Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Με ένα τρίγωνο στη Σελήνη

Εγώ, ο Σώτος, εκείνο το βράδυ είδα το πιο παράξενο όνειρο της ζωής μου. Τότε που το έβλεπα βέβαια δεν ήξερα ότι βλέπω όνειρο. Τόσο ζωντανό ήταν. Όταν ξύπνησα το κατάλαβα.
Ήμουν κάπου. Δεν ξέρω πού. Το φεγγάρι ήρθε και γέμισε τα χέρια μου με κίτρινη σκόνη. Αισθάνθηκα ανάλαφρος σαν γαζία. Τόσο ανάλαφρος που άρχισα να ανεβαίνω με μεγάλη ταχύτητα προς τον ουρανό.
 Ανέβαινα, ανέβαινα, σαν ένα κίτρινο μπαλόνι που έχει ξεφύγει από τα χεριά απρόσεχτου παιδιού. Η γη απομακρυνόταν και χανόταν από τα μάτια μου και στο τέλος έγινε ένας μικρός βόλος, που βγήκε να παίξει στο δρόμο του απείρου.
Ένα άστρο-πινακίδα μου έδειχνε το δρόμο: "Προς σε-λύνει!" Ναι, αλήθεια. Έτσι ανορθόγραφα ήταν γραμμένο, ενώ η σελήνη γράφεται   με ήτα. "Υπάρχουν λοιπόν και στη σελήνη ανορθόγραφοι;" σκέφτηκα και... παρηγορήθηκα.
Πριν από το τέρμα, στη στροφή δεξιά περίμενε ένας πύραυλος που έκανε τον τροχονόμο. Αυτός ήθελε, ντε και καλά, να με βάλει σε σεληνιακή τροχιά, για να βρεθώ στο "φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ".
Δεν μπόρεσα να κάνω διαφορετικά, γιατί κάτι πιο δυνατό από μένα με τραβούσε προς τα εκεί. Αυτό το πιο δυνατό ήταν η έλξη της σελήνης, που είχα ιδρώσει να την καταλάβω, όταν μου την εξηγούσε ο πατέρας μου. Τότε, είδα ότι κρατούσα στα χέρια μου το τρίγωνο μου. Ήταν λοιπόν γραφτό να πω τα κάλαντα και στη σελήνη; "Πέστα, Σώτο, πέστα", μου έλεγε μέσα μου μια φωνή. Εδώ δεν υπάρχει περίπτωση να σου πουν:
"Μας τα παν άλλοι!"
Έβλεπα γύρω μου. θυμόμουν ότι κοίταζα το φεγ­γαράκι από το μπαλκόνι μας και μου φαινόταν σαν ένα καράβι φορτωμένο χρυσάφι που προχωρούσε στη σκοτεινή θάλασσα του ουρανού. Και να! Ο χρυ­σαφένιος δίσκος που ονειρευόμουν, όταν ήμουν στη γη, δεν ήταν παρά ένας τόπος έρημος γεμάτος σκόνη και πέτρες. Βλέποντας τις πέτρες άρχισα δειλά-δειλά να λέω:
Στο δορυφόρο που ‘ρθαμε
πέτρα να μη ραγίσει
και η χρυσή αφέντρα του
στο άπειρο να ζήσει.
Τη φωνή μου την πήρε ένα ηφαίστειο και έκανε ηχώ. Την έπιασε ένα άλλο, πιο μακριό, και την πήγε παρακάτω. Τα κάλαντα μου αντήχησαν μέσα στην ερημιά.
Καλήν ημέρα άρχοντες, κι αν είναι ορισμός σας
Χριστός γεννάται σήμερον και στος αστερισμός σας.
.-Γκλιν! Γκλιν! Χτύπαγε το  τρίγωνο μου
 - Τικ! Τακ! η καρδιά μου. και Σιωπή...
- Γκλιν! Γκλιν! αντηχούσε το τρίγωνο μου
- Τικ! Τακ! η καρδιά μου.
Ερημιά! Ακινησία! Βουβαμάρα!
"Ο ονειρεμένος τόπος, Σώτο", έλεγα στον εαυτό μου, "δεν είναι τελικά το φεγγάρι. Είναι η γη. Στην γη υπάρχουν πλάσματα που έχουν ψυχή.
Στη σελήνη δεν υπάρχουν παρά μόνο πέτρες. Στη γη υπάρχει το νερό, τα λουλούδια. Εκεί είναι οι φίλοι σου, οι δικοί σου. Άσε το φεγγαράκι στη θέση του να αρμενίζει τις νύχτες στον έναστρο ουρανό. Γυρνά πίσω..."
Πήρα το άστρο των 12 που κάνει δρομολόγιο Σελήνη-Γη με έξι πυραύλους. Μόλις το πρόλαβα. Ήταν το τελευταίο.  Έκανα άλλη μια φορά με το τρίγωνο
μου "γκλιν" κι άκουσα την ηχώ του στα ηφαίστεια.
- Κρίμα! Χαμένα πήγαν τα κάλαντα μου! Κανένας δεν έπιασε το μήνυμα μου!  Κι όμως είχα... κατακτήσει το διάστημα. Δίπλα μου περνούσαν σαν βολίδες οι δορυφόροι, οι κομήτες, οι γαλαξίες. Η Μεγάλη Άρκτος με χαιρέτησε ευγενικά κι ο αστερισμός της Ανδρομέδας μου ευχήθηκε:
"Χρόνια Πολλά".
Καθώς έστριψα να δω για τελευταία φορά πίσω μου, είδα μερικούς πυραύλους και δορυφόρους να έχουν σχηματίσει στο άπειρο τις λέξεις:
"ΔΟΞΑ ΕΝ ΥΨΙΣΤΟΙΣ"    (της Αγγελικής Βαρελλά)