της Τόνιας Χατζηδάκη
Το διαφημιστικό του καταστήματος που κρατώ στα χέρια μου έχει στολές για όλα τα γούστα και όλες τις ηλικίες:
από μωρά μέχρι παππούδες ενενήντα χρονών. Σταματώ στις αγορίστικες που προορίζονται για παιδιά της ηλικίας μου. Οι περισσότερες είναι πολεμικές ή παρμένες απ' την τηλεόραση: πάουερ ρέιντζερς, νίντζα, κομμάντος, μπάτμαν, σούπερμαν κι άλλα τέτοια σχετικά.
από μωρά μέχρι παππούδες ενενήντα χρονών. Σταματώ στις αγορίστικες που προορίζονται για παιδιά της ηλικίας μου. Οι περισσότερες είναι πολεμικές ή παρμένες απ' την τηλεόραση: πάουερ ρέιντζερς, νίντζα, κομμάντος, μπάτμαν, σούπερμαν κι άλλα τέτοια σχετικά.
Τι μπελάς κι αυτός αλήθεια κάθε Απόκριες να πρέπει να βρεις τι θα μασκαρευτείς! Οι μέρες για τις γιορτές κοντεύουν κι εμείς βλέπεις εκτός απ' την αποκριάτικη γιορτή του σχολείου, έχουμε να πάμε σε άλλα τρία πάρτι φίλων μας ακόμα. Το άγχος μας κάθε χρόνο δε λέγεται:
Πώς να βρούμε να μασκαρευτούμε κάτι διαφορετικό από τους άλλους φίλους μας όταν όλα τα μαγαζιά πουλάνε ίδιες πάνω κάτω στολές;
Δε θα ξεχάσω κείνη τη χρονιά που είχα ντυθεί μπάτμαν και πήγα στο πάρτι του φίλου μου του Μηνά καμαρωτός-καμαρωτός. Φτάνοντας όμως στο σπίτι του διαπίστωσα με φρίκη πως υπήρχαν εκεί πέρα άλλοι τέσσερις ολόιδιοι μπάτμαν. Σα φωλιά με νυχτερίδες ήμασταν.
Ένιωσα όπως νιώθουν εκείνες οι κυρίες που φοράνε όλο καμάρι την καινούρια και συνήθως πανάκριβη τουαλέτα τους και πάνε στην γαμήλια δεξίωση. Εκεί τότε ανακαλύπτουν πως υπάρχει κι άλλη κυρία που φοράει την ίδια ακριβώς τουαλέτα με τη δικιά τους (και δεν της πηγαίνει
μάλιστα καθόλου!).
Τέλος πάντων μπορεί να καταλήξω να ντυθώ οδηγός αγώνων ράλι, σαν το Σουμάχερ ας πούμε που μ' αρέσει πολύ ή Ρομπεν των Δασών που κι αυτός είναι ένας ήρωας που θαυμάζω. Τη στιγμή ακριβώς που σύγκρινα τις τιμές αυτών των δυο στολών, ορμάει μέσα η αδερφή και μου αρπάζει το φυλλάδιο απ' τα χέρια.
- Μπα και τι αποφάσισα λέει και δεν το ξέρω ακόμα;
- Ρομπέν των Δασών δεν έλεγες χτες; Ή μήπως άλλαξες γνώμη; Αχ μην αλλάξεις γνώμη παρακαλώ! Θα είσαι τρέλα με το κολάν!
Γίνομαι κατακόκκινος καθώς την ακούω να σκάει στα γέλια, αλλά προσπαθώ να συγκρατηθώ
- Και εσύ τι σκέφτεσαι να μασκαρευτείς για πες μου, αποφάσισες ή θα αλλάξεις γνώμη πάλι αύριο; Ρωτώ γνωρίζοντας το άστατο του χαρακτήρα της.
- Λέω να ντυθώ Πριγκίπισσα Σίσσυ. Κορδώνεται και προσπαθεί να κάνει μια χαριτωμένη στροφή, πατάει όμως την τιράντα απ' τη σαλοπέτα που της κρεμόταν όλη την ώρα και πέφτει χάμω.
- Ξέρεις κάτι; Δε χρειάζεται να ντυθείς κάτι ιδιαίτερο για να πας σε αποκριάτικο χορό. Μια χαρά μασκαράς είσαι κι από μόνη σου!
Η Κατερίνα σηκώνεται άρον-άρον και προσπαθεί να μου επιτεθεί. Ακούγοντας τις φωνές η μαμά παρατάει τις φορολογικές δηλώσεις και έρχεται προς το μέρος μας.
- Μιχάλη, Κατερίνα, σταματήστε! Γιατί τσακώνεστε; Δε μου λέτε κι εμένα;
- Λέγαμε μαμά για τις αποκριάτικες στολές και η Κατερίνα παρεξήγησε. Αναλαμβάνω να της εξηγήσω εγώ.
- Αχ, να χαρείτε, πάλι θα ντυθείτε όπως κάθε χρόνο με έτοιμες στολές απ' τα μαγαζιά;
- Και πώς να ντυθούμε καλέ μαμά;
Όλα τα παιδιά έτσι ντύνονται.
- Σκεφτείτε κάτι αστείο, κάτι πρωτότυπο. Μπορώ να σας το φτιάξω εγώ στη μηχανή. Δεν έχει γούστο να ντυθείτε όπως όλοι οι άλλοι απ’ τα μαγαζιά. θα το διασκεδάσετε κι εσείς οι ίδιοι περισσότερο αν το ‘χουμε φτιάξει με τα χέρια μας και είναι βασισμένο σε δική μας ιδέα.
- Αλήθεια μαμά, εσύ όταν ήσουν μικρή τι ντυνόσουν τις Απόκριες;
Η γιαγιά σου έραβε τις στολές σου;
- Αχ, τότε ήταν αλλιώτικα στο νησί. Στα μαγαζιά δεν υπήρχαν στολές για να αγοράσουμε όπως σήμερα κι έτσι τα αποκριάτικα μας τα φτιάχναμε μόνοι μας. Κι είχαμε μια λαχτάρα και μια ανυπομονησία για τις γιορτές...
- Θυμάσαι να μας πεις για μια Αποκριά που ήταν διαφορετική από τις άλλες και σου έμεινε αξέχαστη; Ε, μαμά
- Αν θυμάμαι λέει... Πηγαίναμε θαρρώ σαν και σένα Μιχάλη στην Πέμπτη Δημοτικού. Ήμασταν εγώ η Μυρτώ, η Χριστίνα, η Άννα και η Τασούλα, οι τέσσερις κολλητές, "το παρεάκι" μας.
Πλησίαζαν θυμάμαι οι Απόκριες κι όσο οι μέρες κόντευαν, τόσο η απελπισία έσφιγγε την καρδιά μου. Εκείνη τη χρονιά οι κολλητές μου είχαν από βδομάδες κιόλας αποφασίσει τι θα μασκαρεύονταν η καθεμιά.
Η Χριστίνα που η μάνα της ήταν μοδίστρα, ήταν η μόνη που θα είχε πραγματική αποκριάτικη στολή. Θα ντυνόταν κλόουν. Η μητέρα της κόντευε να της τελειώσει το κοστούμι που της έραβε. Στα διαλείμματα μας περιέγραφε όλο έξαψη:
- Το παντελόνι είναι από κομματάκια χρωματιστά, ενωμένα ένα-ένα, το πουκάμισο έχει φουσκωτά μανίκια με φρου-φρου, στο λαιμό θα φορέσω ένα τεράστιο σατέν φιόγκο, μέχρι και καπέλο θα μου φτιάξει η μαμά. Θα φοδράρει με κόκκινη φόδρα ένα ψάθινο της θάλασσας δικό της...
- Εντάξει, θα ‘σαι κανονικός κλόουν, φτάνει μας έπρηξες.
Η Τασούλα με μια κινέζικη μεταξωτή ρόμπα θα ντυνόταν Κινέζα.
Πραγματικό κινέζικο κιμονό παρακαλώ, με δράκους στην πλάτη, εντελώς αφόρετο, δώρο του θείου της του ναυτικού από κάποιο ταξίδι του. Η μάνα της πού να τολμήσει να το φορέσει στο χωριό! Θα την παίρνανε στο ψιλό.
Ένα καπελάκι θα φτιάξω μόνο με χαρτόνι, τα μαλλιά κότσο, θα βάψω τα μάτια μου σχιστά. Τέλεια!
Η Άννα δεν είχε πρόβλημα. Μ’ ένα παλιό κοστούμι του πατέρα της, ^θα μεταμορφωνόταν στο πι και φι σε άντρα. Ο πατέρας βλέπετε ήταν μικρόσωμος, εκείνη τα είχε τα παχάκια της, το κουστούμι της ερχόταν κουτί. Το πολύ-πολύ να γυρίσει τα μανίκια, θα βάλει και μουστάκι. Η καλύτερη θα ‘ναι, ή μάλλον ο καλύτερος.
- Εσύ Μυρτώ τι θα ντυθείς;
- Δε σας λέω ακόμα. Είναι έκπληξη. Απαντώ με ύφος μεγάλου συνωμότη εγώ. Όμως λέω ψέματα για να κρύψω τον καημό μου. Κι όπως βλέπω την έξαψη στα πρόσωπα της παρέας, ο καημός μου μεγαλώνει. Δεν ξέρω βλέπετε τι να φορέσω. Στο σπίτι μου δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα που θα με βοηθούσαν να διαλέξω.
Η παρέα μας όπως κάθε χρόνο τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, κατά το βραδάκι, θα ‘παιρνε σβάρνα τα σπίτια της γειτονιάς του χωριού. Όλες μας μασκαρεμένες. Το πόσο διασκεδάζουμε δε λέγεται. Στα πρόσωπα φοράμε μάσκες φυσικά για να μη μας γνωρίσουν, πετούμε χαρτοπόλεμο στα κεφάλια των νοικοκυραίων και παίρνουμε τα γλυκά που μας φιλεύουν. Κι αλίμονο σ’ όποιον τολμήσει να μας πλησιάσει για να μας ξεμασκαρώσει. Βαστούμε σκουπόξυλα και τον απειλούμε. Στο τέλος τους αφήνουμε όλους ν’ αναρωτιούνται:
Βρε ποιοι να ‘ταν άραγε; Ο ψηλός έμοιαζε με το Γιώργη του τσαγκάρη.
Και δώσ’ του να τους τρώει η περιέργεια μέχρι την άλλη μέρα. Η επιτυχία της εξόρμησης είναι αυτή ακριβώς: να μη μας καταλάβουν αλλά να το διασκεδάσουμε κιόλας. Όμως φέτος τι γίνεται; Εδώ σε θέλω Μυρτώ.
Εκείνο το μεσημέρι γυρίζω στο σπίτι χωρίς να πω μιλιά και ξεκινώ έρευνα σε βάθος. Δε μπορεί όλο και κάτι θα ανακαλύψω τελικά. Ανοίγω την ντουλάπα της μάνας μου και ψάχνω με προσοχή. Μόνο παλτά, ταγιέρ, φούστες και πουκάμισα υπάρχουν εκεί μέσα. Τίποτα δηλαδή. Το μάτι μου τότε πέφτει σε μια γωνιά της κρεβατοκάμαρας που βρίσκεται το σκαλιστό μπαούλο με τους πολύτιμους θησαυρούς της μαμάς: τι μεταξωτά κεντήματα της γιαγιάς, σεντόνια της προίκας της, τα δαχτυλίδια και...
-...το νυφικό της!... Ψιθυρίζω συνεπαρμένη και τα μάτια μου πετούν λάμψεις.
Δεν κάθομαι ούτε λεπτό να το σκεφτώ. Ψάχνω γρήγορα γρήγορα, βρίσκω το κρυμμένο κλειδί -σιγά που δε θα το ‘βρισκα - και ανοίγω το μπαούλο. Σε λίγο κρατώ στα χέρια μου το νυφικό από το γάμο της μαμάς. Άσπρο σατέν με φύλλα έβαζε μέχρι το πάτωμα κι όλο το μπούστο κεντημένο στο χέρι. Έχει και πέπλο για το κεφάλι, το οποίο άνετα μπορείς να το ρίξεις στα μούτρα σου για να μη φαίνεσαι. Δε χρειάζεται να σκοτίζομαι άλλο. Πάει το αποφάσισα:
Εγώ φέτος τις Απόκριες θα ντυθώ νύφη.
Την άλλη μέρα στο διάλειμμα το ανακοίνωσα στην παρέα. Η Άννα ενθουσιάστηκε.
- Θα είμαστε ζευγάρι. Εγώ γαμπρός, εσύ νύφη!
- Και δε σου είναι μακρύ το νυφικό;
- Θα του γυρίσω το στρίφωμα με καρφίτσες. Μη νοιάζεσαι; Μόνο προσοχή: Κουβέντα σε κανένα. Δεν πρέπει να ξέρουν τίποτα ούτε οι μεγάλοι, ούτε οι μικροί.
Όλη η πλάκα είναι αυτή ακριβώς. Να καταφέρουμε να τους ξεγελάσουμε και φέτος όλους. Να μη μας αναγνωρίσει κανείς.
-Έφτασε λοιπόν επιτέλους η μεγάλη μέρα Το απόγευμα της Κυριακής μαζευτήκαμε οι φιλενάδες στο σπίτι της Άννας. Γέλια και φωνές που κάναμε μέχρι να ντυθούμε και να βαφτούμε! Μοναδικός μας συνεργός η μαμά της Αννούλας.
Το νυφικό της μαμάς με μια μπλούζα μάλλινη από μέσα (ήτανε τέλη Φλεβάρη και έκανε ψόφο) μου ερχόταν γάντι. Η Τασούλα μου έβαλε τις καρφίτσες στο τελείωμα για να μην το πατάω, έριξε το πέπλο μπροστά στη μούρη μου κι αυτό ήτανε!
Μόλις βράδιασε, ξεχυθήκαμε στους δρόμους της γειτονιάς. Ο γαμπρός με τη νύφη μπροστά, ο κλόουν με την Κινέζα από πίσω. Ήμασταν εφοδιασμένοι μ’ όλα τα απαραίτητα σύνεργα: σερπαντίνες, χαρτοπόλεμο, σκουπόξυλα για να αποθαρρύνουμε τους περίεργους και χαρτοσακούλα για τα γλυκά που θα μας κερνούσαν. Πώς θα τα τρώγαμε επιτόπου μ’ όλα αυτά τα εξαρτήματα στη μούρη; Ήταν κι αυτό ένα από τα προβλήματα που είχαμε άλλες χρονιές, αλλά φέτος ευτυχώς το λύσαμε.
Εκείνο που δεν είχαμε προβλέψει όμως ήταν οι λάσπες στο δρόμο. Την προηγούμενη βλέπεις έβρεχε ολημερίς κι είχε γεμίσει ο κόσμος νερά και λάσπες. Το νυφικό σε λίγο ξεκαρφιτσώθηκε κι άρχισε να σέρνεται χάμω. Αλλά εγώ ήμουν τόσο χαρούμενη που δεν του ‘δωσα σημασία.
Γυρίσαμε έτσι τη μισή γειτονιά χωρίς να μας γνωρίσει κανείς.
Χτυπούσαμε τις πόρτες με τα ραβδιά για να κάνουμε με περισσότερο σαματά.
- Καλώς τους, καλώς τους. Αντρέα έλα να δεις μας ήρθαν μασκαράδες.
- Ποιοι να ‘ναι; Από ‘δω αποκλείεται, δε φαίνονται για γνωστοί. Ίσως είναι από άλλο χωριό.
Καλά στέφανα! Να ζήσετε! «Πείραζαν το γαμπρό και τη νύφη. Και δωσ’ του κεράσματα. Η σακούλα γέμισε μέχρι απάνω.
Ένα μωρό τρόμαξε και έμπηξε τα κλάματα μόλις μας αντίκρισε. Η γριά Φώταινα που πήγε να τραβήξει τη μάσκα της Κινέζας-Τασούλας άρπαξε μια γερή ξυλιά από το ραβδί μου. Γέλια που κάναμε! Και φτάσαμε κάποτε στο σπίτι της κυρα-Βάσως στην πάνω γειτονιά, εκεί όπου μας βρήκε το κακό. Η κυρα-Βάσω είχε επισκέψεις. Κάθονταν στο σαλόνι κι έβλεπαν τηλεόραση που κείνη την ώρα έδειχνε το Καρναβάλι της Πάτρας.
- Καλέ κοιτάχτε! Μας ήρθαν μασκαράδες. Περάστε, περάστε μέσα. Μέσα ήταν σκοτεινά. Δε φαίνονταν οι επισκέπτες με την πρώτη. Παφ κάνουμε εμείς και τους λούζουμε με χαρτοπόλεμο και σερπαντίνες.
- Να σας κεράσω ένα γλυκάκι, λέει η κυρα-Βάσω και πάει προς την κουζίνα. Ξαφνικά από το βάθος του σαλονιού ακούγεται μια γυναικεία κραυγή:
- Παναγία μου!
- Παναγία μου! Το νυφικό μου! Μυρτωωωωωώ! Αυτό ήταν. Το παρεάκι όπου φύγει-φύγει. Πάνω στη βιάση παρατήσαμε και τη σακούλα με τα γλυκά. Τα γλυκά θα κοιτάζαμε τώρα! Τσαλαπατήσαμε ακόμα περισσότερο το μοιραίο νυφικό. 'Όλες τους τα βάζουν μαζί μου.
- Γιατί δε μας είπες ρε, ότι το πήρες κρυφά από τη μάνα σου;
- Θα σε δείρει τώρα;
Μιλιά εγώ. Τι να πω δηλαδή; Ότι δεν περίμενα πως θα ‘βγαινε και η μάνα μου στη γειτονιά κυριακάτικα; Και πήγαιναν όλα τόσο καλά! Τώρα θα φάω της χρονιάς μου, αλλά δε με νοιάζει τόσο γι’ αυτό όσο που ξεμασκαρωθήκαμε, που χάλασε η Αποκριά μας. Γυρίσαμε άρον άρον στο σπίτι της Αννούλας. Ξεντυθήκαμε και ξεβαφτήκαμε χωρίς να πούμε λέξη.
Εγώ καθυστερώ όσο μπορώ περισσότερο να επιστρέψω σπίτι μου. Το νυφικό στο μαύρο του το χάλι, το ‘βαλα σε μια σακούλα και κοντά δέκα η ώρα έπιασα να γυρίσω πίσω.
Η μάνα μου που στο μεταξύ είχε ξεθυμάνει, την κάλμαραν βλέπεις οι φιλενάδες της, "άστο παιδί είναι, για να χαρεί το ‘κανε, μέρες που είναι", με περιμένει στην πόρτα. Πλησιάζω σιγά σιγά με σκυμμένο το κεφάλι.
- Ανησυχούσαμε. Λείπεις τόσες ώρες. Τώρα ετοιμαζόταν να ‘ρθει ο πατέρας σου να σε ψάχνει. Λέει η μαμά μαλακά.
- Δε θύμωσες; Ρωτώ κοιτάζοντας χάμω.
- Όχι. Μα είναι γρουσουζιά να βάλει ένα κορίτσι νυφικό πριν από το γάμο του. Αυτό είναι όλο. Εξήγησε η μητέρα.
- Λερώθηκε όμως.
- Δεν πειράζει. Θα το στείλουμε στο καθαριστήριο από βδομάδα και θα γίνει πάλι σαν καινούριο. Εμείς να ‘μαστε καλά. Και όταν με το καλό παντρευτείς θα το πάρεις μαζί με τ’ άλλα προικιά, να με θυμάσαι...
Η μαμά έχει μια συγκίνηση στα μάτια καθώς τα διηγείται όλα αυτά.
- Και δε σε έδειρε τελικά η γιαγιά; Ρωτά παραξενεμένη η Κατερίνα.
- Όχι, τη γλύτωσα εκείνη τη φορά γι' αυτό θα μου ‘μεινε φαίνεται αξέχαστη αυτή η Αποκριά. Και χαμογελά με νόημα.
- Μμμ, και δε μου λες μαμά, τι απέγινε εκείνο το περιβόητο νυφικό;
- Το φόρεσα στο γάμο με τον μπαμπάκας ξανά, πραγματική νύφη αυτή τη φορά.
- Και τώρα που βρίσκεται; Επιμένει η Κατερίνα με μυστηριώδες ύφος.
- Κάπου εδώ μέσα βρίσκεται, σ’ ένα μέρος όμως καλά ασφαλισμένο βιάζεται να συμπληρώσει εκείνη που εντόπισε στο ύφος της αδερφής μου κάτι το επικίνδυνα ύποπτο.
- Ώστε εδώ μέσα είναι... Μουρμουρίζει η Κατερίνα και το βλέμμα της στριφογυρίζει δεξιά κι αριστερά.
Δε χρειάζεται και πολύς κόπος για να μαντέψω τι έχει στο νου της να ντυθεί τελικά φέτος τις Απόκριες η αδερφή μου. Να ανακαλύψει ένα κρυμμένο νυφικό είναι για αυτήν παιχνιδάκι, εδώ έχει ξετρυπώσει πολύ πιο δύσκολα πράγματα.
Αυτό που δεν ξέρω ακόμα είναι πού θα βρει το γαμπρό, γιατί νύφη χωρίς γαμπρό γίνεται; Δε γίνεται!
1 σχόλιο:
Καλά αυτό το είδος του blog με όμορφες εικόνες είναι πραγματικά αξίζει να ψάχνουν για, καλές φωτογραφίες για τους επισκέπτες και μια αξία για εσάς, όπως θα δείξει σίγουρα την ποιότητα. Είναι καλό να έχουμε αυτά τα είδη της μόδας γύρω για να κρατήσει τη ροή σταθερή. Κάνοντας αυτούς που πραγματικά μπορούν να κάνουν τα πράγματα στο μέλλον, καλή δουλειά!
Δημοσίευση σχολίου