Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

O Σπάρος η Σπαρίνα και το Καβουράκι

της Φιλομήλας Βακάλη


Ένας Σπάρος με την κυρά του τη Σπαρίνα κρυμμένοι στη γωνιά του βράχου παραμόνευαν ώρα πολλή μπας και περάσει κανένα κοπάδι ψαράκια για να βολέψουν την πείνα τους. Αφηρημένα και απρόσεχτα ψάρια πάντα υπάρχουν. Το «πάντα» βέβαια, είναι μια κουβέντα, γιατί τε­λευταία, θες που είχε πολλή κίνηση η θάλασσα με τα σκάφη, θες η σπαροσύνη τους; Τα πράγ­ματα δεν πήγαιναν και πολύ καλά. Για μια μπουκιά ψάρι, χρειαζόταν ώρες να παραφυλά­νε.
Από πάνω τους, ακριβώς στην άκρη του βρά­χου, ένιωσαν το νερό να τρεμουλιάζει. «Κανένα ξεκομμένο ψαρουλάκι, θα είναι» εί­παν με χαρά και γλίστρησαν αθόρυβα κατά κει. Πήραν όλες τις προφυλάξεις, μην το τρο­μάξουν και τους ξεφύγει. Πριν κάνουν την τε­λευταία βουτιά, κοντοστάθηκαν. Είδαν ένα μι­κρό, μα τόσο δα μικρό καβουράκι που προ­σπαθούσε να γαντζωθεί στο βράχο με αναφιλητά.
Τι να φάνε απ' αυτό και πώς;
Απογοητεύτηκαν και κλαίγοντας σκέφτηκαν να φύγουν. Αλλά η περιέργεια τους σταμάτησε.
Ο Σπάρος ρώτησε το καβουράκι, ξεροβήχο­ντας πρώτα για να μην το τρομάξει:
- Κχ, κχ, μου μυρίζει αταξία, μάλλον θα ‘σαι τιμωρία;
Το Καβουράκι γύρισε, τους κοίταξε παραπο­νεμένο κουνώντας αρνητικά τη μικρή του δα­γκάνα.
- Τον πόνο σου για πες
που σ' έκανε να κλαίς;
-         Σ' ένα πέλαγο νερό
-         είμαι μόνο κι ορφανό!
Απάντησε ακόμα πιο πικραμένο το Καβουράκι.
- Ωχχ χο χοοο, το καψερό
Είπε δακρύζοντας η Κυρά-Σπαρίνα.
Έσκυψε στο αυτί του Σπάρου και κάτι του ψιθύρισε. Τι; Σαν τι άλλο.
Οι ατυχίες δε συμβαίνουν μόνο στη στεριά. Τ' αυγά της τα είχε χτυπήσει αλύπητα ένα κύ­μα κι έμεινε έτσι πληγωμένη δίχως σπαράκια...
«Μπορεί να μην είναι ένα σπαράκι, αλλά εί­ναι παιδί της θάλασσας. Ένα καβουράκι που έχει ανάγκη από φροντίδα και στοργή για να μεγαλώσει. Σε μια θάλασσα ζούμε! Τι ψάρια είμαστε; Να το μεγαλώσουμε εμείς. Να δεί­ξουμε την ψαροσύνη μας! Τα δικά μας τα πή­ρε η μαύρη θάλασσα... Να γλυκάνουμε τον πό­νο μας με τούτο το ορφανό»
Αυτά σίγουρα θα ψιθύρισε στο αυτί του κυρ-Σπάρου, γιατί χωρίς να χάσει καιρό άπλωσε τα πτερύγια του στο καβουράκι και του είπε:
- Καβουράκι μας καλό, μικρό νάρθεις στο δικό μας σπιτικό. θα το θέλαμε κι οι δυο η Σπαρίνα μου και γω!
Το καβουράκι είδε τα λέπια στο κορμί τους, την ουρά... Πόσο αλλιώτικοι από αυτό ήταν... Όμως τι πείραζε, είχαν καλή καρδιά ! Το πόνεσαν! Δεν ήταν οι γονείς του, αλλά μπορεί να περνούσε και μαζί τους καλά. Ύστερα σκέ­φτηκε το κακό χταπόδι, εκείνο το θηρίο που παραλίγο να το αρπάξει στα πλοκάμια του και να το πνίξει. Κοντά τους θα έβρισκε προστασία.
- Μήπως έχετε στο σπίτι σας κοντά το θηρίο με τα πόδια τα πολλά; ρώτησε δισταχτικά
- Όσο είμαστε κοντά σου
στάλα φόβος στην καρδιά σου
του απάντησαν προστατευτικά. Το καβου­ράκι αντί να απαντήσει, έπεσε στην αγκαλιά της Σπαρίνας. Δυσκολεύτηκε αρκετά. Το κορ­μί της ήταν τόσο γλιστερό που του ξέφευγε. Για να στερεωθεί έμπηξε τη δαγκάνα του.
-         Πρόσεξε και με πονάς... έβγαλε μια φωνή η Σπαρίνα, και τινάχτηκε προς τα πίσω.
Τρομαγμένο το καβουράκι ξεγαντζώθηκε από πάνω της. «Αν ήμουν παιδί της πραγματικό, τώρα θα με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της», σκέφτηκε με παράπονο το καβουράκι, «εκείνη μόλις ακούμπησε το πτερύγιο της πά­νω μου. Κι αμέσως με παράτησε, τι της έκα­να;» Η αλήθεια είναι πως ούτε που κατάλαβε το χάδι στο σκληρό κορμί του! Και πώς να κα­ταλάβει; Όμως δεν ήξερε αλλιώς να χαϊδεύει.
Από τη μεριά της και η Σπαρίνα ένιωσε μια πίκρα που δεν περιγράφεται! «Αν ήταν η πραγ­ματική του μάνα, θα χαιρόταν στο αγκάλια­σμα της κι ακόμα θα ήταν προσεχτικό μαζί της. θα την κρατούσε πιο στοργικά. Αυτό σχεδον την πλήγωσε.» Μα δεν ήθελε να βάζει άλ­λες τέτοιες σκέψεις στο μυαλό της, να μην της χαλούν την καλή χαρά που τους είχε βρει...
Τώρα έπρεπε να συνεχίσουν τη δουλειά τους. Να ψαρέψουν. Είχαν ένα στόμα να θρέψουν α­κόμα. Ωστόσο το καβουράκι καθόταν κοντά τους και τους περίμενε. Να που κουράστηκε ό­μως, νύσταξε. Γιατί να παιδεύεται, ήταν καλύ­τερα να πάει στο σπίτι και να περιμένει εκεί. Πιο ξεκούραστα. Ο Σπάρος το έπιασε από τη δαγκανίτσα του και άρχισε να του δίνει οδηγίες. Αυτός όμως δεν έλεγε να ξεκολλήσει από κοντά τους, φοβόταν. Προσπαθούσε να δικαι­ολογηθεί.
- Αν το σπίτι μας δε βρω;
Μη σας χάσω, δεν μπορώ.
- Ααα, θα το βρεις! Όλο ίσια και γραμμή, στο τελευταίο το βραχάκι, το δεξί... Το χτύπησε ελαφρά στην πλάτη και συμπλή­ρωσε:
Σε λίγη ώρα θα ’παστέ μαζί! Να παρακούσει δεν ήθελε το καβουράκι μας γι αυτό και δέχτηκε να πάει στο σπιτάκι τους. Κι εκεί να τους περιμένει. Έκανε μερικές βουτιές, ρούφηξε ευχαριστημένο το νερό, το πέτα­ξε μακριά και ξαναβούτηξε για το σπίτι.
Ο Σπάρος με τη Σπαρίνα πήγαν από το πίσω μέρος του βράχου να βρουν πιο ήσυχα νερά. Μα τους περίμενε μια έκπληξη. Έπεσαν πάνω σε γόνο λαχταριστό. Έτσι πολύ γρήγορα ακο­λούθησαν τα νερά του γυρισμού...
Πριν φτάσουν καλά καλά στο σπίτι, η Σπαρίνα άρχισε να φωνάζει:
- Τι θα φάει το καλό μας
το καβούρι το μικρό μας...
Το φώναξε, το ξαναφώναξε, τσιμουδιά από μέσα. Μπαίνει στο σπίτι, ψάχνει από δω, ψά­χνει από κει, και στην πιο μικρή χαραματιά, τίποτε. Ψάχνει και ο Σπάρος... Άφαντο!
Μαύρη απελπισία τους έπιασε. Να έχασε το δρόμο; Μάλλον απίθανο.
Μια ευθεία το χώριζε από το σπίτι κι ο πιο χαζός θα το έβρισκε.
Σίγουρα είχε μετανοιώσει και δε θέλησε να τους το πει. Γι αυτό ήταν τόσο αδιάφορο στο α­γκάλιασμα της Σπαρίνας... Πολύ στενοχωρη­μένοι


έπεσαν να κοιμηθούν. Ο Σπάρος όμως δεν έλεγε να κλείσει μάτι. θυμόταν το μικρό καβουράκι, το βλέμμα του... Έλαμπε όταν του είπαν να το πάρουν για παιδί τους... Μέσα βα­θιά στα σπάραχνά του πίστευε πως κάτι άλλο έφταιγε.
Σηκώθηκε, δίχως να ξυπνήσει τη γυναίκα του, και τράβηξε για το βράχο που είχαν συνα­ντηθεί με το καβουράκι.
Αλήθεια, τι είχε συμβεί;
... Μετά την τελευταία βουτιά, το καβουράκι πήρε το δρόμο, ίσια, όπως του είχαν πει. Κολυμπούσε, κολυμπούσε δε βρήκε πουθενά το βράχο στο πέλαγο. Έντρομο γύρισε από τον ίδιο δρόμο πίσω στο βράχο. Έκανε άλλη μια προσπάθεια, μπας και δεν είχε ακολουθήσει το σωστό δρόμο. Αλλά και πάλι τα ίδια... «Τι κρίμα, μετάνιωσαν  φαίνεται... Φως φανάρι, πως πετάχτηκε έτσι η Κυρά Σπαρίνα όταν πή­γα να την αγκαλιάσω! Μα γιατί να μην μου πουν την αλήθεια όμως; «Αυτά και άλλα τέτοια σκεφτόταν το καβουράκι όταν έπεσε πάνω στο Σπάρο που έψαχνε γι αυτό.
 - Καβουράκι, επιτέλους, που γυρνάς;
Προχώρα πίσω μου, μη σταματάς.
Φώναξε ανακουφισμένος δίχως να χάσει και­ρό ο Σπάρος. Το καβουράκι έβλεπε το Σπάρο να προχωράει μπροστά του και δεν ήξερε τι να βάλει με το μυαλό του. «Ίσια γραμμή» του εί­χαν πει κι αυτός κολυμπούσε λοξά... Να λοι­πόν, του είχαν δώσει λάθος οδηγίες. Σώπασε ό­μως, δεν είπε τίποτα για να μην κακοκαρδίσει τους καινούριους γονείς του.
Κανείς εκείνο το βράδυ δεν πίστευε πως είχε κάνει λάθος μα και κανείς δεν κατάλαβε ποιο ήταν το λάθος! Ξέφυγε σε όλους μια μικρή λε­πτομέρεια. Τα καβούρια προχωρούν λοξά, δεν κολυμπούν όπως τα άλλα ψάρια. Έπεσαν ό­μως όλοι ευχαριστημένοι να κοιμηθούν, αφού η περιπέτεια είχε τελειώσει.
Βέβαια ο Σπάρος με τη Σπαρίνα είχαν πολλά να σκεφτούν για το παιδί


τους. «Σε ποιο σχο­λειό να το στείλουν; Το σχολειό των καβουριών ή το μικτό; Το μικρό θάταν καλύτερο για να μάθει να ζει με άλλα ψαράκια και πρώτα από όλα με τους σπάρους...» Αυτά και άλλα πολλά τους κράτησαν ξάγρυπνους πολλές ώρες.


Το πρωί η Σπαρίνα, ετοίμασε το καβουράκι για το σχολείο. Του έβαλε και ψαροπολτό για το διάλειμμα... Το συμβούλεψε... Δεν παράλει­ψε τίποτα. Κι ο Σπάρος για να είναι σίγουρος μέχρι είκοσι φορές θα του είπε:
- Μην ξεχνάς. Προσεχτικά,
όλο ίσια αριστερά...
Μόνο την ώρα που το καβουράκι αποχαιρε­τούσε τη Σπαρίνα έγιναν τα ίδια πράγματα. Γαντζώθηκε πάνω της, εκείνη πόνεσε και τρα­βήχτηκε πάλι απότομα. Ενώ το ίδιο έμεινε πα­ραπονεμένο μια και το χάδι της δεν πέρασε το σκληρό κορμί του.
Δεν ήθελε να το σκέπτεται για να μην ξεχα­στεί και πάρει λάθος δρόμο. Έκανε μια μεγά­λη στροφή αριστερά, όσο να βρει το ίσιο και άρχισε να κολυμπά. Ορθάνοιχτα είχε τα μάτια του. Σχολείο δε βρήκε.
Ντράπηκε να γυρίσει πίσω. Έφερνε βόλτες ως το μεσημέρι που κλείνουν τα σχολεία. Και φυσικά αναγκάστηκε να πει ψέματα. Έλα που δεν ήταν μαθημένο. Οι γονείς του αμέσως το κατάλαβαν. Το καβουράκι ντράπηκε τόσο πολύ που δε βρήκε λόγια για να δικαιολογηθεί. Του φέρθηκαν αρκετά αυστηρά, γιατί πίστευ­αν ότι αυτό έπρεπε να κάνουν. Όλοι είχαν δυ­σκολίες και από κει και πέρα έπρεπε να είναι πιο προσεχτικοί.
Την άλλη μέρα ξεκίνησε το καβουράκι έχο­ντας τα μάτια του δεκατέσσερα. Άμα έκανε λά­θος κι αυτή τη φορά δε θα είχε μούτρα να ξα­ναγυρίσει. Το λάθος δυστυχώς έγινε ξανά, και έγινε ακριβώς γιατί ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες του Σπάρου. Πού να ήξερε το καη­μένο...
Αφού δε βρήκε το σχολείο, απελπισμένο πή­ρε το δρόμο για το μακρύ γιαλό. Πέρα από τη στενοχώρια του το περίμενε και μια μεγάλη λαχτάρα. Όπως κολυμπούσε δίπλα του πέρα­σε το θηρίο με τα οχτώ πλοκάμια. Το άγγιξε μάλιστα. Πώς γλίτωσε; Άρχισε να κολυμπάει τόσο γρήγορα που η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Από τα δάκρυα δεν έβλεπε μπροστά του. Έκανε να σκουπίσει τα μάτια του και κα­τά λάθος η άκρη της δαγκάνας του το πλήγω­σε. Πόσο πόνεσε. Πρώτη φορά σκέφτηκε πως τα χέρια του ήταν σουβλερά σαν καρφιά. θυμήθηκε τότε τη Σπαρίνα. Δίκιο είχε η καη­μένη που πετάχτηκε στο άγγιγμα του. Αν ήταν λίγο πιο προσεχτικό. Αργά πια. Είχε πάρει την απόφαση, δε θα γυρνούσε ποτέ πίσω...
Το μεσημέρι θες από ανησυχία, θες γιατί φέρθηκαν πολύ αυστηρά στο καβουράκι, οι γονείς πήγαν να το πάρουν οι ίδιοι από το σχο­λείο. Όταν έμαθαν πως δεν είχε πάει τα έχα­σαν. Δεν ήθελαν να το πιστέψουν. Αν ήταν στη στεριά θα λέγαμε ότι έφαγαν τον κόσμο για να το βρούνε. Ε, αυτοί ήπιαν τη θάλασσα. Όχι μόνο κοντά στο σχολειό αλλά πέρα κι από αυ­τό...
Κάποια στιγμή κουρασμένοι σταμάτησαν σε ένα βράχο να πάρουν μια ανάσα. Δίπλα τους καθόταν ένας γερο-Κάβουρας. Άκουσε την κουβέντα τους και τους ρώτησε:
- Ένα καβουράκι λίγο καστανό;
Ίσια τράβηξε για το μακρύ γιαλό...
- Αχ, θερμά σε ευχαριστώ. Είπε ο Σπάρος και παρασύροντας τη Σπαρίνα έδωσαν μια βουτιά ίσια μπροστά.
- Ε που πάτε κατά κει
 ίσια, είπα, μπρος γραμμή. Σταμάτησαν και τον κοίταξαν περίεργα.
-Μίλα φίλε σοβαρά
και δεν είμαστε παιδιά! του απάντησε λίγο θυμωμένος αυτή τη φορά ο Σπάρος.
- Δε μου αρέσουνε τα χωρατά
είπα, όλο ίσια και μπροστά
- Ε τότε γεια χαρά... είπε ο Σπάρος και συνέ­χισε ίσια. Οπότε ο γερο-Κάβουρας τους φωνά­ζει με όλη τη δύναμη της φωνής του:
- Ααα, σίγουρα δεν είσαστε καλά.
- Ε, αυτό παρατραβά
Μα την Άγια Πέρκα σου μιλώ,
θα σε δείρω, με έκανες θεριό.
Δεν πρόλαβε ο Σπάρος να τελειώσει το λόγο του και άκουσε μια πέρκα δίπλα του:
- Το όνομα μου άκουσα, θαρρώ και δεν είναι μοναχά αυτό με τον καυγά σας τον κουτό μου πήρατε και το μυαλό...
- Παρακαλώ, καυγάς αξιοπρέπειας! Αντέδρασε ο Σπάρος.
- Μάλλον θα έλεγα πορείας... Τον έκοψε η Πέρκα.
- Μαθήματα φιλοσοφίας; Την ειρωνεύτηκε ο Σπάρος.
- Άκου πρώτα και μετά...
Τα καβούρια έχουν μια διαφορά,
στον ίσιο δρόμο, προχωρούν λοξά!
Κι από την άλλη τη μεριά,
μήπως εννοούν αυτά
ότι πάμε εμείς λοξά;
- Πέρκα μου, να σε χαρούμε,
μεγάλη χάρη σου χρωστούμε! Είπαν με ένα στόμα ο Σπάρος και η Σπαρίνα. Κι αμέσως έτρεξαν για το μακρύ γιαλό, έτσι όπως το εννο­ούσε το δρόμο ο γέρο-Κάβουρας.
Πέρα στο μακρύ γιαλό βρήκαν το καβουρά­κι. Σε αυτό το διάστημα είχαν όλοι μάθει πολ­λά. Αγκαλιάστηκαν. Για πρώτη φορά από τη μέρα που συναντήθηκαν, η Σπαρίνα ένιωσε το αγκάλιασμα γλυκό και το καβουράκι το χάδι που ζητούσε το μητρικό.
Το άλλο πρωί ήξερε καλά το δρόμο. Φεύγοντας τους είπε κρυφογελώντας.
- Όλο ίσια αριστερά...
Και το μεσημέρι, να ένα δέκα τόοοσο μεγάλο στην ορθογραφία. Η αγάπη να στεριώσει μέσα σ' όλα θέλει γνώση!
Αν δεν προσπαθήσω πως θα σε γνωρίσω;
Τι ζητάει ή καρδιά σου;
Ποια τα χούγια τα δικά σου;


Δεν υπάρχουν σχόλια: