Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Συνταγές


 
Της Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη
(Πώς μια μητέρα προσπαθησε να μάθει το γιό της να είναι τακτικός)
Μου  αρέσει η τάξη! Άμα, λοιπόν, έχεις τέτοιο κουσούρι άντε να δεις τι παθαίνεις όταν σκοντάφτεις πάνω σε καρέκλα! Και νάσαι κι αγουροξυπνημένος!
- Τι ζητάει η καρέκλα εδώ; ξεφώνισα. Με κοίταξε η μάνα μου.
- Και χτες εκεί ήταν, απάντησε.
- Το ξέρω, είπα θυμωμένος. Και προχτές εδώ ήταν. Μα η θέση της είναι μέσα γι' αυτό θυμώνω.
- Ώστε τρεις μέρες είναι η καρέκλα εκεί που δεν έπρεπε να είναι, ήρεμη ήταν η μάνα μου. Βρε πώς περνάει ο καιρός!
- Με κοροϊδεύεις τώρα μάνα; έτοιμος ήμουν για καυγά!
- Εγώ παιδάκι μου να σε κοροϊδέψω; αθώα με κοίταξε εκείνη.
Δεν έδωσα συνέχεια στο επεισόδιο. Άλλωστε βιαζόμουνα γιατί είχα ραντεβού με τον Αλέκο και την Όλγα. Πήγα να ντυθώ. Δεν έβρισκα όμως τις κάλτσες μου.
- Οι κάλτσες μου, μάνα, πού είναι; ξέρεις;
- Ξέρω, φώναξε εκείνη από την κουζίνα.
- Πού είναι λοιπόν.
- Εκεί ακριβώς που τις πέταξες χτες βράδυ.
- Και πού τις πέταξα χτες βράδυ;
- Α! Αυτό δε το ξέρω.
Έγινα θηρίο. Ξυπόλυτος πήγα στη κουζίνα.
Τα πλακάκια μόλις τα ‘χε σφουγγαρίσει η μάνα μου, ακόμα ήταν υγρά, μου ‘φεραν σιχασιά κι ανατριχίλα.
- Μάνα, ξέρεις πως μ' αρέσει κάθε πράγμα να βρίσκεται στη θέση του, ούρλιαξα.
- Μα βρίσκεται αγόρι μου. Σου είπα εγώ πως ποδάρια έχουν οι κάλτσες σου και ξεκίνησαν να ξενιτευτούν;
- Πού ακούστηκε ποδάρια να ‘χουν οι κάλτσες; είπα σαν χαζός.
- Σωστά! Μια λοιπόν και δεν έχουν ποδάρια, βρίσκονται ακόμα εκεί που τις πέταξες χτες βράδυ. Η λογική της βέβαια ήταν ατράνταχτη. Έσπασα το κεφάλι μου να θυμηθώ πού τις έβγαλα χτες βράδυ. Άδειο το κεφάλι. Δε θυμάμαι τίποτα. Πήγα να πάρω ένα καινούργιο ζευγάρι καθαρό από το συρτάρι. Το συρτάρι όμως ήταν άδειο.
- Μάνα ξαναφώναξα και τώρα ασφαλώς με άκουσε όλο το σοκάκι. Πλυμένες καθαρές κάλτσες δεν υπάρχουν;
- Δε ξέρω γιε μου αλλά αν δεν είναι στο συρτάρι ε... δε θα υπάρχουν, μου απάντησε με μελιστάλαχτη φωνή η μανούλα μου.
- Δηλαδή δεν έπλυνες αυτή τη βδομάδα;
- Έπλυνα γιε μου. Έπλυνα ότι υπήρχε στο καλάθι που βάζουμε τα βρώμικα.
- Ε! λοιπόν;
- Λοιπόν δε βρήκα στο καλάθι δικές σου βρώμικες κάλτσες.
- Μάνα, είπα σοβαρά, κάποιος μας κλέβει.
- Δε ξανάκουσα να κλέβουν κάλτσες! Τέτοιο πράγμα δεν το διάβασα στις εφημερίδες. Πάντως αν πάει το μυαλό σου εκεί, τράβα μέχρι την αστυνομία. Τα ‘χασα.
- Και τι να πω στην αστυνομία; ρώτησα σαν χαμένος.
- Απ' ότι ξέρω, κάνεις εκεί μια μήνυση. Γράμματα ξέρεις, μάλιστα κάνε την και στην καθαρεύουσα, κάνει μεγαλύτερη εντύπωση. «Απωλέσθησαν κάλτσαι μπλε, κίτρινοι, γκρι χρώματος, ελαφρώς εμβαλωμέναι. Καθότι δεν έχωμεν χρήματα, ο εύρων δεν αμειφθήσετε. Κλέπτης αγνώστων στοιχείων».
- Μάνα τρελάθηκες; ψέλλισα.
- Έκανα λάθη, που σου είπα τη μήνυση στην καθαρεύουσα; συμπάθα με μα είμαι αγράμματη.
- Μάνα, με δουλεύεις! αποφάνθηκα.
- Και βέβαια δουλεύω! Νομίζεις πως κάθομαι στιγμή;
- Μάνα, εμένα δουλεύεις!
Με κοίταξε η μάνα μου και μια αστραπή οργής φώτισε τα καταγάλανα μάτια της. Αναστέναξε και...
- Γιε μου, κάτσε κάτω και συμβούλεψε με.
Μα γιατί αλλάζει θέμα τώρα η μάνα μου; Κολακεύτηκα όμως που ζητούσε συμβουλή από μένα. Πήρα ύφος. Βέβαια θα ‘μουν αστείος συμβουλάτορας, έτσι ξυπόλητος, άπλυτος... μα τέλος πάντων. Συμβουλή ζητούσε. Και τέτοιες ώρες δεν αρνιέσαι να βοηθήσεις με τη συμβουλή σου τον άλλον!! Έκατσα σε μια καρέκλα.
- Παλικάρι μου άρχισε η μάνα κι έκατσε κι εκείνη σ' ένα σκαμνί, τι να κάνει κανείς όταν πρέπει να πει, να ορμηνέψει τον πλησίον του;
Την κοίταξα ύποπτα.
- Μακρινό... πλησίον;
- Όχι, μάλλον κοντινό... πλησίον.
Μου απάντησε με τέτοια αθωότητα που με ξεγέλασε.
- Τον φωνάζεις και του μιλάς, είπα με βεβαιότητα για την ορθότητα της απάντησης μου.
- Κι αν το κάνεις αυτό που λες και που είναι το σωστό και πέρα βρέχει;
Ψύλλοι τώρα στ' αυτιά μου μπήκανε.
- Δε μπορεί να μη καταλάβει τη γλυκεία κουβέντα, είπα ελαφρά μουδιασμένος.
- Μπορεί.... μπορεί, με βεβαίωσε η μάνα μου.
- Τότε, αν δεν πιάνει η φιλική κουβέντα, αγριεύεις, έβγαλα την απόφαση μου.
- Σωστά, αγριεύεις, δίνεις και κανένα χαστούκι...
- Α! όχι χαστούκι, δε μπορεί να δέρνεις κάποιον.
- Κι αυτό σωστό, όχι χαστούκι, μάθαμε τώρα πως είναι αντιπαιδαγωγικό. Τι σου μένει λοιπόν;
- Δε ξέρω, είπα ελαφρά ενοχλημένος.
- Εγώ ξέρω. Επιστρατεύεις όλη την υπομονή που ο καλός θεός σου χάρισε κι όση δε σου χάρισε κι όλο το χιούμορ που διαθέτεις ή που δε διαθέτεις...
- Άμα δε διαθέτεις κάτι πως θα το επιστρατέψεις; είπα γελώντας.
- Ένας ένας να κάνει χιούμορ, όχι όλοι μαζί! και τώρα κάνω εγώ. Λοιπόν...
- Λοιπόν; ρώτησα και πραγματικά διασκέδαζα.
- Λοιπόν, αντί να δουλεύεις εσύ δουλεύεις... τους άλλους, αντί να γανιάζεις εσύ στις φωνές, αφήνεις τη ζωή να... φωνάζει και να δίνει εκείνη μαθήματα και να δίνει συνταγές.
- Δε κατάλαβα, είπα και είχα πάψει να διασκεδάζω.
- Κατάλαβες, κατάλαβες, τώρα γελούσε παιχνιδιάρικα η μάνα μου. Πήγαινε μόνο, ψάξε κάτω από τα κρεβάτια, κάτω από τους καναπέδες, μέσα στη... κατάψυξη, όπου θέλεις τέλος πάντων ψάξε και βρες τις κάλτσες σου. Και επειδή πλένω κάθε Πέμπτη και σήμερα είναι Παρασκευή, και επειδή θα μείνεις μια βδομάδα χωρίς κάλτσες, αφού τις βρεις, πλύνε τις κι όλας.
- Να... πλύνω τις κάλτσες μου; έφριξα.
- Αν δεν θες, μείνε χωρίς κάλτσες εφτά μέρες. Ξέρεις τι γρήγορα περνάει ο καιρός. Τρεις μέρες η καρέκλα έμεινε εκεί και σκουντουφλούσες κι ούτε κατάλαβες πώς πέρασαν τόσες μέρες.
Για να μείνω χωρίς κάλτσες εφτά μέρες ούτε κουβέντα. Πήρα λοιπόν σβάρνα τα κρεβάτια, τους καναπέδες, τις πολυθρόνες... Τις βρήκα όλες. Τις έπλυνα όλες.
Δεν είναι  δύσκολο πράγμα. Να σου πω πως γίνεται. Βάζεις νερό, το απορρυπαντικό και τις κάλτσες, όλα μαζί κι αρχίζεις και τρίβεις... τρίβεις... τρίβεις. Ξέχασα να σου πω πως πρέπει να τις γυρίσεις ανάποδα, το μέσα έξω αν κατάλαβες και τρίβεις...­ τρίβεις... τρίβεις...
(από περιοδικό «Συνεργασία»)

Δεν υπάρχουν σχόλια: