Της Λένας Μερίκα
Μάμα, γιατί το Μεγάλο Σάββατο, μετά τη λειτουργία της Ανάστασης, εμείς τρώμε πάντα τραχανά και όχι μαγειρίτσα, όπως όλος ο κόσμος;
- Δεν ήξερα ότι σου αρέσει η μαγειρίτσα. Μέχρι πέρσι έλεγες ...
- Ούτε τώρα μου αρέσει. Δεν το λέω γι' αυτό. Αλλά γιατί τρώμε ειδικά τραχανά και όχι μουσακά, ας πούμε;
- Α, αυτό, κορίτσι μου, είναι μια παλιά, μια πολύ προσωπική μας ιστορία, που αφορά εμένα και το μπαμπά. Αν θέλεις μπορώ να σου τη διηγηθώ.
Αντί για άλλη απάντηση πήρα θέση απέναντι της, στο τραπέζι της κουζίνας, όλο αυτιά.
- Λοιπόν, ήταν εδώ και είκοσι χρόνια που, φοιτητές ακόμη και φρεσκο-αρραβωνιασμένοι, αποφασίσαμε να κάνουμε Πάσχα στο χωριό του πεθερού
μου και παππού σου, στην ορεινή Αρκαδία, για να μη μείνει μόνος χρονιάρες
μέρες - ήταν ήδη χήρος, βλέπεις. Εγώ δέχτηκα με βαριά καρδιά, είναι αλήθεια, δεν το έδειξα όμως ...
- Γιατί; Δεν σου άρεσε το χωριό;
- Πώς να μου αρέσει, μήπως το είχα δει ποτέ; Ήμουνα γέννημα – θρέμμα της πόλης και, η προοπτική να βρεθώ ανάμεσα σε συγγενείς και συντοπίτες του - σχεδόν άγνωστου σ' εμένα - πεθερού μου, που θα παρακολουθούσαν με το μικροσκόπιο την κάθε κίνηση της ξενόφερτης αρραβωνιαστικιάς του κανακάρη τους, δεν ήταν και ό,τι καλύτερο για χαρούμενες διακοπές. Τέλος πάντων, με το που φτάσαμε οι φόβοι μου διαλύθηκαν. Η υποδοχή που μου επιφύλαξαν όλοι ήταν κάτι παραπάνω από θερμή. Πρώτος και καλύτερος ο μπαρμπα-Λιάς, ο θείος του πατέρα σου, ένας λεβεντόγερος με τσιγκελωτό μουστάκι, που με συμπάθησε αμέσως. Αφού μ' έσφιξε στην πλατιά του αγκαλιά, τόσο σφιχτά που πήγαινα να σκάσω, και με φίλησε σταυρωτά τρεις φορές, έφυγε απότομα, για να επιστρέψει μετά από πέντε λεπτά με τη μεγάλη έκπληξη που μου φύλαγε για το καλώς όρισες: μια τεράστια αρνίσια συκωταριά κρεμασμένη στο τσιγκέλι, τόσο φρέσκια που έσταζε αίμα.
«Αυτό είναι το δώρο μου στη νύφη μας τη χρυσοχέρα! Να φκιάξεις μια μαγειρίτσα που να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει! Άντε και καλή ανάσταση!»
Όλοι γελούσαν χαρούμενοι, μα εγώ παρά λίγο να λιποθυμήσω. Καθώς μου έδινε το τσιγκέλι με την αιμοσταγή συκωταριά φανταζόμουνα τον αγέρωχο μπάρμπα να μπήγει τη ρομφαία του στα σπλάχνα του άτυχου ζώου και να του ξεριζώνει τα σωθικά. Με τρομερή αυτοσυγκράτηση κατάφερα να κρύψω τα συναισθήματα μου και να ψελλίσω ένα άψυχο "ευχαριστώ".
Αφού φάγαμε –τρόπος του λέγειν, δηλαδή- κάτι θεόπικρες βρούβες με ξερό ψωμί για μεσημέρι, οι άντρες αποσύρθηκαν. Ο πεθερός μου το ‘ριξε στον ύπνο, ενώ ο μπαμπάς σου βγήκε με τον πρώτο του εξάδελφο για τάβλι στο καφενείο. Τον περίμεναν, βλέπεις, οι παλιοί του φίλοι. Έτσι έμεινα μόνη να κοιτάω με δέος τη συκωταριά. Μάλλον θα έπρεπε να την ψιλοκόψω με τα δυο πριονωτά μαχαίρια που κάποια καλή ψυχή είχε φροντίσει να τοποθετήσει στον πάγκο της κουζίνας, μαζί με φρέσκα κρεμμυδάκια και άνηθο. Μετά όμως;
Η μόνη λύση ήταν να τηλεφωνήσω στη μητέρα μου για οδηγίες. Πώς όμως, όταν το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού βρισκόταν στο μπακάλικο της Βαγγελιάς, στην πάνω πλατεία; Και έστω ότι έφτανα μέχρι εκεί, θα το ‘βρισκα ανοιχτό ή θα είχε κλείσει για μεσημέρι; Έτσι αποφάσισα να περιμένω μέχρι τ' απόγευμα, οπότε με κάποιο πρόσχημα θα έβγαινα βόλτα.
Απ' τις σκέψεις αυτές με έβγαλε ο ερχομός της θειας της Φουνέραινας, που - μεγάλη η καλοσύνη της - έσπευσε προς βοήθειάν μου. Με δυο ξυλαράκια αναποδογυρίζαμε τα έντερα του ζώου - εκείνη γρήγορα κι επιδέξια, εγώ προσπαθώντας με κόπο να κρύψω την αποστροφή μου - μέχρι που ένα παιδί ήρθε και της φώναξε ότι έφερε ο τσέλιγκας το γάλα και να πάει να το πήξει για να ‘ναι έτοιμη η γιαούρτη ως την Ανάσταση. Μόνη ξανά στην κουζίνα, έκρυψα τα υπόλοιπα, ακαθάριστα έντερα σε μια σακούλα και βάλθηκα να ψιλοκόβω συκώτια, κρεμμυδάκια και άνηθο. Είχε πια βραδιάσει για τα καλά. Ο πεθερός μου, κοστουμαρισμένος, έφυγε για το καφενείο, δίνοντας μου ραντεβού στην εκκλησιά. Τι να ‘κανα;
Με μια αποφασιστική κίνηση πέταξα όλα τα υλικά σε μια κατσαρόλα, τη γέμισα νερό μέχρι επάνω και την έβαλα στη φωτιά. Μόλις πήρε βράση, άρχισαν να βγαίνουν αφροί, όλο και περισσότεροι αφροί, οπότε άδειασα κι εγώ τη μισή κατσαρόλα στο νεροχύτη για να «ξαφρίσω» τη σούπα, μαζί όμως έπεσαν και κάμποσα υλικά, που βάλθηκα να μαζεύω με την κουτάλα, κοιτώντας με φόβο γύρω μου, μήπως ξαναέρθει η θεία η Φουνέραινα και δει τα έργα μου. Ύστερα θυμήθηκα ότι η μαγειρίτσα θέλει ρύζι. Άδειασα λοιπόν μέσα κι ένα πακέτο μπαρμπα-Μπεν που βρήκα στο ντουλάπι, και περίμενα να μαλακώσει το ρύζι για να την αυγοκόψω - ιδέαν δεν είχα πώς γίνεται αυτό. Το σίγουρο ήταν πως χρειάζεται αυγό, αυγό όμως δεν έβρισκα, κι έτσι βγήκα στην αυλή με σκοπό να εντοπίσω το κοτέτσι.
Μες στη μαύρη νύχτα διέκρινα κάτι που έμοιαζε με κοτέτσι και, σπρώχνοντας αποφασιστικά τη συρμάτινη πόρτα, έκανα μια ηρωική είσοδο. Τι ήταν να το κάνω;
Ένας περήφανος κόκορας με το χαρέμι του πέρασε μεγαλοπρεπώς έξω και όλο το κοτομάνι πήρε να κόβει βόλτες εδώ κι εκεί, κακαρίζοντας και χοροπηδώντας θριαμβευτικά.
Αλαφιασμένη έκλεισα την πόρτα του κήπου, για να μη δραπετεύσουν τα ζωντανά από την επικράτεια, και ξαναμπήκα στο σπίτι. Μια μυρωδιά καμένου φαγητού με τύλιξε. Τρέχω στην κουζίνα, και τι να δω; Το ρύζι είχε πιει όλο το νερό, είχε φουσκώσει και ξέχειλο καιγόταν μαζί με τη συκωταριά. Ε, εκεί πια λύγισα. Έκλεισα τη φωτιά και, καθισμένη κατάχαμα, ξέσπασα σε λυγμούς.
Μαύρες σκέψεις με τύλιγαν. Τι θα ‘κανα τώρα;
Κάποια στιγμή θα γύριζαν να με πάρουν για την Ανάσταση, θα βλέπανε τα χάλια μου και θα μου δείχνανε την περιφρόνηση τους: "Κοίτα νύφη που διάλεξε ο λεβέντης μας!". Και κείνος, πού είναι κείνος; Πώς δέχτηκε να με αφήσει μόνη να παλεύω με κοκόρια και συκώτια και βρωμερά έντερα και βγήκε να παίξει τάβλι; Μήπως είχα αγαπήσει έναν χωριάτη, που ήθελε τη γυναίκα στην κουζίνα, καλή νοικοκυρά, δούλα και κυρά; Όσο περισσότερο τα σκεφτόμουνα αυτά, τόσο μ' έπαιρνε το παράπονο, και παραληρούσα κλαίγοντας δυνατά. Όταν άκουσα την εξώπορτα ν' ανοίγει και βήματα να πλησιάζουν, δεν ήξερα πια πού βρισκόμουν.
- Μαράκι, πού είσαι; Τι μυρωδιά είναι αυτή; Μαρία! Θεέ μου, τι σου συμβαίνει; Μίλα μου, αγάπη μου; Τι έπαθες; Ω, Θεέ μου!
Με το που είδα τον πατέρα σου οι λυγμοί μου δυνάμωσαν. Μου ήταν αδύνατον να μιλήσω, του ‘δειχνα μόνο την κατσαρόλα.
- Τι θέλεις να πεις; Κάηκε το φαγητό; Ε, και; Ωχ, τώρα καταλαβαίνω. Εγώ φταίω, που έλειψα τόσες ώρες κι εσύ ... Σύνελθε, βρε κορίτσι μου, θα το λύσουμε το πρόβλημα. Περίμενε ένα λεπτό!
Μ' άφησε για μια στιγμή, για μια μόνο στιγμή, ίσαμε να φωνάξει στους άλλους, που περίμεναν έξω, να κινήσουν για την εκκλησία και το αναστάσιμο δείπνο στης θείας χωρίς εμάς, επειδή ήμουν αδιάθετη, και ξαναγύρισε κοντά μου. Με σήκωσε στην αγκαλιά του και, σαν ένα μπιμπελό εύθραυστο και πολύτιμο, με μετέφερε στον καναπέ, μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Έφερε ύστερα ένα ποτήρι ρακί και μου ‘δωσε να πιω, τρίβοντας μου όλο το σώμα δυνατά, για να σταματήσω να τρέμω. Μέχρι που συνήλθα.
- Αχ, Μανώλη μου, πώς ντρέπομαι! Τα ‘κανα θάλασσα! Τέτοια συκωταριά, που την έφερε ο άνθρωπος με τόσο καμάρι ...
Μη στενοχωριέσαι, δε θα πάει χαμένη η συκωταριά. Ο φίλος μας ο Μπλάκι θα την τιμήσει όπως πρέπει - έτσι, Μπλάκι, τα λέω καλά; Τι, δηλαδή, οι σκύλοι δεν κάνουν Ανάσταση;
Πράγματι, ο Μπλάκι άδειασε το περιεχόμενο ολόκληρης της κατσαρόλας, μαζί και τα υπόλοιπα βρώμικα έντερα απ' τη σακούλα, εν ριπή οφθαλμού, κι ήρθε να σωριαστεί μπροστά στο τζάκι για να χωνέψει γουργουρίζοντας ευτυχισμένος. Ο πατέρας σου μάζεψε τον απείθαρχο κόκορα με τη συνοδεία του στο κοτέτσι, με μια απλή, κοφτή εντολή: "Κοκός! Κοκός! Μέσα ολοταχώς!". Ήταν απίστευτο, αλλά λειτούργησε!
Και ο πατέρας σου; Τι θα φάει; ρώτησα, μαγκωμένη ακόμη.
Τι θα φάει; Τον αγλέωρα θα φάει, μετά από τόση νηστεία. Η θεία η Κατίγκω μαγειρεύει δυο μέρες τώρα. Εκεί θα πηγαίναμε κι εμείς - μα πώς σου ‘ρθε να βάλεις μπρος τη μαγειρίτσα; Για να παιδευόμαστε ήρθαμε εδώ; Έλα κοντά μου να σε ζεστάνω! Θες ακόμη λίγη ρακί; Έλα εδώ πέρα, μικρή μου ... χρυσοχέρα ..Ήταν τ' ωραιότερο βράδι της ζωής μου. Απ' έξω ερχόντουσαν ήχοι από κουδουνάκια προβάτων και ζαλιστικές ευωδιές από άνθη λεμονιάς. Κατά τ' άλλα μια ησυχία, μια ηρεμία μαγική - μόνο το τρίξιμο των καυσόξυλων στο τζάκι χαϊδεύε τ' αυτιά μας, ενώ η τρεμουλιαστή λάμψη της φωτιάς χάριζε στα πρόσωπα μας απόκοσμες αποχρώσεις.
Ξαφνικά ακούστηκε ένα θριαμβευτικό "Χριστός ανέστη" από κάποιο ξωκλήσι μακριά, φωνές που έψελναν και εκκωφαντικοί κρότοι από βεγγαλικά και κροτίδες. "Ευτυχώς που δεν είμαι εκεί έξω!", σκέφτηκα με ανακούφιση. Σαν να γινόταν πόλεμος!
Η ώρα πέρασε και κάποια στιγμή νιώσαμε να μας θερίζει η πείνα. Μια έρευνα στα ντουλάπια της κουζίνας δεν απέδωσε - μονάχα ένα σακουλάκι τραχανάς βρισκόταν πρόχειρος, και μια κονσέρβα πελτές ντομάτας. Δεν είχαμε να σκεφτούμε πολλές λύσεις: Βράσαμε στο άψε-σβήσε τον τραχανά, αφού προσθέσαμε πελτέ και λίγα φρέσκα κρεμμυδάκια, ο πατέρας σου βρήκε και μια φρέσκια μυζήθρα, που είχε κρεμασμένη η θεία η Φουνέραινα για να ξεραθεί, πετάξαμε το τυρί να λιώσει μέσα στην αχνιστή κατσαρόλα, κι έτοιμο το αναστάσιμο δείπνο! Ε, αν σου πω ότι δεν έχω φάει ποτέ μου κάτι πιο νόστιμο, θα με πιστέψεις;
- Σε πιστεύω! Αυτός ο τραχανάς ήταν πραγματικά αναστάσιμος για σένα και το μπαμπά. Φαίνεται ότι έχει τη μαγική ιδιότητα να στεριώνει τον έρωτα. Γι' αυτό λέω ... χμ ... Μαμά, έχω μια ιδέα: τι θα ‘λεγες να καλούσαμε την εξαδέλφη Ρένα και τον αρραβωνιαστικό της να φάνε μαζί μας το βράδυ της Ανάστασης;
Ο τραχανάς ο αναστάσιμος θα τους φέρει γούρι. Λοιπόν; Τι λες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου