Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Η ΜΙΚΡΗ ΑΠΟΚΡΙΑ

 Της Σάσας Βούλγαρη
Στις δεκαεφτά, στις δεκαοχτώ
πέφτει η Πούλια στο γιαλό
και πίσω παραγγέλει:
Μηδέ στανίτσα στα βουνά,
μήτε γεωργός στους κάμπους.

Αμ, το 'ξερε ο Φίλιππος, πώς δεν το ήξερε! Τόσα χρόνια πάλευε με τη γη. Πλησίαζε η δύση της Πούλιας. Κι αυτό ένα μόνο πράγμα σημαίνει πάντα: πλησιάζει ο χει­μώνας. Οι δουλειές πρέπει να τελέψουν. Πρέπει να προκάνει να τελειώσει με τη σπορά, γιατί αν τον πιάσουν τα βαριά τα κρύα κι οι βροχές, αλίμονο του! Αυτά σκεφτόταν ο Φίλιππος και γυρνούσε στο σπίτι του αργά το σούρουπο. Σκοτωνόταν όλη μέρα στη δουλειά για να προλάβει να σπείρει, να γίνουν όλα όπως πρέπει. Τον περίμενε η γυναίκα του με το φαί το ζεστό, έτοιμο, πάνω στο τραπέζι. Βέβαια, φτωχοί άνθρωποι καθώς ήταν, δεν είχαν και πολλά. Κανένα όσπριο, λίγη και κρίθινο κουλούρι... Τέτοια απλά. Μα τον Φίλιππο δεν τον ένοιαζε! Μόνη του αγωνία να τελειώσει να ησυχάσει.
Όλο το χωριό την ίδια έγνοια είχε. Βλέπεις, ας ήταν ο Νοέμβρης. Έπρεπε να γίνουν οι δουλειές στα χωράφια, πριν πιάσουν τα κρύα, να  μαζευτούν οι ελιές -από αυτούς βέβαια που είχαν λιόδεντρα-, να κατεβάσουν  οι τσοπάνηδες τα ζωντανά από τα βουνά όπου ήταν το καλοκαίρι και να τα φέρουν στα πεδινά
πιο ζεστά, μην και τους πεθάνουν από τα χιόνια. Άμα το χιόνι σκέπαζε τα πάντα, τα πράγματα δυσκόλευαν για όλους. Πόσο μάλλον για τους κτηνοτρόφους, που έπρεπε να βρουν τροφή για να τα θρέφουν.
Πόσο του άρεσε του Φίλιππου να ακούει τα κουδούνια από τα κοπάδια καθώς γύριζαν να ξεχειμωνιάσουν! Γλυκόηχα κουδούνια, που οι μερακλήδες τσοπάνηδες τα «κούρδιζαν», τα διάλεγαν δηλαδή ή τα παράγγελναν στο μάστορη που τα έφτιαχνε να είναι συνται­ριασμένα μεταξύ τους. Να φτιάχνουν όλα μαζί μουσική, καθώς τα ζώα περπατούσαν και τα κουνούσαν.
Εκείνη τη μέρα -14 του Νοέμβρη ήταν- ο Φίλιππος είχε οργώσει και γυρνούσε, κατάκοπος, στο σπίτι του. Βαριά ήταν η καρδιά του γιατί ήταν απόψε η μικρή αποκριά. Έτσι λένε οι χριστιανοί αυτή τη μέρα, γιατί την επόμενη αρχίζει η σαρανταήμερη νηστεία των Χριστουγέννων. Την παραμονή, λοιπόν, συνήθιζαν, τα χρόνια τα παλιά, να τρώνε χορταστικά και μάλιστα κρέας,
να «αποκρούουν» δηλαδή. Κι ήταν ο Φίλιππος στενοχωρημένος, γιατί που να βρεθεί το κρέας μέσα σ' εκείνη τη φτώχεια. Με όσους μίλησε εκείνη τη μέρα, την ίδια λύπη έβλεπε. Πρώτη χρονιά που η φτώχεια ήταν τέτοια, ώστε δε βρέθηκε ένα σφαχτό, λίγο κρέας, να τηρήσουν το έθιμο, όπως κάθε χρόνο, και να μαζευτούν να γλεντήσουν μαζί όλο το χωριό.
Ο Φίλιππος αναστέναξε και άνοιξε την πόρτα του στάβλου να βολέψει τα βόδια του, τα κουρασμένα από τη σπορά. Μα καθώς έκανε την κίνηση ν' ανοίξει την πόρτα, μια ιδέα του ήρθε. Δίχως να το σκεφτεί, πήρε το ένα από τα ζώα, το γλυκοφίλησε ανάμεσα στα μάτια -γιατί εκείνο τον καιρό χωρίς βόδια δε γινόταν το όργωμα. Όποιος είχε τα πρόσφερε και στους άλλους για να οργώσουν-, το χάιδεψε κι έπειτα το έσφαξε. «Έλα, γυναίκα!» φώναξε έπειτα, «να βάλουμε το κρέας να μαγειρεύεται κι εγώ πάω να ειδοποιήσω να μαζευτεί όλο το χωριό, να κάνουμε τη γιορτή όπως πρέπει». Σαν είδε η γυναίκα του τι έκανε έβαλε τα ξεφωνητά. «Τι πήγες κι έκαμες; Τι θα γίνουμε τώρα; Πώς θα ζήσουμε χωρίς το ένα μας το βόδι, κι εμείς κι όλο το χωριό! Άλλος εκτός από σένα δεν έχει βόδια». «Σώπα, γυναίκα! Αύριο είναι άλλη μέρα! Έχει ο θεός»
Γλέντησαν και έφαγαν και ήπιαν. Ζεστάθηκε η ψυχή τους που τήρησαν το έθιμο και δε θα πήγαινε γρουσούζικα η χρονιά τους, γιατί εκείνο τον καιρό τα πίστευαν αυτά ακόμα. Και όλοι μακάριζαν τον καλό άνθρωπο, τον Φίλιππο, που έκανε τέτοια θυσία. Και του εύχονταν μακροημέρευση και υγεία και αγαθά. Ύστερα πήγαν χορτάτοι και χαρούμενοι να κοιμηθούν, γιατί την επομένη οι δουλειές δε θα έλειπαν. Πήγε και ο Φίλιππος και πλάγιασε.
Την άλλη μέρα, καθώς άνοιξε την πόρτα του στάβλου, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Εκεί, μπροστά του. απείραχτο, στεκόταν το βόδι που είχε σφάξει, δίπλα στο άλλο, και τον κοίταζε με το γλυκό και αγαθό του βλέμμα! Έκλαψε ο Φίλιππος από χαρά για το θαύμα κι έτρεξε να το πει σε όλο το χωριό. Είπαν τότε πως για τη μεγάλη του καλοσύνη τον αντάμειψε ο θεός και του έστειλε   πίσω το βόδι του.
Από τότε, κι επειδή ο Φίλιππος έκανε όλο καλοσύνες, ανακηρύχθηκε άγιος, και τη γιορτή του τη γιορτάζουμε στις 14 Νοεμβρίου τη μέρα που γίνηκε αυτό το θαύμα, για να το θυμόμαστε και να αναλογιζόμαστε πως υπάρχουν και τέτοιοι καλόκαρδοι άνθρωποι.
Αυτά βέβαια συνέβηκαν κάποτε, στα χρόνια τα παλιά.  Κι άμα δε με πιστεύεται, να σας πω ότι πέρασα κι εγώ από κει και μου δώσανε μια σούβλα φακή, μα δεν έφαγα η κουτή, γιατί κρύωνα πολύ. κι όσο περνάει στη σούβλα η φακή άλλο τόσο να πιστεύεις όσα λέω και συ!
ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΊΔΑ «ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: