της Αγγελικής Βαρελλά
Εκείνη τη χρονιά επιτέλους είχαν αξιωθεί να πάνε στο πανηγύρι της Τήνου, τον Δεκαπενταύγουστο. Η μητέρα του Παύλου το είχε τάξει στην Πανάγια να πάνε να την προσκυνήσουν στη γιορτή της. Πέντε χρονιές συνέχεια όμως τα πράγματα δεν είχαν έρθει βολικά.
- Πότε το ένα. πότε το άλλο... γκρίνιαζε η μητέρα του. Ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα, εγώ θα πάω εφέτος να προσκυνήσω στην Τήνο. Εσείς κάνετε ότι θέλετε. Ελένη, την είχε πειράξει ο πατέρας. Είσαι ένας κοινότατος εκβιαστής. Ξέρεις πολύ καλά ότι αυτό το σπίτι δεν λειτουργεί χωρίς εσένα. Μη χαλάς λοιπόν τη ζαχαρένια σου και θα σου γίνει το χατίρι.
Θα κλείσουμε το σπίτι και θα κρεμάσουμε έξω στην πόρτα μια ταμπέλα που να γράφει: «Δεν λειτουργεί, λόγω τάματος!»
Η 14η Αυγούστου τους βρήκε «εν πλω» για το νησί. Χιλιάδες κόσμου πάνω στο κατάστρωμα ανάσαιναν μιαν ανάλαφρη ευωδιά που τους καλωσόριζε από το νησί. Μια μυρωδιά από άρωμα λεμονιάς, που γέμιζε τον αέρα σα να ήθελε να τους υπνωτίσει. Ένας ένας κατέβαιναν ήσυχα μέσα στις βαρκούλες που θα τους έβγαζαν στη στεριά. Και οι λεμβούχοι τραβούσαν τα κουπιά, που έσκιζαν τη θάλασσα, υποταγμένα κάτω από τα έμπειρα χέρια τους.
Ο Παύλος αισθανόταν σαν σταυροφόρος. Τόσο πολύ τον είχε επηρεάσει το προσκύνημα ώστε είχε να πιστεύει ότι πάει να ελευθερώσει τους Άγιους Τόπους. Γιατί δεν ήταν μόνο το πάθος της μητέρας του και η ευλάβεια του παππού του, ήταν και οι άνθρωποι οι άλλοι που μιλούσαν με δέος, με ταπεινοσύνη, που γονάτιζαν με κατάνυξη μουρμουρίζοντας προσευχές στην αγαπημένη θεϊκή μορφή, που σκορπά ελπίδες και εγκαρδίωση. Προσπαθούσε να διακρίνει τη μορφή της πάνω από τα κοσμήματα που σκέπαζαν την εικόνα της. Ξεχώριζαν μόνο τα μάτια της, που κοίταζαν με μια παρήγορη γλύκα ανάμικτη με μια απέραντη θλίψη. Μ' ένα μπαμπάκι βουτηγμένο σε ροδόσταμο την καθάριζε κάθε τόσο η εκκλησάρισσα. Κι ο κόσμος σπρωχνόταν μπροστά της για να προσκυνήσει και να προσευχηθεί.
Τη νύχτα την πέρασαν σχεδόν όρθιοι στην παραλία της Τήνου. Το πρωί ένα χρωματιστό πλήθος είχε γεμίσει τα πεζοδρόμια, τα καφενεία της προκυμαίας και το δρόμο που οδηγούσε στην εκκλησιά. Όλη αυτή η πολύβουη μάζα περίμενε την ώρα της λιτανείας. Άρρωστοι και ανήμποροι είχαν παραταχτεί στο δρόμο με την ελπίδα στα μάτια. Μια γριούλα δίπλα τους μονολογούσε: «Εσύ που είσαι μάνα, νιώσε τον πόνο μου, κάνε καλά το παιδί μου!»
Εκεί στο λιμενοβραχίονα βρισκόταν η ΕΛΛΗ, το καλύτερο καταδρομικό του ελληνικού πολεμικού ναυτικού για να αποδώσει τιμές, Ο πατέρας εξηγούσε στον Παύλο πως ήταν το καλύτερο γιατί μπορούσε να ποντίσει 110 νάρκες, είχε δυο αντιαεροπορικά πολυβόλα, τρία πυροβόλα, δύο ταχυβόλα και δύο τορπιλοσωλήνες.
Ο Παύλος τον άκουγε με θαυμασμό, με ανοιχτό το στόμα.
- Είπαμε να με θαυμάζεις για τις γνώσεις μου, χαμογέλασε ο πατέρας του, αλλά αν δεν κλείσεις το στόμα σου. θα καταπιείς καμιά μύγα.
Ξαφνικά...
Έτσι εντελώς ξαφνικό, στις οκτώ και μισή ακούστηκα απίθανος κράτος που τράνταξε συθέμελα το νησί. Σαν να έγινε σεισμός. Τόσο γρήγορα έγιναν όλα ώστε κανείς δεν σκέφτηκε, ότι μπορούσε να είναι τορπιλισμός.
Όπως κοίταζαν με θαυμασμό την ΕΛΛΗ, είδαν, συγχρόνως με τον κρότο, να πετιούνται από το κατάστρωμα της άνθρωποι και να τινάζονται στη θάλασσα σε μεγάλη απόσταση: Πριν προλάβουν, να πουν λέξη, ένας δεύτερος δαιμονικός κρότος ξεσήκωσε κάτι πελώριες υδάτινες στήλες.
Τα νερά έφτασαν ως εκεί που βρίσκονταν. Ο κόσμος στρίγγλιζε, ο πατέρας έσφιγγε απορημένος τον Παύλο στην αγκαλιά του, η μητέρα είχε βουβαθεί. Κι ύστερα μια τρίτη και τελευταία έκρηξη! Η πόλη σείστηκε. Οι πέτρες τινάζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Έπεσαν κάτω βάζοντας αυθόρμητα τα χέρια πάνω στα κεφάλια τους. Επακολούθησε πανικός. Το πανικοβλημένο πλήθος προσπαθούσε να σωθεί τρέχοντας προς τους αγρούς. Ο ένας σκουντουφλούσε πάνω στον άλλον, άλλοι μπερδεύονταν στις καρέκλες, αναποδογύριζαν τα τραπέζια κι έπεφταν. Ο χώρος γέμισε σπασμένα ποτήρια, γυαλιά και αίματα. Η φωτιά που είχε απλωθεί πάνω στο πλοίο έφερε σύννεφα καπνού στη προκυμαία. Ο παππούς του Παύλου με αγριεμένα μάτια δεν μπορούσε ν' αποσπάσει το βλέμμα του από το καταδρομικό. Οι βαρκάρηδες είχαν αρχίσει κιόλας να κωπηλατούν προς τα εκεί για να δώσουν βοήθεια.
- Κάτι έγινε στο πλοίο, έλεγαν με άχρωμη φωνή. Δένουν ρυμουλκά για να το σύρουν.
Παρακολουθούσαν βουβοί τα τρεχάματα και τη φασαρία. Τα ρυμουλκά έφτασαν αργά. Τα σκοινιά έσπασαν. Δεν γινόταν πια τίποτα. Το πλοίο ήταν ξεγραμμένο. Οι άντρες έφευγαν από το σκάφος με βάρκες. Ύστερα έγινε κάποια φασαρία. Κάποιον τραβούσαν από μέσα που δεν ήθελε να βγει.
- Θα είναι ο καπετάνιος, είπε ο παππούς.
Σε λίγη ώρα εκείνο το κομψό, σημαιοστολισμένο πλοίο είχε σκεπαστεί από τα ταραγμένα νερά της θάλασσας, που δέχτηκε με απορία εκείνο το ναυάγιο. Μόνο η ελληνική σημαία στον πιο ψηλό ιστό του ναυαγισμένου πλοίου κατάφερε να επιπλεύσει σαν γαλανόλευκο πουλί.
Τότε γύρισαν να δουν ολόγυρα τους. Η φρίκη και η αγωνία πλανιόταν σ' όλα τα πρόσωπα. Οι κατάκοιτοι κουνούσαν τα χέρια ζητώντας βοήθεια από τους τρομαγμένους διαβάτες που έτρεχαν χωρίς να ξέρουν που πάνε. Οι τυφλοί είχαν ακούσει το θόρυβο μα δεν μπορούσαν να δουν τι συμβαίνει. Οι κουφοί είδαν τη φασαρία, μα δεν άκουσαν τους κρότους. Οι μουγγοί είδαν και άκουσαν μα δεν μπορούσαν να μιλήσουν και οι παράλυτοι δεν μπορούσαν να κινηθούν.
Στις έντεκα και μισή όλοι πια έμαθαν ότι το πλοίο είχε τορπιλιστεί. Πόση ώρα είχε περάσει από τη στιγμή που το έδειχνε ο πατέρας στον Παύλο; «Να το καταδρομικό μας, η ΕΛΛΗ. Το καλύτερο καταδρομικό του πολεμικού μας ναυτικού. Μπορεί να ποντίσει 118 νάρκες. Έχει τρία πυροβόλα... Αν δεν κλείσεις το στόμα σου, θα καταπιείς καμιά μύγα...»
Σιγά σιγά η ησυχία αποκαταστάθηκε και η λιτανεία έγινε. Μετά από το τραγικό επεισόδιο η συγκίνηση ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του κόσμου. Στο ναό, στο προαύλιο, στο δρόμο, ο κόσμος δεόταν. «Υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου...» έψελνε ο μητροπολίτης.
Κατά το απόγευμα ξεκινήσανε για την Αθήνα. Πέντε επιβατικά πλοία είχαν σχηματίσει μια νηοπομπή, που τη συνόδευαν δυο αντιτορπιλικά. Κανείς δεν είχε διάθεση για κουβέντα, και το πέλαγος, έτσι τους φάνηκε, είχε μια πολεμική όψη, καθώς οι προβολείς ερευνούσαν και φώτιζαν το σκοτάδι που ερχόταν βιαστικά.
Έτσι τέλειωσε το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου και εκπληρώθηκε το τάμα της μητέρας.
Την άλλη μέρα οι εφημερίδες εξαντλήθηκαν αμέσως. Ήταν γεμάτες με φωτογραφίες της ΕΛΛΗΣ και των τραυματισμένων ναυτών. Έγραφαν για τα άτιμα χέρια που σκόρπισαν στη γιορτή της Παναγιάς τόσο αθώο αίμα. Μέσα στις κουβέντες των μεγάλων η λέξη «ποιος» και η λέξη «γιατί» έμεναν αναπάντητες. Μια αγανάκτηση κι ένα συγκρατημένο πείσμα δημιουργούσε ένα κλίμα προετοιμασίας. Όπως στο βαρέλι βράζει το καινούριο κρασί, μέσα στις ψυχές έβραζε η ιδέα του πολέμου. Ο πόλεμος τους είχε συνεπάρει στο ρεύμα του. Ο δολοφόνος που κτύπησε την ΕΛΛΗ ήταν σίγουρο πως θα ξαναχτυπούσε. Έπρεπε να είναι όλοι έτοιμοι για τη μεγάλη ώρα.
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου