(ΠΑΡΑΜΎΘΙ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ)
Διασκευή της Φιλομήλας Βακάλη
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήταν. Ήταν ένας φτωχός άνθρωπος που τον λέγανε Γιάννο και ζούσε με τη γυναίκα του και το παιδί του. Ο Γιάννος δούλευε σκληρά, κάθε μέρα απ' το πρωί ως το βράδυ μα προκοπή δεν έβλεπε καμιά. Μόλις και με το ζόρι κατάφερνε να χορτάσει τη φαμίλια του ψωμί.
- Αχ βρε γυναίκα, δεν υποφέρεται άλλο αυτή η ζωή. Σαν το σκυλί δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ και τίποτα δεν μου μένει, θα σηκωθώ να φύγω. θα πάω στα ξένα, να κερδίζω χρήματα να σας στέλνω και σας.
- Να πας στο καλό άντρα μου, του είπε εκείνη, μόνο πέρα στα ξένα που θα πας να ‘χεις την έννοια μας. Να μας στέλνεις ό,τι μπορείς να μην πεθάνουμε της πείνας.
Έφυγε ο Γιάννος και πάει στα ξένα. Μόνο που δεν μπόρεσε να βρει καλή δουλειά ο καημένος γιατί ήταν άτεχνος. Αναγκάστηκε να μπει στη δούλεψη ενός άρχοντα τσιγκούνη. Δούλευε, δούλευε μα πληρωμή δεν έβλεπε. Μόνο η γυναίκα του άρχοντα που ήταν πονετικιά του έδινε από λίγα χρήματα κι εκείνος τα έστελνε αμέσως στο χωριό.
Πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια. Ο Γιάννος βαρέθηκε την ξενιτιά. Ήθελε να γυρίσει στο χωριό του, στη γυναίκα του, το παιδί του. Είχε λαχταρήσει το σπιτικό του. Μάζεψε τα πράγματα του και ζήτησε από τον άρχοντα να τον πληρώσει για τα δέκα χρόνια που του είχε δουλέψει . Βγάζει ο άρχοντας από τη τσέπη του τρία φλουριά και του λέει
- Να πάρε αυτά τα τρία φλουριά και πήγαινε στο καλό. Τόσο κάνει ο κόπος σου για τα χρόνια που μου δούλεψες. Τα πήρε ο Γιάννος χωρίς να πει κουβέντα. Πικραμένος πήρε το δρόμο για το χωριό του. Δεν πρόφτασε να κάνει ούτε πέντε βήματα κι ακούει το αφεντικό του να του λέει:
- Έλα εδώ Γιάννο, δωσ’ μου πίσω το ένα φλουρί και γω θα σου δώσω μια καλή συμβουλή, θα σου βγει σε καλό, να το θυμάσαι! Βγάζει ο Γιάννος του δίνει το ένα φλουρί .
- Άκου με και βάλτο καλά στο μυαλό σου, για πράγμα που δε σε μέλει ποτέ να μη ρωτάς. Έσκυψε ο Γιάννος το κεφάλι και κίνησε να φύγει, μόνο που στα τρία βήματα τον σταματά και πάλι. Με τον ίδιο τρόπο του παίρνει το δεύτερο φλουρί. Για το δεύτερο φλουρί του έδωσε αυτή τη συμβουλή:
- Ποτέ να μην λοξοδρομείς από το δρόμο που έχεις πάρει.
Δέκα χρόνια στην ξενιτιά και τι του έμεινε; Ένα φλουρί μανάχα. Πώς να γυρίσει στο σπίτι του; Του ερχόταν να βάλει τα κλάματα. Χώρια που ο πονηρός άρχοντας είχε κατά νου να του πάρει και το τρίτο φλουρί. Όπως και το ‘κανε! Με μαύρη καρδιά ο Γιάννος άκουσε και μια τρίτη συμβουλή:
- Το γινάτι που έχεις το βράδυ να το φυλάς για το πρωί .
Δυστυχής και απένταρος έφυγε ο Γιάννος για το χωριό του. Στο δρόμο που πήγαινε συνάντησε ένα γιγαντάνθρωπο. Ήταν ο μισός μαύρος και ο άλλος μισός άσπρος. Καθόταν στην κορφή ενός δέντρου και κολλούσε στα φύλλα του φλουριά. Ο Γιάννος τον κοίταξε παραξενεμένος. Τι γύρευε αυτό το περίεργο πλάσμα εκεί πάνω; Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό του η πρώτη συμβουλή που του είχε δώσει το αφεντικό του.
- Εϊ στάσου που πας; του φώναξε από το δέντρο ο γίγαντας. Ο Γιάννος μαρμάρωσε. Βρε φίλε εκατό χρόνια κάθομαι εδώ πάνω που με βλέπεις και εκατό χρόνια κάνω την ίδια δουλειά. Πέρασαν άνθρωποι κι άνθρωποι, κανείς δε βρέθηκε μέχρι σήμερα που δε στάθηκε να με ρωτήσει γιατί κολλάω στα φύλλα τα φλουριά. Ανάμεσα τους όλους τους έφαγα. Μόνο εσύ δε στάθηκες να με ρωτήσεις. Πολύ γνωστικός άνθρωπος φαίνεσαι, μπράβο σου. Ξέρεις κάτι, σου τα χαρίζω όλα τα φλουριά. Σου αξίζουν. Έλα πάρ΄ τα, μη φοβάσαι. Πάρ’ τα και πήγαινε στο καλό. Χαλάλι σου! Γέμισε ο Γιάννος της τσέπες του φλουριά, γέμισε και τον κόρφο του Καταχαρούμενος άφησε τον παράξενο γιγαντάνθρωπο και συνέχισε το δρόμο του. Στ' αλήθεια, συλλογίστηκε, άξιζε για ένα φλουρί κι ακόμα παραπάνω η συμβουλή που μού ‘δωκε τ' αφεντικό μου.
Μετά από τρεις μέρες, συνάντησε στο δρόμο τους μερικούς πραματευτάδες που πήγαιναν στη πόλη. Είχαν μαζί τους καμιά τριανταριά μουλάρια φορτωμένα πραμάτεια. Ο Γιάννος έπιασε κουβέντα μαζί τους. Κουρασμένος καθώς ήτα. τους παρακάλεσε να τον αφήσουν ν’ ανεβεί σε κανένα μουλάρι. Έτσι συνέχισα το ταξίδι πάνω στο μουλάρι συντροφιά με τους πραματευτάδες. Σε λίγο έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι. Οι πραματευτάδες αποφάσισαν να λοξοδρομήσουν λιγάκι. Στον άλλο δρόμο ήταν ένα χάνι και τους ήρθε η όρεξη για ρακί. Είπαν και στο Γιάννο να πάει μαζί τους, εκείνος όμως θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή του αφεντικού του. Έμεινε στο σταυροδρόμι να φυλάει τα ζωντανά να μη φύγουν.
Την ώρα που οι πραματευτάδες έπιναν ήσυχοι το ρακί τους, έγινε κάτι τρομερό. Η γη σείστηκε από τα θέμελά της. Το χάνι σωριάστηκε καταγής και μαζί μ' αυτό χάθηκαν οι πραματευτάδες κι όσοι άλλοι ήταν μέσα. Ο Γιάννος απ' όλο αυτό το κακό τίποτα δεν έπαθε. Μόνο την τρομάρα που πήρε. Έκαμε το σταυρό του που ήταν ζωντανός. Μάζεψε τα μουλάρια, δικά του όλα πια και συνέχισε το δρόμο του. Η δεύτερη συμβουλή στάθηκε ακόμα πιο πολύτιμη από την πρώτη!
Πέρασαν ακόμα κάμποσες μέρες ώσπου έφτασε στο χωριό του. Γεμάτος λαχτάρα τράβηξε για το σπίτι του. Μετά από τόσα χρόνια, κουρασμένος όπως ήταν κιόλας, η γυναίκα του δεν τον γνώρισε. Εκείνος δεν της είπε τίποτα, μόνο την παρακάλεσε να τον αφήσει να περάσει τη νύχτα στην αυλή της, μαζί με τα ζωντανά του.
- Ξένος είσαι και κουρασμένος, μείνε στην αυλή μου. Μπορείς αν θέλεις να στρώσεις εκεί δα, κάτω από το λιακωτό, στο σπίτι μου δεν μπορώ να σε βάλω. Του κακοφάνηκε λίγο που τον άφησε απ' έξω, μα τι να πει; Έστρωσε στην αυλή κι έγειρε να κοιμηθεί .
Δεν είχε κλείσει καλά καλά τα μάτια του και βλέπει ένα νέο άντρα να μπαίνει μέσα στο σπίτι. Αναστατώθηκε! Παντρεύτηκε πάλι η γυναίκα μου, σκέφτηκε με μιας, πάει εμένα με ξέχασε. Ο θυμός του έφερε το αίμα στο κεφάλι, θόλωσε το μυαλό του. Του ήρθε να μπει την ίδια στιγμή στο σπίτι να τους σκοτώσει και τους δυο. Μα η τρίτη συμβουλή, φύλακας άγγελος, του κράτησε το χέρι. θυμήθηκε τα λόγια του αφεντικού του.
" Το γινάτι που έχεις το βράδυ, να το φυλάς για το πρωί ". Συλλογισμένος και πικραμένος έπεσε να κοιμηθεί.
Την άλλη μέρα το πρωί, την ώρα που ο Γιάννος έβαζε κριθάρι στα ζωντανά, είδε να βγαίνει από την πόρτα του σπιτιού ένας άντρας. Ήταν εκείνος που ήθελε να σκοτώσει την προηγούμενη νύχτα. Τον έπιασε και πάλι το γινάτι, μόνο δεν πρόλαβε να κουνηθεί γιατί τον άκουσε να φωνάζει :
- Γεια σου μάνα. Πω πω τι πήγα να πάθω, συλλογίστηκε ο Γιάννος. Αυτός είναι ο Δήμος, το παιδί μου. Έτρεξε κοντά του, τον αγκάλιασε. Πήγε στη γυναίκα του την αγκάλιασε κι αυτή. Σφιχταγκαλιασμένοι έκλαψαν κι οι τρεις από χαρά. Τώρα θα ζήσουμε χαρούμενοι τους είπε ο Γιάννος και τους έδωσε τα φλουριά και όλες τις πραμάτειες που ήταν φορτωμένες στα μουλάρια! Κι από τότε, χωρίς να ξεχνούν ποτέ τις τρεις συμβουλές, έζησαν αυτοί καλά κι ας μην τις ξεχνάμε κι μεις για να ζήσουμε καλύτερα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου