Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

 της Ζωής Κανάβα
Το πιο γλυκό πρωινό των πασχαλιάτικων διακοπών μας ήτανε της Μεγάλης Πέμπτης. Γιατί τότε η μάνα ζύμωνε την πασχαλοκουλούρα, που θα πηγαίναμε την άλλη μέρα στη νο­νά μας και όλο κάτι θα μας φίλευε, έπλα­θε και τα πασχαλινά κουλούρια, αφού προηγουμένως είχε βάψει τα αυγά.
Βέβαια απ' όλα τούτα τίποτε δε γευόμα­στε. Βαστούσαμε νηστεία. Μα η γλύκα τους μας περιέχυνε  ολόκληρους και μόνο που τα βλέπαμε, που βλέπαμε τη μάνα να τα ζυμώνει, ν’ ανακατεύει ζάχαρη και βού­τυρο και αλεύρι, αυγά από τις κότες μας κι ένα σωρό μυρωδικά, να παίρνεις βαθιές α­νάσες και να σε πιάνει λίγωμα.
Με αυτά τα κουλουράκια φιλεύαμε και τ' αγόρια, που έρχονταν το πρωί της Μεγά­λης παρασκευής και τραγουδούσαν το μοιρολόγι της Παναγίας. "Σήμερα μαύρος ουρανός  Σήμερα μαύρη μέρα"
Για μένα και την αδερφή μου η μάνα έ­φτιαχνε δυο κοκόνες, δυο κούκλες ζυμαρένιες, με χέρια, πόδια, με κεφάλι, τίποτε δεν τους έλειπε. Για πρόσωπο τους έβαζε ένα κόκκινο αυγό σκεπασμένο ως τη μέση με ζυμάρι που το χάραζε με το μαχαίρι κι έφτιαχνε τις κοτσίδες τους. Αχ ήταν ένας τετράγλυκος πειρασμός τούτες οι κοκό­νες, μα τις τρώγαμε μόνο με τα μάτια. Δε μας επιτρεπόταν να τις αγγίξουμε πριν πει ο παπάς το Χριστός Ανέστη.
Για τ' αδέρφια μου ζύμωνε αλογάκια. Μ’ έ­να κόκκινο αυγό στην κοιλιά τους και τα μπροστινά τους πόδια τεντωμένα ίσα μπροστά, σαν να 'ταν να πηδήσουν κάποιο μεγάλο εμπόδιο. Φουντωτή, όμορφή κι η ουρά τους καμωμένη με πυκνές λεπτούλες χαρακιές επάνω στο ζυμάρι της όπως κι η χαίτη  τους.
Αφού τ' αράδιαζε στο ταψί και μ' ένα πινέλο τα πεσάλειφε με αυγό ελαφρά χτυπημένο, τα ξόμπλια  κατόπι με ασπρισμένα αμύγδαλα κομμένα σε Λεπτές στρογγυλές φετούλες. Χρειαζόταν πολλή δύναμη να μην απλώσεις το χέρι να ξεκολλήσεις και  να τη φας, σαν έβγαιναν από το φούρνο μυρωδάτα και λαχταριστά, ροδοψημένα.
Αφού κρύωναν, τα έβγαζε η μάνα απ' το ταψί προσοχή, σαν να 'πιανε άγια πράματα στα χέρια τα και τα αράδιαζε μέσα σ' ένα πανέρι καλαμένιο,  στρωμένο με λευκή πετσέτα καλοσιδερωμένη,  ονοματίζοντας και για ποιον ήταν το καθένα.
-Αυτό του Παναγιώτη, κείνο του Σταύρου, ένα ένα  πρόφερε τα ονόματά μας καθαρά, για να μη γίνει μπερδεψιά, καμία παρεξήγηση. Γιατί ήταν μια ιδέα πιο μεγάλο το άλογο του Παναγιώτη σαν μεγαλύτερος που ήταν. Λίγο μικρότερο του Σταύρου. Και η κοκόνα η δική μου πιο υψηλή από της αδερφής μου,  να ξεχωρίζουν.
Τούτο ο Σταύρος δυσκολευόταν να το χωνέψει. Κι όλο παραπονιόταν. Κι όλο γκρίνιαζε ότι τον αδικούν. Έβρισκε λει­ψά και τα αμυγδαλένια ξόμπλια που ομόρφαιναν το αλογάκι του, του φαινό­ταν πιο φτωχικός ο στολισμός του. Η μάνα τον ήξερε που ήτανε γκρινιάρης και δεν τον ξεσυνεριζόταν. Έκανε ότι δεν τον άκουγε.
Όταν γεννήθηκε το αδερφάκι μας ο Χρί­στος, αντί για αλογάκι, η μάνα του έ­φτιαξε αυτουνού ένα κλωσοπουλάκι κι έμοιαζε σαν να έβγαινε κείνη την ώρα απ' τ' αυγό του, κόκκινο κόκκινο το αυ­γό, μεγάλο. Για πούπουλα έτριψε πάνω του ψιλοκομμένα μύγδαλα, να μη δεί­χνει γυμνό.
Ζήλεψε ο Σταύρος. Ήθελε κι εκείνος έ­να ίδιο. Η μάνα δεν του έκανε το χατίρι. Σε κανέναν δε χαριζότανε η μάνα, ήταν πολύ δίκαιη. Προπάντων δε δεχόταν εκβιασμούς. Οπλίστηκε, λοιπόν, με πολλή υπομονή και τον άφησε να γκρινιάζει με τη βεβαιότητα ότι θα του περνούσε και κάποια ώρα θα ησύχαζε, όπως συνέβαι­νε κάθε φορά. Γιατί είχε αυτό το καλό το αδερφάκι μου. Γρήγορα ξεχνούσε. Μέσα του δεν κράταγε θυμό. Μα ήταν και η Σταύρωση που παρακο­λουθήσαμε στην εκκλησιά το βράδυ, στα Δώδεκα Ευαγγέλια, που τον βοήθη­σαν να το ξεχάσει, και την άλλη μέρα το μεσημέρι, τη Μεγάλη Παρασκευή, η Αποκαθήλωση, και λίγο αργότερα η περι­φορά του Επιταφίου. Τα αλογάκια και τα ξόμπλια τους, το κλωσοπουλάκι δεν εί­χαν θέση σε όλα τούτα, δεν τα σηκώνανε οι ώρες.
Τα θυμηθήκαμε όμως όλοι μας αργά το Μέγα Σάββα­το, μόλις ακούσαμε την καμπάνα να χτυπά γιορτα­στικά για την Ανάσταση. Ντυθήκαμε στα γρήγορα, βάλαμε τα καλά μας και πριν κινήσουμε για την εκ­κλησιά τρέξαμε στο πανέρι όπου τα είχε η μάνα φυ­λαγμένα.
Παγώσαμε μ' αυτό που είδαμε τραβώντας από πά­νω τους την πετσέτα. Πού ο στολισμός στα αλογά­κια! Τα ξόμπλια στις κοκόνες! Και το καημένο το κλωσοπουλάκι σαν πουπουλομαδημένο έδειχνε. Κανένα μυγδαλάκι δεν υπήρχε πάνω του από εκείνα που τ' ομόρφαιναν.
-Καλέ! Έκανε τάχα έκπληκτη η μάνα για να διασκε­δάσει την εντύπωση μας και να προλάβει δυσάρε­στες εξελίξεις. Δείτε, καλέ! Το κλωσόπουλο έφαγε όλα τα κεντίδια απ' τ' αλογάκια και τις κούκλες. Α­κόμα και τα πούπουλα του καταβρόχθισε! Δε γελάσαμε με τούτη την παρατήρηση της μάνας. Γυρίσαμε όλοι κατά το Σταύρο. Δική του δουλειά ή­ταν σίγουρα αυτή η λεηλασία. Ίσως γιατί δεν του 'κανε η μάνα το χατίρι.
Ο Σταύρος ούτε που σήκωσε τα μάτια να μας κοιτά­ξει. Άπλωσε το χέρι του στο πανέρι, βούτηξε τ' αλο­γάκι του και έγινε καπνός.
Συναντηθήκαμε αργότερα στην εκκλησιά, την ώρα που χτυπούσε χαρούμενα η καμπάνα και ο παπάς έ­ψελνε το Χριστός Ανέστη. Παρουσιάστηκε μπροστά μας ξαφνικά, σαν απ' το πουθενά, και πρώτος αυτός μας έσφιξε στην αγκαλιά του και μας φίλησε. Ό­λους με τη σειρά μας φίλησε.
-Χριστός Ανέστη! Χριστός Ανέστη! Επαναλάμβανε με κάθε φίλημα τον καλό τον λόγο γελαστός. Τον φιλήσαμε κι εμείς.
-Αληθώς ο Κύριος.
Τα ξόμπλια κανένας μας δεν τα θυμήθηκε. Μέσα στη γενική χαρά, τις κωδωνοκρουσίες και τις στράκες στρούκες που έσκαγαν τριγύρω μας, τα είχαμε ολότελα ξεχάσει.
-Χριστός Ανέστη! Αληθώς ο Κύριος! Άκουγες απ' ολονών τα στόματα. Και το χαρμόσυνο άγγελμα ταξί­δευε μέσα στη νύχτα, που μοσχομύριζε βιολέτα και πασχαλιά και μύρωνε τις καρδιές μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: