Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ : ΕΝΑ ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ

της Άλκης Γουλιμή
Η κουκουβάγια, είναι ένα από τα πιο πολύτιμα και ωφέλιμα πουλιά για τον αγρότη, γιατί τρώει τα βλαβερά έντομα και σκουλήκια και προστα­τεύει τη γη που καλλιεργεί ο άν­θρωπος με τόσο μόχθο και φροντί­δα.
Αλλά προπάντων, το ωφέλιμο τού­το πουλί, τρώει και τα τρωκτικά, όπως ποντίκια και αρουραίους, «Γευματίζει» και με φίδια, ακόμα και με φαρμακερά, όπως τις οχιές που
σκοτώνουν τον άνθρωπο με το δάγκωμά τους, γιατί το φαρμάκι τους είναι θανατηφόρο. Τέλος, προστατεύει τα πευκοδάση μας — φυσικά, όσα γλυτώσανε από τις πυρκαγιές...— γιατί καταβροχθίζει τις κιτρινόμαυρες κάμπιες που φτιάχνουν, μόνιμα τη φωλιά τους πάνω στα κλαριά των πεύκων,  μια άσπρη, αραχνοΰφαντη, σακουλίτσα, όπου κατοικούνε εκεί μέσα όλες μαζί, «οικογενειακώς» και έχουν «μόνιμο συσσίτιο», τις πευκοβελό­νες...
Οι αρχαίοι Έλληνες, με το σοφό μυαλό τους, αλλά και χάρη στη με­γάλη παρατηρητικότητα που τους διέκρινε πάντα, καθώς εξετάζανε γύρω τους, προσεχτικά, ολοένα, τα διάφορα πλάσματα της φύσης, ονομάζανε την κουκουβάγια «φτε­ρωτή γάτα», «πουλί της γεωργίας» αλλά και «θεόσταλτο πτηνό». Την άφηναν να φτιάχνει ανενόχλητα τη φωλιά της, στη σκεπή του σπιτιού τους, για να κυνηγάει τα τρωκτικά και τα ερπετά. Επίσης την εξημερώνανε και την παίρνανε μαζί τους, στο χέρσο χωράφι τους, όταν θέλα­νε να οργώσουν και να σπείρουν το καρπό. Οπότε, το πουλί, εκπαιδευ­μένο από τον άνθρωπο, καθόταν ψηλά σ' ένα δοκάρι κι από κει πά­νω, αρακολουθούσε, ξάγρυπνα, όλες τις κινήσεις του γεωργού, Καθώς λοιπόν το σιδερένιο υνί, αυ­λάκωνε βαθιά το έδαφος και μαζί με το νεοσκαμμένο χώμα, που' χε τη διακριτική ευωδιά της υγραμένης γης, ξεχύνονταν στην επιφά­νεια, δεξιά και ζερβά το διάφορα σκουλήκια, κάμπιες και φίδια, χιμούσε πάνω τους αστραπιαία, το πιρούνιζε με τα γαμψωτά νύχια της και κατάπινε το καθένα, μάνι-μάνι, αμάσητα, με μια χαψιά...Ακόμα κι ο ιερός βράχος της Ακρόπολης, είχε μετατραπεί από τους προγόνους μας, σε μόνιμη κατοικία της κουκουβάγιας, ιδιαί­τερα ο Παρθενώνας, γιατί ανάμεσα τους πελώριους βράχους, αλλά και πάνω στα μαρμάρινα αετώματα του αθάνατου και μεγαλόπρεπου αυτού αρχαίου ναού, φωλιάζανε οι τυ­φλοπόντικες κι οι αρουραίοι που 'ταν τ' αγαπημένο της γεύμα...
Γύρω στον 4ο με 5ο π,Χ. αιώνα, όταν οι Αθηναίοι, κόψανε τα πρώτα τους νομίσματα της Αττικής, αφιέ­ρωσαν την κουκουβάγια στη θεά Αθηνά, σα σύμβολο της και την ονόμασαν «ιερό πουλί της θεάς».  Έτσι τα νομίσματα τους, απεικονιζανε στη μιαν όψη, το θαυμαστό, περήφανο κεφάλι της Αθηνάς και στην άλλη μεριά του νομίσματος, το νυχτοπούλι: «Τη θεόσταλτη κουκουβάγια με τα πελώρια μά­τια...».
Όμως ενώ οι αρχαίοι Έλληνες, προστατεύανε με κάθε τρόπο την κουκουβάγια και την ονομάζανε δώρο των θεών, οι νεοέλληνες με το στενό τους μυαλό — αλίμονο — την χαρακτηρίζουν με τα επίθετα: «γρουσούζα», «καταραμένη» και «πουλί του θανάτου»... Κι αυτό, για­τί πιστεύουν πως αν η άμοιρη, έρ­θει τη νύχτα, καθίσει στη σκεπή του σπιτιού τους κι αρχίσει το θλιβερό, κρώξιμό της, τούτο σημαίνει ότι το νυχτοπούλι προειδοποιεί μ' αυτό τον τρόπο, το θάνατο του νοικοκύρη που κατοικεί μες στο σπίτι... εί­τε ο ίδιος είναι βαριά άρρωστος, αλλά είτε είναι και γερός.,. Το σί­γουρο είναι, ότι οι άνθρωποι πι­στεύουν — αληθινά — πως ο χάρος παραμονεύει πίσω από την εξώ­πορτα τους, για να κόψει το νήμα της ζωής του νοικοκύρη.  Γι ' αυτό και σε ορισμένες περιο­χές της Ελλάδας, όπου υπάρχει πά­ντα αυτή η ανόητη, δοξασία, ονομά­ζουν την κουκουβάγια «χαροπούλι»: (πουλί του χάρου)
Τέλος, οι ένοικοι του σπιτιού, για ν' αποτρέψουν με κάθε τρόπο το θάνατο του συγγενή τους, ή θα σκοτώσουν το δύστυχο πλάσμα με το δίκανό τους, ή θα το καταδικά­σουν στο φριχτό θάνατο της σταύ­ρωσης... Γιατί πιστεύουν πως έτσι «θα πεθάνει το πουλί, αλλά θα γλυ­τώσει ο άνθρωπος τους...
Φυσικά, καμιά φορά, αν τύχει και συμβεί ένας ξαφνικός θάνατος μες στο σπίτι του νοικοκύρη ή άλλου συγγενικού προσώπου της οικογέ­νειας, θα πρόκειται σίγουρα, για σύ­μπτωση... Δύσκολο όμως, — σχε­δόν ακατόρθωτο — να την παραδε­χτούν οι συγγενείς του μακαρίτη...
Είναι αλήθεια πως όταν — μες στην απόλυτη σιγαλιά της νύχτας, ακουστεί άξαφνα, το λυπητερό κρώξιμο της κουκουβάγιας, μπορεί να προξενήσει κάποιο ιδιαίτερο — δυσάρεστο — συναίσθημα στον άνθρωπο. Όμως, φυσικά, δεν φταίει η άμοιρη για τη θλιβερή φω­νή της! Έτσι την έπλασε ο Πλά­στης. Αλλά, σαν αντάλλαγμα, της χά­ρισε ένα δυνατό, λαμπερό βλέμμα, που μπορεί μ' αυτό να τρυπάει και το πιο πηχτό, έρεβος της νύχτας και να βρίσκει άνετα την τροφή της. Γιατί η κουκουβάγια είναι νυχτοπού­λι. Ενώ την ημέρα δεν καλοβλέπει, αντίθετα, μόλις σκοτεινιάσει για καλά, τα φωτερά της μάτια, βλέ­πουν άνετα το θήραμα της, ακόμα κι αν αυτό, είναι ένα γκρίζο ποντικά­κι...
Ωστόσο, οι ειδικοί ορνιθολόγοι που' χουν μελετήσει σχολαστικά τη φωνή της κουκουβάγιας που προξενεί — άθελα της — τόσες παράξενες δεισιδαιμονίες, ισχυρί­ζονται πως το νυχτιάτικο «κουκουβάου» - «κουκουβάου» της, σημαί­νει πως κάποιος κουκουβάγιος, έχει μοναξιές και πως γυρεύει πα­ρέα και μόνιμο σύντροφο... Και πως όταν η κουκουβαγίνα. απαντήσει καταφατικά στο κάλεσμα του και στον ίδιο τόνο το «κουκουβάου» της, σημαίνει πως κι ελόγου της, έχει ανάγκη από συντροφιά και δέ­χεται πρόθυμα να «καλογνωριστούνε» και ν' ανταμωθούνε οι δυο τους...
Τότε ο κουκουβάγιος, μόλις πά­ρει το μήνυμα της, θα πετάξει τρέ­χοντας να συναντήσει στη φωλιά της, την καινούργια συντρόφισσα και θα της πάει κι ένα μικρό δώρο, έτσι για το καλό, ένα ποντικάκι που' ναι κι ο πιο αγαπημένος της μεζές... Φυσικά, η κουκουβαγίνα, για να τον τιμήσει, θα τον κάνει αμέ­σως μια χαψιά «χλαπ-χλουπ» με βουλιμία και θα καταπιεί το ποντικά­κι, αμάσητο!
Όμως, υπάρχει και μια δεύτερη ερμηνεία από τους πτηνολόγους για το κρώξιμο της κουκουβάγιας:
Δηλαδή, πως το νυχτοπούλι έχει και ιδιαίτερες «μετεωρολογικές ιδιότητες» και πως όταν ακούγεται τη νύχτα η κλαψιάρικη φωνή της, σημαίνει πως ο καιρός θα χαλάσει και ότι θα βρέξει. Αντίθετα όταν θ' ακουστεί σε χαρούμενο τόνο το κρώξιμο της, ειδοποιεί τον αγρότη, ότι θα ξημερώσει, όμορφη, ζεστή, λιακάδα και να πάει, ξένοιαστος, να σπείρει το χωράφι του. Όπως είπαμε και παραπάνω, ανάμεσα στα βλαβερά έντομα που κα­ταβροχθίζει με βουλιμία η κουκου­βάγια, είναι κι οι κιτρινόμαυρες κά­μπιες που φτιάχνουν τη φωλιά τους στα κλαριά των πεύκων, τρώνε ολοέ­να τις πράσινες πευκοβελόνες και βλάπτουν τα δέντρα.
 Ιδιαίτερα, τούτο το γεγονός το αναφέρει κι ο Αριστοτέλης, ο αρ­χαίος φιλόσοφος και συγγραφέας στο γνωστό, σύγγραμά του: «Περί ζώων γενέσεως» όπου μας δίνει ο ίδιος την παρακάτω ενδιαφέρουσα πληροφορία για να μας δείξει πόσο ωφέλιμο πουλί είναι η κουκουβά­για: «Μέσα στο στομάχι της βρέθη­καν 75 κάμπιες, απ' αυτές που κα­ταστρέφουν τα πεύκα.,.»
Τέλος, η κουκουβάγια εξημερώ­νεται εύκολα από τον άνθρωπο. Της αρέσει η συντροφιά του, το χά­δι του κι η περιποίηση του, Αφοσι­ώνεται εύκολα σ' αυτόν — το ίδιο όπως μια χαδιάρα γατούλα — και μένει κοντά του μόνιμα. Φτάνει, βέ­βαια, ο άνθρωπος να την περιβάλει — αληθινά —με την αγάπη και την στοργή του. Αλλά, προπάντων ν' αποβάλει επιτέλους — και για πά­ντα — τις ανόητες προλήψεις για ένα τόσο ωφέλιμο πουλί που οι προ­γονοί μας, με το σοφό μυαλό τους, ονομάζανε «δώρο ευλογημένο, σταλμένο στη γη από τους θεού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: