Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Το κρυμμένο μυστικό

 της Τόνιας Χατζηδάκη
Κάθομαι στο καθιστικό και ξεφυλλίζω ένα διαφημιστικό φυλλάδιο με απο­κριάτικες στολές. Η μαμά προσπαθεί να συμπληρώσει τη φορολογική της δήλωση και η Κατερίνα είναι στο δω­μάτιο της και κάνει πως διαβάζει.
Το διαφημιστικό του καταστήματος που κρατώ στα χέρια μου έχει στολές για όλα τα γούστα και όλες τις ηλικίες:
 από μωρά μέχρι παππούδες ε­νενήντα χρονών. Σταματώ στις αγορίστικες που προορίζονται για παι­διά της ηλικίας μου. Οι περισσότερες είναι πολεμικές ή παρμένες απ' την τηλεόραση: πάουερ ρέιντζερς, νίντζα, κομμάντος, μπάτμαν, σού­περμαν κι άλλα τέτοια σχετι­κά.  
Τι μπελάς κι αυτός αλή­θεια κάθε Απόκριες να πρέ­πει να βρεις τι θα μασκαρευ­τείς! Οι μέρες για τις γιορτές κοντεύουν κι εμείς βλέπεις ε­κτός απ' την αποκριάτικη γιορτή  του σχολείου, έχουμε να πάμε σε άλλα τρία πάρτι φίλων μας ακόμα. Το άγχος μας κάθε χρόνο δε λέγεται:
Πώς να βρούμε να μασκαρευτούμε κάτι διαφορετι­κό από τους άλλους φίλους μας όταν όλα τα μαγαζιά πουλάνε  ίδιες πάνω κάτω στολές;
Δε θα ξεχάσω κείνη τη χρονιά που είχα ντυθεί μπάτμαν και πήγα στο πάρτι του φίλου μου του  Μηνά καμαρωτός-καμαρωτός. Φτάνοντας όμως στο σπίτι του διαπίστωσα με φρίκη πως υπήρχαν εκεί πέρα άλλοι τέσσερις ο­λόιδιοι μπάτμαν. Σα φωλιά με νυχτερίδες ήμασταν.
Ένιωσα όπως νιώθουν εκεί­νες οι κυρίες που φοράνε ό­λο καμάρι την καινούρια και συνήθως πανάκριβη τουαλέτα τους  και πάνε στην γαμήλια δεξίωση. Εκεί τότε ανακαλύπτουν πως υ­πάρχει κι άλλη κυρία που φοράει την ίδια ακριβώς τουαλέτα με τη δικιά τους (και δεν της πηγαίνει
μάλιστα καθόλου!).                      
Τέλος πάντων μπορεί να καταλήξω  να ντυθώ οδηγός αγώνων ράλι, σαν το Σουμάχερ ας πούμε που μ' αρέσει πολύ ή Ρομπεν των Δασών που κι αυτός είναι ένας ήρωας που θαυμάζω. Τη στιγμή ακριβώς που σύγκρινα τις τι­μές αυτών των δυο στολών, ορμάει μέσα η αδερφή  και μου αρπάζει το φυλλάδιο  απ' τα χέρια.
       Δωσ’ το μου. Εσύ  αποφάσισες τι θα φορέσεις. Άσε να κοιτάξει και κανένας  άλλος!
- Μπα και τι απο­φάσισα λέει και δεν το ξέρω ακόμα;
- Ρομπέν των Δασών  δεν έλεγες  χτες; Ή μήπως άλλαξες γνώμη; Αχ μην αλλάξεις γνώμη παρακαλώ! Θα είσαι τρέλα με το κολάν!         
Γίνομαι κατακόκκινος καθώς την ακούω να σκάει στα γέλια, αλλά προσπαθώ να συγκρατηθώ
- Και εσύ τι σκέφτεσαι να μασκαρευτείς για πες ­μου, αποφάσισες ή θα αλλάξεις γνώμη πάλι αύριο;  Ρωτώ γνωρίζοντας το άστατο του χαρακτήρα της.
- Λέω να ντυθώ Πριγκίπισσα Σίσσυ. Κορδώνεται και προσπαθεί να κάνει μια χαριτωμένη στροφή,  πατάει όμως την τιράντα απ' τη σαλοπέτα που της κρεμόταν όλη την ώρα και πέφτει χάμω.
- Ξέρεις κάτι; Δε χρειάζεται να ντυθείς κάτι ιδιαίτερο για να πας σε αποκριάτικο χορό. Μια χαρά μασκαράς είσαι κι από μόνη  σου!                    
Η Κατερίνα σηκώνεται άρον-άρον και προσπαθεί να μου επιτεθεί. Ακούγοντας τις φωνές η μαμά παρατάει τις φορολο­γικές δηλώσεις και έρχεται προς το μέρος μας.
- Μιχάλη, Κατερίνα, σταματήστε! Γιατί τσακώνεστε; Δε  μου λέτε κι ε­μένα;
- Λέγαμε μαμά για τις αποκριάτικες στολές και η Κατερίνα παρε­ξήγησε. Αναλαμβάνω να της εξηγή­σω εγώ.
- Αχ, να χαρείτε, πάλι θα ντυθεί­τε όπως κάθε χρόνο με έτοιμες στο­λές απ' τα μαγαζιά;
- Και πώς να ντυθούμε καλέ μαμά;
Όλα  τα παιδιά έτσι ντύνονται.
- Σκεφτείτε κάτι αστείο, κάτι πρωτότυπο. Μπο­ρώ να σας το φτιάξω εγώ στη μηχανή. Δεν έχει γούστο να ντυθείτε όπως όλοι οι άλλοι απ’ τα μα­γαζιά. θα το διασκεδάσετε κι εσείς οι ίδιοι περισ­σότερο αν το ‘χουμε φτιάξει με τα χέρια μας και εί­ναι βασισμένο σε δική μας ιδέα.
- Αλήθεια μαμά, εσύ όταν ήσουν μικρή τι ντυνόσουν τις Απόκριες;
Η γιαγιά σου έραβε τις στολές σου;
- Αχ, τότε ήταν αλλιώτικα στο νησί. Στα μαγαζιά δεν υπήρχαν στολές για να αγοράσουμε όπως σήμερα κι έτσι τα αποκριάτικα μας τα φτιάχναμε  μόνοι μας.  Κι είχαμε μια λαχτάρα και μια ανυπομο­νησία για τις γιορτές...
- Θυμάσαι να μας πεις για μια Αποκριά που ή­ταν διαφορετική από τις άλλες και σου έμεινε αξέχαστη; Ε, μαμά
- Αν θυμάμαι λέει... Πη­γαίναμε θαρρώ σαν και σένα Μι­χάλη στην Πέμπτη Δημοτικού. Ήμασταν εγώ η Μυρτώ, η Χριστίνα, η Άννα και η Τασούλα, οι τέσσερις κολλητές, "το παρεάκι" μας.
Πλησίαζαν θυμάμαι οι Α­πόκριες κι όσο οι μέρες κό­ντευαν, τόσο η απελπισία έσφιγγε την καρδιά μου. Εκείνη τη χρονιά οι κολλητές μου είχαν από βδομάδες κιόλας αποφασίσει τι θα μασκαρεύονταν η καθε­μιά.          
Η Χριστίνα που η μάνα της ήταν μοδίστρα, ήταν η μόνη που θα είχε πραγματική αποκριάτικη στο­λή. Θα  ντυνόταν κλόουν. Η μητέρα της κόντευε να της τελειώσει το κοστούμι που της έραβε. Στα διαλείμματα μας περιέγραφε όλο έξαψη:
- Το παντελόνι είναι από κομματάκια χρωματι­στά, ενωμένα ένα-ένα, το πουκάμισο έχει φουσκωτά μανίκια με φρου-φρου, στο λαιμό θα φορέ­σω ένα τεράστιο σατέν φιόγκο, μέχρι και καπέλο θα μου φτιάξει η μαμά. Θα  φοδράρει με κόκκινη φόδρα ένα ψάθινο της θάλασσας δικό της...
- Εντάξει, θα ‘σαι κανονικός  κλόουν, φτάνει μας έπρηξες.
Η Τασούλα με μια κινέζικη μεταξωτή ρόμπα θα ντυνόταν Κινέζα.
Πραγματικό κινέζικο κιμονό παρακαλώ, με δρά­κους στην πλάτη, εντελώς αφόρετο, δώρο του θείου της του ναυτικού από κάποιο ταξίδι του. Η μάνα της πού να τολμήσει να το φορέσει στο χω­ριό! Θα την παίρνανε στο ψιλό.
Ένα καπελάκι θα φτιάξω μόνο με χαρτόνι, τα  μαλλιά κότσο, θα βάψω τα μάτια μου σχιστά. Τέ­λεια!    
Η Άννα δεν είχε πρόβλη­μα. Μ’ ένα παλιό κοστούμι του πατέρα της, ^θα μεταμορφωνόταν στο πι και φι σε άντρα. Ο πατέρας βλέπετε ήταν μικρό­σωμος, εκείνη τα είχε τα παχάκια της, το κουστούμι της ερχό­ταν κουτί. Το πολύ-πολύ να γυρί­σει τα μανίκια, θα βάλει και μου­στάκι. Η καλύτερη θα ‘ναι, ή μάλ­λον ο καλύτερος.
- Εσύ Μυρτώ τι θα ντυθείς;
- Δε σας λέω ακόμα. Είναι έκπληξη. Απαντώ με ύφος μεγάλου συνωμότη εγώ. Όμως λέω ψέματα για να κρύψω τον καημό μου. Κι όπως βλέπω την έξαψη στα πρόσωπα της παρέας, ο καημός μου με­γαλώνει. Δεν ξέρω βλέπετε τι να φορέσω. Στο σπίτι μου δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα που θα με βοηθούσαν να διαλέξω.
Η παρέα μας όπως κάθε χρόνο τελευταία Κυ­ριακή της Αποκριάς, κατά το βραδάκι, θα ‘παιρνε σβάρνα τα σπίτια της γειτονιάς του χωριού. Όλες μας μασκαρεμένες. Το πόσο διασκεδάζουμε δε λέγεται. Στα πρόσωπα φοράμε μάσκες φυσικά για να μη μας γνωρίσουν, πετούμε χαρτοπόλεμο στα κεφάλια των νοικοκυραίων και παίρνουμε τα γλυκά που μας φιλεύουν. Κι αλίμονο σ’ όποιον τολμήσει να μας πλησιάσει για να μας ξεμασκαρώσει. Βαστούμε σκουπόξυλα και τον απειλούμε. Στο τέλος τους αφήνουμε όλους ν’ αναρωτιούνται:
Βρε ποιοι να ‘ταν άραγε; Ο ψη­λός έμοιαζε με το Γιώργη του τσαγκά­ρη.
- Μπα! Κορίτσια ήταν. Η μικρή της κυρά-Σοφίας ήταν αυτός με την κελεμπία.
Και δώσ’  του να τους  τρώει η περιέργεια μέχρι την άλλη μέ­ρα. Η επιτυχία της εξόρμησης είναι αυ­τή ακριβώς: να μη μας   καταλάβουν αλλά να το διασκεδάσουμε κιόλας. Όμως φέτος τι γίνεται; Εδώ σε θέλω Μυρτώ.
Εκείνο το μεσημέρι γυρίζω στο σπίτι χωρίς να πω μιλιά και ξεκινώ έρευνα σε βάθος. Δε μπορεί ό­λο και κάτι θα ανακαλύψω τελικά. Ανοίγω την ντουλάπα της μάνας μου και ψάχνω με προσοχή. Μόνο παλτά, ταγιέρ, φούστες και πουκάμισα υπάρχουν εκεί μέσα. Τίποτα δηλαδή. Το μάτι μου τότε πέφτει σε μια γωνιά της κρεβατοκάμαρας που βρίσκεται το σκαλιστό μπαούλο με τους πολύτιμους  θησαυρούς της μαμάς: τι μεταξωτά κεντή­ματα της γιαγιάς, σεντόνια της  προίκας της, τα δαχτυλίδια και...
-...το νυφικό της!... Ψιθυρίζω συνεπαρμένη και τα μάτια μου πετούν λάμψεις.            
Δεν κάθομαι ούτε λεπτό να το σκεφτώ. Ψάχνω γρήγορα γρήγορα, βρίσκω το κρυμμένο κλειδί -σιγά που δε θα το ‘βρισκα - και ανοίγω το μπαούλο. Σε λί­γο κρατώ στα χέρια μου το νυ­φικό από το γάμο της μαμάς. Ά­σπρο σατέν με φύλλα έβαζε μέ­χρι το πάτωμα κι όλο το μπού­στο κεντημένο στο χέρι. Έχει και πέπλο για το κεφάλι, το ο­ποίο άνετα μπορείς να το ρίξεις στα μούτρα σου για να μη φαί­νεσαι. Δε χρειάζεται να σκοτίζομαι άλλο. Πάει το αποφάσισα:
 Εγώ φέτος τις Απόκριες θα ντυ­θώ νύφη.
Την άλλη μέρα στο διάλειμμα το ανακοίνωσα στην παρέα. Η Άννα ενθουσιάστηκε.
- Θα είμαστε ζευγάρι. Εγώ γαμπρός, εσύ νύφη!
- Και δε σου είναι μακρύ το νυφικό;
- Θα του γυρίσω το στρίφωμα με καρφίτσες. Μη νοιάζεσαι; Μόνο προσοχή: Κουβέντα σε κανένα. Δεν πρέπει να ξέρουν τίποτα ούτε οι μεγάλοι, ούτε οι μικροί.
Όλη η πλάκα είναι αυτή ακριβώς. Να καταφέρουμε να τους ξεγελάσουμε και φέτος όλους. Να μη μας αναγνωρί­σει κανείς.
-Έφτασε λοιπόν επιτέλους η μεγάλη μέρα Το απόγευμα της Κυριακής μαζευ­τήκαμε οι φιλε­νάδες στο σπίτι της Άννας. Γέλια και φωνές που κάναμε μέχρι να ντυθούμε και να βαφτούμε! Μο­ναδικός μας συνεργός η μαμά της Αννούλας.
Το νυφικό της μαμάς με μια μπλούζα μάλλινη  από μέσα (ήτανε τέλη Φλεβάρη και έκανε ψόφο) μου ερχόταν γάντι. Η Τασούλα μου  έβαλε τις καρφίτσες στο τελείωμα για να μην το πατάω, έριξε το πέπλο μπροστά στη μούρη μου κι αυτό ήτανε!
Μόλις βράδιασε, ξεχυθήκαμε στους δρόμους της γειτονιάς. Ο γαμπρός με τη νύφη μπροστά, ο  κλόουν με την Κινέζα από πίσω. Ήμασταν εφοδιασμένοι μ’ όλα τα απαραίτητα σύνεργα: σερπαντίνες, χαρτοπόλεμο,  σκουπόξυλα για να αποθαρρύνουμε  τους περίεργους και χαρτοσακούλα για τα γλυκά που θα μας κερνούσαν. Πώς  θα τα τρώγαμε επιτόπου μ’ όλα αυτά τα εξαρτήματα στη μούρη; Ήταν κι αυτό ένα από τα προβλήματα που είχαμε άλλες  χρονιές, αλλά φέτος ευτυχώς το λύσαμε.
Εκείνο που δεν είχαμε προβλέψει όμως ήταν οι λάσπες στο δρόμο. Την προηγούμενη βλέπεις έβρεχε ολημερίς κι είχε  γεμίσει ο κόσμος νερά και λάσπες. Το νυφικό σε λίγο ξεκαρφιτσώθηκε κι άρχισε να σέρνεται  χάμω. Αλλά εγώ ήμουν τόσο χαρούμενη που δεν του ‘δωσα σημασία.
Γυρίσαμε έτσι τη μισή γειτονιά χωρίς να μας  γνωρίσει κανείς.
Χτυπούσαμε τις πόρτες με τα ραβδιά για να κάνουμε  με περισσότερο σαματά.
- Καλώς τους, καλώς τους. Αντρέα έλα να δεις μας ήρθαν μα­σκαράδες.
- Ποιοι να ‘ναι; Από ‘δω αποκλείεται, δε φαίνονται για γνωστοί. Ίσως είναι από άλλο χωριό.
Καλά στέφανα!   Να ζήσετε! «Πείρα­ζαν το γαμπρό και τη νύφη. Και δωσ’ του κεράσματα. Η σακούλα γέμισε μέχρι απάνω.
Ένα μωρό τρόμαξε και έμπηξε τα κλάματα μό­λις μας αντίκρισε. Η γριά Φώταινα που πήγε να τραβήξει τη μάσκα της Κινέζας-Τασούλας άρπαξε μια γερή ξυλιά από το ραβδί μου. Γέλια που κάναμε!  Και φτάσαμε κάποτε στο σπίτι της κυρα-Βάσως στην πάνω γειτονιά, εκεί όπου μας βρήκε το κακό. Η κυρα-Βάσω είχε επισκέψεις. Κάθονταν στο σαλό­νι κι έβλεπαν τηλεόραση που κείνη την ώρα έδει­χνε το Καρναβάλι της Πάτρας.
- Καλέ κοιτάχτε! Μας ήρθαν μασκαράδες. Περά­στε, περάστε μέσα. Μέσα ήταν σκοτεινά. Δε φαί­νονταν οι επισκέπτες με την πρώτη. Παφ κάνουμε εμείς και τους λούζουμε με χαρτοπόλεμο και σερπαντίνες.
- Να σας κεράσω ένα γλυκάκι, λέει η κυρα-Βά­σω και πάει προς την κουζίνα. Ξαφνικά από το βά­θος του σαλονιού ακούγεται μια γυναικεία κραυ­γή:                            
- Παναγία μου!
Όλοι παγώσαμε, μασκαράδες και επισκέπτες και στραφήκαμε κατά κει.
- Παναγία μου! Το νυφικό μου! Μυρτωωωωωώ! Αυτό ήταν. Το παρεάκι όπου φύγει-φύγει. Πάνω στη βιάση παρατήσαμε και τη σακούλα με τα γλυ­κά. Τα γλυκά θα κοιτάζαμε τώρα! Τσαλαπατήσαμε ακόμα περισσότερο το μοιραίο νυφικό. 'Όλες τους τα βάζουν μαζί μου.      
- Γιατί δε μας είπες ρε, ότι το πήρες κρυφά α­πό τη μάνα σου;
- Θα σε δείρει τώρα;
Μιλιά εγώ. Τι να πω δηλαδή; Ότι δεν περίμενα πως θα ‘βγαινε και η μάνα μου στη γειτονιά κυρια­κάτικα; Και πήγαιναν όλα τόσο καλά! Τώρα θα φά­ω της χρονιάς μου, αλλά δε με νοιάζει τόσο γι’  αυτό όσο που ξεμασκαρωθήκαμε, που χάλασε η Απο­κριά μας. Γυρίσαμε άρον άρον στο σπίτι της Αννού­λας. Ξεντυθήκαμε και ξεβαφτήκαμε χωρίς να πούμε λέξη.
Εγώ καθυστερώ όσο μπορώ περισσότερο να ε­πιστρέψω σπίτι μου. Το νυφικό στο μαύρο του το χάλι, το ‘βαλα σε μια σακούλα και κοντά δέκα η ώ­ρα έπιασα να γυρίσω πίσω.
Η μάνα μου που στο μεταξύ είχε ξεθυμάνει, την κάλμαραν βλέπεις οι φιλενάδες της, "άστο παιδί είναι, για να χαρεί το ‘κανε, μέρες που είναι", με περιμένει στην πόρτα. Πλησιάζω σιγά σιγά με σκυμμένο το κεφάλι.
- Ανησυχούσαμε. Λείπεις τόσες ώρες. Τώρα ε­τοιμαζόταν να ‘ρθει ο πατέρας σου να σε ψάχνει. Λέει η μαμά μαλακά.
- Δε θύμωσες; Ρωτώ κοιτάζοντας χάμω.
- Όχι. Μα είναι γρουσουζιά να βάλει ένα κορί­τσι νυφικό πριν από το γάμο του. Αυτό είναι όλο. Εξήγησε η μητέρα.              
- Λερώθηκε όμως.
- Δεν πειράζει. Θα το στείλουμε στο καθαρι­στήριο από βδομάδα και θα γίνει πάλι σαν καινούριο. Εμείς να ‘μαστε καλά. Και όταν με το κα­λό παντρευτείς θα το πάρεις μαζί με τ’ άλλα προι­κιά, να με θυμάσαι...
Η μαμά έχει μια συγκίνηση στα μάτια καθώς τα διηγείται όλα αυτά.
- Και δε σε έδειρε τελικά η γιαγιά;  Ρωτά παρα­ξενεμένη η Κατερίνα.
  - Όχι, τη γλύτωσα εκείνη τη φορά γι' αυτό θα μου ‘μεινε φαίνεται αξέχαστη αυτή η Αποκριά. Και χαμογελά με νόημα.      
- Μμμ, και δε μου λες μαμά, τι απέγινε εκείνο το περιβόητο νυφικό;
- Το φόρεσα στο γάμο με τον μπαμπάκας ξα­νά, πραγματική νύφη αυτή τη φορά.   
- Και τώρα που βρίσκεται; Επιμένει η Κατερίνα με μυστηριώδες ύφος.
 - Κάπου εδώ μέσα βρίσκεται, σ’ ένα μέρος όμως καλά ασφαλισμένο βιάζεται να συμπληρώσει ε­κείνη που εντόπισε στο ύφος της αδερφής μου κά­τι το επικίνδυνα ύποπτο.
- Ώστε εδώ μέσα είναι... Μουρμουρίζει η Κατε­ρίνα και το βλέμμα της στριφογυρίζει δεξιά κι  αριστερά.
Δε χρειάζεται και πολύς κόπος για να μαντέψω τι έχει στο νου της να ντυθεί τελικά φέτος τις Από­κριες η αδερφή μου. Να ανακαλύψει ένα κρυμμέ­νο νυφικό είναι για αυτήν παιχνιδάκι, εδώ έχει ξε­τρυπώσει πολύ πιο δύσκολα πράγματα.
Αυτό που δεν ξέρω ακόμα είναι πού θα βρει το γαμπρό, γιατί νύφη χωρίς γαμπρό γίνεται; Δε γίνε­ται!  

1 σχόλιο:

αποκριατικη στολη είπε...

Καλά αυτό το είδος του blog με όμορφες εικόνες είναι πραγματικά αξίζει να ψάχνουν για, καλές φωτογραφίες για τους επισκέπτες και μια αξία για εσάς, όπως θα δείξει σίγουρα την ποιότητα. Είναι καλό να έχουμε αυτά τα είδη της μόδας γύρω για να κρατήσει τη ροή σταθερή. Κάνοντας αυτούς που πραγματικά μπορούν να κάνουν τα πράγματα στο μέλλον, καλή δουλειά!