Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ



Τι έμεινε και τι χάθηκε;

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά  γνωρίσματα ενός λαού είναι σίγουρα τα ήθη και τα έθιμα του.
Αυτά, σε συνάρτηση με τη γλώσσα, τη θρησκεία και τους θεσμούς το διαμορ­φώνουν και το κάνουν να ξεχωρίζει από τα άλλα. Έτσι, τουλάχιστον, συνέβαινε μέχρι πριν λίγο καιρό, από τότε όμως που εισέβαλλε στη ζωή μας το φαινόμε­νο της παγκοσμιοποίησης πολλά από τα παραπάνω στοιχεία τείνουν να εκφυλι­στούν καθώς ο ένας λαός τείνει να εξο­μοιωθεί με τον άλλο. Τα χρόνια περ­νούν και οι κοινωνίες αλλάζουν, έτσι, πολλά από τα ήθη και τα έθιμα μας έχουν εξαφανιστεί ή τελούν υπό εξα­φάνιση.

Με την ευκαιρία των εορταστικών ημερών που πλησιάζουν αναφέρουμε εν­δεικτικά κάποια βασικά ήθη και έθιμα του Δωδεκαημέρου (περίοδος που καλύ­πτει από την παραμονή των Χριστουγέν­νων έως τα Θεοφάνεια), πολλά από τα οποία σήμερα έχουν εκλείψει.
Πολύτιμο βοήθημα στο ακόλουθο αφιέ­ρωμα ήταν το βιβλίο του Γεωργίου Μέγα «Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Εστίας.


Χριστουγεννιάτικα έθιμα
Τα Χριστούγεννα είναι μια από τις μεγα­λύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνη για­τί εορτάζονται ως η γενέθλια ημέρα του Χριστού, λογικό Είναι λοιπόν να τη συνοδεύουν πλήθος ηθών και εθίμων.
Τα κάλαντα
Πρόκειται γιο τραγούδια ευχετικά που πε­ριέχουν επαίνους για τους ιδιοκτήτες των
σπιτιών και τα μέλη της οικογένειας τους. Είναι, ίσως, το πιο ισχυρό έθιμο αυτών των ημερών που εξακολουθεί να διατηρεί μεγάλο μέρος της  παλιάς του αίγλης. Μπορεί να μην ακολουθείται πλέον όλο το τελετουργικό ή τα παιδιά που ξεχύνονται
από πόρτα σε πόρτα την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς να μην είναι τόσα πολλά όπως πριν λίγα χρόνια αλλά οι εικόνες συνεχίζουν να ζωντανεύουν και οι ήχοι από τα τρίγωνα να «χαϊδεύουν» ευχάριστα τα αυτιά μας.
Παραμονή Χριστουγέννων λοιπόν και η αναγγελία της γέννησης του Χριστού ακούγεται παντού:
«Καλήν εσπέραν, άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησαν
να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η κτίσις όλη...»,
εύχονται οι πιτσιρικάδες και γεμίζουν τις τσέπες τους με εύρο. Παλαιότερα με δραχμές κι ακόμη παλιότερα με κου­λούρια, κάστανα, καρύδια. Αν όμως ο σπιτονοικοκύρης έλειπε και δεν άνοιγε η πόρτα που χτυπούσαν, τότε του έψελναν άλλου είδους μαντάτα:
«Αφέντη μου, στην κάπα σου
χίλιες χιλιάδες ψείρες,
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν,
άλλες αυγά μαζώνουν,,.»
και ένα σωρό άλλα που σήμερα δεν ακούγονται. Στην προκειμένη
περίπτωση, ευτυχώς. Η ποικιλία των τραγουδιών αυτών ήταν πολύ μεγάλη και τα κάλαντα διέφε­ραν από περιοχή σε περιοχή.
Στη Θράκη, για παράδειγμα, ακουγό­ταν το «Χριστός γεννιέται, σα γήλιος
φέγγει, σα νιο φεγγάρι, σαν παλληκάρι...», ή «Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο, χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια...», στο Μοριά «Χριστούγεννα Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου, για βγάτε, δέτε, μάθετε, πως ο Χριστός γεννάται,..», (στην Κέρκυρα «Σήμερο μά­γοι έρχονται στη χώρα του Ηρώδη. Και ο Ηρώδης ταραχθείς έγινε θηριώδης...»,  στα νησιά του Αι­γαίου «κάτω στα Ιεροσό­λυμα, στης Βηθλεέμ την πόλη, εκεί δεντρί δεν ήτανε, δεντρί ξεφανερώθη...» κ. α.
Τα κάλαντα όμως διέφεραν και ανάλο­γα με τον αφέντη του σπιτιού και το επάγγελμα του. Αν ήταν γεωργός, τότε ο τραγούδι των παιδιών ήταν για το ζευγά­ρι ή για τις στάνες και τα πρόβατα αν ήταν κτηνοτρόφος.
Και τελείωναν με παρότρυνση να τα φιλέψουν: « Βάλε τ' αφέντη μ' Βάλε το χέρι σου στη τζέπη. Αν εύρης γρόσα δω μας τα, φλουριά μην τα λυπάσαι, βάλε και το γλυκό κρασί, να πιουν τα παλληκάρια».
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο
Η παράδοση του αειθαλούς δέντρου που έγινε σύμβολο των Χριστουγέννων μας πάει χρόνια πίσω.
Οι ιερείς των Κελτών στην αρχαία Αγγλία και οι Ρωμαίοι στην Ευρώπη χρη­σιμοποίησαν κλαδιά αειθαλών δέντρων για να διακοσμήσουν τα σπίτια τους και τα δημόσια κτίρια με σκοπό να γιορτάσουν το χειμερινό ηλιοστάσιο. Σιγά σιγά αυτά το έθιμο υιοθετήθηκε από τους χριστιανούς οι οποίοι το ενσωμάτωσαν στο δικό τους εορταστικό Δωδεκαήμερο. Για τον εορταστικό διάκοσμο των δέ­ντρων αυτών χρησιμοποιήθηκαν πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους αντικείμε­να. Κάπου στις αρχές του αιώνα έκαναν την εμφάνιση τους σχοινιά από καβουρ­ντισμένο καλαμπόκι, χειροποίητες
κάρτες και εικόνες, βαμβάκι, γλυκί­σματα όλων των οχημάτων και μεγεθών και, περιστασιακά, φανταχτερές  γυάλινες μπάλες και φιγούρες. Κάποιες φορές χρησιμοποιήθηκαν και  αναμμένα κεριά αλλά ο κίνδυνος     πυρκαγιάς τα καθιστούσε δύ­σχρηστα γι' αυτό πολύ σύ­ντομα χρησιμοποιήθηκαν  ειδικές   θήκες   όπου έμπαιναν τα κεριά, οι οποίες απέτρεπαν τέτοιου είδους ατυχήματα. Όσον αφορά τα ηλεκτρικά λαμπιόνια αυτά έκαναν την εμφάνιση τους ακριβώς τρία χρόνια μετά την επί­σημη παρουσίαση της λάμπας πυράκτω­σης από τον Τόμας 'Εντισον. Και πάλι όμως η χρήση τους δεν διαδόθηκε αμέσως κα­θώς τα πρώτα χριστουγεννιάτικα φώτα ήταν χειροποίητα και πολύ ακριβά.
Στην Ελλάδα το έθιμο ήρθε από τη Γερ­μανία και αντικατέστησε το παλιό ελληνικό έθιμο σύμφωνα με το παλιό ελληνικό έθιμο σύμφωνα με το οποίο την παραμονή των Χριστουγέννων οι άν­θρωποι τοποθετούσαν στο τζάκι έναν κορμό ή μέρος δέντρου το οποίο το έκαιγαν για να κρατή­σουν μακριά τους Καλικά­ντζαρους.
Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι
Τα κάλαντα αναγγέλλουν τη γέννηση του Χριστού όπως ακριβώς τη γέννηση ενός παιδιού, γι’ αυτό και σε κάποια μέρη την Παναγία τη φαντάζονταν σα λεχώνα και το χριστουγεννιάτικο τραπέζι σαν το τραπέζι της Παναγίας. Στο Ζαγόρι της Ηπείρου, για παράδειγμα, τη νύχτα πριν τα Χριστούγεννα έφτιαχναν τηγα­νίτες με πολλά κοπανισμένα καρύδια και τις ονόμαζαν «σπάργανα». Στην Κύ­προ πάλι το παξιμάδια που έφτιαχναν τα Χριστούγεννα τα ονόμαζαν «κούμουλα», όπως και τα παξιμάδια που πρόσφεραν σε όσους επισκέπτονταν λεχώνες.
Απαραίτητο στο χριστουγεννιάτικο τρα­πέζι ήταν το «Χριστόψωμο» το οποίο ήταν κουλούρα ειδικού σχήματος και είχε πάνω της στολίδια από ζυμάρι, Τα στολίδια αυτά ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τη ζωή της κάθε οικογένειας. Αν επρόκειτο για γεωρ­γούς τα στολίδια παρίσταναν το αλέτρι με το Βόδια, τη στάβα (στοίβα δημητριακών δεμάτων), το Βαρέλι του κρασιού κ.α., ενώ η πίτα των βοσκών στολιζόταν με αρ­νάκια, κατσικάκια και άλλα σχετικά.
Η βάση των χριστουγεννιάτικων φαγη­τών ήταν το χοιρινό, με εξαίρεση κάποιες περιοχές που προτιμούσαν το κοτόπουλο ή τη γαλοπούλα. Συνήθως έφτιαχναν πολλά φαγητά και γλυκά (δίπλες, κουραμπιέδες και μελομακάρονα) για να είναι πλούσιο το τραπέζι της Παναγίας. Σε κάποιες δε πε­ριοχές (π.χ. στην Κορώνη) δεν άγγιζαν τί­ποτα πριν κόψουν το τσουρέκι και δώσουν το πρώτο κομμάτι σε κάποιο περαστικό ζητιάνο. Η ιερότητα του εορταστικού του εορταστικού αυτού τραπεζιού φαίνεται και από το γεγονός ότι σε κάποι­ες περιοχές χρησιμοποιού­σαν τα αποφάγια σα λίπα­σμα που εξασφάλιζε την καρποφορία των δέντρων.
Οι Καλικάντζαροι          
Κατά τη λαϊκή πίστη, καθ’ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου, τα νερά είναι αβάφτιστα, γι' αυτό εμφανίζονται κάποια ειδικά δαιμόνια, οι Καλικάντζαροι για τους οποίους υπήρχε η δοξασία ότι ήταν παιδιά που γεννιούνται τα Χριστούγεννα, επειδή η σύλληψή τους συμπίπτει ημέρα του Ευαγγελισμού Σύμφωνα  λοιπόν με την λαϊκή παρά­δοση, όλο το χρόνο πελεκούν με τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βα­στάει τη γη και εμφανίζο­νται την παραμονή των Χριστουγέννων, ενοχλούν και πειράζουν τους ανθρώπους και μολύνουν τις τρο­φές. Ο λαός τους «πολεμάει» με διάφο­ρους τρόπους (κρεμώντας κατωσάγονο χοίρου πίσω από την πόρτα ή μέσα στην καμινάδα, καίγοντας κλαδιά δέντρου, αλάτι ή παλιοπάπουτσο κ.α.), Με την
έλευση του Χριστού και τη βάφτιση του οι Καλικάντζαροι αναγκάζονται να ξαναχυθούν κάτω από τη γη και τότε έκ­πληκτοι ανακαλύπτουν ότι το δέντρο που κρατάει τη γη έχει  αναθρέψει και, ανα­γκαστικά, αρχίζουν πάλι το πελέκημα μέχρι την επόμενη παραμονή των Χρι­στουγέννων.
Εγκαταλείποντας τη γη φωνάζουν «Φεύγετε να φεύγουμε έρχεται ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του».
Έθιμα της Πρωτοχρονιάς
Έθιμα της Πρωτοχρονιάς
Η Πρωτοχρονιά είναι γιορτή θρησκευτική γιατί συμπίπτει με την ημέρα κοιμήσεως του Μεγάλου Βασιλείου ενώ παράλληλα εορτάζεται και η αρχή ενός νέου χρόνου. Τον εορτασμό αυτής της ημέρας συνο­δεύουν επίσης πολλά ήθη και έθιμα. Πολ­λά από το οποία είναι ίδια με εκείνα των Χριστουγέννων. Ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας γράφει σχετικά; «...είναι καθ' αυτό πρωτοχρονιάτικα έθιμα και εξηγούνται από το γεγονός, ότι από τα μέσα του 4ου αϊ. η 25η Δεκεμβρίου είχε οριστεί ως γε­νέθλια ημέρα του Χριστού και ταυτόχρο­να ως αρχή του χρόνου. Έτσι στο γιορτασμό συμπεριλήφθηκαν και πολλά έθι­μα της ρωμαϊκής Πρωτοχρονιάς-κυρίως τα κάλανδα του Ιανουαρίου, που παρέμει­ναν και μετά την επαναφορά της αρχής του χρόνου στην πρώτη Ιανουαρίου».
Τα κάλαντα
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά, εκκλησιά με τ' άγιο θρόνο...», είναι η πρώτη στροφή που μοιάζει ίδια και απαράλλακτη σε όλες τις περιοχές, στη συνέχεια όμως τα πρωτο­χρονιάτικα κάλαντα διαμορφώνονται ανάλογα τον τόπο «...Άγιος Βασίλης έρ­χεται από τον κάβο Πάπα, Βαστάει και
στην πλάτη του μια μαλλιαρή θύλακα...»,
συμπληρώνουν στην Ικαρία ή «...Υγεία αγάπη και χαρά να φέρει ο νέος χρόνος»
Υπάρχουν όμως και περιοχές όπως η Κεφαλλονιά ή η Ζάκυνθος όπου τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα είναι εντελώς δια­φορετικά. Έτσι ακούμε τους Κεφαλλονίτες να τραγουδούν «Άγιος Βασίλης· έρχε­ται, Γενάρης ξημερώνει! Ο μήνας που μας έρχεται το χρόνο φανερώνει...».
Κι εδώ τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και οι νοικοκυρές τα φίλευαν.
Το ποδαρικό
Το ποδαρικό
Μείζονος σημασίας ήταν, και για αρκετούς εξακολουθεί να είναι, το έθιμο του ποδα­ρικού. Το ποιος θα έμπαινε, με τον και­νούργιο χρόνο, πρώτος στο σπίτι ήταν πο­λύ βασικό. Σε μερικούς μάλιστα τόπους για να εξασφαλίσουν μια καλή χρονιά, ποδα­ρικό έκανε ο ίδιος ο νοικοκύρης ή ο πρω­τότοκος γιος ή ένα τυχερό παιδί, ή στην Αμοργό, για παράδειγμα, αυτός που πρωτοέμπαινε με το δεξί, έκανε τρία βήματα και έλεγε «Μέσα καλό!», έσπαγε ένα ρόδι για να πληθαίνουν τα καλά, γύριζε άλλα τρία Βήματα πίσω και έλεγε «έξω κακό!», ή στο Απόσκεπο της Καστοριάς φώναζαν ένα παιδί που είχε καλό ποδαρικό και το έβαζαν να ανακατώσει τη φωτιά με τη
τζουμάγια (ξύλο που έχει κόμπο στο κάτω μέρος) λέγοντας «Αρσενικά παιδιά, θηλυ­κά αρνιά!» κ.α. Το έθιμο του ποδαρικού σε πολλές περιοχές ήταν ταυτισμένο και με τα Χριστούγεννα. Στο Κατσιδόνι της Κρήτης, για παράδειγμα, τη νύχτα της παρα­μονής έβαζαν ένα βόδι στο σπίτι.
Η βασιλόπιτα
Όπως τα Χριστούγεννα απαραίτητο στο τραπέζι ήταν το Χριστόψωμο έτσι και στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι απαραίτητη ήταν και είναι η Βασιλόπιτα. Σύμφωνα με την παράδοση, η ιστορία της βασιλόπιτας ανάγεται στην εποχή που ο Μέγας Βασί­λειος ήταν Επίσκοπος στην Καισαρεία.
Κάποια στιγμή, ο τότε Έπαρχος της Καπ­παδοκίας πήγε στην πόλη με πολύ σκλη­ρές διαθέσεις για να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβήθηκαν και ζήτησαν τη βοήθεια από τον Επίσκοπο. Τότε εκείνος τους  προέτρεψε να φέρει ο καθένας ό,τι πολύτιμο  αντικείμενο έχει Εκείνοι  τον υπάκουσαν αμέσως. Όταν  μάζεψαν όλα τα ­χρυσαφικά,  τα πήγαν μαζί με τον Μέγα Βασίλειο να τα παραδώσουν στον  Έπαρχο. Σύμφωνα με τον φιλόλογο Φαίδωνα Κουκουλέ «Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μ. Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε, χωρίς να θε­λήσει να πάρει τα δώρα.» (Κατά άλλη εκ­δοχή, ο Μέγας Βασίλειος, αφού Βασανί­στηκε πολύ για να βρει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει τον Έπαρχο, έμαθε ότι αυ­τός είχε μανία με τα ζάρια κι έτσι, όταν τον συνάντησε, του πρότεινε να παίξουν οι δυο τους. Ο Έπαρχος θα στοιχημάτιζε τα σακιά με τα χρυσαφικά που είχε πάρει από τους πολίτες και ο Επίσκοπος την πε­ριουσία του. Ο Μέγας Βασίλειος στάθηκε τυχερός και έτσι επανέκτησε τα πολύτιμα αντικείμενα των συμπολιτών του.) Όπως και να' χει όμως, ο Μέγας Βασίλειος κατάφερε να γλιτώσει τα χρυσαφικά από τα χέρια του ρωμαίου διοικητή και ύστερα θέλησε να τα δώσει πίσω στους ιδιοκτήτες τους. Τότε όμως αντιμετώπισε μια ση­μαντική δυσκολία, μια που όλοι είχαν δώ­σει δαχτυλίδια και νομίσματα και έτσι δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν σε ποιόν ανή­κε το κάθε αντικείμενο. Τότε ο Μέγας Βα­σίλειος διέταζε να φτιάξουν το βράδυ του Σαββάτου μικρές πίτες και μέσα στην κά­θε μια έβαλε ένα αντικείμενο. Την επό­μενη μέρα μοίρασε από μία στον καθένα. Και ως εκ θαύματος, μέσα σε κάθε πίτα βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει.
Από τότε, λέει η παράδοση, κάθε φορά στη γιορτή του Αγ. Βασίλειου κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα.
Τα δώρα
Το πιο χαρακτηριστικό όμως έθιμο, ίσως και εκείνο που όλοι περιμένουν με ιδιαίτε­ρη λαχτάρα και έχει μεγάλες πιθανότητες κ.α.  να μην εξαφανιστεί ποτέ, είναι η ανταλλαγή δώρων.   Όσον    αφορά εκείνα της Πρωτοχρονιάς, πιθανότατα, γίνονται όχι μόνο ως εκδήλωση αγάπης αλ­λά και για να αυξήσουν «συμβολικά» τα αγαθά των αγαπημένων τους προσώπων έτσι ώστε η αύξηση της περιουσίας τους στην αρχή του χρόνου να προκαλέσει την αύξηση της και κατά την διάρκεια του.

Όσα έθιμα προαναφέραμε εξακολου­θούν, με μικρές ίσως αλλαγές, να υφίστανται και είναι διαδεδομένα σε όλη την Ελλάδα, Υπάρχουν όμως και κάποια τα οποίο παρέμειναν, όσο παρέμειναν, στα όρια της επαρχίας και δεν πέρασαν ποτέ στο αστικά κέντρο.
Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν κάποιες μαγι­κές και δεισιδαιμονικές συνήθειες που απέβλεπαν στην εξασφάλιση της υγείας, της καλής σοδειάς κ.α. Οι κυριότερες ήταν:
Ανανέωση του νερού
Με την έλευση του νέου χρόνου έπρεπε να ανανεωθεί το νερό στα λαγήνια με αϊβασιλιάτικο νερό. Για να το ανανεώσουν έπρεπε να πάνε στη βρύση, να προσφέ­ρουν κέρασμα, για να εξευμενιστεί το ξω­τικό, η νεράιδα ή το στοιχειό που κατοι­κούσε σε αυτή. Στη Σινώπη την ανανέωση του νερού αναλάμβανε εκείνος που είχε κερδίσει το φλουρί στην πίτα, στην Αγία Άννα της Εύβοιας δεν λένε «Καλημέρα» πριν κάποιος από το σπίτι καλημερίσει τη βρύση, πλυθεί και φέρει το αμίλητο νερό.
Μεταφορά πέτρας ή άμμου στο σπίτι
Το βάρος της πέτρας, το πλήθος των βρύων μιας πέτρας καθώς και η άμμος της θάλασσας αποτελούσαν εγγύηση για την αφθονία των αγαθών του νέου χρόνου.
Έτσι, κατά το έθιμο, συνηθιζόταν στην Αγία Σοφία της Λήμνου οι επισκέπτες να κουβα­λούν στο σπίτι μια πέτρα και να την πετάνε στο σπίτι λέγοντας «Όπως βαρεί η πέτρα, να βαρεί  τ' αφέντη η σακούλα». Στον Πόντο οι γυναίκες και τα κορίτσια κατέβαι­ναν στη θάλασσα κρατώντας ένα σκεύος γεμάτο χόνδρους σιταριού και αλάτι, τα έχυναν στη θάλασσα, ύστερα το γέμιζαν με κροκάλες (αποστρογγυλωμένο χαλίκι) και νερό και, επιστρέφοντας στο σπίτι, τα σκορπούσαν στα δωμάτια. Κάποιο από αυ­τά τα χαλίκια το έριχναν στο σκεύος για τη ζύμη και το κρατούσαν όλο το χρόνο.
Άλλα έθιμα ήταν η εικονική σπορά κριθαριού και άλλων σπόρων (Λήμνο), η ανάρ­τηση κλαδιών ελιάς η δάφνης στην αυλό­πορτα του σπιτιού ή στην πόρτα του εργαστηρίου (Σινώπη), τα χτυπήματα με βέργα κρανιάς
ή κλωνάρι ελιάς στη ράχη κ.α.
Μαντικές συνήθειες
Εκτός των άλλων εθίμων, τις ημέρες αυ­τές και ιδιαίτερα εκείνες των Χριστου­γέννων και της Πρωτοχρονιάς υπάρχουν και πολλές μαντικές συνήθειες. Με στό­χο την πρόβλεψη για τη νέα χρονιά, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μαντέψουν μέσα από το νόμισμα της βασιλόπιτας,
την πλάτη ή το μεγάλο κόκαλο της κότας, τους κόκκους σιταριού ή τα χλωρά φύλλα ελιάς η καρυδιάς, τα όνειρα κ,α.
Τυχερά παιχνίδια
Στο κυνήγι της τύχης και αυτές τις μέρες όλοι επιδίδονταν και επιδίδονται στα τυ­χερά παιχνίδια γιατί γνωρίζουν ότι αν έχουν κέρδη ει­δικά την Πρωτοχρονιά, τότε θα κερδίζουν όλη τη χρονιά. Βέβαια κα­νείς δεν σκέφτεται τι θα γίνει στην περίπτωση που χάσει. Ίσως γι' αυτή την περίπτωση έγινε η παροιμία «Όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη».
Η μνήμη και η λατρεία των νεκρών
Τις άγιες αυτές μέρες ήταν λογικό να θυ­μούνται και να τιμούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που είχαν πεθάνει γι' αυτό και συνήθιζαν να κάνουν προσφορές στους νεκρούς, να επισκέπτονται τα νεκροταφεία κ.α.
Αυτά ήταν μόνο μερικά από τα εκατο­ντάδες ήθη και έθιμα που είναι συνυφα­σμένα με τα Χριστούγεννα και την Πρω­τοχρονιά, είναι όμως χαρακτηριστικά για να κατανοήσουμε, πέρα από τη σπουδαι­ότητα τους από θρησκευτικής και Εκκλη­σιαστικής απόψεως, πόσο πολύ αυτές οι δυο μεγάλες γιορτές σημάδεψαν τον απλό λαό. Επίσης είναι ικανά για να ανα­λογιστούμε πόσο ωραίο θα ήταν αν όλα τα ήθη και τα έθιμα μας μπορούσαν να διαιωνιστούν έστω και υπό τη μορφή θε­άματος.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΥΡΙΑΚΑΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: