Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Το ταξίδι ενός φύλλου

Κι αγαπημένου φίλου της Αγγελικής Βαρελλά
 Σαν πέρασε η ζέστη του καλοκαιριού το  φύλλο μιας φουντουκιάς, θέλησε να γίνει...τουρίστας. Φθινοπωρινός. Όλη την ά­νοιξη κι όλο το καλοκαίρι θρόιζε μαζί με τ' άλλο φύλλα στο δάσος, τραγουδούσε τα δικά του α­νέμελα τραγούδια και αγαπούσε τον ήλιο. Άλ­λοτε του γύριζε την πλάτη, άλλοτε τον έβλεπε καταπρόσωπο, μα δεν απομακρυνόταν ποτέ.
Καρφωμένο στο μητρικό κλαρί, άκουγε συμβουλές της, να προσέχει την χλωροφύλλη του και όλα τα σχετικά.
Καθώς όμως ήρθε το φθινόπωρο το φύλλο της φουντουκιάς ένιωσε μέσα του μιαν ανείπωτη ανησυχία. Με το παραμικρό φύσημα του ανέμου ξεσηκωνόταν. λες κι είχε καρφιά στα πόδια του.  Ήθελε να χορέψει στροβιλιστεί στον άνεμο, να βγάλει το άχτι του για την ακινησία όλου του χρόνου.
Η μητέρα του δεν έλεγε τίποτε. Το φύλλο όμως συνεχώς φλυαρούσε:
- Όλοι ταξιδεύουν, το χελιδόνι, το κοτσύφι. Ο αέρας ταξιδεύει κι εκείνος. Εγώ, δηλαδή, γιατί όχι;
Η σκέψη του πλημμύριζε με χαρά για το μεγάλο ταξίδι. Δεν το ένοιαζε πού θα πάει:
Κρουαζιέρα στα νησιά ή σε καινούριες πολιτείες. Το μόνο που ήξερε, ήταν πως ήθελε να φύγει, να βγει στο δρόμο χωρίς προορισμό, κι ο θεός βοηθός.
Απασχολημένο με τις σκέψεις του έπαψε να προσέχει και τη χλωροφύλλη του. Το πράσινο χρώμα του άρχισε να χάνει τη στιλπνότητά του. Στο τέλος ανακάλυψε ότι είχε γίνει   κίτρινο με κάτι καφετιές ανταύγειες. Στριφογύριζε στο κοτσάνι του με λαχτάρα, μα ντρεπόταν να το πει στη μάνα του.
Κάποια στιγμή όμως δεν άντεξε:
- Μάνα, δεν ξέρω τι έχω πάθει. Νιώθω ένα μυρμήγκιασμα στα πόδια. Σαν να θέλω να χορέψω, να περπατήσω, να μετακινηθώ, να πετάξω σαν τα πουλιά, να δω καινούρια μέρη. Βαρέθηκα όλο τα ίδια και τα ίδια.
Η μάνα του δεν  μιλούσε Ήταν συνηθισμένη κάθε φθινόπωρο να βλέπει τη παιδιά της να την αποχωρίζονται. Ντύνονταν όλα με καινούριες φορεσιές, την αποχαιρετούσαν κι έφευγαν ομαδικά.
Σαν να πήγαιναν σε πανηγύρι. Άλλα σκαρφάλωναν στην πνοή κάποιου ανέμου, άλλα έπαιρναν το "καράβι" της γραμμής, άλλα προτιμούσαν το "αεροπλάνο" του περαστικού βοριά. Το δάσος έμοιαζε με σκηνή θεάτρου. Τα φύλλα χόρευαν και τραγουδούσαν θριαμβευτικά εμβατήρια λευτερωμένα από τα δεσμά που τα κρατούσαν σκλαβωμένα στο δέντρο τους.
Έτσι και η ώρα της αναχώρησης για το φύλλο της φουντουκιάς είχε
σημάνει: "Έτοιμοι! Εμπρός! Μαρς!".
Φώναξε ένα "γεια χαρά" στη μάνα του, αγκάλιασε σφικτά τον άνεμο που ερχόταν από την κορυφή του βουνού κι έπεσε μαλακά μαλακά σαν αλεξίπτωτο λίγο πιο πέρα.
Βρήκε κι άλλα φύλλα εκεί κάτω μαζεμένα. Σαν να συνεδρίαζαν, μιλούσαν ψιθυριστά, στέκονταν για λίγο κι ύστερα ανέβαιναν στο πρώτο βοριαδάκι και κατέβαιναν παρακάτω στην άλλη στάση.  Το φουντουκόφυλλο ήθελε να εξερευνήσει τα περίχωρα. Περίμενε το επόμενο αεράκι. Ίσα που πρόλαβε ν' ανέβει πριν κλείσει η πόρτα  του ... "λεωφορείου" και βρέθηκε μεθυσμένο και ζαλισμένο σ' ένα  άγνωστο μέρος.  
Αρχή του ταξιδιού!
Το φύλλοείχε ζαλιστεί βέβαια μα ήταν πολύ χαρούμενο. Σε κάθε νέο φύσημα του ανέμου σκαρφάλωνε πάνω του για να προχωρήσει.
Σαν βάρκα σε φουρτουνισμένη θάλασσα, κουνιόταν πέρα δώθε κι έπεφτε δεκάδες μέτρα μα­κρύτερα.
Έπιανε και κουβέντα. Μίλησε για τον καιρό με κάτι φτέρες. Είπε την ιστορία της ζωής του σε μια ίριδα της ακροποταμιάς. Πέρασε με το φέριμποτ στην άλλη όχθη και ξεκουρά­στηκε για λίγο στον ίσκιο μιας ιτιάς. Λικνίστηκε στο βοριαδάκι του σούρουπου, κα­τρακύλησε μ' ένα στροβίλισμα σαν βαρελάκι την κατηφοριά, ώσπου βρέθηκε κουρασμένο και ανήμπορο με σκισμένο το κίτρινο κοστούμι στην άκρη του ασφαλτοστρωμένου δρόμου.
Οι σκιές έπεσαν σαν αυλαία και το φύλλο της φουντουκιάς έχασε τον προσανατολισμό του. Έμεινε τουρτουρίζοντας στην άκρη του πεζοδρομίου όλη τη νύχτα με τις ... αμφιβολίες του.
Είχε ξεκινήσει για ένα μαγικό ταξίδι. Τι έφταιξε αλήθεια για να βρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση; Μήπως δεν ήταν αρ­κετά φρόνιμο όλη την άνοιξη κι όλο το καλοκαίρι;
Ρούπι δεν είχε κουνήσει από τη θέση του. Έ­να ταξιδάκι ήθελε να κάνει. Ήταν τόσο κα­κό;
Με το να σκέφτεται το πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκε βαθιά.
Σαν άνοιξε τα μάτια ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά. Μα δεν μπορούσε να ζεσταθεί. Κρύο ένιωθε και μέσα κι έξω απ' την ψυχούλα του.
Το φουντουκόφυλλο δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Δεν εί­χε πια δυνάμεις.
Αδιάφορα έβλεπε τ' αυτοκίνητα να περνάνε δίπλα του.
Ένα μάλιστα κόντεψε να το πατήσει, καθώς φρενάρισε απότομα.
Κάποιο παιδικό μουτράκι βγήκε από το παράθυρο κι έδειξε με το δάχτυλο του.
- Τι φύλλο είναι αυτό;
- Φύλλο φουντουκιάς απάντησε μια γλυκιά φωνή από μέσα.
- Δεν έχω φουντουκόφυλλο, είπε το παιδί, θα το πάρω να το δείξω στη δασκάλα μου.
Το ετοιμοθάνατο φύλλο ταξίδεψε και πάλι, αλλά μέσα στη ζεστασιά του αυτοκινήτου αυτή τη φορά, μέσα από δύο παιδικά χέρια, μέχρι την πόλη. Χωρίς όμως χαρά. Ούτε πνοή είχε, ούτε δύναμη. Πριν η καρδιά του πάψει να χτυπά, είδε το παιδί ν' ανοίγει με προσοχή τα φύλλα ενός μακρόστενου τε­τραδίου: ΦΥΤΟΛΟΓΙΟ, έγραφε απέξω με με­γάλα γράμματα.
Ξάπλωσε πάνω στην άσπρη σελίδα. Το παιδί έγραψε δίπλα:
Φύλλο φουντουκιάς
Οκτώβριος 1998
Το βρήκα στη Χαλκιδική
Έτσι τέλειωσε το πρώτο και τελευταί­ο ταξίδι που θέλησε να κάνει ένα φύλλο για να γνωρίσει τον κόσμο. Και προσέξτε, σας παρακαλώ. Μην το αδικήσετε. Μην πείτε πως ήταν άτακτο και απείθαρχο. Μην πεί­τε: "Τι το ήθελε το ταξίδι; Καλά να πά­θει!".
Το φύλλο της φουντουκιάς έ­πρεπε να ταξιδέψει γιατί πειθάρχησε σ' ένα μεγάλο φυσικό νόμο. Ένα νόμο της ζωής. Όποιος ζήσει μια φορά, πρέπει και να πεθάνει.                                  



Δεν υπάρχουν σχόλια: