Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

ΒΕΡΟΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ

ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ (ΒΕΡΟΙΑ)
Με τη Βιργινία μεγαλώσαμε μαζί. Από το δημοτικό μέχρι που αποφοι­τήσαμε απ' το Γυμνάσιο και χωρίσαμε. Οι δρόμοι μας διαφορετικοί, αυτή πλούσια, του λόγου μου φτωχός. Οι. επιδόσεις μας στα μαθήματα ήταν άρι­στες κι ίσως αυτό παρ' όλες τις διαφορές μας να μας έχει δέσει με μια φι­λία διαρκή.
Κατοχή. Δύσκολα χρόνια. Ωστόσο πασχίζαμε να μορφωθούμε μέσα στους μύριους κίνδυνους που μας κύκλωναν. Πείνα, φόβος, Γερμανοί, Ιταλοί, προ­δότες, μισθοφόροι.
1944. Τελευταία τάξη στο Γυμνάσιο. Ήταν Σάββατο Μαρτιάτικο κι εί­χαμε μόνο τέσσερις ώρες μάθημα. Η Βιργινία απ' το πρωί μέσα στη τάξη με κοίταξε επίμονα και ερευνητικά. Σημάδι πως κάτι σημαντικό ήθελε να μου πει.
Στο τρίτο διάλειμμα με ζυγώνει σε μιαν απόμερη γωνιάς της αυλής του σχολείου και μου λέγει εμπιστευτικά: Αύριο Κυριακή να μην πας στο γήπεδο για την ποδοσφαιρική συνάντηση. Έχω βάσιμες και θετικές πληροφορίες ότι θα γίνουν επεισόδια και θα κάνουν συλλήψεις. Πες και στ' άλλα παιδιά να μην κατέβουν.
Δεν την άκουσα κι ούτε είπα σε κανένα τίποτα. Την άλλη μέρα το από­γευμα βρισκόμουνα στο γήπεδο για να παρακολουθήσω ποδόσφαιρο. Πριν ακόμα αρχίσει το παιχνίδι άρχισαν οι ψίθυροι πως θα κατεβούν αντάρτες στο γήπεδο για να κάνουν απαγωγή έναν πολύ επικίνδυνο μισθοφόρο των Γερ­μανών. Άρχισαν να μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά και σκέφτηκα πως η Βιρ­γινία ήταν καλά πληροφορημένη.
Υστέρα από μερικές φάσεις του παιγνιδιού μια ριπή πολυβόλου από τον τοίχο του νεκροταφείου σχίζει τον αέρα. Ήταν σινιάλο ότι υπάρχει κίν­δυνος από Γερμανούς και Ιταλούς που κατέβαιναν προς το γήπεδο και προ­ειδοποίηση για την ομάδα κρούσης των ανταρτών ν' αποσυρθούν. Οι Γερμα­νοί άρχισαν να πολυβολούν ασταμάτητα κι όλο το πλήθος να γίνεται ένα με το χώμα.
Οι αντάρτες ξέφυγαν απ' το γήπεδο πέρασαν το ποτάμι και μ' ένα τέ­χνασμα έπιασαν τις πλαγιές του βουνού. Έριξαν ένα παλτό επάνω σ' ένα φράχτη αμπελιού και οι Γερμανοί έριχναν απανωτές τις ριπές στο παλτό.
Αφού κόπασαν τα πολυβόλα Γερμανοί και Ιταλοί στρατιώτες μπλοκάρησαν τους φοβισμένους πολίτες κι άρχισαν να κάνουν σωματικές έρευνες. Με ζυγώνει ένας Ιταλός στρατιώτης κι όπως ψαχούλευε την μέσα αρι­στερή τσέπη του σακακιού μου τραβήχτηκε πίσω φοβισμένος γιατί μάντεψε ότι βρήκε σιδερικό (πιστόλι). Ατάραχος βγάζω από την τσέπη μου το σιδε­ρικό... που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα κουτάλι με το οποίο σιτιζόμουν στα συσσίτια της Παλιάς Μητρόπολης. Γέλασε ο Ιταλός και μου αρπάζει το κουτάλι και μου το χτυπάει στο κεφάλι μου βρίζοντας πόρκα μιζέρια.
Υστέρα από την έρευνα ήμασταν ελεύθεροι να φύγουμε για τα σπίτια μας. Καλά να φύγουμε αλλά αν οι μισθοφόροι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους τι θα γινόταν; Ευτυχώς ο Γερμανός φρούραρχος ήταν άνθρωπος λογικός και δεν ήθελε να πάθουν οι πολίτες κακό. Ήταν πληροφορημένος για την επι­χείρηση των ανταρτών από την προηγούμενη μέρα. Και είχε διατάξει να μη βγεί κανένας μισθοφόρος από το στρατόπεδο τους. Αλίμονο αν κατέβαιναν στο γήπεδο, θα γινόταν μεγάλο μακελειό. Ωστόσο καλού - κακού μια παρέα φίλοι αποφασίσαμε να μη φύγουμε αλλά να περιμένουμε να πέσει η νύχτα και να περάσουμε από το δρόμο της ποταμιάς που πήραν οι αντάρτες.
Μπαίνουμε σε ένα κοντινό σπίτι έξι άτομα και ζητούμε άσυλο. Πολύς κόσμος μέσα εκεί που είχαν πάει από νωρίς να γιορτάσουν το γάμο του Θα­νάση. Σαν άρχισαν τα πολυβόλα να κροταλίζουν στο γήπεδο σταμάτησαν και τα τραγούδια και τα όργανα κι όλοι φοβισμένοι αναρωτιόνταν τι να έγινε άραγε. Η νύφη κι ο γαμπρός ντυμένοι γιορτινά έτρεμαν  όλοι περίμεναν βουβοί  αμίλητοι.
Αφού πέρασε η πρώτη σύγχυση και κάπως άρχισε να ξεθαρρεύει ο κό­σμος κάτι άρχισε να σέρνεται στο πίσω μέρος του σπιτιού. Ο πατέρας του γαμπρού πηγαίνει να δει τι συμβαίνει  αντικρίζει έναν πελώριο αντάρτη με το πολυβόλο του. Ήταν αυτός που έκανε το σινιάλο από τον τοίχο του νεκροταφείου.
— Μη μιλάς καθόλου και κρύψε με ώσπου να σκοτεινιάσει και να φύγω.
— Αμάν μ' έκαψες. Οι Γερμανοί είναι ακόμα απόξω.
— Έλα, έλα, λίγα λόγια.
Μέσα στο κελάρι ήταν μια μεγάλη κάδα απ' αυτές που πατούν τα στα­φύλια. Κουρνιάζει μέσα σ' αυτήν ο αντάρτης  ο σπιτονοικοκύρης τον κου­κούλωσε για καλά με άχυρα.
Πριν ακόμα ο πατέρας του γαμπρού γυρίσει στον οντά των καλεσμένων τέσσερις Γερμανοί οπλισμένοι μπαίνουν στο σπίτι του γάμου. Ο κόσμος πά­γωσε, τώρα τι γίνεται;  Αν ψάξουν στο κελάρι μέσα στην κάδα; Ο φό­βος και η αγωνία μας είχαν φουντώσει αλλά οι Γερμανοί μας καθησύχασαν και συγχάρηκαν τη νύφη και το γαμπρό. Γύρεψαν σναπς (ρακί) και στρώ­θηκαν του καλού καιρού σ' ένα παράξενο γλέντι.
— Μη φοβόσαστε εμείς θα σας φυλάξουμε δεν θα σας πειράξει κανέ­να; Να παίξουν και τα όργανα πέστε και κανένα τραγούδι μια φορά κανένας παντρεύεται.
Οι ώρες φεύγουν οι κούπες με το ρακή αδειάζουν ώσπου σκοτείνιασε για καλά. Οι Γερμανοί καληνύχτισαν  έφυγαν. Αναπνεύσαμε. Ο νοικοκύρης πήγε στο κελάρι και ειδοποιεί τον αντάρτη.
— Έλα ο κίνδυνος πέρασε.
Ο αντάρτης βγήκε από την κάδα  ήρθε μέσα στο σπίτι. Χαιρέτησε ευ­χήθηκε τα νιόγαμπρα, ήπιε ένα ρακί  από δω παν  άλλοι, Υστέρα από λίγη ώρα φύγαμε  εμείς με χίλιες προφυλάξεις από το δρόμο της ποταμιάς.
Πέρασα μια έντονη μέρα με φόβο, λαχτάρα  αγωνία.
Καλά να πάθω αφού δεν σ' άκουσα Βιργινία.


ΒΕΡΟΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
ΣΤΕΛΙΟΥ ΣΒΑΡΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΕΡΟΙΑ 1985

Δεν υπάρχουν σχόλια: