Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Ο ΑΥΤΙΚΡΑΤΟΡΑΣ

Μια ιστορία του Ευγένιου Τριβιζά
Τα τρία χαμένα αυτιά
Ήταν ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό στο δάσος με τις ανεμώνες. Ο Σαλταπήδας, ο γαλάζιος λαγός, ξύπνησε νιώθοντας ξεκούραστος και ανάλαφρος. Πάρα πολύ ανάλαφρος. Πιο ανάλαφρος από ό,τι συνήθως.
«Γιατί αισθάνομαι άραγε τόσο ανάλαφρος σήμερα;» αναρωτήθηκε. «Λες να μην έφαγα αρκετά καρότα χτες και να χάνω βάρος;»
Για να σιγουρευτεί ότι όλα πήγαιναν καλά και δεν έχανε βάρος —του άρεσε να είναι παχουλός— κοιτά­χτηκε στα νερά της λίμνης και παραλίγο να πέσει μέσα από την έκπληξη του. Σάστισε. Αυτό που είδε δεν το περίμενε. Ξανακοιτάχτηκε για δεύτερη φορά μήπως είχε κάνει λάθος την πρώτη και μια τρίτη φορά μήπως είχε κάνει λάθος τη δεύτερη και μια τέταρτη για να δει μήπως είχε κάνει λάθος την τρίτη (θα κοιταζόταν και παραπάνω φορές αν ήξερε να μετράει πάνω από το τέσσερα), αλλά δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία. Του έλειπε ένα αυτί! Το δεξί!
«Πρωτοφανές! Απίστευτο! Απαράδεκτο!» μονολόγησε. «Πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό, να χάσω το αυτί μου!» σκέφτηκε. «Έχω χάσει το δρόμο μου, έχω χάσει το λεωφορείο, ενώ χάσει τα κλειδιά μου, αλλά το αυτί μου ποτέ δεν το έχω χάσει ως τώρα. Τι να κάνω; Τι να κάνω; Αυτό θα κάνω! θα πάω να το πω στο βασιλιά του δάσους με τις ανεμώνες!»
Έτσι λοιπόν ο Σαλταπήδας, ο γαλάζιος λαγός, πήρε το δράμι δρομάκι. Όπως πήγαινε, άκουσε ένα γκάρισμα εκεί κοντά, στην άκρη του μονοπατιού με τα γαϊδουρά­γκαθα.

 
Ήταν ο Γκαρσιλαμάς, ο μπεζ γάιδαρος, που έκλαιγε με αναφιλητά.
— Γιατί γκαρίζεις έτσι λυπητερά, Γκαρσιλαμά; τον ρώτησε.
— Δε βλέπεις; απάντησε ο Γκαρσιλαμάς, ο μπεζ γάιδα­ρος, ρουφώντας τη μύτη του. Έχασα το αυτί μου. Και τι αυτί... να 'τανε κανένα αυτάκι! Αυτάρα ήτανε! Αυτάρα!
— Κοίτα σύμπτωση... Κι εγώ το ίδιο!
— Τι εννοείς; Δυο αυτιά είχες κι εσύ;
— Ε, δε θυμάσαι; Δύο είχα; Γι' αυτό αποφάσισα να πάω να το πω στο βασιλιά!
— Καλή ιδέα! Να 'ρθω κι εγώ μαζί σου;
— Έλα!
Έτσι λοιπόν ο Σαλταπήδας ο γαλάζιος λαγός και ο Γκαρσιλαμάς ο γκρίζος γάιδαρος πήραν το δρόμι δρο­μάκι και λίγο παρακάτω ακούσανε ένα κλάμα και κάτω από μια βερικοκιά είδαν τον Φώντα, τον μπεζ ελέφα­ντα, που είχε δέσει κόμπο την προβοσκίδα του.
— Γιατί έδεσες κόμπο το προβοσκίδα σου, Φώντα;
— Για να μην ξεχάσω να βρω το αυτί μου.
— Έχασες κι εσύ το αυτί σου;
— Πώς είπατε;
— Έχασες κι εσύ το αυτί σου...
—Ναι.
— Κι εμείς το ίδιο! Χάσαμε κι εμείς από ένα αυτί ο καθένας και αποφασίσαμε να πάμε να το πούμε στο βασιλιά!
— Βέβαια!  Αυτό πρέπει να το μάθει οπωσδήποτε ο βασιλιάς. Να 'ρθω κι εγώ μαζί σας;
— Και δεν έρχεσαι; Έλα.
Έτσι λοιπόν ο Σαλταπήδας ο γαλάζιος λαγός, ο Γκαρσιλαμάς ο γκρίζος γάιδαρος και ο Φώντας ο μπεζ ελέφαντας, που όλοι μαζί είχαν τρία ακριβώς αυτιά και τους λείπανε άλλα τρία, πήραν το δρόμο για το βασιλι­κό παλάτι.
Ο πύργος τον αυτιών
Όταν φτάσανε όμως στο παλάτι, πουθενά παλάτι! Είχε γκρεμιστεί. Στη θέση του είδαν έναν παράξενο πύργο, Έναν πύργο γεμάτο αυτιά. Αυτιά γαϊδάρων, αυτιά λαγών, ελεφάντων, κουνελιών, ελαφιών, καγκουρό, αλεπούδων, μυρμηγκοφάγων... άπειρα αυτιά.
— Να το δικό μου! είπε ο Σαλταπήδας.
— Να και το δικό μου! Εκεί πάνω πάνω, έδειξε ο Γκαρσιλαμάς.
— Το δικό μου δεν το βλέπω! Α... να το! Το βλέπετε;
Είναι δίπλα στο αυτί της Ζουζούς της ζέμπρας.
— Άρα εδώ μένει ο κλέφτης των αυτιών! είπε ο Σαλταπήδας. Τον πιάσαμε! Πάμε μέσο να του ζητήσου­με τ' αυτιά μας. Κάνανε να μπούνε στον πύργο των αυτιών, αλλά τους σταμάτησε ένα τσακάλι που κρατούσε ένα τσεκούρι.
— Τι επιθυμείτε; ρώτησε με απειλητική φωνή το τσακά­λι, που το λέγανε Τσάρλυ.
—Τα αυτιά μας!
— Έχετε κλείσει ραντεβού; ρώτησε το τσακάλι και ήπιε λίγο τσάι από μια τσαγιέρα.
— Τι ραντεβού; Μας έχει κλέψει τ' αυτιά μας ο τύπος που μένει εδώ!
— Εδώ δε μένει τύπος. Εδώ μένει ο αυτικράτορας, πολλά τα χρόνια του! Και μόνο με ραντεβού δέχεται σε ακρόαση τους υπηκόους του ο αυτικράτορας.
— Ο ποιος;
— Ο αυτικράτορας.
— Μπορεί να κάνει μήπως μια Εξαίρεση ο αυτικράτορας;
— Μα τι μου τσαμπουνάτε; Θέλετε τώρα να τσακω­θούμε; Αφού σας είπα, δεν μπορεί να σας δει ο αυτικράτορας, πολλά τα χρόνια του! είπε το τσακάλι κι άρχισε να χορεύει τσα - τσα.
— Άφησε τους να περάσουν, Τσάρλυ! ακούστηκε μια βροντερή φωνή από το βάθος του πύργου.
— Μάλιστα, μεγαλειότατε αυτικράτορα! είπε το τσακά­λι με το τσεκούρι και οδήγησε τον Σαλταπήδα, τον Γκαρσιλαμά και τον Φώντα σε μια αίθουσα. Εκεί είδαν ένα γορίλα. Φορούσε μια κορόνα με ακου­στικά τα οποία συνδεόταν με σύρματα και ήταν σκυμ­μένος πάνω από μια συσκευή με κουμπιά και διακό­πτες.
— Τι θέλετε; ρώτησε μόλις τους είδε να μπαίνουν.
— Τα αυτιά μας!
— Δυστυχώς, αυτό δε γίνεται!
— Μα είναι δικά μας!
— Ήταν. Τώρα είναι δικά μου.
— Τι τα θέλεις;
— Μου χρειάζονται.
— Γιατί;
— Θέλω όλα να τα ακούω. Όλα να τα μαθαίνω. Όλα να τα ξέρω. Όλα όσα γίνονται στο δάσος με τις ανεμώ­νες. Γι' αυτό έχω φτιάξει τον πύργο των αυτιών. Όλα αυτά το αυτιά τα συντονίζω από αυτό το κέντρο ελέγ­χου και ακούω και τον παραμικρό ψίθυρο!
Όλα φτάνουνε στ' αυτιά μου,
το θρόισμα κάθε φύλλου,
κάθε ψίθυρος, κάθε κουβέντα
κάθε ανάσα, κάθε γέλιο.
— Και το Βασιλιά τι τον έκανες;
— Δεν υπάρχει πια βασιλιάς. Τον έχω φυλακισμένο. Εγώ είμαι τώρα ο βασιλιάς! Ο αυτικράτορας! Και σας πληροφορώ ότι αποφάσισα να επιβάλλω νέους φόρους. Οι λαγοί θα πληρώνουν εκατό καρότα την ημέρα, οι γάιδαροι εκατό γαϊδουράγκαθα και οι ελέφόντες θα έρχονται μια φορά την εβδομάδα και θα μου σπάνε καρύδια με το πόδια τους.
— Μα αυτό δεν είναι σωστό!
— Σωστό ξεσωστό, αυτό είναι! Και τώρα πηγαίνετε, αν δε θέλετε να βρείτε τον μπελά σας. Είσαστε τυχεροί που σας άφησα το ένα σας αυτί. Αν δε συμμορφωθείτε, θα σας πάρω και το άλλο. Είμαι αυτιρός αυτικράτορας! Και μη σας περάσει από το μυαλό να συνωμοτήσετε εναντίον, μου γιατί τ' ακούω όλα. Όλα! Τίποτα δε μου ξεφεύγει! θα στείλω τους σωματοφύλακες μου, τα δώδεκα τσακάλια, να σας τακτοποιήσουν. Πηγαίνετε! Δρόμο τώρα! Αρκετά ασχολήθηκα μαζί σας.
Ο Σαλταπήδας προτείνει ένα σχέδιο
— Τι λες; Πάμε για μπάνιο στη λίμνη; πρότεινε ο Σαλταπήδας στους άλλους όταν απομακρύνθηκαν λιγάκι από τον πύργο των αυτιών.
— Τέτοια ώρα για μπάνιο; απόρησε ο Γκαρσιλαμάς.
— Πάμε. θα σας κάνει καλό! Αν βρέξουμε το κεφάλια μας, μπορεί να φυτρώσει το αυτί που μας λείπει.
Έτσι λοιπόν πήγαν στην παραλία.
Εκεί ο Σαλταπήδας τους έκανε νόημα να προσέξουν και έγραψε στην αμμουδιά με το δάχτυλο του τρεις λέξεις:
«Έχω ένα σχέδιο!»
— Τι; ρώτησε ο Γκαρσιλαμάς.
«Μην γκαρίζεις!» έγραψε στην άμμο ο Σαλταπήδας.
«Διάβαζε μόνο».
Ο Γκαρσιλαμάς πήγε κάτι να πει, αλλά κατάλαβε και σώπασε. Ο Σαλταπήδας έγραψε το σχέδιο του με το δάχτυλο στην άμμο. Ήταν ένα καταπληκτικό σχέδιο.
Το σχέδιο μπαίνει σε εφαρμογή
Μετά κάνανε ένα μπανάκι για να δροσιστούν και πήγαν και οι τρεις στο ξέφωτο με τις φτέρες.
— Κοιτάξτε! Ένα σεντούκι! φώναξε ο Σαλταπήδας.  Εκεί στην κουφάλα της φλαμουριάς!
— Τι να έχει μέσα άραγε; ρώτησε ο Φώντας.
— Δεν το ανοίγουμε; πρότεινε ο Γκαρσιλαμάς.
— Ναι. Άνοιξε το! συμφώνησε ο Σαλταπήδας.
— Πο.,.πό! Πο... πό! έκανε ο Φώντας.
— Πο! πο! πο!... έκανε και ο Γκαρσιλαμάς,
— Ποοο! Ποο! Διαμάντια! Χιλιάδες διαμάντια! έκανε και ο Σαλταπήδας. Ποιος θα το 'λεγε ότι θα βρίσκαμε διαμάντια στο ξέφωτο με τις φτέρες!
Στο μεταξύ στο κέντρο ελέγχου ο αυτικράτορας άκου­σε τις συνομιλίες.
— Τρέξτε αμέσως στο ξέφωτο με τις φτέρες να φέρετε το σεντούκι με τα διαμάντια! πρόσταξε τα δώδεκα τσα­κάλια.
Τα τσακάλια έτρεξαν στο ξέφωτο, αλλά προτού προλά­βουν να φτάσουν στην κουφάλα της φλαμουριάς έπε­σαν κι εξαφανίστηκαν στην πολύ βαθιά παγίδα που είχαν σκάψει οι τρεις φίλοι και την είχαν σκεπάσει με φτέρες.
— Πο.,.πό, έρχονται οι γορίλες! Κρυφτείτε! φώναξε ο Σαλταπήδας συνεχίζοντας την εφαρμογή του σχεδίου.
— Κοίτα! Οι γορίλες μοιράζονται μεταξύ τους τα δια­μάντια! Τον γελάσανε τον αυτικράτορα! Ο αυτικράτορας στον πύργο τ' άκουσε βέβαιο αυτά.
— Βρε τους προδότες! σκέφτηκε. Για να πάω να τους κανονίσω! Έτρεξε γρήγορα, αλλά έπεσε κι αυτός στην παγίδα που την είχαν σκεπάσει πάλι στο μεταξύ με φτέ­ρες.
Μετά οι τρεις φίλοι τρέξανε στον πύργο, ελευθερώσανε το βασιλιά, πήρανε το κλεμμένα τους αυτιά και μοί­ρασαν τα υπόλοιπα στο ζώα που τα είχαν χάσει. Όσο για τον αυτικράτορα και τους σωματοφυλακές του, τους τιμωρήσανε να έχουν βουλωμένα τ' αυτιά τους με μπαμπάκι για τριάντα χρόνια

Δεν υπάρχουν σχόλια: