Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Το καλοκαίρι και το κομπιουτεράκι

 της Φράνσης Σταθάτου
Καλοκαιράκι χρυσό... και ήλιος.:; και θάλασσα... και μπάνια... και παιχνίδια ατέλειωτα, κι ο φίλος μας ο Αντώνης δε λέει να συμμαζευτεί λίγο - άντε λιγουλάκι. Από το πρωί ως το βράδυ παιχνίδια με την παρέα ή παρέα με τα παιχνί­δια, που μυαλό για άλλα πράγματα!
- Αντωνάκη, άνοιξε και κανένα βιβλίο, δε δαγκώνει!
- Αντωνάκη, διάβασε και καμιά ιστορία!        
- Λύσε και κανένα πρόβλημα!
- Ξαναπές την προπαίδεια! Κάνε και καμιά διαίρεση! Αυτά και άλλα παρόμοια λένε οι δικοί του στο εξοχικό σπιτάκι, μα ο Αντώνης δεν ακούει τίποτα άλλο εξόν από τη φωνή της θάλασσας που τον καλεί για μακρο­βούτια και τις φωνές των φίλων του που τον καλούν για μπάλα - άντε και για κρυφτό. Ώσπου μια μέρα ο κύριος Πελοπίδας, που έχει το περίπτερο στον παραλιακό δρόμο, λέει στον Αντώνη:
- Αντωνάκη, ξέρεις κάτι; Τα Σαββατοκύριακα πέφτει πολλή πελατεία εδώ. Είναι πέρασμα, βλέπεις! Θες να έρχεσαι να βοηθάς λίγες ώρες; Θα σου δίνω χαρτζιλί­κι καλό! 
- Άκου λέει! κάνει χαρούμενος ο Αντώνης; Άμα με αφήνουν κι από το σπίτι...
Από το σπίτι του είπαν εντάξει, αφού το θέλεις, όμως απόρησαν:
- Και πώς θα λογαριάζεις, κύριε Αντώνη; Εσύ δε θυμά­σαι πόσο κάνουν δυο πεντάρια. Έσκασε στα γέλια ο φίλος μας.
- Δυο πεντάρια; Άμα τα προσθέσεις κάνουν ένα δεκά­ρι, κι άμα τα βάλεις πλάι-πλάι κάνουν 55! Αμέεε; Αλλά εγώ έχω το κομπιουτεράκι μου. Αυτό θα κάνει όλη τη δουλειά! Κι ούτε ένα λάθος! κάνει με καμάρι ο Αντώνης.
Κι έτσι, νωρίς νωρίς το Σάββατο, ο Αντώνης πιάνει δουλειά με κέφι, με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη και με το κομπιουτεράκι στην τσέπη.
Κι αρχίζουν οι παραγγελίες σαν καταιγίδα - άντε σαν βροχή.
- Μικρέ, δυο εφημερίδες, τρία πακέτα τσιπς και έξι παγωτά!
- Αμέσως! Δυο επί... τρία επί... έξι επί... Τόσο συν τόσο συν τόσο, χίλιες εννιακόσιες, κύριε!
- Μικρέ, πέντε αναψυκτικά, μια εφημερίδα, δυο περιοδικά...
- Αμέσως, αμέσως! Πέντε επί...
- Παλικαράκι, δώσε τρία γαριδάκια, τέσσερα παγωτά, ένα πακέτο τσιγάρα...
- Ορίστε! Τρία επί... τέσσερα επί... συν τόσο... Τα ρέστα σας!   
 Ρέστα έδωσε ο Αντωνάκης, είπε ο κύριος Πελοπίδας, εννοώντας πως ο μικρός τα  κατάφερε θαύμα. Κι αλή­θεια ήταν. Καλά πήγαν τα πράγμα το πρώτο  Σαββατοκύριακο, καλά και το δεύτερο, ώσπου εντε­λώς ξαφνικά, Κυριακή μεσημέρι - ώρα μεγάλης φού­ριας- έγινε το κακό: Το κομπιουτεράκι σταμάτησε να δουλεύει. Έσβησε, βουβάθηκε, νέκρωσε. Καμιά απερ­γία; Κανένας ιός; Όχι, καλέ, απλώς άδειασαν οι μπα­ταρίες του. Κι άντε τρέχα να βρεις όμοιες, που είναι κάτι μικρούλες ειδικές μπαταρίες και υπάρχουν μόνο στην πόλη - άντε και στο κοντινότερο χωριό. Του Αντώνη του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι, που λέμε. Τι γίνεται τώρα; Εδώ σε θέλω, στα δύσκολα! Και να είναι η κατάσταση πολύ δύσκολη, όχι παίξε-γέλασε! Ο κόσμος, πάντα βιαστικός, να σπρώχνεται τριγύρω από το περίπτερο, να γυρεύει, να φωνάζει και να τον ζαλίζει:                                 -­Αγόρι, τούτο και τούτο κι εκείνο...
- Μικρέ, τούτο κι εκείνο και το άλλο...
- Και γρήγορα! Έχω παρκάρει παράνομα!       
- Σιγά, μαντάμ, κι εμείς παράνομοι είμαστε, αλλά προηγούμαστε...
Εφημερίδες και παγωτά, περιοδικά και τσιπς, αναψυ­κτικά και λάδια ηλίου, αριθμοί, χιλιάδες αριθμοί, στρο­βιλίζονται και μπερδεύονται μες στο μυαλό του Αντώνη. Χωρίς το κομπιουτεράκι του ο φίλος μας νιώ­θει σαν χαμένος. Σαν ναυαγός σε ωκεανό, χωρίς βάρκα, χωρίς σωσίβιο - άντε, μια σανιδούλα έστω.
- Κύριε Πελοπίδα, ΒΟΗΘΕ1ΑΑΑΑ!
- Τι τρέχει, Αντωνάκη;           
- Χάλασε το κομπιουτεράκι μου! Πώς θα  λογαριάζω;
- Ε, και γι αυτό σκας; Αχ, καημένε Αντώνη, βάλε το κομπιούτερ του μυαλού σου να δουλέψει!
- Βιάζονται! Με πιέζουν!
- Ψυχραιμία! Ένας-ένας, με τη σειρά! Ποιος προηγεί­ται; Εσείς; Ελάτε από εδώ. Ο επόμενος, στο νεαρό, να του κάνει λογαριασμό.
Εύκολο είναι θαρρείς, σαν έχεις ξεμάθει να λογαριά­ζεις με το μυαλό;
- Αμέσως, αμέσως! Τρεις εννιά ίσον 29... όχι, 27... Οχτώ έξι ίσον 46... όχι, 48... Αχ, εφτακόσιες είκοσι και τετρακόσιες πενήντα, πόσο κάνουν; Χμμμ... Εφτά εννιά ίσον 63 ή 65; Ουφφφ! Η κυρία εδώ πληρώνει 1.860, πόσα ρέστα θα δώσω από πεντοχίλιαρο;
Ουφ και πάλι ουφ και ξανά ου! Ευτυχώς βοηθάει ο κύριος Πελοπίδας, βοηθάει λίγο κι ένας φίλος του Αντώνη, βοηθάνε και οι πελάτες με την υπομονή τους.
- Στάσου, μικρέ, ξαναλογάριασέ τα. Πέντε παγωτά των 250 κάνουν 1.250, κι εκατό οι τσίχλες κι εκατό οι τσιχλόφουσκες...
Τσιχλόφουσκα είχε γίνει το μυαλό του Αντώνη, αλλά λίγο-λίγο αρχίζει να παίρνει μπροστά, να δουλεύει, γοργά, να ξαναθυμάται. Μα φυσικά, εφτά επί εννιά κάνει ΠΑΝΤΑ 63, αποκλείεται να κάνει οτιδήποτε άλλο! Δεν τα έλεγε τόσους μήνες, κάθε χρόνο, στο σχολειό; Δεν τα είχε μάθει απέξω κι ανακατωτά; Τζάμπα πήγε τόσος κόπος; Όχι, κύριοι, διαθέτουμε μυαλό ξουράφι!
- Ξυραφάκια και αφρό, μικρέ! Κι εφημερίδα και...    
 Ο μικρός, που άξαφνα νιώθει πιο μεγάλος, παίρνει θάρρος, με ψυχραιμία σκέφτεται και λογαριάζει σωστά, ολόσωστα. Το μυαλό του δουλεύει όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα... σαν να παίρνει χίλιες στροφές το δευτερόλεπτο - άντε πεντακόσιες. Και μέσα σε μια - μιάμιση ώρα, ο Αντώνης έχει ξαναθυμη­θεί πώς προσθέτουμε. κί αφαιρούμε και πολλαπλα­σιάζουμε. Όσο για την προπαίδεια, ε, αυτήν πια την παίζει στα δάχτυλα. Έρχεται η ώρα να γυρίσει σπίτι του.  
- Ουφ, κύριε Πελοπίδα, λαχτάρα που την πήρα σήμε­ρα!
- Βγήκες όμως παλικάρι, Αντώνη μου! Θες, άμα πάω  στην πόλη, να σου φέρω τις ειδικές μπαταρίες;
'- Θέλω, ναι... Αλλά έτσι, για να βρίσκονται... Γιατί εγώ θα προπονηθώ κι ως το Σάββατο θα είμαι σε τρομερής φόρμα! Θα είμαι αχτύπητος!
- Έτσι σε θέλω, Αντώνη! Άντε μπράβο! Αφού έχεις ένα τόσο σπουδαίο κομπιουτεράκι μες στο κεφάλι σου, τι το χρειάζεσαι το άλλο;
Έλα ντε!

Δεν υπάρχουν σχόλια: