Παραμύθι της Ηπείρου (ελεύθερη διασκευή)
Φιλομήλας Βακάλη
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν και δεν ήταν. Ήταν μια αλεπού, η κυρά Μάρω και ένας λύκος, ο κυρ-Νικολός. Ζούσαν χρόνια στο ίδιο λαγκάδι κι όμως δεν είχαν ανταμώσει ποτέ.
Μια νύχτα, που γύριζαν από δω και από κει, ψάχνοντας κι οι δυο για λίγο φαΐ, βρέθηκαν πολύ κοντά. Για να τα λέμε όπως έγιναν, ο κυρ-Νικολός ήταν τόσο αφηρημένος που έπεσε πάνω στην κυρά-Μάρω. Τα 'χασε ο καημένος, ήθελε να ζητήσει συγνώμη, τραύλισε:
— Κακαλησπέρα κυράαα.,.-Μάρω, συγ..
— Ω τον κυρ-Νικολο μας, τιμή μου που σε γνωρίζω κι από κοντά, τον διέκοψε η αλεπού με ύφος μελιστάλαχτο. Τι χαμπάρια κυρ-Νικολό μ' πώς τα πας; Πώς παν τα κελεπούρια; Ο λύκος ξεθάρρεψε, έκαμε μια βαθιά υπόκλιση
— Έχω κεσάτια κυρα-Μάρω μ', δυσκολεύουμε. Εσύ τα καταφέρνεις καλά όλοι το λένε!
— Μπα μπα μην το πιστεύεις και γω τα ίδια προβλήματα έχω. Με το ζόρι τα βγάζω πέρα.
— Απ' ότι βλέπω κυρα-Μάρω μ' τις ίδιες στεναχώριες έχουμε. Δε γινόμαστε συνέταιροι, να κυνηγάμε αντάμα; Ό,τι βρίσκουμε, δίκαια θα το μοιραζόμαστε. Δυο μαζί θα τα καταφέρουμε καλύτερα.
— Αχ από το στόμα μου το πήρες. Αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ. Να μου ζήσεις κυρ-Νικολό μ'. Μια συντροφιά, όλα στη μέση θα τα χωρίζουμε! Μόνο έτσι θα γλυτώσουμε από την πείνα. Εσύ που είσαι δυνατός, θα έχεις το νου σου στο χοντρό κυνήγι, στα πρόβατα, τα γίδια, τα μοσχάρια... Εγώ από τη μεριά μου, θα φροντίζω για τα ορεχτικά μας. θα γεμίζω το τραπέζι μας με τρυφερούδια, κότες, πέρδικες, λαγούς.... Α την καλή ώρα που έδωσε ο θεός κι ανταμωθήκαμε. Από δω και μπρος θάχουμε όλα τα καλά του κόσμου. Χώρια το σπουδαιότερο που έχω να σου πω.
— Υπάρχει και πιο σπουδαίο κυρα-Μάρω μ';
—Όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Τις προάλλες, μου ήρθε ένα φιρμάνι από το βασιλιά, καλοσύνη του μεγάλη. Ξέρεις γιατί; Δίνει εντολή σε όλα ανεξαιρέτως τα σκυλιά να μη με πλησιάζουν. Όταν το διαβάζω, τα σκυλιά σταματούν αμέσως. Κόκαλο, δε με κυνηγούν. Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα...
— Αχ κυρά Μάρω μ' , εσύ είσαι σκέτος θησαυρός. Πού ήσουν τόσα χρόνια. Μόνο να χαρείς, ας μη χάνουμε καιρό. Έχω μια πείνα...
— Δίκιο έχεις, να βιαστούμε. Μόλις που στέκω στα πόδια μου. Δυο μέρες είμαι νηστική.
Εκεί που προχωρούσαν, τύχη καλή, η αλεπού βλέπει ένα κιούπι με μέλι.
— Νάτα μας κι όλας, ξεφώνισε όλο χαρά. Δες κυρ-Νικολό μ' σωθήκαμε, ένα κιούπι μέλι γλυκό. Πάνω του! Κι όπως έκανε να κινήσει για το κιούπι, κοντοστάθηκε για λίγο, κόμπιασε. Κάναμε δρόμο πολύ, λαχάνιασα. Λέω να ξαποστάσω πρώτα. Και συ λαχανιασμένος είσαι, θα μας καθίσει βαρύ στο στομάχι αν το φάμε τώρα. Είναι πιο φρόνιμο να περιμένουμε λιγάκι. Τον κοίταξε αθώα και συμπλήρωσε βιαστικά. Ό,τι πεις εσύ βέβαια. Τι να πει; Λογικά του μιλούσε. Άλλωστε από ευγένεια, σαν κύριος και καλός συνέταιρος, έπρεπε να σεβαστεί την επιθυμία της. Πλάγιασαν σε μια ήσυχη γωνιά.
Πριν καλά καλά κλείσουν τα μάτια τους η αλεπού πετάγεται πάνω.
— Ορίστε, ποιος είναι; Έτρεξε τάχα να δει, σαν κάποιος να την είχε καλέσει.
Όταν γύρισε, απορημένος τη ρώτησε ο λύκος.
— Εγώ δεν άκουσα τίποτε, σε ποιον είπες ορίστε;
— Σε πήρε ο ύπνος κυρ-Νικολό μ' και δεν κατάλαβες. Ο κουμπάρος μου ήταν, το κουνάβι. Με φώναξε να του βαφτίσω το παιδί. Πρέπει να πάω. Εσύ μη χαλάς την ησυχία σου, κοιμήσου. Δε θ' αργήσω καθόλου. Έκανε πως φεύγει, αλλά κρυφά κρυφά πήγε στο κιούπι με το μέλι. Έφαγε έφαγε ώσπου το έφτασε στη μέση. Έγλυψε και τα μουστάκια της για να μην προδοθεί. Χαμπάρι δεν πήρε ο λύκος.
— Ήρθες κυρά Μάρω μ', πάντα άξια νάσαι. Τι όνομα του έδωσες;
— Του έδωσα δύο ονόματα. Έτσι το ‘θελαν οι γονείς του. Αρχινιστή και Μεσια-στή το είπα. Ένα όνομα για τη μέρα, ένα για τη νύχτα. Μόνο που δεν ξεκουράστηκα καθόλου. Να κλείσω μια στάλα τα μάτια μου. Μετά πάμε για το μέλι. Αμέσως την πήρε ο ύπνος. Ή μάλλον έκανε πως την πήρε.
Δεν είχαν περάσει πέντε δέκα λεπτά, πετάχτηκε πάλι επάνω. Τέντωσε τ' αυτιά
— Ορίστε ποιος είναι, ποιος με φωνάζει;
Έτρεξε να δει. Γύρισε μουρμουρίζοντας νευριασμένη. Να πάρει η ευχή, πού βρέθηκαν όλες οι κουμπαριές μαζί; Η φιλενάδα μου τώρα, η αγριόγατα, ζητάει να της βαφτίσω κι αυτή το παιδί. Τι να κάνω, πρέπει να πάω. Μου στάθηκε πολύ στους γάμους του παιδιού μου. Ήρθε η ώρα να της το ξεπληρώσω. Αυτό θα πει να έχει κανείς φίλους! Μόνο για σένα στενοχωριέμαι. Πάλι σε αφήνω, συχωρά με, δεν θ’ άργήσω. Το βαφτίσι θα κάνω, τίποτε άλλο. Δεν κρατιόταν η πονήρω. Πήγε πάλι κατευθείαν στο μέλι. Το έφαγε όλο, μέχρι την τελευταία σταλαγματιά. Πριν φύγει αναποδογύρισε το κιούπι. Ο λύκος την υποδέχτηκε χαμογελαστός, δίχως παράπονα.
— Εντάξει αλεπού μ' το βάφτισες το παιδί;
— Μόνο το βάφτισα; Το μύρωσα, όλα τα ‘καμα. Ενθουσιάστηκαν. Αναποδογυριστή το βάφτισα; Πόσο τους άρεσε, ξετρελάθηκαν. Είχαν τραπέζι. Χρυσή με έκαναν να μείνω. Όχι τους είπα, έχω τον φίλο μ' τον κυρ-Νικολό μονάχο. Μπουκιά δεν έβαλα στο στόμα μου. Άντε σήκω, πάμε για το μέλι. Κοντεύω να πεθάνω από την πείνα. Πήγαν κι όπως ήταν φυσικό, βρήκαν το κιούπι αναποδογυρισμένο. Τέντωσε η αλεπού τα μάτια της.
— Πω πω, την πάθαμε. Ξέρω ποιος μας την έφτιασε τη δουλειά. Η συμπεθέρα μου η αρκούδα θα πέρασε από δω. Αυτή τρελαίνεται για το μέλι. Μη στεναχωριέσαι Νικολό μ' και μεις θα βρούμε καλύτερο κελεπούρι. Τώρα που γύριζα από το βαφτίσι, άκουσα κουδούνια από γιδοπρόβατα. Εδώ παραπάνω είναι το μαντρί του μπάρμπα Γιάνναρου.
— Αυτό το ξέρω και γω. Έλα όμως που έχει κάτι σκυλιά, ο θεός να σε φυλάει. Πήγα μια νύχτα, αλλά έφυγα τρεχάτος. Μου κόπηκε η λαλιά από το φόβο μου.
— Που έχεις το νου σου κυρ-Νικολό μ' όταν σου μιλάω; Δε σου είπα ότι έχω ένα φιρμάνι...
— Ναι ναι συγχωρά με, την έκοψε ο λύκος. Έχεις δίκιο, το ξέχασα. Πάμε. Ποιος θα μπει όμως στο μαντρί;
— Εσύ βέβαια. Εγώ θα κάτσω λίγο πιο πέρα να παραφυλάω. Αν σου ριχτούν τα σκυλιά, θα διαβάσω το φιρμάνι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Κατάλαβες τώρα; Ξεκίνησαν σιγά σιγά έφτασαν στο μαντρί. Κανείς δεν τους πήρε είδηση. Μήτε ο τσοπάνος, μήτε τα σκυλιά. Ρίχτηκε ο λύκος στο κοπάδι. Άρπαξε μια τετράπαχη μαύρη προβατίνα, τη λάβωσε με δυο δαγκωματιές και την άφησε κάτω. Δεν τον έφτανε ένα κελεπούρι μονάχα. Έπεσε πάνω σε ένα τραγί που είχε μια μεγάλη κουδούνα στο λαιμό. Με το πάλεμα άρχισε να χτυπάει η κουδούνα. Φοβήθηκε το κοπάδι. Έγινε φασαρία μεγάλη. Πάνω κάτω τα ζωντανά, κουδούνια, βελάσματα, ξύπνησε ο τσοπάνος. Πετάχτηκε αγριεμένος.
— Ωντέρα.. Ωμπούρα Φώναξε στα σκυλιά. Τα σκυλιά τον πρόλαβαν την ώρα που έβγαινε από το μαντρί με ένα χρονιάρικο αρνάκι στο στόμα. Γαβ από ‘δώ, γαβ από κει, γκαπ και γκουπ τον γέμισαν δαγκωματιές. Μια σκύλα τον άρπαξε από το αυτί, του έπεσε το τρυφερούδι από το στόμα. Πάνω στον πόνο και την τρομάρα του θυμήθηκε το φιρμάνι.
— Χάνομαι κυρά Μάρω μ' χάνομαι. Γρήγορα το φιρμάνι. Διάβασε το φιρμάνι. Η αλεπού είχε πάρει δρόμο. Από μακριά του φώναξε
— Δεν έχω φως να δω. Στο κατασκόταδο φιρμάνια δεν διαβάζονται κυρ-Νικολό μ' δεν διαβάζονται...Τρεχάτη χάθηκε στη λαγκάδα.
Εν τω μεταξύ ο κυρ-Νικολός σφάδαζε από τους πόνους. Τσοπάνος και σκυλιά τον έκαναν τ' αλατιού. Στην απελπισία του έκανε μια τελευταία προσπάθεια να τους ξεφύγει, θαύμα έγινε; Τα κατάφερε. Πώς; Ούτε ο ίδιος μπορούσε να το πιστέψει. Το κορμί του ήταν ασήκωτο. Αλλά το γινάτι του για την κυρα-Μάρω ήταν τόσο μεγάλο που ξεχνούσε τα πάντα. Δαρμένος, μαδημένος, με ένα αυτί και μισή ουρά, κούτσα κούτσα, πήρε τους δρόμους να τη βρει. Η αλεπού περίμενε την επίθεση. Κρύφτηκε σε μια κουφάλα. Έκλεισε καλά την τρύπα με μια πέτρα. Κρατούσε ακόμα και την ανάσα της. Αργά γρήγορα ο λύκος τη μυρίστηκε. Στρώθηκε στη ρίζα του δέντρου. «Που θα πάει, κάποια ώρα θα βγει από δω μέσα. Τότε θα καταλάβει τι θα πει κυρ-Νικολός...» σκεφτόταν.
' Έγλυφε τις πληγές του και περίμενε.
Πέρασε μια, πέρασαν δυο, τρεις μέρες, η αλεπού άρχισε να απελπίζεται. Κινδύνευε να ψοφήσει από την πείνα εκεί μέσα.
Έπρεπε κάτι να κάνει, το γρηγορότερο. Να δώσει μια να πεταχτεί έξω, σκέφτηκε. Πληγωμένος ήταν ο κυρ-Νικολός, σβέλτη εκείνη, θα του ξέφευγε. Δίνει μια, δίνει δυο, τίποτε. Η πέτρα είχε σφηνώσει απ' έξω. Έβαλε πάλι το μυαλό της να δουλέψει. Άμα θέλει μια αλεπού, πάντα κατεβάζει ιδέες! Μετανιωμένη τάχα του φώναξε από μέσα.
— Κυρ - Νικολό μ' συγχωρά με την αμαρτωλή. Σε κορόιδεψα. Δεν έχω μάτια να δω, ούτε σένα ούτε το θεό. Εγώ είμαι αποφασισμένη να πληρώσω για τις αμαρτίες μου. Αν μείνω εδώ μέσα τόσο το καλύτερο, θα συχωρεθώ. Εσένα σκέφτομαι, που κακόπαθες για το χατίρι μου. Άκακος είσαι, σε κανέναν δεν έφταιξες, γιατί να πεθάνεις και συ μαζί μου; Το φαγητό δεν πέφτει από τον ουρανό. Να δυναμώσεις, στα χάλια που βρίσκεσαι. Ο κυρ-Νικολός πίστεψε στα λόγια της. Κατά βάθος τη λυπήθηκε κι όλας. Αποφάσισε να φύγει.
— Συγχωρεμένη να ‘σαι, της είπε. Έβαλε τα δυνατά του να σηκωθεί. Πριν προλάβει να ξεκινήσει, την άκουσε πάλι από μέσα να του λέει
— Αχ κυρ-Νικολό μ', κάνε μου μια χάρη ακόμα, την τελευταία. Κλείστηκα τελείως εδώ μέσα. Ούτε μια χαραμάδα δεν έμεινε. Τράβα λίγο την πέτρα, να μια στάλα, όσο να βρει δρόμο η ψυχή μου, για να πετάξει στον ουρανό. Έβαλε ο λύκος όλη του τη δύναμη, όση του είχε απομείνει και τράβηξε την πέτρα. Ούτε που πρόλαβε να τη δει. Σαν αστραπή η αλεπού πετάχτηκε από μέσα κι όπου φύγει-φύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου