Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ




Γιορτή της 28ης Οκτωβρίου

Αφηγητής: Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Οι φασίστες  Χίτλερ και Μουσολίνι  έχουν  καταλάβει    την εξουσία στη Γερμανία και   στην Ιταλία.   Ο φασισμός απειλεί την ειρήνη.  Ο Χίτλερ   ,δημιουργεί μια φοβερή πολεμική μηχανή και το 1939 επιτίθεται. Αρχίζει ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος.
Ο αιματηρότερος που γνώρισε η ανθρωπότητα.   Ο γερμανικός στρατός παρελαύνει. Η μία μετά την άλλη οι χώρες της Ευρώπης πέφτουν στα χέρια του Χίτλερ.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΟΧΙ
Τραντάζεται συθέμελα η γη κι αναστενάζει,
βόγγος στο στόμα των λαών, στην όψη τους τρομάρα,
σκλαβιάς βραχνάς και θάνατος το σύμπαν αγκαλιάζει
και η μάνα σφίγγει το παιδί στο στήθος με τρομάρα.

Ούνοι διαβαίνουν, χαλασμός στη γερασμένη Ευρώπη,
όπλα και πτώματα μαζί στο χώμα αγκαλιασμένα,
σκιές θανάτου σέρνονται ρημάδια όλ’ οι τόποι
 μα, στην Ελλάδα αστραφτούνε σπαθιά ξεγυμνωμένα.

Όχι, φωνάζουν σταυραϊτοί ψηλά στην Αλβανία.
Όχι, φωνάζουν οι νεκροί και οι πονεμένες μάνες.
Στα κουρασμένα σου χωριά Ελλάδα αιωνία.
Όχι, για πάντα θ’ αντηχούν της Νίκης οι καμπάνες.

ΣΗΜΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Περήφανη κυμάτιζε
όλ’ ομορφιά και χάρη
επάνω στο κοντάρι
Σημαία Ελληνική.

Της νίκης είσαι σύμβολο
 και της τιμής ιδέα
Ελληνική Σημαία
γαλάζια και λευκή.

Για σένα θρόνο στήσανε
πιο πάνω από τ’ αστέρια
τόσων ηρώων χέρια
Σημαία Ελληνική.

Το κάθε σου ανέμισμα
κι από μια δόξα κλείνει
σε πόλεμοι και σε ειρήνη
Σημαία Ελληνική.


Αφηγητής  Οι  Ιταλοί προκαλούν την Ελλάδα. Ο τορπιλισμός της «Έλλης», ήταν των κορύφωμα αυτών των προκλήσεων  Οι Έλληνες όμως θέλουν ειρήνη.  
Αφηγητής: Όμως τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, οι σειρήνες του πολέμου ουρλιάζουν δαιμονισμένα.   Η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Σαν σήμερα ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι, ζήτησε να παραδοθεί η πατρίδα μας στη σκλαβιά και την ταπείνωση. Ο πόλεμος ξεκίνησε με ένα «¨ΟΧΙ¨» που έγινε τραγούδι στο στόμα όλων των Ελλήνων.
«Οκτώβρης 1940″ Γιάννη Ρίτσου
Ανοίγουν τα παράθυρα
κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
και φεύγουν όλοι.
Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας
κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων μας .
Ο ήλιος πλυμένος
με το καθάριο πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο,
χαιρετάει τους δρόμους που τραβούν στη μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελάνε
ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην άσφαλτο,
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων βημάτων
που μακραίνει και σβήνει στο βάθος του δρόμου,
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί τα τρένα περιμένουνε
σφυρίζουν για λίγο έξω από την πόλη,
ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί
κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο!
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.
Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.

28 Οκτωβρίου 1940
Ήταν ήμερα ξαστεριάς, ο ουρανός γελούσε,
γλυκό τραγούδι λέγανε στον Πλάστη τα πουλιά,
ανάλαφρο στην αμμουδιά το κύμα ξεψυχούσε,
μικροί μεγάλοι τρέχανε να πάνε στη δουλειά.

Ξάφνου μια δυνατή φωνή ξεσπά σαν καταιγίδα.
ΤΙ καρτερείτε ; Πόλεμος  Μας ζών' η δουλεία.
Εμπρός αφήστε τη δουλειά, φωνάζει ή πατρίδα,
ζητεί σαν πρώτα τη χαρά και την ελευθερία.

Με μιας πέταξαν τα τσαπιά και τρέξανε στη μάχη.
Κλαίν’ οι μανούλες τα παιδιά, μα τα παιδιά φωνάζουν
 πως η πατρίδα δε μπορεί να πολεμά μονάχη,
θέλει το ναύτη των τσολιά, που τα λιοντάρια μοιάζουν.

Η ΝΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΜΑΣ
(Σωτήρης Σκίπης)

Χτυπάει η καμπάνα... Πόλεμος! Βουίζει το χωριό.
Περήφανες υψώνονται σημαίες στον αγέρα.

Σκύβουν λεβέντες και φιλούν το χέρι το δεξιό
της μάνας, του πατέρα.

Το τρέμουλο απ' τη φωνή να κρύψουν οι γονιοί
μάταια πασχίζουν, όταν λέν: «Παιδιά με την ευχή μας».

Κι αυτοί αποχαιρετώντας τους ξεσπούν σε μια ιαχή:
 «Η Νίκη είναι δική μας!».

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
(του Χ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ)

Ποιός είν' ο γίγαντας λαός, που η μπόρα δεν τον σκιάζει
κι από το μόχτο ορθώνεται κι ορμά μες στο χαλάζι;

Τον βλέπω, φτάνει απ' τα νησιά τα θαλασσοδαρμένα
θολό ποτάμι απ' τα βουνά χυμάει τα χιονισμένα.

Τ' αλέτρι του καταμεσίς κάτω στον κάμπο αφήνει.
Την ήσυχη πετά ζωή και τ' αργαστήρι κλείνει.

Κι ορμά φωτιά μες στις φωτιές με στέργιο βήμ' αντρίκιο
για της πατρίδας την τιμή, για λευτεριά, για δίκιο.

Της Πίνδου αστράφτουν οι κορφές, βροντά τ' αστροπελέκι.
Τα στήθια ηφαίστεια γίνονται, χαμός τ' απλό ντουφέκι.

Εδώ η ψυχή μας άναψε, γιγάντια καίει λαμπάδα


Αφηγητής: Οι Έλληνες φαντάροι μάχονται αψηφώντας τον εχθρό, τα χιόνια και τη φοβερή παγωνιά. Το χέρι τους κολλημένο στο ντουφέκι. Ποιος λογάριαζε την πείνα, τις ψείρες και τα κρυοπαγήματα; Προχωρούσαν πάντα μπροστά, στο χρέος.

Ποίημα: 1940   Αγγ. Σικελιανός )
Με τη λόγχη Σας μόνο΄
με τη λόγχη Σας και με την ψυχή Σας’
με τη λόγχη Σας και  με τη ψυχή Μας
ας ορμήσουμε, χέρι με χέρι πιασμένοι,
στον υπέρτατο αντρίκειο χορό μας…
Αέρα! Αέρα!
Ναι, το ξέρω΄ χιονίζει τριγύρω, χιονίζει, χιονίζει΄
άγριοι άνεμοι φυσούν από παντού.
………………………………..
το κάθε μας πάτημα πάνω στον πάγο γλιστράει,
κι εμείς αντάμα πιασμένοι
χέρι-χέρι τραβάμε να κάνουμε κάτι δικό μας,
κάτι που αύριο θα’ναι δικό μας για πάντα….

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Στα βουνά της Αλβανίας,
της Ελλάδας τα παιδιά,
πολεμήσαν τον εχθρό μας,
όλα τους με μια καρδιά.

Πολεμήσαν σαν λιοντάρια
εις την πρώτη τη γραμμή,
απ’ το χώμα μας μην πάρει
ο εχθρός μια πιθαμή.

Κάμαν τείχος τα κορμιά τους,
μην περάσει η σκλαβιά
και προσφέραν τη ζωή τους
για τιμή και λευτεριά.

Δε φοβήθηκαν τα βόλια,
ούτε χιόνια και βοριά
και θυσία τη ζωή τους
 κάμαν για τη λευτεριά.

Δόξα στα παιδιά εκείνα,
που πολέμησαν σκληρά,
για ν’ απλώσει στην Ελλάδα
 πάλι η νίκη τα φτερά.


Αφηγητής: Ο ελληνικός στρατός ανεβαίνει τα βουνά της Πίνδου. Ο συνταγματάρχης Δαβάκης πέτυχε την πρώτη ελληνική νίκη ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα.
Ξανάνθισαν τα κλωνάρια
Σπυρ.. Παναγιωτόπουλος
Της δάφνης ξανάνθισαν τα κλωνάρια
απάνω στης Ηπείρου τις πλαγιές,
τα νέα για να στολίσουν παλικάρια,
που από' όλες της Ελλάδας τις μεριές
τραβούν μ' ορμή, με θάρρος και μ' ελπίδα
για να δοξάσουν την γλυκεία Πατρίδα.

Ο βάρβαρος εχθρός τώρα ας το μάθει
κι' ας φύγει ντροπιασμένος, ταπεινός !
Η δάφνη στην Ελλάδα δεν ξεράθει,
της λευτεριάς δε σβήν' ο Αυγερινός.
Κρατεί η Ελλάδα κλώνο ελιάς, μα ξέρει
 να σπέρνει κεραυνούς με τ' άλλο χέρι.

Η Πίνδος
Αστράφτ' η λόγχη εκεί ψηλά
 βροντάει το τουφέκι      
 και στης Ελλάδος τους εχθρούς
φωτιά, αστροπελέκι          

Σα σίφουνες αγέρωχοι
 μέσα στη μάχη ορμούνε
 Αυτοί που δεν εμάθανε
Μέσ’ την σκλαβιά να ζούνε

Αστράφτει ή λόγχη εκεί ψηλά
βροντάει το τουφέκι
κι η ΔΟΞΑ χρυσοστέφανο
για την Ελλάδα πλέκει.

Αφηγητής Οι ελληνικές δυνάμεις ενισχύονται και περνούν στην αντεπίθεση, τρέποντας τον εχθρό σε άτακτη φυγή. Και μέσα στη δίνη του πολέμου ξεχωρίζουν οι ηρωικές μορφές  των γυναικών της Ηπείρου.
ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 40
Ποιοι νάναι τούτοι π’ αψηφούν
του Χάρου τα φουσάτα
και τραγουδώντας προχωρούν
στης λευτεριάς τη στράτα;

Είναι κορφές από βουνά
που σάλεψαν αράδα.
Πήραν ψυχή και ροβολούν
για τη ζωή σου, Ελλάδα.

Είν’ τα πελάη, που η οργή
τα πλημμυρά ολοένα
και ξεχειλούν και κυνηγούν
της συμφοράς τη γέννα.

Είναι τα νεύρα πού ‘ γιναν
για τους κακούς οι βρόχοι.
Είν’ της τιμής τα’ αλάθητο,
βροντές μυριάδων «ΟΧΙ»

Το ΟXΙ των Ελλήνων (28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940)
Μια μέρα πουν Ιστορική για όλη την Ελλάδα,
μια μέρα που χάρισε στον Έλληνα λαμπάδα,
π' όλοι μαζί μ' ένα παλμό σφιχτά αδελφωμένοι
με θάρρος μέσα στην καρδιά κι' όσο ποτέ ενωμένοι!
είπαν το Όχι! στον εχθρό χωρίς καν να λυγίσουν,
κι' ας είχαν έναν κολοσσό μπροστά να πολεμήσουν.

Τι στρατιά! τι μερμήγκια είναι αυτή κει πέρα!
και τι βοή ακούγεται και σχίζει τον αέρα;
Πάνοπλος είναι ο εχθρός με τάνκς και πολυβόλα
 στης Αλβανίας τα βουνά ψηλά βρίσκονται όλα
 αμέτρητα στρατεύματα πλούσια εφοδιασμένα
που τον Ελληνικό στρατό χτυπάνε μανιασμένα.

Μα ο Έλληνας δεν σκιάζεται απ’ των εχθρών τα στίφη
γιατί προτείνει πάντοτε τα ηρωικά του στήθη
Έχει μονάχο όπλο του το θάρρος, την ελπίδα,
να φέρει την ελευθερία στη μάνα του Πατρίδα!
Και δεν ανέχεται ζυγό κι' εχθρούς για να πατάνε!
τα "Αγια τα χώματα πού όλοι τα τιμάνε!

Αέρα! όλα φωνάζουνε, μαζί τα παλικάρια
 πέφτουν στη μάχη με ορμή σαν νάτανε λιοντάρια !
Πατρίδα ! Νίκη ! Λευτεριά !  είναι το έμβλημα τους,
 Γι’ αυτό νικάνε τον εχθρό στο κάθε πέρασμα τους.
Δόξα! Τιμή και Λευτεριά πάντοτε σου χαρίζει
 και τ' όνομα Σου όπου βρεθεί με αίγλη το στολίζει.

Οι γυναίκες της Πίνδου»
 Στις Πίνδου τις τραχιές πλαγιές
-         γη κι ουρανό να ορίζουν –
βλέπω τις Ηπειρώτισσες
ψηλά ν’ ανηφορίζουν.

Πρώτες στο μέγα κάλεσμα
και στο μεγάλο χρέος .
Με τα φυσέκια στην ποδιά,
με τα’ άρματα στην πλάτη…
Για τ’ άπαρτα, τ’ απάτητα
της λευτεριάς τα κάστρα
Στους επικούς ορίζοντες
λάμπουνε σαν τ’ άστρα



                 Αφηγητής  Ο Μουσολίνι λύσσαξε! Η Ευρώπη έτριβε τα μάτια της. Όλοι το είχαν καταλάβει ότι πράγματι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες!
ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940

Μονάχα ένας Πίνδαρος μπορεί να σε υμνήσει
κι ένας Ορφέας μοναχά μπορεί να τραγουδήσει
τη δόξα σου , ω Πίνδε μου, που σου ‘πλεξε  στεφάνι,
 στεφάνι που όποιος φορεί ποτέ του δε  θα πεθάνει!

Αμόλυντο το χώμα σου, το Σούλι μας θυμίζει…..
Απ’ τις πλαγιές σου, Πίνδε μου, το νέο θάμα αρχίζει,
φωτοβολάει στην Ήπειρο, λάμπει στην Αλβανία
 και να! Η μικρή Ελλάδα μας νικά την Ιταλία!

Ορμούν οι ήρωες, πετούν, τους Ιταλούς λακτίζουν,
 στα σκλαβωμένα μας χωριά τη λευτεριά χαρίζουν,
 κι ακράτητοι στο δρόμο τους πατούν δική μας χώρα,
που χρόνια τώρα πρόσμενε του Λυτρωμού την ώρα

Η Βόρειος μας Ήπειρος τις αλυσίδες σπάζει
κι αλύγιστή κι αδούλωτη τη Γαλανή αγκαλιάζει!
Γιορτάζει πρώτα η Κορυτσά κι ευθύς το Λεσκοβίκι
ξεχνά την πίκρα της σκλαβιάς κι αμέσως κι άλλη νίκη!

Το θάμα φεγγοβόλησε σαν της αυγής τα’ αστέρι
 κι απ’ την Ελλάδα πρόσμεναν του λυτρωμού το χέρι…
Στα μάτια όλων των λαών ξανάλαμψε η ελπίδα,
που την εθέρμανες εσύ, Αθάνατη Πατρίδα:

      Αφηγητής Τα ελληνικά στρατεύματα προελαύνουν σ’όλο το μήκος του μετώπου και καταλαμβάνουν  τη μια μετά την άλλη τις πόλεις που βρίσκονται σε αλβανικό έδαφος μέσα σε φοβερές κακουχίες.
ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 40

Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά
Χειμάρα, Τεπελένι,
στολίζουνε του Έλληνα
τη ματωμένη χλαίνη.

Πίνδος και Αργυρόκαστρο
 αχολογούν αέρα
και αντιλαλεί στα σύμπαντα
 της λευτεριάς φλογέρα.

Οκτώβρης κι είκοσι οχτώ
το Έπος του Σαράντα,
ημέρα δόξας και τιμής
στη θύμησή μας πάντα.

ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΔΟΞΑ

Η Ελλάδα είναι ένδοξη
απ’ τα παλιά τα χρόνια.
Δεν την φοβίζουν πόλεμοι,
 δεν την τρομάζουν χιόνια.

Γι’ αυτό εκεί στα σύνορα
της Αλβανίας πέρα,
οι Έλληνες φωνάξανε
το ατρόμητο ΑΕΡΑ.

Όπως τα χρόνια τα παλιά
που ήτανε μεγάλη,
η Ελλάδα με τους Ιταλούς
δοξάστηκε και πάλι.

Κι οι Έλληνες με τα φτωχά
όπλα τους και εφόδια,
του Μουσολίνι το στρατό
τον βάλανε στα πόδια.

Η χώρα μας που σκόρπισε
του πνεύματος τα φώτα
στην Αλβανία σύντριψε
του Ιταλού την μπότα.

Κι εκεί στης Πίνδου τα βουνά
Έλληνες αντρειωμένοι
έδειξαν πως η χώρα μας
ποτέ της δεν πεθαίνει.


Αφηγητής: Νικημένος και ντροπιασμένος ο Μουσολίνι ζητάει τη βοήθεια του Χίτλερ. Ο φοβερός γερμανικός στρατός επιτίθεται από τα βόρεια σύνορα της πατρίδας μας. Οι Έλληνες λένε και πάλι ΟΧΙ. Ο ελληνικός στρατός αντιστέκεται και πάλι γενναία, αλλά αποκαμωμένος και αποδυναμωμένος από τον πόλεμο κατά των Ιταλών αναγκάζεται να υποχωρήσει.
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ (1940)
1ος
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της
μπρούντζος, χιόνι και σίδερο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σα να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χόρευαν οι πέτρες
κι όλα φώναζαν: «Ίτε παίδες Ελλήνων…»
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές, σταύρωναν στον ορίζοντα
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

2ος
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.


Αφηγήτρια: Το μέτωπο καταρρέει. Η Ελλάδα στη σκλαβιά. Αρχίζει η μαύρη περίοδος της κατοχής. Τέσσερα μαύρα χρόνια σκλαβιάς και μαρτυρίου για το λαό μας. Χιλιάδες πεθαίνουν από την πείνα και τη δυστυχία. Χιλιάδες οι νεκροί από τα εκτελεστικά αποσπάσματα των Γερμανών και των Ιταλών. Όλοι θυσία στο βωμό της λευτεριάς!

Ποίημα
Γέμισε ο τόπος μνήματα, φωτιές, μαχαίρια!
Γέμισε ο τόπος θάνατο!
Γέμισε ο τόπος δάκρυα, απλωμένα χέρια!
Γέμισε ο τόπος θάνατο!
Έρμη πατρίδα έθαψες τα παιδιά σου.
Πατρίδα που σε μάτωσαν!
Έρμη πατρίδα νύχτα σου φέραν πάλι!
Πατρίδα μου Ελλάδα!

Αφηγητής: Ο λαός μας περνάει δύσκολες ημέρες. Η πείνα θερίζει! Χιλιάδες οι νεκροί. Πουλούν τα υπάρχοντά τους για ένα κομμάτι ψωμί.

Αφηγήτρια: Ο λαός μας αντιστέκεται .  Η  νεολαία της πατρίδας μας οργανώνεται στον αγώνα για τη λευτεριά. Ακόμη και μικρά παιδιά βρίσκουν τον τρόπο να επιβιώσουν μέσα στην Κατοχή και να βοηθήσουν τον αγώνα.

Το παιδί με τη φυσαρμόνικα

Δεν είναι πια το πολυβόλο που θα κρίνει τη λευτεριά.
Δεν είναι πια οι βασανιστές που θα μας καταλύσουν.
Δεν είναι κείνος που θα βγει να σ' αντιμετωπίσει,
παιδί του αγέρα με τη φυσαρμόνικα!

Άγαλμα του πεζοδρομίου που σε φυσά ο μαΐστρος
στο ένα σου πόδι ενώ σφυρίζεις τους καημούς της πατρίδας
με μια φωνή σαν του ρυακιού που κελαηδεί μες στην καρδιά σου,
-μικρή καρδιά της λευτεριάς που τρέμει όπως η πούλια-
παιδί του αγέρα με τη φυσαρμόνικα!

Έγινε το αίμα σου πουλί κι ανέβη να μας κελαηδήσει
πάνω απ' τα κυπαρίσσια του Συντάγματος:
«Μη φοβόσαστε!»
Έγινες το πουλί κι η μυγδαλιά, το άστρο και το παράθυρο.

Αφηγητής: Στις  30 Μαΐου του 1941 ο Μανόλης Γλέζος κι ο Απόστολος Σάντας κατεβάζουν και «κουρελιάζουν» τη χιτλερική σημαία που είχαν υψώσει οι Γερμανοί στον ιερό βράχο της  Ακρόπολης των Αθηνών.
ΠΑΤΡΙΔΑ
«Κι αν είν’ η Ελλάδα τόση δα,
στο χάρτη μια κουκκίδα,
είναι η ωραιότερη
στον κόσμο αυτόν πατρίδα.

Πάνω σ’ αυτήν τα μάτια τους
όλοι οι λαοί ακουμπούνε
και τους παλμούς της λευτεριάς
ακούνε να χτυπούνε.»

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Η κόκκινη βεντάλια του πολυβόλου
άνοιξε ξαφνικά
κροταλίζοντας.
Εκείνος σωριάστηκε στη γη.

Όμως στη θέση του, πριν πέσει,
είχε αρχίσει να υψώνεται
μαρμαρένια κολόνα
αστραφτερή και πάλλευκη.
-Ζήτω η λευ…
κι έσπασε.

Το πολυβόλο θα φύγει ντροπιασμένο.
Το κουφάρι θα φύγει.
Θα μένει εκεί για πάντα
αστραφτερή και πάλλευκη
μαρμαρένια κολόνα
που την έσπασαν οι βάρβαροι:
-Ζήτω η λευτεριά

Αφηγήτρια: Στις 25 Νοεμβρίου του 1942 οι αντάρτες ανατινάζουν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου.
Όλο αυτό το ηρωικό ξεσήκωμα πληρώθηκε με πολύ αίμα. Δοξάτο, Χορτιάτης, Καλάβρυτα, Δίστομο, Καισαριανή, όλη η Ελλάδα ένα θυσιαστήριο. Οι διώξεις, οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, οι εκτελέσεις δε λυγίζουν τον ελληνικό λαό.

Ποίημα: Ήρθαν ξανά οι μέρες οι ανθρώπινες.

Ήρθαν ξανά οι μέρες οι ανθρώπινες.
Τις πληγές του κόσμου οι ελπίδες γιατρεύουν.
Ψάλαμε αυτούς που φύγανε για πάντα.
 Στους λαβωμένους δεκανίκια ελπίδας δώσαμε.
Και στης ορφάνιας τα παιδιά το στοργικό το χάδι.
Χτίσαμε τα σπίτια μας εκεί που ήταν πρώτα.
Και από το μπαλκόνι μας τον κόσμο κράζουμε:
Ειρήνη αδέλφια μας! Για πάντα!
Ειρήνη στους λαούς του κόσμου!
Ειρήνη της ζωής το γέλιο!
Ειρήνη! Ειρήνη! Ειρήνη!

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος του Τάσου Λειβαδίτη


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ‘ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα ‘ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!

Αφηγητής: Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε γενναία και πέσατε ένδοξα. Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν, τέτοιους βγάζει το έθνος θα λένε και έτσι θαυμάσιος θα είναι ο έπαινός σας.
                           Τιμή και δόξα στους νεκρούς μας.
                          Τιμή και δόξα στους αγωνιστές της λευτεριάς.


ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΙΚΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΜΑΣ

Σ' εσάς, που πολεμήσατε για την ελευθερία,
κι εγράψατε με αίμα σας τη νέα ιστορία,
καίγουμε με τη σκέψη σας στους τάφους σας λιβάνι
κι αμάραντο σας φέρνουμε της δόξας το στεφάνι.

Ας είναι πάντα ελαφρό στους τάφους σας το χώμα
και τ" όνομα σας άσβηστο ας μείνει στον αιώνα.
Σ' όλους εσάς οφείλουμε τρανή ευγνωμοσύνη
και η θυσία σας σ' μας παράδειγμα θα μείνει.

Αν κάποτε θα χρειασθεί κι εμείς να αμυνθούμε,
για τα αγνά ιδανικά, εσάς θα μιμηθούμε.
Έτσι από τους τάφους σας σεις θα μας οδηγείτε
και στις καρδιές μας πάντοτε σαν ήρωες θα ζείτε.

Σήμερα που γιορτάζουμε  τα  επινίκια σας,
η σκέψη μας φτεροκοπά με σεβασμό κοντά σας,
Για σας μιλούμε σήμερα όλοι με περηφάνια
 κι από τον κήπο της καρδιάς σας πλέκουμε στεφάνια

Δεν υπάρχουν σχόλια: