ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ ΣΟΥΡΕΛΗ
Στο σπίτι ήρθαν μουσαφιραίοι. Πολλοί μαζί κι έφεραν πάνω κάτω το σπίτι. Ήρθαν οι Καλλικαντζαραίοι!!!
Και να πως έγινε: Ο πατέρας διηγήθηκε ένα βράδυ τι γινόταν στο χωριό του, τις δώδεκα μέρες ανάμεσα στα Χριστούγεννα και στα Φώτα, τότε που έρχονται στη γη οι Καλλικαντζαραίοι.
- Τα σημερινά παιδιά, δεν τα ξέρουν αυτά, είπε η μητέρα. Δεν ξέρουν τους Καλλικάντζαρους.
- Κι ούτε να τους μάθουν ούτε να τους ανταμώσουν είπε η γιαγιά κι έφτυσε το κόρφο της και σταυροκοπήθηκε.
- Για πες μας μάνα, τι είναι οι Καλλικαντζαραίοι; ρωτάει ο πατέρας και γελούν ακόμα και τα μάτια του. Κι εγώ δε το καλοθυμάμαι!
- Δαιμόνια, γιε μου, αυτό είναι, απαντά η γιαγιά και δόστου και σταυροκοπιέται. Εμείς κάτσαμε κάτω στη φλουκωτή, κοιτάγαμε μια τον πατέρα που άστραφτε από τα γέλια ολόκληρος, μια τη γιαγιά που έκανε συνέχεια το σταυρό της.
- Λοιπόν, γιαγιά, από που έρχονται αυτά τα Δαιμόνια; ρωτά ο Λευτέρης και σα να φοβάται λίγο.
- Έρχονται από κάτω από τη γη, βεβαιώνει η γιαγιά. Εμείς τα παιδιά κρατάμε ακόμα και την ανάσα μας.
- Λοιπόν;...λοιπόν; ρωτάει η Ελένη μ' αγωνία.
- Απ' την αρχή πες τα γιαγιάκα, παρακαλάει ο Γιάννης.
Η γιαγιά παίρνει μια καρέκλα κάθεται πλάι μας και μας εξηγεί.
- Είναι Δαίμονες που όλο το χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια τους να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη Γη.
- Και πως δε το κόβουν; τρομαγμένος στ' αλήθεια τώρα είναι ο Λευτέρης.
- Κοντεύουν να το κόψουν, να στο παραλίγο, μα τότες έρχεται ο Χριστός και με τη γέννα του ξαναγίνεται το δέντρο. Και τότε τα δαιμόνια χιμούν στη Γη απάνω και πειράζουν τους ανθρώπους.
- Πότε, γιαγιά, γίνεται αυτό; Η Ελένη έχει μπερδευτεί , μα κι εμείς είμαστε μπερδεμένοι.
- Πότε έρχονται στη Γη; ρωτάει ο Λευτέρης. Η γιαγιά σηκώνεται από δω και από κει, σφαλνά την πόρτα που ήτανε μισάνοιχτη, έρχεται ξανά κάθεται στην άκρη της καρέκλας και μας λέει σιγανά.
- Τώρα το δωδεκαήμερο έρχονται, μάτια μου. Τώρα, απ' του Χριστού τη Γέννηση ως των Φώτων που είναι αβάφτιστα τα νερά τώρα έρχονται οι Καλλικαντζαραίοι, και πειράζουν τους ανθρώπους. Μόλις βαφτίζεται όμως ο Χριστός, με την αγιαστούρα του ο παπάς, τους ξαναστέλνει στο κάτω κόσμο.
- Και πως είναι οι Καλλικαντζαραίοι; ρωτάει ο Λευτέρης και σα να τρέμει η φωνή του.
- Εγώ δε τους είδα κομπιάζει η γιαγιά. Μα άλλοι που τους είδανε λένε πως είναι σαν τους ανθρώπους όμως μαύροι κι άσκημοι και πολύ ψηλοί και φοράνε σιδεροπάπουτσα. Άλλοι πάλι λένε πως είναι μαυριδεροί με κόκκινα μάτια, πόδια τράγου, χέρια σαν της μαϊμούς και τριχωτό όλο το σώμα. Ένας μυλωνάς στο χωριό του παππού σας, έλεγε πως είναι κουτσοί, στραβοί, με ένα μάτι, με ένα ποδάρι και είναι κουτοί πολύ.
- Και τι κάνουν οι Καλλικαντζαραίοι; ρωτάει ο πατέρας και το γέλιο δε φεύγει από το πρόσωπο του.
Η Χαρά σαν πιο μεγάλη, καταλαβαίνει πως ο πατέρας ξέρει ότι δεν υπάρχουν τέτοια δαιμόνια, μα θέλει να μαθαίνουν τα παιδιά του τι πιστεύει ο λαός μας, ίσως θέλει να πειράξει και τη γιαγιά.
- Λοιπόν, τι κάνουν οι καλλικαντζαραίοι; Ξαναρωτά.
Ανακατεύουν τους νοικοκυραίους, μαγαρίζουνε τα φαγητά, κλέβουν τα γλυκά, κι όποιον βρουν στο δρόμο τους τον πειράζουν.
- Και πώς θα φυλαχτούμε απ' αυτούς τους Καλλικαντζαραίους γιαγιά; ρωτούν τα παιδιά.
- Πες μας, μάνα, πώς θα φυλαχτούνε τα παιδιά ρωτά ξεκαρδισμένος τώρα στα γέλια ο πατέρας, θυμώνει η γιαγιά. Γυρνά στα παιδιά, αγριεμένη.
- Δε με πιστεύετε! Το ‘πα του πατέρα σας να κουβαλήσει ένα κατωσάγονο χοίρου που μόνο να το δουν οι ξορκισμένοι φεύγουν.
- Έψαξα μα δεν βρήκα, λέει ο πατέρας και γελάει.
- Να φέρνες, τότε, γιε μου ένα σκουλί λινάρι. Όσο να ξεδιαλύνουν οι Καλλικαντζαραίοι και να μετρήσουν τις κλωστές του λιναριού, θα λαλήσει ο πετεινός, ο άγγελος της μέρας που αποδιώχνει τα δαιμόνια.
- Του χρόνου, λέει η μητέρα και γελάει. Του χρόνου! Άντε τώρα παιδιά να κοιμηθούμε, γιατί πέρασε η ώρα.
Σηκώνονται όλοι. Η ώρα πραγματικά είχε περάσει.
Ξύπνησε και διψούσε. Σηκώθηκε, λοιπόν, να πάει στη κουζίνα να πιει λίγο νερό. Και είδε ψηλά τα ταψιά με τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα.
Βέβαια και επάνω στο τραπέζι ήταν μια πιατέλα με λίγους κουραμπιέδες, αλλά ήταν μετρημένοι.
Πάει να πιάσει ο Λευτέρης τα ταψιά, να φάει δυο μελομακάρονα και δυο κουραμπιέδες, αλλά δε φτάνει. Βάζει το σκαμνί, ανεβαίνει στο σκαμνί πάλι δε φτάνει. Τσιτώνεται, μα πάλι δε πιάνει τα ταψιά, βάζει την καρέκλα, στεριώνει απάνω το σκαμνί, βάζει τον .... Λευτέρη απάνω στο σκαμνί, και πάλι μόλις φτάνει τα ταψιά. Τσιτώνεται όσο γίνεται πιο πολύ, τρώει έναν κουραμπιέ, ωραίος είναι, τρώει δεύτερον...μμ θαύμα, ας φάει τώρα και ένα μελομακάρονο να αλλάξει γεύση. Στα τυφλά ψάχνει να βρει το ταψί, ψαχουλεύει και τότε... Τότε κουνιέται θαρρείς η γη, πέφτει το σκαμνί, μπαμ μπουμ η καρέκλα, κάτω από το τραπέζι βρίσκεται ο Λευτέρης, χτύπησε λίγο στο γόνατο, τ' αφήνει όλα όπως πέσανε και τρέχει να χωθεί στο κρεβάτι του. Κουκουλώνεται ως τα αυτιά, γρήγορα κατεβάζει τις μπουκιές που έχει στο στόμα του. Ακούει τον πατέρα, τη μητέρα που ξυπνούν από το θόρυβο και τρέχουν στη κουζίνα. Ανοίγει η πόρτα του δωματίου του Λευτέρη, ο Λευτέρης κάνει γρου-γρου, κάνει πως ροχαλίζει.
Η πόρτα κλείνει, σε λίγο τίποτα δεν ακούγεται στο σπίτι. Όλοι κοιμούνται κι ο Λευτέρης έχει κι αυτός αποκοιμηθεί.
-Ποιος πήγε χθες βράδυ στην κουζίνα και πέταξε κάτω τα ταψιά και μου θρυμμάτισε τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα; ρωτάει το πρωί η μητέρα.
- Οι Καλλικαντζαραίοι! λέει σοβαρά ο Λευτέρης. Κανείς δε μιλά. " Τη γλίτωσα" σκέφτεται ο Λευτέρης. Παίζει λίγο με τη μπάλα του, μα βαρέθηκε. Βέβαια κρύο κάνει, μα μια βόλτα με το ποδήλατο θα του ζέσταινε τα αίματα, θα τον ξεμούδιαζε. Αχ! το όνειρο του Λευτέρη ήταν να είχε ένα ποδήλατο. Και εφέτος, φώτισε ο θεός το θείο Αντώνη και του το ‘κανε δώρο. "Έχει καθρεφτάκι, έχει κουδούνι, νταν νταν που χαλάει το κόσμο ξεσηκώνει τη γειτονιά.
Πηγαίνει πίσω από τη πόρτα της κουζίνας, εκεί που το έχει...παρκάρει. Η θέση όμως είναι αδειανή.
- Ποιος μου πήρε το ποδήλατο μου; ξεφωνίζει και είναι άγρια θάλασσα.
- Οι Καλλικαντζαραίοι! λέει σοβαρά η μητέρα.
- Οι Καλλικαντζαραίοι! συμφωνεί σοβαρά ο πατέρας.
Στο σπίτι ήρθανε μουσαφιραίοι. Πολλοί μουσαφιραίοι μαζί κι έφεραν το σπίτι άνω κάτω.
-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου