(Ένα μικρό κορίτσι γράφει γράμμα στον Άγιο Βασίλη και ζητάει να μηντην ξεχάσει στην νέα της Πατρίδα)
Με λένε Λαρίσα. Είμαι έξι χρονών. Πάω στο Νηπιαγωγείο και είμαι από την Ουκρανία. Από πέρσι φύγαμε με την οικογένεια μου και ήρθαμε εδώ στην ωραία σας Ελλάδα. Σας γράφω τούτο το γράμμα, για να σας πω εκείνο που απασχολεί τη σκέψη μου και φέρνει μια πίκρα στην καρδιά μου, καθώς πλησιάζουν οι άγιες μέρες των μεγάλων εορτών.
Πολύ μου άρεσε να κρατάω στα χέρια το πακέτο με τ' όνομά μου και να προσπαθώ να μαντέψω τι άραγε να έχει μέσα.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου - δεν είναι δα και πολλά χρόνια - την ίδια εικόνα έχω στο μυαλό μου. Κάθε βράδυ Πρωτοχρονιάς προσπαθούσα να μείνω ξάγρυπνη κοιτάζοντας την καμινάδα, γιατί ήθελα κάποτε επιτέλους να τον δω να κατεβαίνει μουτζουρωμένος στο φτωχικό μας, φορτωμένος τη μεγάλη σακούλα της χαράς. Έτσι αποκοιμιόμουν τελικά με την προσμονή του. Ποτέ δεν τον είδα.
Δεν τα κατάφερα να .μείνω ξυπνητή ως τα μεσάνυχτα. Τα δώρα του όμως τα έβρισκα το πρωί και χαιρόμουν, κι έδινα υπόσχεση στον εαυτό μου ότι του χρόνου θα άντεχα και θα πετύχαινα μια αληθινή συνάντηση με τον Άγιο των παιδιών.
Ώσπου ήρθαμε στη χώρα σας, που είναι μάνα και των δικών μου προγόνων και τώρα έγινε και δικιά μου καινούρια πατρίδα.
Φτάσαμε χειμώνα εδώ, πάνω στο ξεκίνημα των μεγαλογιορτάδων.
Το σπίτι που μένουμε είναι υπόγειο, σκοτεινό κα παγωμένο. Οι γονείς μου τρέχουν γυρεύοντας δουλειά κι εμείς τα μικρά ζεσταίνουμε τη ζωή μας με όνειρα και ελπίδες.
Τριγύρω μας φώτα, βιτρίνες, δέντρα χρυσοστόλιστα και παιδιά να τραγουδούν τα κάλαντα. Θυμήθηκα κι εγώ την υπόσχεση μου, για να δω ξυπνητή τον Αϊ-Βασίλη, αλλά πού τζάκι; πού καμινάδα; πού ζεστό δωμάτιο με μυρωδιές γλυκών, πού χαρούμενη ατμόσφαιρα γιορτής;
Εγώ όμως τον περίμενα. Κι άντεχα να μείνω ώρες ξύπνια και τη μια και την άλλη και την παράληλλη μέρα...ώσπου πέρασε το γιορταστικό 12ήμερο. Ούτε Αγιοβασίλης, ούτε δωράκι, ούτε γλυκίσματα και χαρές από πέρσι. Τίποτα! Τίποτα!
Είπα τον πόνο μου στη φίλη μου τη Γεωργία, που ,.., πάει κιόλας στη Β' Δημοτικού και μένει πάνω από μας, στο ισόγειο. Είναι πολύ καλή και παίζει συχνά μαζί με μένα. - Δε σε ξέχασε, μου λέει, ο ΑΪ-Βασίλης, Λαρίσα μου! Απλά, σε ψάχνει στην Ουκρανία, στην παλιά σου γειτονιά, και δε σε βρίσκει. Να δεις που δεν αποκλείεται ν' αφήνει κάθε χρόνο το δωράκι σου στο παλιό σας το σπίτι, θέλει ενημέρωση ο καημένος κι εκείνος.
Πού να τα βγάζει πέρα μ' όλα αυτά τα παιδιά που αλλάζουν πατρίδες στις μέρες που ζούμε! Βάλσαμο τα λόγια της καλής μου της Γεωργίας. Με παρηγόρησε. Δε θα το άντεχα να νιώθω ότι ο Αϊ-Βασίλης με ξέγραψε για πάντα από τα κατάστιχά του.
Φέτος μάλιστα, αποφάσισα να διορθώσω τα πράγματα με κάτι πιο αποτελεσματικό. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς θ' ανέβω στην ταράτσα της πολυκατοικίας που υψώνεται εφτά ορόφους πάνω απ' το υπόγειο μας.
Θα βάλω τα χέρια μου χωνί στο στόμα, για ν' ακούγομαι καλύτερα και θα στείλω φωναχτό μήνυμα στον Άγιο με τα δώρα.
"Άγιε μου Βασίλη!", θα του φωνάξω, "Άϊ-Βασίλη των παιδιών! Εγώ σου μιλάω.... Η Λαρίσα από την Ουκρανία. Μη με ψάχνεις πια στη μακρινή πατρίδα! Μας πήρε ο άνεμος. Μας έφερε αλλού. Στην Αθήνα, στην Ελλάδα μένω τώρα και σε περιμένω. Ε, Άγιε Βασίλη! μ'ακούς;
Είμαι η φίλη σου η Λαρίσα. Η Λαρίσα από την Ουκρανία και σε περιμένω.... Έλα στο υπόγειο να με βρεις.
Εγώ δε σε ξέχασα. Αν δε' ρθεις και φέτος, θα πω ότι με ξέχασες εσύ. Κι αυτό δε θα το αντέξω, καλέ παππού. Δε θα το αντέξω και φέτος! Τ' άκους;".
(Γιάννης Μπάρτζη – Δέσποινα Στίκα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου