Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

ΤΡΑΧΑΝΑΣ Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ

Της Λένας Μερίκα
Μάμα, γιατί το Μεγάλο Σάββατο, μετά τη λειτουρ­γία της Ανάστασης, εμείς τρώμε πάντα τραχανά και ό­χι μαγειρίτσα, όπως όλος ο κό­σμος;
- Δεν ήξερα ότι σου αρέσει η μαγειρίτσα. Μέχρι πέρ­σι έλεγες ...
- Ούτε τώρα μου αρέσει. Δεν το λέω γι' αυτό. Αλλά γιατί τρώμε ειδικά τραχανά και όχι μουσακά, ας πούμε;
- Α, αυτό, κορίτσι μου, είναι μια παλιά, μια πολύ προ­σωπική μας ιστορία, που αφορά εμένα και το μπαμπά. Αν θέλεις μπορώ να σου τη διηγηθώ.
Αντί για άλλη απάντηση πήρα θέση απέναντι της, στο τραπέζι της κουζίνας, όλο αυτιά.
- Λοιπόν, ήταν εδώ και είκοσι χρόνια που, φοιτητές ακόμη και φρεσκο-αρραβωνιασμένοι, αποφασίσαμε να κάνουμε Πάσχα στο χωριό του πεθερού
μου και παππού σου, στην ορεινή Αρκαδία, για να μη μείνει μόνος χρονιάρες
μέρες - ήταν ήδη χήρος, βλέπεις. Εγώ δέχτηκα με βαριά καρδιά, είναι αλήθεια, δεν το έδειξα όμως ...
-  Γιατί; Δεν σου άρεσε το χωριό;
-  Πώς να μου αρέσει, μήπως το είχα δει ποτέ; Ήμουνα γέννημα – θρέμμα της πόλης και, η προοπτική να βρεθώ ανάμεσα σε συγγενείς και συντοπίτες του - σχεδόν άγνωστου σ' εμένα - πεθερού μου, που θα παρακολουθούσαν με το μικρο­σκόπιο την κάθε κίνηση της ξενόφερτης αρραβωνιαστι­κιάς του κανακάρη τους, δεν ήταν και ό,τι καλύτερο για χαρούμενες διακοπές. Τέλος πάντων, με το που φτά­σαμε οι φόβοι μου διαλύθηκαν. Η υποδοχή που μου επιφύλαξαν όλοι ήταν κάτι παραπάνω από θερμή. Πρώ­τος και καλύτερος ο μπαρμπα-Λιάς, ο θείος του πατέ­ρα σου, ένας λεβεντόγερος με τσιγκελωτό μουστάκι, που με συμπάθησε αμέσως. Αφού μ' έσφιξε στην πλα­τιά του αγκαλιά, τόσο σφιχτά που πήγαινα να σκάσω, και με φίλησε σταυρωτά τρεις φορές, έφυγε απότομα, για να επιστρέψει μετά από πέντε λεπτά με τη μεγάλη έκπληξη που μου φύλαγε για το καλώς όρισες: μια τε­ράστια αρνίσια συκωταριά κρεμασμένη στο τσιγκέλι, τόσο φρέσκια που έσταζε αίμα.
«Αυτό είναι το δώρο μου στη νύφη μας τη χρυσοχέρα! Να φκιάξεις μια μαγειρίτσα που να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει! Άντε και καλή ανάσταση!»
Όλοι γελούσαν χαρούμενοι, μα εγώ παρά λίγο να λιπο­θυμήσω. Καθώς μου έδινε το τσιγκέλι με την αιμοστα­γή συκωταριά φανταζόμουνα τον αγέρωχο μπάρμπα να μπήγει τη ρομφαία του στα σπλάχνα του άτυχου ζώου και να του ξεριζώνει τα σωθικά. Με τρομερή αυ­τοσυγκράτηση κατάφερα να κρύψω τα συναισθήματα μου και να ψελλίσω ένα άψυχο "ευχαριστώ".
Αφού φάγαμε –τρόπος του λέγειν, δηλαδή- κάτι θεόπικρες βρούβες με ξερό ψωμί για μεση­μέρι, οι άντρες αποσύρθηκαν. Ο πεθερός μου το ‘ριξε στον ύπνο, ενώ ο μπαμπάς σου βγήκε με τον πρώτο του εξάδελφο για τάβλι στο καφενείο. Τον περίμεναν, βλέπεις, οι παλιοί του φίλοι. Έτσι έμεινα μόνη να κοιτάω με δέος τη συκωταριά. Μάλλον θα έπρεπε να την ψιλοκόψω με τα δυο πριονωτά μαχαίρια που κάποια καλή ψυ­χή είχε φροντίσει να τοποθετή­σει στον πάγκο της κουζί­νας, μαζί με φρέσκα κρεμμυδάκια και άνηθο. Μετά όμως;
Η μόνη λύση ήταν να τηλεφωνήσω στη μητέ­ρα μου για οδηγίες. Πώς όμως, όταν το μοναδικό τη­λέφωνο του χωριού βρισκό­ταν στο μπακάλικο της Βαγγελιάς, στην πάνω πλατεία;  Και έστω ότι έφτανα μέχρι εκεί, θα το ‘βρισκα ανοιχτό ή θα είχε κλείσει για μεσημέρι;  Έτσι αποφάσισα να περιμένω μέχρι τ' απόγευμα, οπότε με κάποιο πρόσχημα θα έβγαινα βόλτα.
Απ' τις σκέψεις αυτές με έ­βγαλε ο ερχομός της θειας της Φουνέραινας, που - με­γάλη η καλοσύνη της - έσπευ­σε προς βοήθειάν μου. Με δυο ξυλαράκια αναποδογυρίζαμε τα έ­ντερα του ζώου - εκείνη γρήγορα κι επι­δέξια, εγώ προσπαθώντας με κόπο να κρύψω την αποστροφή μου - μέχρι που ένα παιδί ήρθε και της φώναξε ότι έφερε ο τσέλιγκας το γάλα και να πάει να το πήξει για να ‘ναι έτοιμη η γιαούρτη ως την Ανάσταση. Μόνη ξανά στην κουζίνα, έκρυψα τα υπόλοιπα, ακαθά­ριστα έντερα σε μια σακούλα και βάλθηκα να ψιλοκό­βω συκώτια, κρεμμυδάκια και άνηθο. Είχε πια βραδιάσει για τα καλά. Ο πεθερός μου, κοστουμαρισμένος, έφυ­γε για το καφενείο, δίνοντας μου ραντεβού στην εκ­κλησιά. Τι να ‘κανα;
Με μια αποφασιστική κίνηση πέταξα όλα τα υλικά σε μια κατσαρόλα, τη γέμισα νερό μέχρι επάνω και την έ­βαλα στη φωτιά. Μόλις πήρε βράση, άρχισαν να βγαί­νουν αφροί, όλο και περισσότεροι αφροί, οπότε άδεια­σα κι εγώ τη μισή κατσαρόλα στο νεροχύτη για να «ξαφρίσω» τη σούπα, μαζί όμως έπεσαν και κάμποσα υλι­κά, που βάλθηκα να μαζεύω με την κουτάλα, κοιτώντας με φόβο γύρω μου, μήπως ξαναέρθει η θεία η Φουνέραινα και δει τα έργα μου. Ύστερα θυμήθηκα ότι η μα­γειρίτσα θέλει ρύζι. Άδειασα λοιπόν μέσα κι ένα πακέτο μπαρμπα-Μπεν που βρήκα στο ντουλάπι, και περί­μενα να μαλακώσει το ρύζι για να την αυγοκόψω - ιδέαν δεν είχα πώς γίνεται αυτό. Το σίγουρο ήταν πως χρειάζεται αυγό, αυγό όμως δεν έβρισκα, κι έτσι βγήκα στην αυλή με σκοπό να εντοπίσω το κοτέτσι.
Μες στη μαύρη νύχτα διέκρινα κάτι που έμοιαζε με κοτέτσι και, σπρώχνοντας αποφασιστικά τη συρμάτινη πόρτα, έκανα μια ηρωική είσοδο. Τι ήταν να το κάνω;
Ένας περήφανος κόκορας με το χαρέμι του πέρασε μεγαλοπρεπώς έξω και όλο το κοτομάνι πήρε να κόβει βόλτες εδώ κι εκεί, κακαρίζοντας και χοροπηδώντας θριαμβευτικά.
Αλαφιασμένη έκλεισα την πόρτα του κήπου, για να μη δραπετεύσουν τα ζωντανά από την επικράτεια, και ξα­ναμπήκα στο σπίτι. Μια μυρωδιά καμένου φαγητού με τύλιξε. Τρέχω στην κουζίνα, και τι να δω; Το ρύζι είχε πιει όλο το νερό, είχε φουσκώσει και ξέχειλο καιγόταν μαζί με τη συκωταριά. Ε, εκεί πια λύγισα. Έκλεισα τη φωτιά και, καθισμένη κατάχαμα, ξέσπασα σε λυγμούς.
Μαύρες σκέψεις με τύλιγαν. Τι θα ‘κανα τώρα;
Κάποια στιγμή θα γύριζαν να με πάρουν για την Ανά­σταση, θα βλέπανε τα χάλια μου και θα μου δείχνανε την περιφρόνηση τους: "Κοίτα νύφη που διάλεξε ο λε­βέντης μας!". Και κείνος, πού είναι κείνος; Πώς δέχτη­κε να με αφήσει μόνη να παλεύω με κοκόρια και συκώ­τια και βρωμερά έντερα και βγήκε να παίξει τάβλι; Μή­πως είχα αγαπήσει έναν χωριάτη, που ήθελε τη γυναίκα στην κουζίνα, καλή νοικοκυρά, δούλα και κυρά; Όσο περισσότερο τα σκεφτόμουνα αυτά, τόσο μ' έπαιρνε το παράπονο, και παραληρούσα κλαίγοντας δυνατά. Όταν άκουσα την εξώπορτα ν' ανοίγει και βήματα να πλησιάζουν, δεν ήξερα πια πού βρισκόμουν.
- Μαράκι, πού είσαι; Τι μυρωδιά είναι αυτή; Μαρία! Θεέ μου, τι σου συμβαίνει; Μίλα μου, αγάπη μου; Τι έ­παθες; Ω, Θεέ μου!
Με το που είδα τον πατέρα σου οι λυγμοί μου δυνά­μωσαν. Μου ήταν αδύνατον να μιλήσω, του ‘δειχνα μό­νο την κατσαρόλα.
- Τι θέλεις να πεις; Κάηκε το φαγητό; Ε, και; Ωχ, τώρα καταλαβαίνω. Εγώ φταίω, που έλειψα τόσες ώρες κι εσύ ... Σύνελθε, βρε κορίτσι μου, θα το λύσουμε το πρόβλημα. Περίμενε ένα λεπτό!
Μ' άφησε για μια στιγμή, για μια μόνο στιγμή, ίσαμε να φωνάξει στους άλλους, που περίμεναν έξω, να κινή­σουν για την εκκλησία και το αναστάσιμο δείπνο στης θείας χωρίς εμάς, επειδή ήμουν αδιάθετη, και ξαναγύ­ρισε κοντά μου. Με σήκωσε στην αγκαλιά του και, σαν ένα μπιμπελό εύθραυστο και πολύτιμο, με μετέφερε στον καναπέ, μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Έφερε ύ­στερα ένα ποτήρι ρακί και μου ‘δωσε να πιω, τρίβοντας μου όλο το σώμα δυνατά, για να σταματήσω να τρέμω. Μέχρι που συνήλθα.
- Αχ, Μανώλη μου, πώς ντρέπομαι! Τα ‘κανα θάλασ­σα! Τέτοια συκωταριά, που την έφερε ο άνθρωπος με τόσο καμάρι ...
Μη στενοχωριέσαι, δε θα πάει χαμένη η συκωταριά. Ο φίλος μας ο Μπλάκι θα την τιμήσει όπως πρέπει - έ­τσι, Μπλάκι, τα λέω καλά; Τι, δηλαδή, οι σκύλοι δεν κά­νουν Ανάσταση;
Πράγματι, ο Μπλάκι άδειασε το περιεχόμενο ολόκλη­ρης της κατσαρόλας, μαζί και τα υπόλοιπα βρώμικα έ­ντερα απ' τη σακούλα, εν ριπή οφθαλμού, κι ήρθε να σωριαστεί μπροστά στο τζάκι για να χωνέψει γουργουρίζοντας ευτυχισμένος. Ο πατέρας σου μάζεψε τον απείθαρχο κόκορα με τη συνο­δεία του στο κοτέτσι, με μια α­πλή, κοφτή εντολή: "Κοκός! Κοκός! Μέσα ολοταχώς!". Ήταν απί­στευτο, αλλά λειτούργησε!
Και ο πατέρας σου; Τι θα φά­ει; ρώτησα, μαγκωμένη ακόμη.
Τι θα φάει; Τον αγλέωρα θα φάει, μετά από τόση νηστεία. Η θεία η Κατίγκω μαγειρεύει δυο μέρες τώρα. Εκεί θα πηγαίναμε κι εμείς - μα πώς σου ‘ρθε να βάλεις μπρος τη μαγειρίτσα; Για να παι­δευόμαστε ήρθαμε εδώ; Έλα κο­ντά μου να σε ζεστάνω! Θες ακό­μη λίγη ρακί; Έλα εδώ πέρα, μι­κρή μου ... χρυσοχέρα ..­Ήταν τ' ωραιότερο βράδι της ζω­ής μου. Απ' έξω ερχόντουσαν ή­χοι από κουδουνάκια προβάτων και ζαλιστικές ευωδιές από άνθη λεμονιάς. Κατά τ' άλλα μια ησυχί­α, μια ηρεμία μαγική - μόνο το τρίξιμο των καυσόξυλων στο τζά­κι χαϊδεύε τ' αυτιά μας, ενώ η τρε­μουλιαστή λάμψη της φωτιάς χάριζε στα πρόσωπα μας απόκοσμες απο­χρώσεις.
Ξαφνικά ακούστηκε ένα θριαμβευτικό "Χριστός ανέστη" από κάποιο ξωκλήσι μακριά, φωνές που έψελναν και εκκω­φαντικοί κρότοι από βεγγαλικά και κροτίδες. "Ευτυχώς που δεν είμαι εκεί έξω!", σκέφτηκα με ανακούφιση. Σαν να γι­νόταν πόλεμος!
Η ώρα πέρασε και κάποια στιγμή νιώσαμε να μας θερίζει η πείνα. Μια έρευνα στα ντουλάπια της κουζίνας δεν απέδωσε - μονάχα ένα σακουλάκι τραχανάς βρισκόταν πρόχειρος, και μια κονσέρβα πελτές ντομάτας. Δεν είχαμε να σκεφτούμε πολλές λύσεις: Βράσαμε στο άψε-σβήσε τον τραχανά, αφού προσθέσαμε πελτέ και λίγα φρέσκα κρεμμυδάκια, ο πατέρας σου βρήκε και μια φρέσκια μυζήθρα, που είχε κρεμασμένη η θεία η Φουνέραινα για να ξεραθεί, πετάξαμε το τυρί να λιώσει μέσα στην αχνιστή κατσαρόλα, κι έ­τοιμο το αναστάσιμο δείπνο! Ε, αν σου πω ότι δεν έχω φάει ποτέ μου κάτι πιο νόστιμο, θα με πι­στέψεις;
- Σε πιστεύω! Αυτός ο τραχανάς ήταν πραγματικά αναστάσιμος για σένα και το μπαμπά. Φαίνεται ότι έχει τη μαγική ι­διότητα να στεριώνει τον έρωτα. Γι' αυ­τό λέω ... χμ ... Μαμά, έχω μια ιδέα: τι θα ‘λεγες να καλούσαμε την εξαδέλφη  Ρένα και τον αρραβωνιαστικό της να φάνε μαζί μας το βράδυ  της Ανάστασης;
Ο τραχανάς ο αναστάσιμος θα τους φέ­ρει γούρι. Λοιπόν; Τι λες;

Δεν υπάρχουν σχόλια: