Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Ε... όπως ελιά


Της Μαριας Φραγκιά 
Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός μικρού χωριού, φύτρωνε ξεχασμέ­νη απ' όλους μια γέρικη ελιά. Ήταν σχεδόν εκατό χρονών, με χοντρό, ροζια­σμένο κορμό, γεμάτο κουφάλες. Όσο ήταν ακόμα μέρα δεν είχε κανένα πρό­βλημα: όλο και κάποιο σπουργίτι θα ξέπεφτε κατά κει, όλο και κάποια σουσουράδα θα της έλεγε ένα νέο, όλο και κάποια κάμπια ή πεταλούδα θα της κρατούσε λίγη συντροφιά.
Άπλωνε τότε η ελιά προστατευτικά τα ασημοπράσινα φύλλα της και πάσκιζε να φτιάξει όσο πιο παχιά σκιά μπορούσε. Όταν όμως σουρούπωνε και πέφτανε οι πρώτες σκιές της νύχτας, την τύλιγε η σιω­πή και η μοναξιά και την έπαιρνε το παράπονο: "Αχ! τι κρίμα να είμαι παραπε­ταμένη εδώ, τόσο μακριά από το χωριό... Να μην ακούω τις βραδινές βεγγέ­ρες, να μην κρυφοβλέπω μέσα από τα φωτεινά παραθύρια, να μη νανουρίζο­μαι κι εγώ με τα παραμύθια των γιαγιάδων... Ακόμα κι ο κυρ-Λάμπης με ξέχα­σε!..." Αυτά σιγομουρμούριζε η ελιά, γιατί κανείς δεν την είχε πληροφορήσει ότι ο κυρ-Λάμπης, ο γεράκος που ερχότανε συχνά για να μαζέψει τις ελιές της, είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια.
Άδικα κάθε πρωί που ξυπνούσε στολιζόταν με τα καλύτερα της ασημικά, Του κάκου η καημένη γέμιζε κάθε χρόνο ολόμαυρες, στρογγυλές ελιές - κα­νείς δεν ερχόταν να την τινάξει. Κανείς δεν ερχόταν να κλαδέψει τα παραφορτωμένα της κλαδιά για να ξαλαφρώσει. Κανείς δεν της έριχνε λίγο λίπα­σμα να στρουμπουλέψει λίγο, μήτε κανείς ενδιαφερόταν να ξεριζώσει τα γαϊ­δουράγκαθα που την έπνιγαν και της τσιμπούσαν τα πλευρά. Όμως εκείνη περίμενε, περίμενε και στολιζόταν...
Ένα καυτό μεσημέρι του Ιούλη, ενώ η κάψα πύρωνε τις πέτρες, είδε να εύ­χονται κατά κει δυο χωρικοί. Τους γνώριζε καλά: ήταν ο Μάνθος ο Σταμπούλης κι ο Δήμος της Θανάσαινας. Πόσα και πόσα χρόνια δεν είχαν ξαπλώσει αυτοί οι δυο κάτω από τον ίσκιο της. Το Μάνθο μάλιστα τον ήξερε απ' την κοιλιά της μάνας του, γιατί την κυρα-Λαμπρινή την έπιασαν οι πόνοι καθώς θέριζε και δεν πρόλαβε να πάει στο σπίτι της. Α, ναι! τους γνώριζε και τους δυο από τα γενοφάσκια τους και τους αγαπούσε.
Και νάτοι τώρα που, παρά την αφόρητη ζέστη, ερχόντουσαν να τη συντρο­φέψουν πάλι. Συγκινήθηκε η ελιά: "Τα χρυσά μου! Δε με ξέχασαν λοιπόν..." σκέφτηκε κι όρθωσε περήφανα το ροζιασμένο κορμί της. Όσο τους έβλεπε να τη ζυγώνουν, ένιωθε τους χυμούς της να κυκλοφορούν πιο γρήγορα και τις ρίζες της να τρεμουλιάζουν από προσμονή...
"Να! Εδώ είναι. Από δω θα περάσει ο δρόμος", είπε ο Μάνθος, "Σπου­δαία!" αντιγύρισε ο Δήμος, "έτσι θα μπορούμε πια να ανεβαίνουμε στις στρούγκες χωρίς να κάνουμε το γύρο. Σπουδαία!" ξανάπε κι έτριψε τα χέρια του ευχαριστημένος. Ταράχτηκε η ελιά: "Δρόμος" είπαν; Άκουσε σωστά; Επι­τέλους! θα 'βλεπε κι αυτή λίγο κόσμο. Δε θα 'ταν πια μόνη. Ίσως μάλιστα να 'χτιζαν και κάνα σπίτι εκεί δίπλα της και τότε όλα της τα όνειρα θα γινόντου­σαν πραγματικότητα...
"Και μ' αυτήν τι θα γίνει;" ρώτησε ο Δήμος, δείχνοντας το γέρικο δέντρο. "θα την κόψουμε φυσικά! Έτσι κι αλλιώς μια άχρηστη παλιοελιά είναι..." του αποκρίθηκε ο Μάνθος. "Ώστε έτσι! Άχρηστη εγώ, παλιοαχάριστοι... θα σας συγυρίσω λοιπόν για να με θυμάστε!" θύμωσε η ελιά κι έστειλε μήνυμα σ όλες τις αδερφάδες της σ' όλο τον κόσμο. Από τότε το μόνο δέντρο που εκ­δικείται τον άνθρωπο είναι η ελιά: αν την εγκαταλείψεις απεριποίητη, στερφίζει για πάντα!.,.
Ζωγραφιές  Βάσω Αλεξάνδρου

Δεν υπάρχουν σχόλια: