Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Το παραμύθι του καλού γκρίζου λύκου που έγινε μπαμπάς

Κάποτε, μέσα σ' ένα πελώριο και πυκνό δά­σος, ζούσε ο Μεγάλος Γκρίζος Λύκος. Όλα τα ζώα τον καμάρωναν γιατί είχε δύναμη, νιάτα κι ομορφιά. Πολλές λύκαινες θα τον ήθελαν για σύντροφο τους, αλλά εκείνος είχε δει κάποτε από μακριά την Ασημένια Σαΐτα, την είχε χάσει, μα δεν την είχε ξεχάσει. Κι ώσπου να την ξανα­βρεί ζούσε μόνος του, ξέγνοιαστος...
Άκρη-άκρη στο δάσος περνούσε ένας δημόσιος δρόμος, περνούσαν κι αυτοκίνητα συχνά πυκνά. Ένα πρωινό ήρθε με τ' αυτοκίνητο της μια οικο­γένεια, για μια εκδρομή στο δάσος. Είχαν μαζί τους και δυο σκυλάκια, συντροφιά τον παιδιών. Το βραδάκι, σαν ετοιμαστήκαν να φύγουν, το ένα σκυλάκι, το μικρότερο - ένα κουταβάκι κανελί - δεν το βρήκαν για να το ξαναπάρουν μαζί τους. Καθώς έπαιζε κι έτρεχε, είχε χαθεί μες στο πυκνό το δάσος...
Κι ενώ η νύχτα απλωνόταν γύρω, το κουταβάκι περπατούσε κι όλο περπατούσε ανάμεσα στα, ώσπου κουράστηκε κι έγειρε κι αποκοιμή­θηκε κάτω από ένα θάμνο. Το άλλο πρωί, πεινα­σμένο κι ανήσυχο, ξανάρχισε να περπατά μέσα στο δάσος, μην ξέροντας πού να πάει και τι να κά­νει... Τότε ήταν που, τρέχοντας σ' ένα μονοπάτι, έπεσε πάνω στον Γκρίζο Λύκο. Διόλου δε φοβήθη­κε, αφού μάλιστα δεν ήξερε και το τραγουδάκι:
«Περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος δεν είναι 'δω...». Όμως ο Λύκος ξαφνιάστηκε στ' αλήθεια:
- Μπα, μπα, τι 'ναι τούτο το μικρό; αναρωτήθη­κε. Πώς βρέθηκε εδώ στα μέρη μας, έ;
Μοναχούλι σου είσαι;
Το κουταβάκι ξεθάρρεψε και τρίφτηκε πάνω στην απαλή γκρίζα γούνα.
- Α, κατάλαβα, έκανε ο Λύκος. Από κάπου ξέφυ­γες και χάθηκες. Και τώρα τι γίνεται; Πού θα πας; Άσε που θα πεινάς κιόλας!
Το κανελί κουταβάκι χώθηκε κάτω από την κοι­λιά του Λύκου με χαρούμενες φωνίτσες. Εκείνος δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει, ωστόσο βάλθηκε να το καθαρίζει με τη γλώσσα του και να το χαϊ­δεύει, ενώ έλεγε:
- Λύκος δεν είσαι, σκύλος είσαι και οι σκύλοι ζουν με τους ανθρώπους. Όμως αφού βρέθηκες στο δάσος μας, δε γίνεται να τριγυρνάς έτσι μονά­χο και απροστάτευτο εδώ κι εκεί! Πρέπει να έχεις κι εσύ, όπως όλα τα μικρά ζώα, ένα σπίτι, φαγητό, φροντίδα, αγάπη... Πρέπει να σου βρούμε μια οι­κογένεια, μια μάνα...
Σκέφτηκε, σκέφτηκε ο Γκρίζος Λύκος που θα 'βρισκε μάνα και οικογένεια για το κουταβάκι και πήγα πρώτα-πρώτα ν' ανταμώσει τη δυνατή Καφετιά Αρκούδα.
-Το και το συμβαίνει, κυρά Αρκούδα! της είπε Τι μπορείς να κάνεις για το μικρό;
- Αχ λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτε, απάντησε εκείνη μ' ένα χασμουρητό. Το να μεγαλώσεις ένα παιδί δεν είναι μόνο κόπος — άντε να το ταΐσεις, να το πλύνεις, να το πας βόλτα -, είναι και τεράστια ευθύνη. Κι εγώ δεν μπορώ ν' αναλάβω αυτή την ευθύνη. Καθώς ξέρεις, κοιμάμαι πολλούς μήνες το χρόνο. Και τώρα έρχεται χειμώνας κι εγώ θα πέσω για ύπνο. Α πα πα, δε γίνειται!
- Να μην το συζητάω, δηλαδή;
- Να μην το συζητάς!
Έπειτα ο Γκρίζος Λύκος πήγε να βρε Γρήγορη Όμορφη Ελαφίνα.
- Το και το συμβαίνει, κυρά Ελαφίνα! της είπε
Τι μπορείς να κάνεις για το μικρό;
-Αχ λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτε, απάντησε εκείνη. Το να μεγαλώσεις ένα παιδί θέ­λει κόπο και αφοσίωση, ξέρεις. Και πώς θα του αφοσιωθώ εγώ που ζω μια ζωή δύσκολη, γιατί όλο τρέχω κι όλο φεύγω επειδή όλο με κυνηγούν; Πώς θα έχει τούτο το μικρό ένα σπιτικό σταθερό, ήσυχο, γαλήνιο κι ασφαλισμένο; Α πα πα, δε γίνεται!
- Να μην το συζητάω, δηλαδή;
- Να μην το συζητάς!
Μετά απ' αυτό ο Γκρίζος Λύκος πήγε να βρει την Ωραία Κόκκινη Αλεπού.
- Το και το συμβαίνει, κυρά Αλεπού! της είπε. Τι μπορείς να κάνεις για το μικρό;
- Είσαι με τα καλά σου; αποκρίθηκε εκείνη. Εγώ έχω κιόλας έξι μικρά και δεν μπορώ να τα βολέψω. Οι άνθρωποι δε μ' αφήνουν σε χλωρό κλαρί! Με καρδιοχτύπια ζούμε, κι όσο για το φαΐ, λιγοστό, κι αυτό βρίσκεται με χίλια βάσανα. Πως ν' αναλάβω την ευθύνη γι' άλλο ένα μικρούλι; Να πεινάσει, το χρυσό μου, να ταλαιπωρηθεί, να κακοπάθει; Α πα πα, δε γίνεται!
- Να μην το συζητώ, δηλαδή;
- Να μην το συζητάς!
Ο Μεγάλος Γκρίζος Λύκος δεν απογοητεύτηκε μ' όλα τούτα. Πήγε και βρήκε όλα τα ζώα του δά­σους που θα μπορούσαν ίσως να γίνουν η οικογέ­νεια του μικρού σκύλου, μα δε στάθηκε τυχερός. Κανένα δεν μπορούσε ν' αναλάβει τη φροντίδα του και το μεγάλωμα του. Όχι πως δεν ήταν καλές μάνες και καλοί πατεράδες, όχι αυτό! Αλλά να, σκέφτονταν την ευθύνη, σκέφτονταν τις δυσκο­λίες, και δίσταζαν...
«Και τώρα τι θα γίνει;» Κάθισε ο Γκρίζος Λύκος και συλλογίστηκε. «Ο ένας νυστάζει, ο άλλος φο­βάται, ο άλλος δεν έχει καιρό... Όμως το μικρό πρέπει να 'χει μια οικογένεια, να 'χει μια μάνα κι έναν πατέρα... Ας έχει έστω κι ένα γονιό... Λοιπόν, θα γίνω εγώ πατέρας, οικογένεια, για το κουταβάκι. Και θα τον λέω Κανελή.
Έτσι κι έγινε. Ο Μεγάλος Γκρίζος Λύκος πήρε μαζί του, στη φωλιά, τον Κανελή τον κράτησε στην αγκαλιά του, τον φρόντισε, του έδωσε τροφή κι ό,τι άλλο χρειαζόταν, τον έμαθε να τρέχει, να πηδά και να γυμνάζεται, του έμαθε πως ν' απο­φεύγει τις παγίδες, πώς να ζει μες στο πυκνό δά­σος — πράγμα οχι και πολύ εύκολο, καθώς ξέρετε - τον μεγάλωσε με αγάπη, του έδειξε καθετί σω­στό, τον μάλωνε και τον διόρθωνε όταν έπρεπε — μ' ένα λόγο, τον ανάθρεψε.
Πέρασαν δύο-τρία χρόνια και το κουταβάκι έγι­νε ένας μεγάλος κανελής σκύλος ήταν ωραίος και δυνατός σαν τον Λύκο. Τώρα τριγυρνούσε μόνος του παντού μέσα στο δάσος, και μια μέρα κατέ­βηκε ως το δημόσιο δρόμο. Εκεί κάπου είχε σταματήσει ένα αυτοκίνητο με κυνηγούς, που έκαναν μια στάση να ξεμουδιάσουν. Ο Κανελής στάθηκε και κοίταζε το αυτοκίνητο με περιέργεια. Ξάφνου ένα ψηλό κυνηγόσκυλο τον πλησίασε και του 'πιασε την κουβέντα.
— Πως και τριγυρνάς εδώ πέρα; τον ρώτησε.
— Μα εδώ είναι το σπίτι μου! αποκρίθηκε ο Κανελής. Εδώ στο δάσος μεγάλωσα μαζί με τον πατέρα μου, το Μεγάλο Γκρίζο Λύκο.
— Τι ανοησίες κάθεσαι και μου λες, φίλε; έκανε το κυνηγόσκυλο με απορία. Εσύ στα σίγουρα εί­σαι από γενιά σκύλων — αυτό δα φαίνεται καθα­ρά. Δε μοιάζεις για λύκος. Λοιπόν δεν μπορεί,, δεν είναι δυνατόν να είσαι εσύ γιος του Γκρίζου Λύκου! Μήπως κάνεις κάνα λάθος;
Ο Κανελής στάθηκε για δυο λεπτά συλλογισμέ­νος — μονό για δυο λεπτά. Κι έπειτα είπε με σιγου­ριά:
- Άκου να σου πω, φίλε: Εμένα που με βλέπεις, ο Μεγάλος Γκρίζος Λύκος με κράτησε αγκαλιά μες στη φωλιά του, μου έδωσε φαΐ κι ό,τι άλλο χρειαζόμουν, μ' έμαθε να τρέχω, να πηδώ και να γυμνάζομαι, μ' έμαθε πώς ν' αποφεύγω τις παγίδες, πώς να ζω μέσα στο πυκνό δάσος - πράγμα δύσκολο, αν το καταλαβαίνεις —, με μεγάλωσε μ' αγάπη και μου έδειξε καθετί σωστό, κι ακόμα με μάλωνε και με διόρθωνε όταν έπρεπε... Με λίγα λόγια, ο Μεγάλος Γκρίζος Λύκος με ανάθρεψε, λοιπόν ο Γκρίζος Λύκος είναι ο πατέρας μου κι άλλη κουβέντα δεν έχω να σου πω.
Το κυνηγόσκυλο απόμεινε μ' ορθάνοιχτο στό­μα:
- Και δε θα 'ρθεις ποτέ στην πόλη; Κοντά στους ανθρώπους; Σε μια φάρμα, τουλάχιστον;
- Δεν ξέρω... μπορεί... κάποτε... αν το κουβε­ντιάσω με τον πατέρα μου και συμφωνεί... Τώρα όμως ξαναγυρνάω σπίτι μου. Άντε γεια!
Και με δυο σάλτους ο Κανελής χώθηκε ξανά μέ­σα στο δάσος. Σαν έφτασε στη φωλιά, κόντευε να βραδιάσει. Ο Μεγάλος Γκρίζος Λύκος τον περίμε­νε ορθός, οσμίζοντας τον αγέρα. Δίπλα του στεκό­ταν μια όμορφη λύκαινα με γκρι ασημένιο τρίχω­μα.
- Έλα, γιε μου, κι ανησυχήσαμε! Ξέρεις, η οικο­γένεια μας θα μεγαλώσει. Η Ασημένια Σαΐτα δέ­χτηκε να γίνει γυναίκα μου! Μ' εκτίμησε, λέει, πά­ρα πολύ, από τότε που έγινα πατέρας σου.
- Τότε θα είμαστε μια καταπληκτική οικογέ­νεια! φώναξε ο Κανελής χαρούμενος. Τρύπωσε α­νάμεσα τους, τρίφτηκε στις απαλές γούνες και η ζεστασιά απ' τα δυο κορμιά των λύκων τον τύλιξε γλυκά, κι ο χτύπος απ' τις δυο καρδιές τον νανού­ρισε...
Τ' ολοστρόγγυλο φεγγάρι που ανέβαινε στον ου­ρανό χαμογέλασε στα πλάσματα του δάσους. Οι φεγγαραχτίδες χάιδευαν τα φύλλα των δέντρων και τα ρώτησαν:
- Απόψε τι είναι πιο όμορφο απ' όλα μες στο δάσος;
Και τα φύλλα ψιθύρισαν:
-         Η οικογένεια του Μεγάλου Γκρίζου Λύκου...
Είχαν άδικο;
(Από τις ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΚΑΛΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΚΑΙ ΧΑΖΕΣ ΑΛΕΠΟΥΔΕΣ της Φράνσης Σταθάτου)



Δεν υπάρχουν σχόλια: