της Γαλάτειας Γρηγοριάδου Σουρέλη
Απέναντι από το καφενείο είναι η αλάνα. Ο κυρ-Ανέστης αναστέναξε καθώς έβλεπε τις ελιές που δε λέγανε να πάρουν απάνω τους .
- Τι κοιτάς κι αναστενάζεις κυρ Ανέστη; Ο ταχυδρόμος, καθώς μοίραζε τα γράμματα στα σπίτια, κοντοστάθηκε. Η ματιά του έπεσε στις ελιές.
- Βλέπεις τη θυγατέρα του ήλιου, την ελιά κι αναστενάζεις; απόρησε.
- Ελιές τις λες ετούτες; που να δεις τις χοντρολιές που έχει το χωριό μου. Τις είχε φυτέψει ο μακαρίτης ο παππούς μου. Ελιά, ευλογημένο δέντρο.
Ο ταχυδρόμος ήταν βιαστικός, έπρεπε βλέπεις να παραδώσει τα γράμματα, έφυγε. Κι έμενε μονάχος ο κυρ Άνεση στο χωριό, με τις ελιές του. Οι γέρικες ελιές, οι άλλες οι μικρές πλάι, όλες μαζί είναι μια ασημένια θάλασσα σαν έρθει το δειλινό. Οι μικρές ελιές δε κάνουν καρπό. Οι άλλες, οι μεγάλες, μαζεύουν τον ήλιο, τον δένουν στα κλωνιά τους και τον τελευταίο μήνα του Φθινοπώρου γέρνουν φορτωμένες από καρπό.
- Μη βασκαθούν οι ελιές! Κάρπισαν φέτος! έρχονται οι εργάτες, ραβδίζουν τις ελιές, πέφτει ο καρπός στα λιόπανα. Βουνό απ' τον ευλογημένο τον καρπό! Παλιότερα μάζευαν και το χαμολόι, τις ελιές πεσμένες στη γη, φτώχεια βλέπεις.
Το δειλινό γινόταν το λίχνισμα, δηλαδή το καθάρισμα των ελιών από τα λιόφυλλα και τα κλαδιά. Καθαρισμένος ο καρπός, έτοιμος πια σε σακιά, φορτώνεται στα τρακτέρ και μεταφέρεται στο λιοτρίβι. Ε! φουκαρά κυρ Μέντη μου που κάποτε εσύ την έκανες τούτη τη δουλειά! Μα ο κόπος δεν τελειώνει εδώ. Δεν είσαι συ μοναδικός που πας τις ελιές σου στο λιοτρίβι! Καρτεράς, χαζεύεις τις πέτρινες ρόδες του λιοτριβιού, που γυρίζουν, γυρίζουν, γυρίζουν και κάνουν πολτό τις ελιές. Αυτόν τον πολτέ τον βάζουν ύστερα σε ειδικούς ντορβάδες και τους αραδιάζουν στο πιεστήριο τον έναν πάνω στο άλλον. Το πιεστήριο δουλεύει, με καυτό νερό ζεματιούνται οι ντορβάδες που έχουν τον πολτό. Έτσι χωρίζει το λάδι από το λιόζουμο. Σε λίγο να, ο κόπος σου, ο μόχθος όλης της χρονιάς εκεί μπροστά στα μάτια σου, γίνεται λάδι ευλογημένο, λαδάκι του θεού.
- Καλή λαδιά, φέτος, λες.
- Καλή λαδιά, φέτος, σου απαντούν. Ονειρεύεται ο κυρ Ανέστης του ήλιου τη θυγατέρα. Ονειρεύεται. Δε ξέρει πώς ο δάσκαλος ανέθεσε στη Σοφία να πάει δείγματα από ελιές αύριο για να μιλήσουνε στη τάξη για το ευλογημένο δέντρο, μάδημα θα κάνουμε για την ελιά.
Πήγε, το λοιπόν, στο μπακάλη η Σοφία.
- Θέλω μια ελιά θρούμπα, μια νυχάτη
- Ξέχασες την πράσινη την τσακιστή, έχουμε και τις ξυδάτες και τις μαυρολιές. Βάζει στη σακούλα τα δείγματα, ο μπακάλης. Έχει νυχτώσει η Σοφία είναι κουρασμένη.
Πάει σπίτι της, αδειάζει τη σακούλα, Βάζει σε ένα πιατάκι τις διαφορετικές ελιές. Κάθεται εκεί στο καναπεδάκι της κουζίνας, σαν να ακούει το δάσκαλο που τους είπε: «Παρατηρήστε με προσοχή τον καρπό της ελιάς».
Η Σοφία παρατηρεί....παρατηρεί την ελιά που, περίεργο, Ζωντανεύει, και μιλάει.
- Σοφία, θα σου πω μια μαγευτική ιστορία, την ιστορία μου. Η φωνή της ελιάς είναι σαν θρόισμα του αγέρα. Και θέλω αυτή την ιστορία να την πεις αύριο και στα άλλα παιδιά στη τάξη σου.
Η ελιά στάθηκε λίγο, σα να σκέφτηκε και συνέχισε ψιθυριστά:
- Οι άνθρωποι. Σοφία, με ξέρουν χρόνια και χρόνια. Από τότε πού ‘γινε ο μεγάλος κατακλυσμός. Φρίκη, ερημιά, νερό, σκοτάδι, τη γη τη θάψαν μια φορά...
Ο Νώε κλεισμένος μέσα στη κιβωτό, ολημερίς κι ολονυχτίς προσεύχεται στο θεό να δώσει τέλος σε τούτο το κακό. Κάποτε σταματάει ο κατακλυσμός. Μα ο Νώε δεν τολμά να βγει από τη σιγουριά της Κιβωτού. Στέλνει πρώτα ένα περιστέρι. Το περιστέρι γυρίζει κρατώντας στο ράμφος του ένα ολοπράσινο κλωνάρι ελιάς.
Εμέ Ζωής φέρνει σημάδι
στο Νώε η περιστερά.
Κι ήμουν εγώ το σημάδι, πως η ζωή ξανάρχιζε στη γη.
Στην Ελλάδα, δεν έχω παράπονο, οι άνθρωποι με αγάπησαν, με φρόντισαν, με τίμησαν. Πώς να ξεχάσω εκείνο το αστραφτερό μεσημέρι, που είχαν μαγευτεί στην Ακρόπολη οι θεοί για να δώσουν όνομα στην πόλη του Κέκροπα.
Έφτασε η Αθηνά. Ποιο θα ‘ταν το δώρο της;
Έφτασε ο Ποσειδώνας. Ποιο θα 'ταν το δώρο του;
Νερό πρόσφερε ο Ποσειδώνας.
Ελιά η Αθηνά.
Νίκησε η ελιά...
Η ελιά σώπασε για λίγο, σα να χάθηκε στη θύμηση εκείνου του καιρού. Ύστερα με σιγανή φωνήσυνέχισε.
- Οι Αθηναίοι στα Παναθήναια τιμούσαν τη θεά τους. Και στους αγώνες που γίνονταν, έδιναν έπαθλο στους νικητές έναν αμφορέα με λάδι, που έβγαινε από την ιερή ελιά του βράχου της Ακρόπολης.
- Ξέρω πως με δικό σου κλωνάρι στεφάνωναν όλους τους νικητές, είπε δειλά η Σοφία.
- Α! λες για τον κότινο. Αυτό το στεφάνι φτιαχνόταν από τα κλαριά της αγριελιάς που είχε φυτέψει ο Ηρακλής στο ιερό άλσος της Ολυμπίας.
- Ξέρω ακόμα, τώρα πήρε θάρρος η Σοφία, και για εκείνο το βουνό, που ήτανε γιομάτο ελιές και πήγε ο Χριστός να προσευχηθεί.
- Λες για το Όρος των Ελαίων! Εκεί δίδασκε ο Χριστός τους ανθρώπους και τους μάθαινε να αγαπούν, είπε η ελιά και συγκινημένη πρόσθεσε:
- Εκεί σ' αυτό το βουνό, κάτω από τις ελιές, ο κόσμος άκουσε για πρώτη φορά πώς πρέπει να προσεύχεται στο θεό: «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς...»
Σκέφτομαι, η ελιά συγκλονισμένη ήταν έτοιμη να κλάψει, σκέφτομαι εκείνες τις ελιές που άκουσαν αυτά τα λόγια. Μα σκέφτομαι πιο πολύ το βράδυ κείνο το τελευταίο βράδυ πριν πιάσουν το Χριστό, που πήγε πάλι εκεί, στο βουνό με τις ελιές και προσευχήθηκε.
«Εδώ στον ίσκιο μου αποκάτου ήρθ’ ο χριστός ν' αναπαυτεί: κι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του λίγο προτού να σταυρωθεί
Το δάκρυ Του, δροσιά αγιασμένη, έχει στη ρίζα μου χυθεί. Είμαι η ελιά η τιμημένη!"
- Με το λάδι γίνεται το Άγιο Μύρο, που με αυτό ο παπάς μυρώνει όποιον βαφτίζεται.
Με το λαδάκι μου φωτίζονταν οι άνθρωποι έρθει ο ηλεκτρισμός.
- Με το λαδάκι σου φωτίζονται τα εικονίσματα, είπε στην ελιά σχεδόν τρυφερά η Σοφία και κοίταξε το καντήλι που γιόμιζε ίσκιους το δωμάτιο.
Οι ίσκιοι σάλεψαν σαν ελιές, σαν ελαιώνας να μια ελιά σχηματίζεται στον τοίχο. Είναι η ελιά που είχε πιάσει κουβέντα με τη Σοφία.
- Είμαι κουρασμένη, μουρμούρισε η Σοφία.
- Κοιμήσου, Σοφία, εμείς σου κρατάμε συντροφιά, είπε η ελιά και το καντήλι έγνεψε συμφωνούσε και δυνάμωσε τη φλογίτσα του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου