Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟΛΥΚΙΤΣΑ

(της Δέσποινας Στίκα από το περιοδικό συνεργασία)


Μία φορά κι έναν καιρό μέσα στο καταπράσινο δάσος ζούσαν οι καφετιοί, οι γκρίζοι και οι σταχτόμαυροι λύκοι.
Σε μιαν άκρη του ωραίου αυτού δάσους η "Κοινότητα των Λύκων" είχε φτιάξει ξύλινα σπιτάκια, για να μένουν όλοι μαζί οι λυκοπαππούδες και οι λυκογιαγιάδες.
Όταν οι λυκομαμάδες έφτιαχναν κάποια εξαιρετική λιχουδιά, όπως να πούμε... αρνάκι με πατάτες στο φούρνο... κατσικάκι λαδορίγανη ή λαγό στιφάδο κι άλλες τέτοιες πεντανοστιμιές, έδιναν στις λυκοπούλες τους από ένα καλαθάκι γεμάτο με νοστιμιές και τις έστελναν να το πάνε στη γωνιά του δάσους με τα σπίτια των ηλικιωμένων.
Στις λυκοπούλες έπλεκαν οι μητέρες τους κόκκινα σκουφιά, για να  φορούν. Τα αγόρια δεν ήθελαν να τα φορούν, για να μην τα λένε "κοκκινοσκουφολυκόπουλα". Τα θηλυκά των λύκων όμως αγαπούσαν τα κόκκινα σκουφιά τους και τους άρεσε να τις φωνάζουν "κοκκινοσκουφίτσες-λυκίτσες". Με  αυτό το σκουφί άλλωστε μπορούσαν να ξεχωρίζουν με την πρώτη ματιά τα λυκόπουλα από τις λυκοπούλες.
Κάθε μαμά λύκαινα συμβούλευε την κόρη της να προσέχει, όταν βγαίνει μόνη στο δάσος. Να μην ξεφεύγει μακριά από το γνωστό μονοπάτι, να μη χαζεύει κόβοντας λουλούδια και να 'χει το νου της μήπως και βρεθεί μπροστά της ο κακός κυνηγός.
-Πρόσεχε, Κοκκινοσκουφίτσα μου, όχι λουλούδια και βατόμουρα! Μην ξεχαστείς και χάσεις το δρόμο σου!
Έτσι λοιπόν, παιδιά, ξεκίνησε μια μέρα με το καλαθάκι της η μικρή λυκόπουλα, η Θέκλα, να πάει φαγητό στην καλύβα της γιαγιάς της.
Η μαμά της την ξεπροβόδισε λέγοντας:
-Να θυμάσαι, Θέκλα μου, και μην το ξεχάσεις ποτέ, ότι ένας λύκος κι ένας κυνηγός δεν μπορούν ποτέ να είναι φίλοι. Το νου σου!
-Θα προσέχω, μαμά, είπε η Θέκλα και πήρε το μονοπάτι του δάσους κρατώντας το καλαμένιο της καλαθάκι. Καθώς περπατούσε, θαύμαζε τα ψηλά δέντρα, ρούφαγε το άρωμα των λουλουδιών, άκουγε τα πουλιά να κελαηδούν γλυκά, δοκίμαζε ωραία βατόμουρα κι αγριοφράουλες και... ξεχάστηκε.
Κι εκεί όπως είχε σκύψει να μαζέψει κατακόκκινες φράουλες... έ­πεσε πάνω σε κάτι άλλο ζωντανό, που ήταν επίσης σκυμμένο, που μάζευε λουλούδια και κράταγε στο χέρι ένα ίδιο καλαθάκι με φαγη­τά. Το πιο παράξενο ήταν που φορούσε επίσης μιαν ίδια κόκκινη σκούφια!
-Καλέ, ζαλίστηκα τόσο πολύ και βλέπω μπροστά μου κάτι που είναι ίδιο με εμένα, αλλά με πιο άσπρο πρόσωπο!            
-Καλέ, το ίδιο θα 'λεγα κι εγώ! είπε έκπληκτη η άλλη σκυμμένη με το κόκκινο σκουφί. Ότι δηλαδή ζαλίστηκα τόσο, ώστε βλέπω απένα­ντι" μου τον εαυτό μου γκρίζο και μακρομύτη!
-Δεν ξέρω τι λες, είπε η λυκοπούλα. Εγώ είμαι η Θέκλα, η λυκοκοκκινοσκουφίτσα ή κοκκινολυκοσκουφίτσα, όπως θες πες το. Πάω στη γιαγιά μου φαΐ και πρέπει να προσέχω από τον κακό κυνηγό.
-Χαίρω πολύ, είπε μουδιασμένα η άλλη σκυμμένη με το κόκκινο σκουφάκι. Εγώ είμαι η Κοκκινοσκουφίτσα... η πασίγνωστη. Πάω κι εγώ στη γιαγιά μου φαΐ και πρέπει να προσέχω από τον κακό λύκο.
-Τον κακό λύκο; ρώτησε η Θέκλα. Δηλαδή σου είπανε να προσέχεις μη συναντήσεις στο δάσος τον μπαμπά μου, ας πούμε, ή το θείο μου το Θόδωρο ή τον άλλο θείο μου το Διοκλή τον άντρα της θείας μου της Ευτέρπης; Παράξενη που είσαι! Δε λέω... είμαστε κακοί, γιατί πρέπει να φάμε... αλλά έχουμε και αρχές! Ποτέ δε θα πειράζανε οι λύκοι μας μια Κοκκινοσκουφίτσα. Έχουμε φτιάξει και σύλλο­γο στο λυκοχωριό μας που τον λέμε Σ.Α.Λ.
-Σ.Α.Λ.; Τι θα πει αυτό: απόρησε η Κοκκινοσκουφίτσα.
-Σύλλογος Αγανακτισμένων Λύκων! Αυτό θα πει. Και μοναδικό μας αίτημα είναι να απαλλαγούμε πλέον από το βαρύ καθήκον, που μας φορτώσανε οι παραμυθάδες, πότε να τρέχουμε πίσω από την κάθε Κοκκινοσκουφίτσα, πότε να φυσάμε για να γκρεμίσουμε τα σπίτια των τριών μικρών γουρουνιών, πότε να αλευρώνουμε τα πόδια μας για να ξεγελάσουμε τα εφτά κατσικάκια. Ουφ πια! Ακόμα κι εμείς τα μικρά έχουμε γραφτεί στο σύλλογο, γιατί έχουμε πλέον αγανακτήσει. Ακούς εκεί... τις προάλλες που έπαιζα με τ' άλλα λυκοπούλα της γειτονιάς "Ο λύκος και τ' αρνί", έρχεται ο θείος μου ο Επαμεινώντας και τι μου λέει;
-Τι σου λέει;
-Τρέξε, μου λέει. Ένας παραμυθάς χρειάζεται ένα λύκο να τρομάξει τρία μικρά γουρουνάκια και είπαμε να του στείλουμε εσένα. Καιρός να μαθαίνεις, μου λέει! Ακούς εκεί! Ν' αφήνουμε τις ασχολίες και τα παιχνίδια μας κάθε τόσο, για να πιάνουμε δουλειά στις σελίδες των παραμυθιών σας!
-Άντε καλέ! είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. Μη μου πεις πως είσαι μια αληθινή λυκοπούλα κι ότι έχεις μπαμπά τον κακό το λύκο;
-Λοιπόν σου το λέω και να το ξέρεις, απάντησε εκείνη. Ο μπαμπάς μου είναι ο μεγάλος γκρίζος λύκος. Τώρα αν είναι κακός για εσάς... τι να σου πω. Εγώ ξέρω ότι είναι ένας τέλειος μπαμπάς.
-Κι εμένα ο πατέρας μου είναι ο κυνηγός, που εσείς τον λέτε κακό. Είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. Εγώ όμως τον ξέρω για τον πιο καλό μπαμπά του κόσμου!
-Καλά, βρε Κοκκινοσκουφίτσα, είπε τότε η λυκοπούλα με το κόκκινο σκουφί, σου φαίνεται πως εγώ κι εσύ θα μπορούσαμε να είμαστε σε εχθρικά στρατόπεδα; να θέλει η μία το κακό της άλλης;
-Όχι βέβαια, συμφώνησε η Κοκκινοσκουφίτσα. Καλέ, εμένα μου έρχεται να σε αγκαλιάσω και να τρέξουμε μαζί να παίξουμε στο δάσος, να δούμε τα πολύχρωμα λουλούδια, ν' ακούσουμε τη συναυλία των πουλιών, να κάνουμε κι οι δυο αντάμα τούμπες στο χορτάρι, να πετάξουμε τις σκούφιες μας ψηλά να δούμε ποιας θα φτάσει στα ψηλότερα κλαδιά, να παίξουμε κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό, άμαδες...
Κι εκεί, παιδιά, που τα κουβέντιαζαν σαν φίλες οι δυο Κοκκινοσκουφίτσες, να σου και παρουσιάζονται ξαφνικά μπροστά τους από τη μια μεριά ο... κακός λύκος κι από την άλλη μεριά ο... κακός κυνηγός!
-Βοήθειαααα! Ο κακός κυνηγός! φώναξε η Θέκλα.
-Βοήθειαααα! Ο κακός λύκος! φώναξε η Κοκκινοσκουφίτσα.
Χωρίς να το  καλοσκεφτούν πιάστηκαν η μια από το χέρι της άλλης και όπου φύγει φύγει μέσα στο δάσος!
Πίσω τους ανήσυχοι έτρεχαν ο λύκος κι ο κυνηγός.
-Σταθείτε, κορίτσια! Μπορεί να χαθείτε στο δάσος και θα χαθούμε κι εμείς μαζί σας! Σταθείτε! φώναζαν έντρομοι για την τύχη των παιδιών τους οι δυο πατεράδες.
Το κυνηγητό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, ώσπου στο τέλος εξαντλημένοι και καταϊδρωμένοι και οι τέσσερες σωριάστηκαν  στο πράσινο χορτάρι.
-Ουφ! δεν αντέχω άλλο, είπε ο λύκος. Τέτοια τρεχάλα είχα να κάνω από τότε που είχα λάβει μέρος στο Μαραθώνιο στην 0-Λυκιάδα της Αθήνας.
-Ουφ! δεν αντέχω άλλο, είπε ο κυνηγός. Τέτοια τρεχάλα είχα να κά­νω από τότε που συμμετείχα στον αγώνα δρόμου της 0-Κυνηγιάδας της Λαμίας.
-Ουφ! δεν αντέχω άλλο, είπε η Κοκκινοσκουφολυκίτσα. Τέτοια τρε­χάλα είχα να κάνω από:.. τώρα που συνάντησα τον κακό κυνηγό.
-Ουφ! δεν αντέχω άλλο, είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. Τέτοια τρεχάλα είχα να κάνω από... τώρα που συνάντησα τον κακό το λύκο. Κι ύστερα έπαψαν να μιλούν κι έπαιρναν βαθιές ανάσες προσπα­θώντας να ξελαχανιάσουν. Ώσπου πρώτος μίλησε ο κυνηγός.                       :
-Δε μου λέτε, βρε παιδιά, Δεν αφήνουμε τους άλλους να λένε ό,τι θέλουν και να κάνουμε εμείς ό,τι μας λέει η καρδιά μας;
-Το συζητάμε το πράγμα, συμφώνησε κι ο λύκος. Δεν έχεις ά­δικο, φίλε!
Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ένα πλούσιο πικ-νικ είχε στρωθεί στο κα­ταπράσινο ξέφωτο του δάσους. Πάνω σε δυο καρό τραπεζομάντιλα άδειασε το περιεχόμενο των δύο καλαθιών και γέμισε ο τόπος νο­στιμιές, μεζέδες, λιχουδιές, αρώματα και γεύσεις. Και στήθηκε ένα φαγοπότι, παιδιά, μέσα στο δάσος, κι ακούστηκαν κάτι τραγούδια, κι έλαμψε κάτω απ' τον ήλιο μια φιλία τέτοια, που ζεστάθηκαν στην ομορφιά της τέσσερες ψυχές, που ζέσταναν με την αγάπη τους όλο τον κόσμο.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

Δεν υπάρχουν σχόλια: