθηκε τυχερός και έτσι
επανέκτησε τα πολύτιμα αντικείμενα των συμπολιτών του.) Όπως και να' χει όμως,
ο Μέγας Βασίλειος κατάφερε να γλιτώσει τα χρυσαφικά από τα χέρια του ρωμαίου
διοικητή και ύστερα θέλησε να τα δώσει πίσω στους ιδιοκτήτες τους. Τότε όμως
αντιμετώπισε μια σημαντική δυσκολία, μια που όλοι είχαν δώσει δαχτυλίδια και
νομίσματα και έτσι δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν σε ποιόν ανήκε το κάθε
αντικείμενο. Τότε ο Μέγας Βασίλειος διέταζε να φτιάξουν το βράδυ του Σαββάτου
μικρές πίτες και μέσα στην κάθε μια έβαλε ένα αντικείμενο. Την επόμενη μέρα μοίρασε
από μία στον καθένα. Και ως εκ θαύματος, μέσα σε κάθε πίτα βρήκε ο καθένας ό,τι
είχε προσφέρει.
Από τότε, λέει η παράδοση, κάθε
φορά στη γιορτή του Αγ. Βασίλειου κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα
νομίσματα.
Τα δώρα
Το πιο χαρακτηριστικό όμως έθιμο,
ίσως και εκείνο που όλοι περιμένουν με ιδιαίτερη λαχτάρα και έχει μεγάλες
πιθανότητες κ.α. να μην εξαφανιστεί
ποτέ, είναι η ανταλλαγή δώρων. Όσον
αφορά εκείνα της Πρωτοχρονιάς, πιθανότατα, γίνονται όχι μόνο ως εκδήλωση
αγάπης αλλά και για να αυξήσουν «συμβολικά» τα αγαθά των αγαπημένων τους
προσώπων έτσι ώστε η αύξηση της περιουσίας τους στην αρχή του χρόνου να
προκαλέσει την αύξηση της και κατά την διάρκεια του.
Όσα έθιμα προαναφέραμε εξακολουθούν,
με μικρές ίσως αλλαγές, να υφίστανται και είναι διαδεδομένα σε όλη την Ελλάδα,
Υπάρχουν όμως και κάποια τα οποίο παρέμειναν, όσο παρέμειναν, στα όρια της
επαρχίας και δεν πέρασαν ποτέ στο αστικά κέντρο.
Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν κάποιες
μαγικές και δεισιδαιμονικές συνήθειες που απέβλεπαν στην εξασφάλιση της
υγείας, της καλής σοδειάς κ.α. Οι κυριότερες ήταν:
Ανανέωση του νερού
Με την έλευση του νέου χρόνου
έπρεπε να ανανεωθεί το νερό στα λαγήνια με αϊβασιλιάτικο νερό. Για να το
ανανεώσουν έπρεπε να πάνε στη βρύση, να προσφέρουν κέρασμα, για να εξευμενιστεί
το ξωτικό, η νεράιδα ή το στοιχειό που κατοικούσε σε αυτή. Στη Σινώπη την
ανανέωση του νερού αναλάμβανε εκείνος που είχε κερδίσει το φλουρί στην πίτα,
στην Αγία Άννα της Εύβοιας δεν λένε «Καλημέρα» πριν κάποιος από το σπίτι
καλημερίσει τη βρύση, πλυθεί και φέρει το αμίλητο νερό.
Μεταφορά πέτρας ή άμμου στο σπίτι
Το βάρος της πέτρας, το πλήθος
των βρύων μιας πέτρας καθώς και η άμμος της θάλασσας αποτελούσαν εγγύηση για
την αφθονία των αγαθών του νέου χρόνου.
Έτσι, κατά το έθιμο, συνηθιζόταν
στην Αγία Σοφία της Λήμνου οι επισκέπτες να κουβαλούν στο σπίτι μια πέτρα και
να την πετάνε στο σπίτι λέγοντας «Όπως βαρεί η πέτρα, να βαρεί τ' αφέντη η σακούλα». Στον Πόντο οι γυναίκες
και τα κορίτσια κατέβαιναν στη θάλασσα κρατώντας ένα σκεύος γεμάτο χόνδρους
σιταριού και αλάτι, τα έχυναν στη θάλασσα, ύστερα το γέμιζαν με κροκάλες
(αποστρογγυλωμένο χαλίκι) και νερό και, επιστρέφοντας στο σπίτι, τα σκορπούσαν
στα δωμάτια. Κάποιο από αυτά τα χαλίκια το έριχναν στο σκεύος για τη ζύμη και
το κρατούσαν όλο το χρόνο.
Άλλα έθιμα ήταν η εικονική σπορά κριθαριού
και άλλων σπόρων (Λήμνο), η ανάρτηση κλαδιών ελιάς η δάφνης στην αυλόπορτα
του σπιτιού ή στην πόρτα του εργαστηρίου (Σινώπη), τα χτυπήματα με βέργα
κρανιάς
ή κλωνάρι ελιάς στη ράχη κ.α.
Μαντικές συνήθειες
Εκτός των άλλων εθίμων, τις
ημέρες αυτές και ιδιαίτερα εκείνες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς
υπάρχουν και πολλές μαντικές συνήθειες. Με στόχο την πρόβλεψη για τη νέα
χρονιά, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μαντέψουν μέσα από το νόμισμα της βασιλόπιτας,
την πλάτη ή το μεγάλο κόκαλο της
κότας, τους κόκκους σιταριού ή τα χλωρά φύλλα ελιάς η καρυδιάς, τα όνειρα κ,α.
Τυχερά παιχνίδια
Στο κυνήγι της τύχης και αυτές
τις μέρες όλοι επιδίδονταν και επιδίδονται στα τυχερά παιχνίδια γιατί
γνωρίζουν ότι αν έχουν κέρδη ειδικά την Πρωτοχρονιά, τότε θα κερδίζουν όλη τη
χρονιά. Βέβαια κανείς δεν σκέφτεται τι θα γίνει στην περίπτωση που χάσει. Ίσως
γι' αυτή την περίπτωση έγινε η παροιμία «Όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην
αγάπη».
Η μνήμη και η λατρεία των νεκρών
Τις άγιες αυτές μέρες ήταν λογικό
να θυμούνται και να τιμούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που είχαν πεθάνει γι'
αυτό και συνήθιζαν να κάνουν προσφορές στους νεκρούς, να επισκέπτονται τα
νεκροταφεία κ.α.
Αυτά ήταν μόνο μερικά από τα
εκατοντάδες ήθη και έθιμα που είναι συνυφασμένα με τα Χριστούγεννα και την
Πρωτοχρονιά, είναι όμως χαρακτηριστικά για να κατανοήσουμε, πέρα από τη
σπουδαιότητα τους από θρησκευτικής και Εκκλησιαστικής απόψεως, πόσο πολύ
αυτές οι δυο μεγάλες γιορτές σημάδεψαν τον απλό λαό. Επίσης είναι ικανά για να
αναλογιστούμε πόσο ωραίο θα ήταν αν όλα τα ήθη και τα έθιμα μας μπορούσαν να
διαιωνιστούν έστω και υπό τη μορφή θεάματος.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΥΡΙΑΚΑΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου