Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΑΕΙ ΣΧΟΛΕΙΟ

Δε θέλω να παω! Λε θέλω, δε θέλω. δε θέλω.!»
Στεκόταν φορώντας την κίτρινη πιτσαμούλα του μπροστά στο νιπτήρα του μπάνιου, με το ένα μάτι μισάνοιχτο και το άλλο εντελώς κλειστό, και επαναλάμβανε συνεχώς τα παραπάνω λόγια.  Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη περιμένοντας να δει τον εαυτό του μουρτζούφλη και αγουροξυπνημένο, με κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα, άλλο... ο εαυτός του φαινόταν να έχει διαφορετική διάθεση και αλλά σχέδια αυτό το πρωινό.
Χτενιζόταν
με μια τεραστία τσατσάρα κοιτώντας τον χαμογελαστός και κάθε τόσο σιγοσφύριζε ένα σουξεδόκι της εποχής. Τι κάνει αυτός εκεί;» αναρωτήθηκε ο μουρτζούφλης. «Είναι δυνατόν;
Αφού εγώ έχω τις μαύρες μου, θα έπρεπε και αυτός να έχει τις μαύρες του», _«Σιγά μην έχω τις μαύρες μου. Είσαι με τα καλά σου; Σήμερα ειδικά αισθάνομαι υπέροχα. Και δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτά τα "δε θέλω να πάω" που σε ακούω να τσαμπούνας πρωινιάτικα», είπε ο εύθυμος τύπος μέσα από τον καθρέφτη.
«Σου μίλησα εγώ;» αποκρίθηκε ο μουρτζούφλης, που δεν πίστευε ούτε στα ματιά του ούτε στ' αφτιά του. .
Φυσικό και μου μίλησες. Αφού είμαι ο εαυτός σου, αφού δηλαδή εγώ είμαι εσύ και εσύ είσαι εγώ, ακούω ό,τι λες αλλά ακόμα και ό,τι σκέφτεσαι».
«Αίσχος!  Ούτε στα ριάλιτι  να ήμουνα- Απαιτώ να κλείσεις αμέσως τ' αυτιά σου!»
«Σιγά τα αίματα, ρε φίλε!  Άκου απαιτεί,.. Άλλωστε αυτό είναι αδύνατο. Αν κλείσω εγώ τ' αφτιά μου, τότε ούτε κι εσύ θα ακούς τίποτα. Γι' αυτό άσε τα νταηλίκια και ας έρθουμε στο θέμα μας. Πού δε θέλεις να πας, λοιπόν;
«Αφού είσαι τόσο πολύξερος, θα έπρεπε να έχεις καταλάβει. Ξερόλα!»
«Πρώτον να λείπουν οι χαρακτηρισμοί. Δεύτερο, εγώ υποψιάζομαι κάτι,  αλλά θέλω να σε ακούσω να το λες εσύ».
«Ε, λοιπόν, αφού το θέλεις, άκου το; Στο σχολείο δε θέλω να πάω, δεν έχω
καμία όρεξη να πάω. δε μου κάνε κέφι ούτε από μακριά να το δω».
«Τι λέει ο άνθρωπος! Έχεις τρελαθεί εντελώς, παιδάκι μου; Πρώτη μέρα
και δε θέλεις να πας; Είναι δυνατόν;» Το χαμόγελο είχε χαθεί από το χείλη
του κατά τα άλλα χαρούμενου τύπου μέσα από τον καθρέφτη και τα μαλλί
του είχαν ξεχτενιστεί. Ήταν φανερό πως είχε εκνευριστεί πολύ.
«Γιατί σου φαίνεται τόσο περίεργο;»
«Γιατί πρώτον και κύριον εγώ θέλω να πάω και, δεύτερον και  κυριότερον, δε γίνεται να μην πας εσύ, αφού εσύ είσαι ο... δάσκαλος!»
«Ε, και;»
«Τι, "ε. και"; Μη μας τρελαίνεις τώρα. Δεν υπάρχει δάσκαλος που να μη θέλει
να πάει στο σχολείο, και μάλιστα την πρώτη μέρα».
«Ποιος σου το είπε αυτό; Να που εγώ δε θέλω».
«Και για να έχουμε καλό ρώτημα, γιατί ο κύριος δε θέλει να πάει στο σχολείο;»
«Γιατί προτιμώ να πάρω τη μάσκα μου, τα βατραχοπέδιλά μου και τα κουβαδάκια μου και να γυρίσω σε καμιά ωραία παραλία».
«Άσχετο! Πρώτα απ' όλα, αν πας τώρα στην παραλία, θα αρπάξεις καμία
πούντα. Δεν κάνει πια τόση ζέστη. Και άμα κρυώσεις, θα βραχνιάσεις και δε θα μπορείς να μιλήσεις στην τάξη¨.
«Το μυαλό σου στην τάξη εσύ. Αφού σου ‘πα...»
«Ας’ τα σου ‘πα και μου ‘πες. Κανένα πιο σοβαρό επιχείρημα έχεις γι’ αυτή την άρνηση σου να πας στο σχολείο;»
«Είμαι αλλεργικός στην κιμωλία».  
«Τι λέει ο άνθρωπος, θα μας καραφλιάσεις με τις κοτσάνες σου...Και μόλις χτενίστηκα. Σοβαρό, είπαμε».
«Άμα θέλεις να ξέρεις, έχω πολλά και πολύ σοβαρά επιχειρήματα. Κατ’ αρχάς, έχω βαρεθεί να κάνω συνεχώς ερωτήσεις. Εδώ και χρόνια, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, πρέπει να ρωτάω, συνέχεια να ρωτάω:
"Στέφανε, πόσο κάνει 6x7;" "Χριστίνα, πότε έγινε η Ναυμαχία της Σαλαμίνας;" "Αποστόλη, πού εκβάλλει ο Αλιάκμονας;"
«Τρίχες! Αυτό μπορείς να το αλλάξεις σε μεγάλο βαθμό. Γιατί δεν αφήνεις
μερικές φορές τους μαθητές σου να σου κάνουν ερωτήσεις; Και πιο πολλά
πράγματα θα μάθουν έτσι και πιο εύκολα θα τα καταλαβαίνουν, και. τέλος
πάντων, βρες έναν τρόπο που να σε ευχαριστεί περισσότερο. Άλλο;»
«Δε θέλω να βάζω βαθμούς. Όποτε πρέπει να βαθμολογήσω τα παιδιά τρελαίνομαι. Για μέρες βλέπω εφιάλτες ότι τα αδικώ, ότι κάποιο άξιζε παραπάνω, ότι θα τα στεναχωρήσω. Ξέρεις τι βασανιστήριο είναι αυτό;»
«Τώρα σε αυτό δεν έχεις άδικο. Και παρότι σήμερα με έχεις εκνευρίσει πολύ, πρέπει να πω ότι σε καταλαβαίνω. Όμως, σκέψου ότι ακόμα και αυτό το θέμα θα μπορούσες να το συζητάς με τους μαθητές σου και κάποια άκρη θα βρίσκετε. Και πάνω απ' όλα να είσαι επιεικής».
 «Δεν είμαι εγώ επιεικής; Μη μου σπας τα νεύρα τώρα, και έχω και τις μαύρες μου!»
«Καλά, ντε, μια κουβέντα είπαμε, μην αρπάζεσαι! Και αυτό το τροπάρι ότι έχεις τις μαύρες σου να το κόψεις, γιατί όσο το λες τόσο το πιστεύεις. Υπάρχει κανένας άλλος λόγος που δε θέλεις να πας σχολείο;
Άντε να τελειώνουμε γιατί θ' αργήσουμε».
«Μάλιστα, κύριε, υπάρχει. Μου τη δίνει που όλη η μέρα τα κορίτσια συζητάνε πόσο ωραίος είναι ο Λεονάρντο ντι Κάπριο και ο Μπραντ Πιτ. Γιατί, παρακαλώ, εγώ δεν είμαι ωραίος;»
«Ε,, λοιπόν, είσαι άνω ποταμών. Εγώ φταίω που κάθομαι και σε ακούω και σε παίρνω στα σοβαρά. Και όχι, κύριε, δεν είσαι ωραίος,   καθόλου ωραίος, γιατί είσαι αχτένιστος και τα μαλλιά σου πετάνε και μοιάζεις με θάμνο.  Και μας έχεις φλομώσει στις βλακείες όλη αυτή την ώρα, κι εμένα μ' έχεις τρελάνει τόσο χρόνια που με σέρνεις από δω κι από κει και ανέχομαι τις παραξενιές σου και από δω και  πέρα θα παίρνω εγώ όλες τις αποφάσεις. Λοιπόν, πλύσου, ντύσου και πάνω απ’ όλα χτενίσου γιατί μας περιμένουν».
Ακούγοντας τα τελευταία λόγια του εαυτού ο μουρτζούφλης αισθάνθηκε να τον χτυπάει κάτι σαν αστραπή. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, αλλά παρά τη σύγχυση που ένιωθε, διαπίστωσε  ότι στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένο ένα τεράστιο χαμόγελο.
«Φυσικά, μας περιμένουν. Με περιμένουν!  Και εδώ και μια βδομάδα δε
σκεφτόμουν τίποτ' άλλο παρά πόσο χαίρομαι που επιτέλους ανοίγουν
τα σχολεία και θα ξαναδώ τους αγαπημένους μου μαθητές, φρέσκους,
ηλιοκαμένους και κεφάτους, και θα πούμε πώς περάσαμε στις διακοπές
και θα μυρίσουμε τα καινούργια μας βιβλία. Τι έπαθα σήμερα και τα έβλεπα  όλα στραβό κι ανάποδα; Καλύτερα να μη δώσω σημασία. Μια κρίση ήταν, αλλά τώρα πάει, πέρασε».
Και με αυτές τις σκέψεις ο δάσκαλος που πριν δεν ήθελε να πάει σχολείο
-αλλά τώρα βιαζόταν να φτάσει- πήρε την τεράστια τσατσάρα του
και έκανε μια ολόισια χωρίστρα στα μαλλιά του.
      Από την εφημερίδα Ερευνητές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: