Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Η ΚΥΡΑ ΜΑΡΩ ΚΑΙ Ο ΚΥΡ – ΝΙΚΟΛΟΣ



Παραμύθι της Ηπείρου (ελεύθερη διασκευή)
Φιλομήλας Βακάλη
Μια  φορά κι έναν καιρό, ήταν και δεν ήταν. Ήταν μια αλεπού, η κυρά Μάρω και ένας λύκος, ο κυρ-Νικολός. Ζούσαν χρόνια στο ίδιο λαγκάδι κι όμως δεν εί­χαν ανταμώσει ποτέ.
Μια νύχτα, που γύριζαν από δω και από κει, ψάχνοντας κι οι δυο για λίγο φαΐ, βρέθηκαν πολύ κοντά. Για να τα λέμε όπως έγιναν, ο κυρ-Νικολός ήταν τόσο αφηρημένος που έπεσε πάνω στην κυρά-Μάρω. Τα 'χασε ο καημένος, ήθελε να ζητήσει συγνώμη, τραύλισε:
— Κακαλησπέρα κυράαα.,.-Μάρω, συγ..
— Ω  τον κυρ-Νικολο μας, τιμή μου που σε γνωρίζω κι από κοντά, τον διέκοψε η αλεπού με ύφος μελιστάλαχτο. Τι χαμπά­ρια κυρ-Νικολό  μ' πώς τα πας; Πώς παν τα κελεπούρια; Ο λύκος ξεθάρρεψε, έκαμε μια βαθιά υπόκλιση
— Έχω κεσάτια κυρα-Μάρω μ', δυσκο­λεύουμε. Εσύ τα καταφέρνεις καλά όλοι το λένε!
— Μπα μπα μην το πιστεύεις και γω τα ίδια προβλήματα έχω. Με το ζόρι τα βγά­ζω πέρα.
— Απ' ότι βλέπω κυρα-Μάρω μ' τις ίδιες στεναχώριες έχουμε. Δε γινόμαστε συνέταιροι, να κυνηγάμε αντάμα; Ό,τι βρίσκουμε, δίκαια θα το μοιραζόμαστε. Δυο μαζί θα τα καταφέρουμε καλύτερα.
— Αχ από το στόμα μου το πήρες. Αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ. Να μου ζήσεις κυρ-Νικολό μ'. Μια συντροφιά, όλα στη μέση θα τα χωρίζουμε! Μόνο έτσι θα γλυτώσουμε από την πείνα. Εσύ που εί­σαι δυνατός, θα έχεις το νου σου στο χο­ντρό κυνήγι, στα πρόβατα, τα γίδια, τα μοσχάρια... Εγώ από τη μεριά μου, θα φροντίζω για τα ορεχτικά μας. θα γεμίζω το τραπέζι μας με τρυφερούδια, κότες, πέρδικες, λαγούς.... Α την καλή ώρα που έδωσε ο θεός κι ανταμωθήκαμε. Από δω και μπρος θάχουμε όλα τα καλά του κό­σμου. Χώρια το σπουδαιότερο που έχω να σου πω.
— Υπάρχει και πιο σπουδαίο κυρα-Μάρω μ';
—Όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Τις προάλλες, μου ήρθε ένα φιρμάνι από το βασιλιά, καλοσύνη του μεγάλη. Ξέρεις γιατί; Δίνει εντολή σε όλα ανεξαιρέτως τα σκυλιά να μη με πλησιάζουν. Όταν το διαβάζω, τα σκυλιά σταματούν αμέσως. Κόκαλο, δε με κυνηγούν. Βασιλική δια­ταγή και τα σκυλιά δεμένα...
— Αχ κυρά Μάρω μ' , εσύ είσαι σκέτος θησαυρός. Πού ήσουν τόσα χρόνια. Μό­νο να χαρείς, ας μη χάνουμε καιρό. Έχω μια πείνα...
— Δίκιο έχεις, να βιαστούμε. Μόλις που στέκω στα πόδια μου. Δυο μέρες είμαι νηστική.
Εκεί που προχωρούσαν, τύχη καλή, η αλεπού βλέπει ένα κιούπι με μέλι.
— Νάτα μας κι όλας, ξεφώνισε όλο χαρά. Δες κυρ-Νικολό μ' σωθήκαμε, ένα κιούπι μέλι γλυκό. Πάνω του! Κι όπως έκανε να κινήσει για το κιούπι, κοντοστάθηκε για λίγο, κόμπιασε. Κάναμε δρόμο πολύ, λα­χάνιασα. Λέω να ξαποστάσω πρώτα. Και συ λαχανιασμένος είσαι, θα μας καθίσει βαρύ στο στομάχι αν το φάμε τώρα. Είναι πιο φρόνιμο να περιμένουμε λιγάκι. Τον κοίταξε αθώα και συμπλήρωσε βιαστικά. Ό,τι πεις εσύ βέβαια. Τι να πει; Λογικά του μιλούσε. Άλλωστε από ευγένεια, σαν κύριος και καλός συνέταιρος, έπρεπε να σεβαστεί την επιθυμία της. Πλάγιασαν σε μια ήσυχη γωνιά.
Πριν καλά καλά κλείσουν τα μάτια τους η αλεπού πετάγεται πάνω.
— Ορίστε, ποιος είναι; Έτρεξε τάχα να δει, σαν κάποιος να την είχε καλέσει.
Όταν γύρισε, απορημένος τη ρώτησε ο λύκος.
— Εγώ δεν άκουσα τίποτε, σε ποιον είπες ορίστε;
— Σε πήρε ο ύπνος κυρ-Νικολό μ' και δεν κατάλαβες. Ο κουμπάρος μου ήταν, το κουνάβι. Με φώναξε να του βαφτίσω το παιδί. Πρέπει να πάω. Εσύ μη χαλάς την ησυχία σου, κοιμήσου. Δε θ' αργήσω καθόλου. Έκανε πως φεύγει, αλλά κρυφά κρυφά πήγε στο κιούπι με το μέλι. Έφαγε έφαγε ώσπου το έφτασε στη μέση. Έγλυ­ψε και τα μουστάκια της για να μην προ­δοθεί. Χαμπάρι δεν πήρε ο λύκος.
— Ήρθες κυρά Μάρω μ', πάντα άξια νάσαι. Τι όνομα του έδωσες;
— Του έδωσα δύο ονόματα. Έτσι το ‘θελαν οι γονείς του. Αρχινιστή και Μεσια-στή το είπα. Ένα όνομα για τη μέρα, ένα για τη νύχτα. Μόνο που δεν ξεκουράστη­κα καθόλου. Να κλείσω μια στάλα τα μά­τια μου. Μετά πάμε για το μέλι. Αμέσως την πήρε ο ύπνος. Ή μάλλον έκανε πως την πήρε.
Δεν είχαν περάσει πέντε δέκα λεπτά, πετάχτηκε πάλι επάνω. Τέντωσε τ' αυτιά
— Ορίστε ποιος είναι, ποιος με φωνάζει;
Έτρεξε να δει. Γύρισε μουρμουρίζοντας νευριασμένη. Να πάρει η ευχή, πού βρέ­θηκαν όλες οι κουμπαριές μαζί; Η φιλενά­δα μου τώρα, η αγριόγατα, ζητάει να της βαφτίσω κι αυτή το παιδί. Τι να κάνω, πρέ­πει να πάω. Μου στάθηκε πολύ στους γά­μους του παιδιού μου. Ήρθε η ώρα να της το ξεπληρώσω. Αυτό θα πει να έχει κανείς φίλους! Μόνο για σένα στενοχω­ριέμαι. Πάλι σε αφήνω, συχωρά με, δεν θάργήσω. Το βαφτίσι θα κάνω, τίποτε άλλο. Δεν κρατιόταν η πονήρω. Πήγε πάλι κατευθείαν στο μέλι. Το έφαγε όλο, μέχρι την τελευταία σταλαγματιά. Πριν φύγει αναποδογύρισε το κιούπι. Ο λύκος την υποδέχτηκε χαμογελαστός, δίχως παράπονα.
— Εντάξει αλεπού μ' το βάφτισες το παιδί;
— Μόνο το βάφτισα; Το μύρωσα, όλα τα ‘καμα. Ενθουσιάστηκαν. Αναποδογυριστή το βάφτισα; Πόσο τους άρεσε, ξε­τρελάθηκαν. Είχαν τραπέζι. Χρυσή με έκαναν να μείνω. Όχι τους είπα, έχω τον φίλο μ' τον κυρ-Νικολό μονάχο. Μπου­κιά δεν έβαλα στο στόμα μου. Άντε σή­κω, πάμε για το μέλι. Κοντεύω να πεθάνω από την πείνα. Πήγαν κι όπως ήταν φυσι­κό, βρήκαν το κιούπι αναποδογυρισμέ­νο. Τέντωσε η αλεπού τα μάτια της.
— Πω πω, την πάθαμε. Ξέρω ποιος μας την έφτιασε τη δουλειά. Η συμπεθέρα μου η αρκούδα θα πέρασε από δω. Αυτή τρελαίνεται για το μέλι. Μη στεναχωριέ­σαι Νικολό μ' και μεις θα βρούμε καλύ­τερο κελεπούρι. Τώρα που γύριζα από το βαφτίσι, άκουσα κουδούνια από γιδοπρόβατα. Εδώ παραπάνω είναι το μαντρί του μπάρμπα Γιάνναρου.
— Αυτό το ξέρω και γω. Έλα όμως που έχει κάτι σκυλιά, ο θεός να σε φυλάει. Πήγα μια νύχτα, αλλά έφυγα τρεχάτος. Μου κόπηκε η λαλιά από το φόβο μου.
— Που έχεις το νου σου κυρ-Νικολό μ' όταν σου μιλάω; Δε σου είπα ότι έχω ένα φιρμάνι...
— Ναι ναι συγχωρά με, την έκοψε ο λύ­κος. Έχεις δίκιο, το ξέχασα. Πάμε. Ποιος θα μπει όμως στο μαντρί;
— Εσύ βέβαια. Εγώ θα κάτσω λίγο πιο πέρα να παραφυλάω. Αν σου ριχτούν τα σκυλιά, θα διαβάσω το φιρμάνι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Κατάλαβες τώρα; Ξεκί­νησαν σιγά σιγά έφτασαν στο μαντρί. Κανείς δεν τους πήρε είδηση. Μήτε ο τσοπάνος, μήτε τα σκυλιά. Ρίχτηκε ο λύ­κος στο κοπάδι. Άρπαξε μια τετράπαχη μαύρη προβατίνα, τη λάβωσε με δυο δα­γκωματιές και την άφησε κάτω. Δεν τον έφτανε ένα κελεπούρι μονάχα. Έπεσε πά­νω σε ένα τραγί που είχε μια μεγάλη κουδούνα στο λαιμό. Με το πάλεμα άρχισε να χτυπάει η κουδούνα. Φοβήθηκε το κοπάδι. Έγινε φασαρία μεγάλη. Πάνω κά­τω τα ζωντανά, κουδούνια, βελάσματα, ξύπνησε ο τσοπάνος. Πετάχτηκε αγριεμέ­νος.
— Ωντέρα.. Ωμπούρα Φώναξε στα σκυλιά. Τα σκυλιά τον πρόλαβαν την ώρα που έβγαινε από το μαντρί με ένα χρονιάρικο αρνάκι στο στόμα. Γαβ από­ ‘δώ, γαβ από κει, γκαπ και γκουπ τον γέ­μισαν δαγκωματιές. Μια σκύλα τον άρ­παξε από το αυτί, του έπεσε το τρυφερούδι από το στόμα. Πάνω στον πόνο και την τρομάρα του θυμήθηκε το φιρμάνι.
— Χάνομαι κυρά Μάρω μ' χάνομαι. Γρή­γορα το φιρμάνι. Διάβασε το φιρμάνι. Η αλεπού είχε πάρει δρόμο. Από μακριά του φώναξε
— Δεν έχω φως να δω. Στο κατασκόταδο φιρμάνια δεν διαβάζονται κυρ-Νικολό μ' δεν διαβάζονται...Τρεχάτη χάθηκε στη λαγκάδα.
Εν τω μεταξύ ο κυρ-Νικολός σφάδαζε από τους πόνους. Τσοπάνος και σκυλιά τον έκαναν τ' αλατιού. Στην απελπισία του έκανε μια τελευταία προσπάθεια να τους ξεφύγει, θαύμα έγινε; Τα κατάφερε. Πώς; Ούτε ο ίδιος μπορούσε να το πιστέ­ψει. Το κορμί του ήταν ασήκωτο. Αλλά το γινάτι του για την κυρα-Μάρω ήταν τόσο μεγάλο που ξεχνούσε τα πάντα. Δαρμέ­νος, μαδημένος, με ένα αυτί και μισή ου­ρά, κούτσα κούτσα, πήρε τους δρόμους να τη βρει. Η αλεπού περίμενε την επίθε­ση. Κρύφτηκε σε μια κουφάλα. Έκλεισε καλά την τρύπα με μια πέτρα. Κρατούσε ακόμα και την ανάσα της. Αργά γρήγορα ο λύκος τη μυρίστηκε. Στρώθηκε στη ρίζα του δέντρου. «Που θα πάει, κάποια ώρα θα βγει από δω μέσα. Τότε θα καταλάβει τι θα πει κυρ-Νικολός...» σκεφτόταν.
' Έγλυφε τις πληγές του και περίμενε.
Πέρασε μια, πέρασαν δυο, τρεις μέρες, η αλεπού άρχισε να απελπίζεται. Κινδύ­νευε να ψοφήσει από την πείνα εκεί μέσα.
Έπρεπε κάτι να κάνει, το γρηγορότερο. Να δώσει μια να πεταχτεί έξω, σκέφτηκε. Πληγωμένος ήταν ο κυρ-Νικολός, σβέλτη εκείνη, θα του ξέφευγε. Δίνει μια, δίνει δυο, τίποτε. Η πέτρα είχε σφηνώσει απ' έξω. Έβαλε πάλι το μυαλό της να δουλέ­ψει. Άμα θέλει μια αλεπού, πάντα κατε­βάζει ιδέες! Μετανιωμένη τάχα του φώ­ναξε από μέσα.
— Κυρ - Νικολό μ' συγχωρά με την αμαρτωλή. Σε κορόιδεψα. Δεν έχω μάτια να δω, ούτε σένα ούτε το θεό. Εγώ είμαι αποφασισμένη να πληρώσω για τις αμαρτίες μου. Αν μείνω εδώ μέσα τόσο το καλύτερο, θα συχωρεθώ. Εσένα σκέ­φτομαι, που κακόπαθες για το χατίρι μου. Άκακος είσαι, σε κανέναν δεν έφταιξες, γιατί να πεθάνεις και συ μαζί μου; Το φαγητό δεν πέφτει από τον ουρανό. Να δυναμώσεις, στα χάλια που βρίσκεσαι. Ο κυρ-Νικολός πίστεψε στα λόγια της. Κατά βάθος τη λυπήθηκε κι όλας. Αποφάσισε να φύγει.
— Συγχωρεμένη να ‘σαι, της είπε. Έβαλε τα δυνατά του να σηκωθεί. Πριν προλά­βει να ξεκινήσει, την άκουσε πάλι από μέ­σα να του λέει
— Αχ κυρ-Νικολό μ', κάνε μου μια χάρη ακόμα, την τελευταία. Κλείστηκα τελείως εδώ μέσα. Ούτε μια χαραμάδα δεν έμει­νε. Τράβα λίγο την πέτρα, να μια στάλα, όσο να βρει δρόμο η ψυχή μου, για να πετάξει στον ουρανό. Έβαλε ο λύκος όλη του τη δύναμη, όση του είχε απομείνει και τράβηξε την πέτρα. Ούτε που πρό­λαβε να τη δει. Σαν αστραπή η αλεπού πετάχτηκε από μέσα κι όπου φύγει-φύγει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: