της Φιλομήλας Βακάλη
Ένας Σπάρος με την κυρά του τη Σπαρίνα κρυμμένοι στη γωνιά του βράχου παραμόνευαν ώρα πολλή μπας και περάσει κανένα κοπάδι ψαράκια για να βολέψουν την πείνα τους. Αφηρημένα και απρόσεχτα ψάρια πάντα υπάρχουν. Το «πάντα» βέβαια, είναι μια κουβέντα, γιατί τελευταία, θες που είχε πολλή κίνηση η θάλασσα με τα σκάφη, θες η σπαροσύνη τους; Τα πράγματα δεν πήγαιναν και πολύ καλά. Για μια μπουκιά ψάρι, χρειαζόταν ώρες να παραφυλάνε.
Από πάνω τους, ακριβώς στην άκρη του βράχου, ένιωσαν το νερό να τρεμουλιάζει. «Κανένα ξεκομμένο ψαρουλάκι, θα είναι» είπαν με χαρά και γλίστρησαν αθόρυβα κατά κει. Πήραν όλες τις προφυλάξεις, μην το τρομάξουν και τους ξεφύγει. Πριν κάνουν την τελευταία βουτιά, κοντοστάθηκαν. Είδαν ένα μικρό, μα τόσο δα μικρό καβουράκι που προσπαθούσε να γαντζωθεί στο βράχο με αναφιλητά.
Τι να φάνε απ' αυτό και πώς;
Απογοητεύτηκαν και κλαίγοντας σκέφτηκαν να φύγουν. Αλλά η περιέργεια τους σταμάτησε.
Ο Σπάρος ρώτησε το καβουράκι, ξεροβήχοντας πρώτα για να μην το τρομάξει:
- Κχ, κχ, μου μυρίζει αταξία, μάλλον θα ‘σαι τιμωρία;
Το Καβουράκι γύρισε, τους κοίταξε παραπονεμένο κουνώντας αρνητικά τη μικρή του δαγκάνα.
- Τον πόνο σου για πες
που σ' έκανε να κλαίς;
- Σ' ένα πέλαγο νερό
- είμαι μόνο κι ορφανό!
Απάντησε ακόμα πιο πικραμένο το Καβουράκι.
- Ωχχ χο χοοο, το καψερό
Είπε δακρύζοντας η Κυρά-Σπαρίνα.
Έσκυψε στο αυτί του Σπάρου και κάτι του ψιθύρισε. Τι; Σαν τι άλλο.
Οι ατυχίες δε συμβαίνουν μόνο στη στεριά. Τ' αυγά της τα είχε χτυπήσει αλύπητα ένα κύμα κι έμεινε έτσι πληγωμένη δίχως σπαράκια...
«Μπορεί να μην είναι ένα σπαράκι, αλλά είναι παιδί της θάλασσας. Ένα καβουράκι που έχει ανάγκη από φροντίδα και στοργή για να μεγαλώσει. Σε μια θάλασσα ζούμε! Τι ψάρια είμαστε; Να το μεγαλώσουμε εμείς. Να δείξουμε την ψαροσύνη μας! Τα δικά μας τα πήρε η μαύρη θάλασσα... Να γλυκάνουμε τον πόνο μας με τούτο το ορφανό»
Αυτά σίγουρα θα ψιθύρισε στο αυτί του κυρ-Σπάρου, γιατί χωρίς να χάσει καιρό άπλωσε τα πτερύγια του στο καβουράκι και του είπε:
- Καβουράκι μας καλό, μικρό νάρθεις στο δικό μας σπιτικό. θα το θέλαμε κι οι δυο η Σπαρίνα μου και γω!
Το καβουράκι είδε τα λέπια στο κορμί τους, την ουρά... Πόσο αλλιώτικοι από αυτό ήταν... Όμως τι πείραζε, είχαν καλή καρδιά ! Το πόνεσαν! Δεν ήταν οι γονείς του, αλλά μπορεί να περνούσε και μαζί τους καλά. Ύστερα σκέφτηκε το κακό χταπόδι, εκείνο το θηρίο που παραλίγο να το αρπάξει στα πλοκάμια του και να το πνίξει. Κοντά τους θα έβρισκε προστασία.
- Μήπως έχετε στο σπίτι σας κοντά το θηρίο με τα πόδια τα πολλά; ρώτησε δισταχτικά
- Όσο είμαστε κοντά σου
στάλα φόβος στην καρδιά σου
του απάντησαν προστατευτικά. Το καβουράκι αντί να απαντήσει, έπεσε στην αγκαλιά της Σπαρίνας. Δυσκολεύτηκε αρκετά. Το κορμί της ήταν τόσο γλιστερό που του ξέφευγε. Για να στερεωθεί έμπηξε τη δαγκάνα του.
- Πρόσεξε και με πονάς... έβγαλε μια φωνή η Σπαρίνα, και τινάχτηκε προς τα πίσω.
Τρομαγμένο το καβουράκι ξεγαντζώθηκε από πάνω της. «Αν ήμουν παιδί της πραγματικό, τώρα θα με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της», σκέφτηκε με παράπονο το καβουράκι, «εκείνη μόλις ακούμπησε το πτερύγιο της πάνω μου. Κι αμέσως με παράτησε, τι της έκανα;» Η αλήθεια είναι πως ούτε που κατάλαβε το χάδι στο σκληρό κορμί του! Και πώς να καταλάβει; Όμως δεν ήξερε αλλιώς να χαϊδεύει.
Από τη μεριά της και η Σπαρίνα ένιωσε μια πίκρα που δεν περιγράφεται! «Αν ήταν η πραγματική του μάνα, θα χαιρόταν στο αγκάλιασμα της κι ακόμα θα ήταν προσεχτικό μαζί της. θα την κρατούσε πιο στοργικά. Αυτό σχεδον την πλήγωσε.» Μα δεν ήθελε να βάζει άλλες τέτοιες σκέψεις στο μυαλό της, να μην της χαλούν την καλή χαρά που τους είχε βρει...
Τώρα έπρεπε να συνεχίσουν τη δουλειά τους. Να ψαρέψουν. Είχαν ένα στόμα να θρέψουν ακόμα. Ωστόσο το καβουράκι καθόταν κοντά τους και τους περίμενε. Να που κουράστηκε όμως, νύσταξε. Γιατί να παιδεύεται, ήταν καλύτερα να πάει στο σπίτι και να περιμένει εκεί. Πιο ξεκούραστα. Ο Σπάρος το έπιασε από τη δαγκανίτσα του και άρχισε να του δίνει οδηγίες. Αυτός όμως δεν έλεγε να ξεκολλήσει από κοντά τους, φοβόταν. Προσπαθούσε να δικαιολογηθεί.
- Αν το σπίτι μας δε βρω;
Μη σας χάσω, δεν μπορώ.
- Ααα, θα το βρεις! Όλο ίσια και γραμμή, στο τελευταίο το βραχάκι, το δεξί... Το χτύπησε ελαφρά στην πλάτη και συμπλήρωσε:
Σε λίγη ώρα θα ’παστέ μαζί! Να παρακούσει δεν ήθελε το καβουράκι μας γι αυτό και δέχτηκε να πάει στο σπιτάκι τους. Κι εκεί να τους περιμένει. Έκανε μερικές βουτιές, ρούφηξε ευχαριστημένο το νερό, το πέταξε μακριά και ξαναβούτηξε για το σπίτι.
Ο Σπάρος με τη Σπαρίνα πήγαν από το πίσω μέρος του βράχου να βρουν πιο ήσυχα νερά. Μα τους περίμενε μια έκπληξη. Έπεσαν πάνω σε γόνο λαχταριστό. Έτσι πολύ γρήγορα ακολούθησαν τα νερά του γυρισμού...
Πριν φτάσουν καλά καλά στο σπίτι, η Σπαρίνα άρχισε να φωνάζει:
- Τι θα φάει το καλό μας
το καβούρι το μικρό μας...
Το φώναξε, το ξαναφώναξε, τσιμουδιά από μέσα. Μπαίνει στο σπίτι, ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, και στην πιο μικρή χαραματιά, τίποτε. Ψάχνει και ο Σπάρος... Άφαντο!
Μαύρη απελπισία τους έπιασε. Να έχασε το δρόμο; Μάλλον απίθανο.
Μια ευθεία το χώριζε από το σπίτι κι ο πιο χαζός θα το έβρισκε.
Σίγουρα είχε μετανοιώσει και δε θέλησε να τους το πει. Γι αυτό ήταν τόσο αδιάφορο στο αγκάλιασμα της Σπαρίνας... Πολύ στενοχωρημένοι
έπεσαν να κοιμηθούν. Ο Σπάρος όμως δεν έλεγε να κλείσει μάτι. θυμόταν το μικρό καβουράκι, το βλέμμα του... Έλαμπε όταν του είπαν να το πάρουν για παιδί τους... Μέσα βαθιά στα σπάραχνά του πίστευε πως κάτι άλλο έφταιγε.
Σηκώθηκε, δίχως να ξυπνήσει τη γυναίκα του, και τράβηξε για το βράχο που είχαν συναντηθεί με το καβουράκι.
Αλήθεια, τι είχε συμβεί;
... Μετά την τελευταία βουτιά, το καβουράκι πήρε το δρόμο, ίσια, όπως του είχαν πει. Κολυμπούσε, κολυμπούσε δε βρήκε πουθενά το βράχο στο πέλαγο. Έντρομο γύρισε από τον ίδιο δρόμο πίσω στο βράχο. Έκανε άλλη μια προσπάθεια, μπας και δεν είχε ακολουθήσει το σωστό δρόμο. Αλλά και πάλι τα ίδια... «Τι κρίμα, μετάνιωσαν φαίνεται... Φως φανάρι, πως πετάχτηκε έτσι η Κυρά Σπαρίνα όταν πήγα να την αγκαλιάσω! Μα γιατί να μην μου πουν την αλήθεια όμως; «Αυτά και άλλα τέτοια σκεφτόταν το καβουράκι όταν έπεσε πάνω στο Σπάρο που έψαχνε γι αυτό.
- Καβουράκι, επιτέλους, που γυρνάς;
Προχώρα πίσω μου, μη σταματάς.
Φώναξε ανακουφισμένος δίχως να χάσει καιρό ο Σπάρος. Το καβουράκι έβλεπε το Σπάρο να προχωράει μπροστά του και δεν ήξερε τι να βάλει με το μυαλό του. «Ίσια γραμμή» του είχαν πει κι αυτός κολυμπούσε λοξά... Να λοιπόν, του είχαν δώσει λάθος οδηγίες. Σώπασε όμως, δεν είπε τίποτα για να μην κακοκαρδίσει τους καινούριους γονείς του.
Κανείς εκείνο το βράδυ δεν πίστευε πως είχε κάνει λάθος μα και κανείς δεν κατάλαβε ποιο ήταν το λάθος! Ξέφυγε σε όλους μια μικρή λεπτομέρεια. Τα καβούρια προχωρούν λοξά, δεν κολυμπούν όπως τα άλλα ψάρια. Έπεσαν όμως όλοι ευχαριστημένοι να κοιμηθούν, αφού η περιπέτεια είχε τελειώσει.
Βέβαια ο Σπάρος με τη Σπαρίνα είχαν πολλά να σκεφτούν για το παιδί
τους. «Σε ποιο σχολειό να το στείλουν; Το σχολειό των καβουριών ή το μικτό; Το μικρό θάταν καλύτερο για να μάθει να ζει με άλλα ψαράκια και πρώτα από όλα με τους σπάρους...» Αυτά και άλλα πολλά τους κράτησαν ξάγρυπνους πολλές ώρες.
Το πρωί η Σπαρίνα, ετοίμασε το καβουράκι για το σχολείο. Του έβαλε και ψαροπολτό για το διάλειμμα... Το συμβούλεψε... Δεν παράλειψε τίποτα. Κι ο Σπάρος για να είναι σίγουρος μέχρι είκοσι φορές θα του είπε:
- Μην ξεχνάς. Προσεχτικά,
όλο ίσια αριστερά...
Μόνο την ώρα που το καβουράκι αποχαιρετούσε τη Σπαρίνα έγιναν τα ίδια πράγματα. Γαντζώθηκε πάνω της, εκείνη πόνεσε και τραβήχτηκε πάλι απότομα. Ενώ το ίδιο έμεινε παραπονεμένο μια και το χάδι της δεν πέρασε το σκληρό κορμί του.
Δεν ήθελε να το σκέπτεται για να μην ξεχαστεί και πάρει λάθος δρόμο. Έκανε μια μεγάλη στροφή αριστερά, όσο να βρει το ίσιο και άρχισε να κολυμπά. Ορθάνοιχτα είχε τα μάτια του. Σχολείο δε βρήκε.
Ντράπηκε να γυρίσει πίσω. Έφερνε βόλτες ως το μεσημέρι που κλείνουν τα σχολεία. Και φυσικά αναγκάστηκε να πει ψέματα. Έλα που δεν ήταν μαθημένο. Οι γονείς του αμέσως το κατάλαβαν. Το καβουράκι ντράπηκε τόσο πολύ που δε βρήκε λόγια για να δικαιολογηθεί. Του φέρθηκαν αρκετά αυστηρά, γιατί πίστευαν ότι αυτό έπρεπε να κάνουν. Όλοι είχαν δυσκολίες και από κει και πέρα έπρεπε να είναι πιο προσεχτικοί.
Την άλλη μέρα ξεκίνησε το καβουράκι έχοντας τα μάτια του δεκατέσσερα. Άμα έκανε λάθος κι αυτή τη φορά δε θα είχε μούτρα να ξαναγυρίσει. Το λάθος δυστυχώς έγινε ξανά, και έγινε ακριβώς γιατί ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες του Σπάρου. Πού να ήξερε το καημένο...
Αφού δε βρήκε το σχολείο, απελπισμένο πήρε το δρόμο για το μακρύ γιαλό. Πέρα από τη στενοχώρια του το περίμενε και μια μεγάλη λαχτάρα. Όπως κολυμπούσε δίπλα του πέρασε το θηρίο με τα οχτώ πλοκάμια. Το άγγιξε μάλιστα. Πώς γλίτωσε; Άρχισε να κολυμπάει τόσο γρήγορα που η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Από τα δάκρυα δεν έβλεπε μπροστά του. Έκανε να σκουπίσει τα μάτια του και κατά λάθος η άκρη της δαγκάνας του το πλήγωσε. Πόσο πόνεσε. Πρώτη φορά σκέφτηκε πως τα χέρια του ήταν σουβλερά σαν καρφιά. θυμήθηκε τότε τη Σπαρίνα. Δίκιο είχε η καημένη που πετάχτηκε στο άγγιγμα του. Αν ήταν λίγο πιο προσεχτικό. Αργά πια. Είχε πάρει την απόφαση, δε θα γυρνούσε ποτέ πίσω...
Το μεσημέρι θες από ανησυχία, θες γιατί φέρθηκαν πολύ αυστηρά στο καβουράκι, οι γονείς πήγαν να το πάρουν οι ίδιοι από το σχολείο. Όταν έμαθαν πως δεν είχε πάει τα έχασαν. Δεν ήθελαν να το πιστέψουν. Αν ήταν στη στεριά θα λέγαμε ότι έφαγαν τον κόσμο για να το βρούνε. Ε, αυτοί ήπιαν τη θάλασσα. Όχι μόνο κοντά στο σχολειό αλλά πέρα κι από αυτό...
Κάποια στιγμή κουρασμένοι σταμάτησαν σε ένα βράχο να πάρουν μια ανάσα. Δίπλα τους καθόταν ένας γερο-Κάβουρας. Άκουσε την κουβέντα τους και τους ρώτησε:
- Ένα καβουράκι λίγο καστανό;
Ίσια τράβηξε για το μακρύ γιαλό...
- Αχ, θερμά σε ευχαριστώ. Είπε ο Σπάρος και παρασύροντας τη Σπαρίνα έδωσαν μια βουτιά ίσια μπροστά.
- Ε που πάτε κατά κει
ίσια, είπα, μπρος γραμμή. Σταμάτησαν και τον κοίταξαν περίεργα.
-Μίλα φίλε σοβαρά
και δεν είμαστε παιδιά! του απάντησε λίγο θυμωμένος αυτή τη φορά ο Σπάρος.
- Δε μου αρέσουνε τα χωρατά
είπα, όλο ίσια και μπροστά
- Ε τότε γεια χαρά... είπε ο Σπάρος και συνέχισε ίσια. Οπότε ο γερο-Κάβουρας τους φωνάζει με όλη τη δύναμη της φωνής του:
- Ααα, σίγουρα δεν είσαστε καλά.
- Ε, αυτό παρατραβά
Μα την Άγια Πέρκα σου μιλώ,
θα σε δείρω, με έκανες θεριό.
Δεν πρόλαβε ο Σπάρος να τελειώσει το λόγο του και άκουσε μια πέρκα δίπλα του:
- Το όνομα μου άκουσα, θαρρώ και δεν είναι μοναχά αυτό με τον καυγά σας τον κουτό μου πήρατε και το μυαλό...
- Παρακαλώ, καυγάς αξιοπρέπειας! Αντέδρασε ο Σπάρος.
- Μάλλον θα έλεγα πορείας... Τον έκοψε η Πέρκα.
- Μαθήματα φιλοσοφίας; Την ειρωνεύτηκε ο Σπάρος.
- Άκου πρώτα και μετά...
Τα καβούρια έχουν μια διαφορά,
στον ίσιο δρόμο, προχωρούν λοξά!
Κι από την άλλη τη μεριά,
μήπως εννοούν αυτά
ότι πάμε εμείς λοξά;
- Πέρκα μου, να σε χαρούμε,
μεγάλη χάρη σου χρωστούμε! Είπαν με ένα στόμα ο Σπάρος και η Σπαρίνα. Κι αμέσως έτρεξαν για το μακρύ γιαλό, έτσι όπως το εννοούσε το δρόμο ο γέρο-Κάβουρας.
Πέρα στο μακρύ γιαλό βρήκαν το καβουράκι. Σε αυτό το διάστημα είχαν όλοι μάθει πολλά. Αγκαλιάστηκαν. Για πρώτη φορά από τη μέρα που συναντήθηκαν, η Σπαρίνα ένιωσε το αγκάλιασμα γλυκό και το καβουράκι το χάδι που ζητούσε το μητρικό.
Το άλλο πρωί ήξερε καλά το δρόμο. Φεύγοντας τους είπε κρυφογελώντας.
- Όλο ίσια αριστερά...
Και το μεσημέρι, να ένα δέκα τόοοσο μεγάλο στην ορθογραφία. Η αγάπη να στεριώσει μέσα σ' όλα θέλει γνώση!
Αν δεν προσπαθήσω πως θα σε γνωρίσω;
Τι ζητάει ή καρδιά σου;
Ποια τα χούγια τα δικά σου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου