Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Ο σκύλος που δεν ήξερε να γαβγίζει




ΤΖΑΝΙ ΡΟΝΤΑΡΙ (ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΠΑΤΕ ΚΕΦΙ)
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας σκύλος που δεν ήξερε να γαβγίζει. Δε γάβγιζε, δε νιαούριζε, δε μούγκριζε, δε χλιμίντριζε, δεν μπορούσε να βγάλει κανέναν ήχο. Ήταν ένα μοναχικό σκυλάκι που, ένας θεός ξέρει πώς, είχε βρεθεί οε μια χώρα χωρίς σκύλους. Αν ήταν στο χέρι του, δε θα καταλάβαινε ποτέ πως κάτι του έλειπε. Οι άλλοι ήταν αυτοί που του 'χαν βάλει την ιδέα, γιατί του έλεγαν διαρκώς:

- Μα καλά, εσύ δε γαβγίζεις;
- Δεν μπορώ... δεν είμαι από δω...
- Άκου απάντηση. Καλά, δεν ξέρεις ότι τα σκυλιά γα­βγίζουν;
- Για ποιο λόγο;
- Γαβγίζουν γιατί είναι σκυλιά. Γαβγίζουν στους περα­στικούς, στις ενοχλητικές γάτες, όταν έχει πανσέληνο.  Γαβγίζουν όταν είναι χαρούμε­να, όταν είναι νευρικά, όταν είναι θυμωμένα. Κυρίως τη μέ­ρα, αλλά και τη νύχτα.
Μπορεί να είναι έτσι, αλλά εγώ...
- Εσύ τι πράγμα; Εσύ είναι φαινόμενο, παιδί μου. Να δεις που μια μέρα θα σε γράψουν οι εφημερίδες.
Ο σκύλος δεν ήξερε τι να απαντήσει σε όλες αυτές τις κριτικές που του έκαναν. Δεν ήξερε να γαβγίζει και δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να μάθει.
- Κάνε ό,τι κάνω κι εγώ, του είπε μια μέρα ένα κοκοράκι που τον λυπήθηκε.
Κι έβγαλε δυο τρία δυνατά κικιρίκου.
- Δύσκολο μου φαίνεται, είπε το σκυλάκι.
- Μα τι λες; Είναι πανεύκολο. Άκουσε με καλά και πρόσεξε το ράμφος μου. Τέλος πάντων, κοίταξε με και προσπάθησε να με μιμηθείς.
Το κοκοράκι έβγαλε κι άλλο ένα κικιρίκου.
Ο σκύλος προσπάθησε να κάνει το ίδιο, αλλά το μόνο που βγήκε από το στόμα του ήταν ένα αδέξιο «κεκέ», που έκανε τις κοτούλες να το βάλουν στα πόδια.
- Δεν πειράζει, είπε το κοκοράκι. Για πρώτη φορά τα πήγες καλούτσικα. Έλα, ξαναπροσπάθησε.
Το σκυλάκι προσπάθησε μία, δύο, τρεις φορές ακόμη. Προσπαθούσε κάθε μέρα. Έκανε εξάσκηση στα κρυφά, πρωί βράδυ. Καμιά φορά, για να εξασκείται με την ησυχία του, πήγαινε στο δάσος. Ένα πρωί, ενώ βρισκόταν στο δάσος, του βγήκε ένα κικιρίκου τόσο αληθινό, τόσο ωραίο και δυνατό, που η αλεπού το άκουσε και μονολόγησε: «Επιτέλους, ο κόκορας ήρθε στα μέρη μου. Θα τρέξω να τον ευχαριστήσω που με επισκέφτηκε...» Και πράγματι βάλθηκε να τρέχει, φροντίζοντας όμως πρώτα να πάρει μαζί της πιρούνι, μαχαίρι και πετσέτα. Βλέπετε, για μια αλεπού δεν υπάρχει πιο νόστιμο πρωινό από ένα ωραίο κοκοράκι. Καταλαβαίνετε βέβαια πόσο απογοητεύτηκε μόλις, αντί για κόκορα, αντίκρισε ένα σκύλο που έλεγε το ένα κικιρίκου μετά το άλλο.
- Μάλιστα, είπε η αλεπού. Ώστε έτσι λοιπόν. Μου έστησες παγίδα.
- Παγίδα;
- Μα και βέβαια. Μ' έκανες να πιστέψω ότι κάποιος κόκορας χάθηκε στο δάσος και κρύφτηκες για να με γραπώσεις. Πάλι καλά που σε είδα εγκαίρως. Αυτό που έκανες, όμως, λέγεται παράνομο κυνήγι. Τα σκυλιά, συνήθως, γαβγίζουν για να με προειδοποιήσουν ότι έρχονται οι κυνηγοί.
- Πίστεψε με, εγώ... Αν θες να μάθεις, ούτε καν που μου πέρασε από το μυαλό το κυνήγι. Ήρθα εδώ για εξάσκηση.
- Εξάσκηση; Σε ποιο πράγμα;
- Εξασκούμαι για να μάθω να γαβγίζω. Είμαι σχεδόν έτοιμος. Άκου τι καλά που το κάνω. Και βγάζει ένα εκκωφαντικό κικιρίκου.
Η αλεπού κόντεψε να σκάσει από τα γέλια. Κυλιόταν στο χώμα, κρατούσε την κοιλιά της, δάγκωνε τα μουστάκια και την ουρά της. Το σκυλάκι μας ένιωσε τόσο ταπεινωμένο, που έφυγε σιωπηλό, με κατεβασμένη τη μουσούδα και δάκρυα στα μάτια.
Εκεί κοντά βρισκόταν ένας κούκος. Είδε να περνάει το σκυλί και το λυπήθηκε η ψυχή του.
- Τι έπαθες;
- Τίποτα.
- Και τότε γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένος;
- Ε… να... επειδή δεν μπορώ να γαβγίσω. Κατάλαβες τώρα;
- Αν είναι γι' αυτό, τότε θα σε μάθω εγώ. 'Άκου προσεκτικά τι κάνω και προσπάθησε να το επαναλάβεις: κου-κου …  κούκου... κούκου... Κατάλαβες;
- Εύκολο μου ακούγεται.
- Πανεύκολο. Εγώ το κάνω από μικρός. Προσπάθησε  κι εσύ κουκου... κούκου...
Κου… έκανε ο σκύλος. Κου...
Προσπάθησε  εκείνη τη μέρα, ξαναπροσπάθησε την επόμενη. Μέσα σε μία βδομάδα τα πήγαινε μια χαρά. Ήταν τρισευτυχισμένος και σκεφτόταν: «Επιτέλους, αρχίζω να γαβγίζω κανονικά. Δεν πρόκειται να με ξανακοροϊδέψει κανείς.
Εκείνες τις  μέρες ξεκινούσε η περίοδος του κυνηγίου. Στο δάσος κατέφτασαν πολλοί κυνηγοί. Ακόμη κι εκείνοι που πυροβολούσαν ό,τι έβλεπαν ή άκουγαν. Αυτοί ήταν ικανοί να πυροβολήσουν ακόμη και αηδόνι. Πέρασε λοιπόν ένας τέτοιος κυνηγός, άκουσε πίσω από ένα θάμνο κούκου... κούκου, άρπαξε το όπλο του και... μπαμ! μπουμ! έριξε δυο τουφεκιές.
Οι σφαίρες, για καλή του τύχη, δε βρήκαν το σκύλο. Απλώς πέρασαν ξυστά από τα αυτιά του, κάνοντας φσσς φσσς, όπως στα κόμικς. Το σκυλί το έβαλε στα πόδια απορώντας: «Αυτός ο κυνηγός μάλλον τρελάθηκε για να πυροβολεί και τα σκυλιά που γαβγίζουν...»
Στο μεταξύ, ο κυνηγός έψαχνε το πουλί. Ήταν απολύτως βέβαιος πως το είχε σκοτώσει.
- Να δεις που μάλλον θα το άρπαξε αυτό το παλιόσκυλο. Ποιος ξέρει από που ξεφύτρωσε, μουρμούριζε.
Και για να ξεθυμάνει, πυροβόλησε έναν ποντικό που είχε ξεμυτίσει από τη φωλιά του, αλλά δεν τον πέτυχε.
Ο σκύλος έτρεχε κι έτρεχε...
ΠΡΩΤΟ ΤΕΛΟΣ
Ο σκύλος έτρεχε κι έτρεχε, ώσπου βρέθηκε σε ένα λιβάδι οπού έβοσκε αμέριμνη μια αγελαδίτσα.
- Για που το ‘βαλες έτσι βιαστικός;
- Δεν ξέρω.
- Ε τότε σταμάτα. Εδώ έχει υπέροχο χορτάρι.
- Λεν πρόκειται να γίνω καλά με το χορτάρι...
- Είσαι άρρωστος;
- Κάθε άλλο. Απλώς δεν μπορώ να γαβγίσω.
- Μα καλά, αυτό είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο!  Για άκουσε με μουου... μονού... μουουου.  Είδες τι ωραία που το κάνω;
- Λεν ακούγεται άσχημα. Δεν είμαι, όμως, σίγουρος  είναι ο σωστός τρόπος. Εσύ είσαι αγελάδα...
- Φυσικά και είμαι αγελάδα.
-Εγώ, όμως, όχι. Εγώ είμαι σκύλος.
- Φυσικά και είσαι σκύλος. Και τι μ’ αυτό; Αυτό δε σ’ εμποδίζει α μάθεις τη γλώσσα μου.
- Φοβερή  ιδέα! Φοβερή! αναφώνησε ο σκύλος.
- Ποια;
- Αυτή που μόλις μου 'ρθε στο μυαλό, θα μάθω τις φωνές όλων των ζώων και θα με προσλάβουν στο τσίρκο. θα καταπλήξω τα πλήθη, θα γίνω πλούσιος και θα παντρευτώ την κόρη του βασιλιά. Του Βασιλιά των σκύλων, εννοείται.
- Μπράβο, πολύ ωραία ιδέα. Γρήγορα, ας το ρίξουμε στη δουλειά. Άκουσε με προσεκτικά: μουου... μουου... μουουου...
- Μουου.... έκανε ο σκύλος.
Ο σκύλος αυτός μπορεί να μη γάβγιζε, είχε όμως μεγάλη κλίση στις ξένες γλώσσες.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΕΛΟΣ
 Ο σκύλος έτρεχε κι έτρεχε, ώσπου συνάντησε ένα χωρικό.
- Για που το 'βαλες;
- Δεν έχω ιδέα.
- Ε τότε έλα σπίτι μου. Χρειάζομαι ένα σκύλο που μου φυλάει το κοτέτσι.
- Πολύ ευχαρίστως να έρθω, αλλά σας προειδοποιώ: δεν μπορώ να γαβγίσω.
- Καλύτερα. Τα σκυλιά που γαβγίζουν φοβίζουν το. ληστές και μετά αυτοί το βάζουν στα πόδια. Εσένα όμως, δε θα σε ακούνε, θα πλησιάζουν και τότε θα τους δαγκώνεις. Έτσι θα πάρουν την τιμωρία που τους αξίζει.
- Σύμφωνοι, είπε ο σκύλος.
Κι έτσι, ο σκύλος που δεν μπορούσε να γαβγίσει απόκτησε δουλειά, αλυσίδα και μια γαβάθα σούπα κάθε  μέρα.
ΤΡΙΤΟ ΤΕΛΟΣ
Ο σκύλος έτρεχε κι έτρεχε, ώσπου ξαφνικά σταμάτησε. Τι παράξενη φωνή ήταν αυτή που άκουσε. Γαβ γαβ, έκα­νε. Γαβ γαβ.
«Αυτή η φωνή κάτι μου λέει», σκέφτηκε ο σκύλος. «Κι όμως, δεν μπορώ να καταλάβω τι ζώο είναι αυτό που κάνει έτσι».
- Γαβ γαβ.
«Μήπως είναι καμηλοπάρδαλη; Όχι, μάλλον είναι κροκόδειλος. Είναι άγριο ζώο ο κροκόδειλος. Πρέπει να πλησιάσω προσεκτικά».
Γλιστρώντας ανάμεσα στους θάμνους, το σκυλάκι προχώρησε προς τα εκεί όπου ακουγόταν αυτό το γαβ γαβ. Άγνωστο γιατί, αλλά αυτός ο ήχος έκανε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά.
- Γαβ γαβ.
- Όπα, κι άλλο σκυλί.
Αν θέλετε να ξέρετε, ήταν το σκυλί εκείνου του κυνη­γού ο οποίος λίγο νωρίτερα είχε πυροβολήσει ακούγο­ντας το κούκου.
- Γεια σου, σκύλε.
- Γεια σου, σκύλε.
- Μπορείς να μου πεις τι ήχος είναι αυτός που βγάζεις;
- Ήχος; Σε πληροφορώ ότι εγώ δε βγάζω ήχους, εγώ γαβγίζω.
- Γαβγίζεις; Ξέρεις να γαβγίζεις;
- Φυσικά. Τι περίμενες δηλαδή; Ότι θα σάλπιζα σαν ελέφαντας ή ότι θα βρυχιόμουν σαν λιοντάρι;
- Θα με μάθεις κι εμένα;
- Δεν ξέρεις να γαβγίζεις;
- Όχι.
- Άκου και κοίταξε με καλά. Έτσι γίνεται: γαβ γαβ...
- Γαβ γαβ. είπε αμέσως το σκυλάκι μας.
Και μέσα του σκεφτόταν, συγκινημένο κι ευτυχισμένο:
«Επιτέλους, βρήκα το δάσκαλο μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια: