Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Η ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

της Γαλάτειας Γρηγοριάδου Σουρέλη
Απέναντι από το καφενείο είναι η αλάνα. Ο κυρ-Ανέστης αναστέναξε καθώς έβλεπε τις ελιές που δε λέγανε να πάρουν α­πάνω τους .
- Τι κοιτάς κι αναστενάζεις κυρ Ανέστη; Ο τα­χυδρόμος, καθώς μοίραζε τα γράμματα στα σπίτια, κοντοστάθηκε. Η ματιά του έπεσε στις ε­λιές.
- Βλέπεις τη θυγατέρα του ήλιου, την ελιά κι αναστενάζεις; απόρησε.
- Ελιές τις λες ετού­τες; που να δεις τις  χοντρολιές που έχει το χωριό μου. Τις είχε φυτέψει ο μακαρίτης ο παππούς μου. Ελιά, ευλογημένο δέντρο.
Ο   ταχυδρόμος ήταν βιαστικός, έπρεπε  βλέπεις να παραδώσει τα γράμματα, έφυγε. Κι έμενε μονάχος ο κυρ Άνεση στο χωριό, με τις ελιές του. Οι γέρικες ελιές, οι άλλες οι μικρές πλάι, όλες μαζί είναι μια ασημένια θάλασσα σαν έρθει το δειλινό. Οι μικρές ελιές δε κάνουν καρπό. Οι άλλες, οι μεγάλες, μαζεύουν τον ήλιο, τον δένουν στα κλωνιά τους και τον τελευταίο μήνα του Φθινοπώρου γέρνουν φορτωμένες από καρπό.
- Μη βασκαθούν οι ελιές! Κάρπισαν φέτος! έρχονται οι εργάτες, ραβδίζουν τις ελιές, πέφτει ο καρπός στα λιόπανα. Βουνό απ' τον ευλογημένο τον καρπό! Παλιότερα μάζευαν και το χαμολόι, τις ελιές πεσμένες στη γη, φτώχεια βλέπεις.
Το δειλινό γινόταν το λίχνισμα, δηλαδή το καθάρισμα των ελιών από τα λιόφυλλα και τα κλαδιά. Καθαρισμένος ο καρπός, έτοιμος πια σε σακιά, φορτώνεται στα τρακτέρ και μεταφέρεται στο λιοτρίβι. Ε! φουκαρά κυρ Μέντη μου που κάποτε εσύ την έκανες τούτη τη δουλειά! Μα ο κόπος δεν τελειώνει εδώ. Δεν είσαι συ μοναδικός που πας τις ελιές σου στο λιοτρίβι!  Καρτεράς, χαζεύεις τις πέτρινες ρόδες του λιοτριβιού, που γυρίζουν, γυρίζουν, γυρίζουν και κάνουν πολτό τις ελιές. Αυτόν τον πολτέ τον βάζουν ύστερα σε ειδικούς ντορβάδες και τους αραδιάζουν στο πιεστήριο τον έναν πάνω στο άλλον. Το πιεστήριο δουλεύει, με καυτό νερό ζεματιούνται οι ντορβάδες που έχουν τον πολ­τό. Έτσι χωρίζει το λάδι από το λιόζουμο. Σε λίγο να, ο κόπος σου, ο μόχθος όλης της χρονιάς εκεί μπροστά στα μάτια σου, γίνεται λάδι ευλογημένο, λαδάκι του θεού.
- Καλή λαδιά, φέτος, λες.
- Καλή λαδιά, φέτος, σου απαντούν. Ονειρεύεται ο κυρ Ανέστης του ήλιου τη θυγατέρα. Ονειρεύεται. Δε ξέρει πώς ο δάσκαλος ανέθεσε στη Σοφία να πάει δείγματα από ελιές αύριο για να μιλήσουνε στη τάξη για το ευλο­γημένο δέντρο, μάδημα θα κάνουμε για την ε­λιά.
Πήγε, το λοιπόν, στο μπακάλη η Σοφία.
- Θέλω μια ελιά θρούμπα, μια νυχάτη
- Ξέχασες την πράσινη την τσακιστή, έχουμε και τις ξυδάτες και τις μαυρολιές. Βάζει στη σακούλα τα δείγματα, ο μπακάλης. Έ­χει νυχτώσει η Σοφία εί­ναι κουρασμένη.
Πάει σπίτι της, αδειάζει τη σακούλα, Βάζει σε έ­να πιατάκι τις διαφορετι­κές ελιές. Κάθεται εκεί στο  καναπεδάκι της κουζίνας, σαν να α­κούει το δάσκαλο που  τους  είπε: «Παρατηρήστε με προσοχή  τον καρπό της ε­λιάς».
Η  Σοφία πα­ρατηρεί....πα­ρατηρεί την ελιά που, πε­ρίεργο, Ζω­ντανεύει, και μιλάει.
 - Σοφία, θα σου πω μια μαγευτική ιστορία, την ιστορία μου. Η φωνή της ελιάς είναι σαν θρόισμα του αγέρα. Και θέλω αυτή την ιστορία να την πεις αύριο και στα άλλα παιδιά στη τάξη σου.
Η ελιά στάθηκε λίγο, σα να σκέφτηκε και συ­νέχισε ψιθυριστά:
- Οι άνθρωποι. Σοφία, με ξέρουν χρόνια και χρόνια. Από τότε πού ‘γινε ο μεγάλος κατακλυ­σμός. Φρίκη, ερημιά, νερό, σκοτάδι, τη γη τη θάψαν μια φορά...
­Ο Νώε κλεισμένος μέσα στη κιβωτό, ολημερίς κι ολονυχτίς προσεύχεται στο θεό να δώσει τέλος σε τούτο το κακό. Κάποτε σταματάει ο κατακλυσμός. Μα ο Νώε δεν τολμά να βγει α­πό τη σιγουριά της Κιβωτού. Στέλνει πρώτα έ­να περιστέρι. Το περιστέρι γυρίζει κρατώντας στο ράμφος του ένα ολοπράσινο κλωνάρι ε­λιάς.
Εμέ Ζωής φέρνει σημάδι
στο Νώε η περιστερά.
Κι ήμουν εγώ το σημάδι, πως η ζωή ξανάρχιζε στη γη.
Στην Ελλάδα, δεν έχω παράπονο, οι άνθρωποι με αγάπησαν, με φρόντισαν, με τίμη­σαν. Πώς να ξεχάσω εκείνο το αστρα­φτερό μεσημέρι, που είχαν μαγευτεί στην Ακρόπολη οι θεοί για να δώσουν όνομα στην πόλη του Κέκροπα.
Έφτασε η Αθηνά. Ποιο θα ‘ταν το δώ­ρο της;
Έφτασε ο Ποσειδώνας. Ποιο θα 'ταν το δώρο του;
Νερό πρόσφερε ο Ποσειδώνας.
Ελιά η Αθηνά.
Νίκησε η ελιά..­.
Η ελιά σώπασε για λίγο, σα να χάθηκε στη θύμηση εκείνου του καιρού. Ύστερα με σιγανή φωνήσυνέχισε.
 - Οι Αθηναίοι στα Παναθήναια τιμούσαν τη θεά τους. Και στους αγώνες που γίνονταν, έδιναν έπαθλο στους νικητές έναν αμφορέα με λάδι, που έβγαινε από την ιερή ελιά του βράχου της Ακρόπολης.
- Ξέρω πως με δικό σου κλωνάρι στεφάνωναν όλους τους νικητές, είπε δειλά η Σοφία.
- Α! λες για τον κότινο. Αυτό το στεφάνι φτια­χνόταν από τα κλαριά της αγριελιάς που είχε φυτέψει ο Ηρακλής στο ιερό άλσος της Ολυ­μπίας.
- Ξέρω ακόμα, τώρα πήρε θάρρος η Σοφία, και για εκείνο το βουνό, που ήτανε γιομάτο ελιές και πήγε ο Χριστός να προσευχηθεί.
- Λες για το Όρος των Ελαίων! Εκεί δίδασκε ο Χριστός τους ανθρώπους και τους μάθαινε να αγαπούν, είπε η ελιά και συγκινημένη πρόσθεσε:
- Εκεί σ' αυτό το βουνό, κάτω από τις ελιές, ο κόσμος άκουσε για πρώτη φορά πώς πρέπει να προσεύχεται στο θεό: «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς...»
Σκέφτομαι, η ελιά συγκλονι­σμένη ήταν έτοιμη να κλάψει, σκέφτομαι εκεί­νες τις ελιές που ά­κουσαν αυτά τα λόγια. Μα σκέ­φτομαι πιο πολύ το βράδυ κείνο το τελευταίο  βράδυ  πριν πιάσουν το Χριστό, που πήγε πάλι ε­κεί, στο βουνό με τις ελιές και προσευχήθηκε.
«Εδώ στον ί­σκιο μου αποκάτου ήρθ’ ο χριστός ν' αναπαυτεί: κι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του λίγο  προτού  να σταυρωθεί
Το δάκρυ Του, δροσιά αγια­σμένη, έχει στη ρίζα μου χυθεί. Είμαι η ελιά η τιμημένη!"
Η ελιά στάθηκε λίγο, θαρρείς πήρε μια βαθιά α­νάσα. Και συνέχισε με σταθερή τώρα φωνή.
- Με το λάδι γίνεται το Άγιο Μύρο, που με αυτό ο παπάς μυρώνει όποιον βαφτίζεται.
Με το λαδάκι μου φωτίζονταν οι άνθρωποι έρθει ο ηλεκτρισμός.
- Με το λαδάκι σου φωτίζονται τα εικονίσματα, είπε στην ελιά σχεδόν τρυφερά η Σοφία και κοίταξε το καντήλι που γιόμιζε ίσκιους το δωμάτιο.
Οι ίσκιοι σάλεψαν σαν ελιές, σαν ελαιώνας να μια ελιά σχηματίζεται στον τοίχο. Είναι η ελιά που είχε πιάσει κουβέντα με τη Σοφία.
- Είμαι κουρασμένη, μουρμούρισε η Σοφία.
- Κοιμήσου, Σοφία, εμείς σου κρατάμε συντροφιά, είπε η ελιά και το καντήλι έγνεψε συμφωνούσε και δυνάμωσε τη φλογίτσα του…



Δεν υπάρχουν σχόλια: