της Λένας Μερίκα
Το να διαθέτεις μεγαλύτερο αδελφό ή αδελφή έχει τα καλά του αλλά και διάφορα στραβά, όπως ας πούμε να σε στέλνει η μεγάλη σου αδελφή για θελήματα ή να σου πασάρουν τα παλιά της ρούχα. Το καλό είναι, απ' την άλλη μεριά, ότι είσαι πιο… «προχωρημένο» άτομο όταν παρακολουθείς από πρώτο χέρι τη ζωή των μεγαλυτέρων.
Όπως κάνω εγώ με τη μεγάλη μου αδελφή; Δεν αφήνω να μου ξεφύγει τίποτα! Κατασκοπεύω τις παρέες της, τα τηλεφωνά της, τις κουβέντες της με φίλες ή με τη θεία Χαρίκλεια, κοντολογίς τα πάντα
Η θεία η Χαρίκλεια έχει αναλάβει εργολαβικά την επίβλεψη της Ελίνας, της αδελφής μου, για να προλάβει τυχόν «στραβοπατήματα» της ανιψιάς της, τώρα που έκλεισε τα δέκα πέντε και «οι κίνδυνοι καραδοκούν παντού, Ευτέρπη μου, για τα νέα κορίτσια», όπως την ακούω συχνά να εκμυστηρεύεται στη γειτόνισσα μας. Εκεί συνηθίζει να λέει τον πόνο της, αφού η μαμά και ο μπαμπάς είναι τόσο πολυάσχολοι που τους βλέπει μόνο το βράδυ, όταν όλη η οικογένεια μαζεύεται γύρω απ' το οικογενειακό τραπέζι για ν' απολαύσει τα - καλομαγείρεμένα πάντα, είναι αλήθεια - φαγητά της θειας.
Φύλακας άγγελος μας είναι η θεία Χαρίκλεια, δε λέω, αλλά από την πολλή αγάπη που μας έχει γίνεται συχνά καταπιεστική. Τριχοτομεί την τρίχα -στην κυριολεξία, δεν κάνω πλάκα. Αν δεν με πιστεύετε, ακούστε τα πρόσφατα κατορθώματά της.
Την περασμένη Παρασκευή, κατά τις δέκα το βράδυ, ένα μηχανάκι ακούστηκε να παρκάρει έξω απ' το σπίτι.
- Τι είναι αυτό; πετάχτηκε η θεία από την πολυθρόνα της, κατεβάζοντας τον ήχο της τηλεόρασης, παρόλο που έδειχνε το αγαπημένο της σήριαλ.
- Τι να 'ναι, βρε θεία; Κανένας νεαρός που παραδίδει πίτσες θα 'ναι.
- Στο σπίτι αυτό δεν τρώμε πίτσες! Είμαστε νοικοκυρές γυναίκες, σ' όλα τα διαμερίσματα! με κόλλησε στον τοίχο και μ' ένα σβέλτο πηδηματάκι πήρε θέση πίσω απ' το κλειστό παντζούρι. στο σημείο ακριβώς που έχει λιμαρισμένη μια πονηρή χαραμάδα για τέτοιες περιπτώσεις. Την είδα να κουνάει με σημασία το κεφάλι, τη στιγμή που ακούστηκε το κλειδί στην εξώπορτα και μπήκε η Ελίνα.
- Ποιος ήταν αυτός που σ' έφερε; ρώτησε αυστηρά την ανιψιά της, έτσι απλά, όπως άλλοι λένε «καλησπέρα».
- Ένας φίλος. Γιατί;
- Τι φίλος, δηλαδή; Αυτός είναι μεγάλος. Από πού τον ξέρεις;
- Απ' το Ιντερνετ-καφέ, Βρε θεία. Είναι τσακάλι στο σέρφινγκ.
Αύριο θα ‘ρθει να μας συνδέσει το καινούργιο σκάνερ.
- Δηλαδή, τι εννοείς; Θα 'ρθει … εδώ;
- Ε, πού αλλού;
Μάτι δεν έκλεισε όλη νύχτα η θεία - την άκουγα να στριφογυρνάει σ' όλο το σπίτι, ελέγχοντας ξανά και ξανά αν είναι κλειδωμένες οι πόρτες και τα παράθυρα, μέχρι που ξημέρωσε και βγήκε στο πίσω μπαλκόνι. Εκεί συσκέπτονται κάθε πρωί με τη γειτόνισσα, καθώς ποτίζουν τις γλάστρες τους με τα μυρωδικά. Φυσικά έστησα αυτί.
- Αυτά που λες, Ευτέρπη μου. Θα μας κουβαληθεί εδώ, ο μαλλιάς.
- Μαλλιάς, ε; Και με σκουλαρίκι;
- Και με σκουλαρίκι!
- Πωπω! Λες να 'ναι απ' αυτούς που παρασύρουν τα αθώα κορίτσια:
- Αυτό λες; Άλλο σκέφτομαι εγώ. Μην είναι κάνας πρεζάκιας!
Και λείπουν κι οι γονείς της - τι να σου κάνω κι εγώ;
Η κυρία Ευτέρπη καθησύχασε τη θειά Χαρίκλεια. Υπάρχει μια καινούργια συσκευή, της είπε - στην Εφημερίδα το διάβασε - που ανιχνεύει όλες τις ναρκωτικές ουσίες στο σώμα ενός ατόμου, φτάνει να 'χεις μια τρίχα απ' τα μαλλιά του. Την πουλάνε στα φαρμακεία (τη συσκευή εννοούσε προφανώς, όχι την τρίχα).
Να μη σας τα πολυλογώ, το ίδιο πρωί η συσκευή ήταν κρυμμένη στα βάθη του ψηλότερου ντουλαπιού της κουζίνας και περίμενε την κατάλληλη τρίχα για να δράσει. Η θεία Χαρίκλεια είχε καλύψει όλα τα καθίσματα του σπιτιού με άσπρα χνουδωτά καλύμματα, προφανώς για να είναι ευκολότερη η ανίχνευση και σύλληψη οποιασδήποτε κατσαρής τρίχας απ' την πλούσια χαίτη του νέου, που, όπως μας πληροφόρησε η Ελίνα, λέγεται Μπάμπης.
Α, ο γνωστός Μπάμπης... σκέφτηκα, αλλά δεν είπα βέβαια τίποτα.
Η ώρα περνούσε, αλλά ο Μπάμπης άφαντος. Η γειτόνισσα χτυπούσε κάθε δέκα λεπτά συνθηματικά την πόρτα της κουζίνας.
- Τι έγινε: Ακόμη να φανεί;
- Ακόμη. Ευτέρπη μου. Ξεροστάλιασα να ζεσταίνω τον καφέ.
- Α, του ‘χεις ψήσει και καφέ;
- Και καφέ και κουλουράκια και απ' όλα τα καλά. Για να νιώσει άνετα, καταλαβαίνεις ... Ν' απλωθεί στο κάθισμα να χαλαρώσει, ν' ακουμπήσει και το κεφάλι σε καμιά μαξιλάρα ...
- Αμ δεν του στρώνεις και να κοιμηθεί τότε; Έλα, βρε φιλενάδα, μη θυμώνεις, ένα αστείο έκανα κι εγώ!
Η γειτόνισσα το διασκέδαζε, εγώ το διασκέδαζα, η Ελίνα είχε καβαλήσει το τηλέφωνο εδώ και δυο ώρες - μόνο η άμοιρη η θεία βαριαναστέναζε κάθε τόσο. Μάλλον υπέφερε με τη σκέψη, ότι, για να ξυπνάει τόσο αργά αυτός ο Μπάμπης, σίγουρα είναι ύποπτος για χρήση ναρκωτικών.
Κατά τις έξι τ' απόγευμα, όταν είχε πια αρχίσει να σουρουπώνει, ακούστηκε απ' έξω ο γνωστός ήχος μοτοσικλέτας. Πριν ακόμα η Ελίνα προλάβει ν' αφήσει κάτω το ακουστικό του τηλεφώνου. πετάγεται η θεία και πάει ν' ανοίξει, φορώντας το πιο γλυκό της χαμόγελο.
Καλώς τον, καλώς τόνε τον Χαραλάμπ… έκανε να πει ανοίγοντας την πόρτα, αλλά δεν πρόλαβε -παραπάτησε και σωριάστηκε κάτω.
Τρέχω ανήσυχη να την σηκώσω, και τι να δω; Το Μπάμπη να στέκει μ' ένα αμήχανο χαμόγελο στο κατώφλι, και με τα μαλλιά κουρεμένα γουλί, συμφώνα με την τελευταία μόδα.
Με ... με γεια το κούρεμα! ψέλλισε η θεία μόλις συνήλθε.
Ευχαριστώ. Έφερα και την κοπέλα μου μαζί, αν δεν σας πειράζει. Θα πάμε σινεμά μετά και είπα να … Μόλις τότε είδαμε πίσω του μια κοπέλα, στην ηλικία του περίπου, μ' ένα κουτί γλυκά.
- Καλησπέρα. Είμαι η Μαρία.
Τελικά ο Μπάμπης συνέδεσε το σκάνερ. φάγανε τα γλυκά και φύγανε κι οι τρεις, μαζί και π Ελίνα, για το σινεμά.
Η θεία η Χαρίκλεια πήγε κι άνοιξε την πόρτα της κουζίνας για να μπει η κυρία Ευτέρπη, που περίμενε ανυπόμονα, στημένη από ώρα στο κεφαλόσκαλο. Γεμάτη έξαψη η θεία της εξιστόρησε τα πάντα, με το νι και με το σίγμα. Ακόμη και ποια ακριβώς πάστα έφαγε ο καθένας της είπε.
- Κατάλαβες, Ευτέρπη μου; Άδικα ανησύχησα!
- Κρίμα και τα εκατό ευρώ που 'δωσες για τη συσκευή.
Αν και δεν ξέρεις ποτέ ... μπορεί να χρειαστεί κάποτε ...
- Φτου φτου! Φάε τη γλώσσα σου, χριστιανή μου!
- Να τη φάω. Αν και ... θα προτιμούσα καμιά πάστα. Έμεινα καμία;
- Περίμενε, θα σου φέρω μια σοκολατίνα.
- Σέρβιρέ μου κι ένα λικεράκι για την περίσταση. Άντε λοιπόν! Στην υγειά μας! Τέλος καλό, όλα καλά!
Η θεία η Χαρίκλεια δεν μπορούσε όμως να ευθυμήσει. Σκεφτότανε τα εκατό ευρώ που πέταξε άδικα.
Αυτά παθαίνει η θεία και καλά να πάθει, αφού δεν εμπιστεύεται εμένα: Αν με είχε ρωτήσει θα της έλεγα ότι ο Μπάμπης είναι τύπος και υπογραμμός και αποκλείεται να παίρνει ναρκωτικά. Άσε που αγαπάει μια Μαρία και καμιά πονηρή σκέψη δεν κάνει για την Ελίνα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου