Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Το ταξίδι για την αγάπη του Τσιάν-Σιν




Κινέζικο Παραμύθι Ελεύθερη διασκευή: Φιλομήλα Βακάλη

Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα μικρό χωριό της Κίνας που βρισκόταν κοντά στον ποταμό Χάι-Χο ζούσε ο Τσιαν Σιν.
Ορφανός από πολύ μικρός δεν είχε κανέναν να τον φροντίζει. Μόνος του έπρεπε να δουλεύει και να ζει. Γράμματα δεν πρόλαβε να μάθει, ούτε καν μια τέχνη, γι' αυτό πήγε υπηρέτης σ' ένα πλούσιο θείο του. Έξυπνος και εργατικός, όλη τη μέρα δούλευε και τα βράδια μάθαινε γραφή κι ανάγνωση.
 Ένα πρωί που τάιζε τα πουλερικά, βλέπει ένα άγριο γεράκι να πετά με ορμή στην αυλή τους. Πριν καλά καλά προλάβει να αντισταθεί, το γεράκι άρπαξε την πιο καλοθρεμμένη κότα και τράβηξε κατά το νοτιά. Το βάρος το έκανε να πετάει πολύ χαμηλά. Αναστατωμένος ο Τσιαν Σιν έτρεξε ξοπίσω του.
Το γεράκι πετούσε όλο πετούσε, ως την ώρα που ο ήλιος μάζεψε και τις τελευταίες αχτίδες του. Ως την ώρα που το φως της μέρας άρχισε να παίρνει κάτι από τη θαμπάδα της νύχτας. Το πουλί κουρασμένο τότε, μπήκε ο' ένα κήπο γιομάτο χρυσάνθεμα να κουρνιάσει. Ο Τσιαν Σιν το ακολούθησε βέβαιος πια πως εκεί θα έπαιρνε πίσω την κότα του. Σταμάτησε όμως γεμάτος αμηχανία, γιατί μπροστά του πρόλαβε μια κοπέλα. Ανάμεσα στα λουλούδια έλαμπε σαν τον ήλιο, τόση ήταν η ομορφιά της. Σα να κουνούσε ο αέρας τις φυλλωσιές των δέντρων ακούστηκε η φωνή της.
—Ποιος είσαι; Από πού έρχεσαι;
— Τσίαν Σιν με λένε. Εσένα;
— Τσιάου Τι. Τα μεγάλα μάτια της, ένα ματσάκι μενεξέδες το καθένα τον έκαναν και ξεθάρρεψε. Κάθισε κοντά της, της είπε από που ερχόταν και γιατί. Της μίλησε για τη ζωή του. Τον άκουσε. Του ανιστόρησε κι εκείνη τα δικά της: Στην καρδιά τους κουβέντα την κουβέντα, σαν τα χρυσάνθεμα του κήπου, ρίζωσε μια μεγάλη αγάπη.

- Τσιαν Σι αγαπημένε, θέλω να γίνω γυναίκα σου, του είπε. Μόνο χρειάζεται να στείλεις στον πατέρα μου έναν άνθρωπο αξιόπιστο για να σε προξενέψει.
Γεμάτος χαρά ο Τσιάν Σι γύρισε στο χωριό του. Δε δυσκολεύτηκε καθόλου να βρει προξενητή. Ο θείος δέχτηκε πρόθυμα να πάει στο σπίτι της κοπέλας. Τα πράγματα δυσκόλεψαν αργότερα.
Ο πατέρας της που είχε μάθει πόσο φτωχός ήταν ο γαμπρός είπε στο θείο του.
— Αν στ' αλήθεια θέλει την κόρη μου για γυναίκα του, πρέπει να βρει και να μας φέρει δώρο γαμήλιο, δέκα χρυσά τούβλα, ένα κουπάκι χρυσά κουκιά, τρεις κόκκινες τρίχες και ένα μαργαριτάρι που να πλέει στο νερό. Αλλιώς να την ξεχάσει.
Τάχασε ο καημένος ο Τσιαν Σι όταν έμαθε τι του ζητούσε ο πατέρας της καλής του. Πώς να αποχτήσει τέτοιους θησαυρούς, πού να βρει τόσο παράξενα πράγματα;
Σκέφτηκε, σκέφτηκε, τέλος αποφάσισε να συμβουλευτεί
ένα γέροντα που ήταν ξακουστός για τη σοφία του.
Έπρεπε να ψάξει πολύ για να τον βρει. Το ταξίδι θα ήταν δύσκολο και μακρινό.    
Η μεγάλη αγάπη όμως του έδινε φτερά, τον έκανε δυνατό. Περπάτησε ώρες πολλές, δεν κατάλαβε,  ­πόσες, ώσπου έφτασε σε μια μεγάλη. πολιτεία. Εκεί στάθηκε να πάρει μιαν ανάσα, να ρωτήσει κι όλας αν βρισκόταν στο σωστό δρόμο. Είδε κάμποσους εργάτες που προσπαθούσαν να χτίσουν ένα τείχος. Εργάτες απελπισμένους, γιατί ενώ το έχτιζαν με προσοχή και επιμέλεια, αυτό γκρεμιζόταν.
Πλησίασε κοντά τους.
— «Γυρεύεις κάτι;» Τον ρώτησε ένας απ' αυτούς.
— «Ψάχνω να βρω ένα γέροντα σοφό, έχω ένα σοβαρό πρόβλημα και θέλω τη βοήθεια του», του απάντησε ο Τσιαν Σι.
— Αν τον βρεις, θα μας κάνεις μεγάλη χάρη, ρώτησε τον για το τείχος που χτίζουμε. Γύρω γύρω στην πόλη είναι στερεό και στο σημείο αυτό γκρεμίζεται. Τους αποχαιρέτησε με την υπόσχεση πως δε θα τους ξεχάσει. Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει σ' ένα χωριό. Διψασμένος πολύ σταμάτησε να πιει λίγο νερό. Στην πηγή έπιασε την κουβέντα με τις γυναίκες που είχαν πάει να γεμίσουν τα σταμνιά τους.
— Ποιος καλός άνεμος σ' έφερε στα μέρη μας, ξένε; Τον ρώτησαν με περιέργεια. Εκείνος εξήγησε με ευγένεια το σκοπό του ταξιδιού του.
— Αχ κοντά στ' άλλα μάθε και για την κερασιά μας που βρίσκεται πίσω από το χωριό. Κάνει ανθούς ένα σωρό, μα καρπούς δε δένει ποτέ, τον παρακάλεσαν. Πρόθυμα έδωσε  και σ' αυτές την ίδια υπόσχεση.
Φεύγει κι από κει. Ώρα την ώρα, δρόμο το δρόμο φτάνει σ' άλλο χωριό. Ακούει ένα γέρο να του φωνάζει.
— Ε γιε μου πού πας; Τα παπούτσια σου είναι ξεσκισμένα, τα ρούχα σου σκονισμένα, πρέπει να περπάτησες πολύ. Κάτσε να ξαποστάσεις.
— Δε μπορώ, βιάζομαι. Πάω να βρω το σοφό γέροντα...
— Αχ λεβέντη μου να ζήσεις, έχω μεγάλο καημό. Η κόρη μου έγινε δεκαοχτώ χρονών, θέλω να την παντρέψω αλλά κανείς δεν την παίρνει γυναίκα του, γιατί είναι βουβή. Ρώτησε τον τι μπορώ να κάνω.
—Μετά χαράς παππούλη μου, του απάντησε και έφυγε βιαστικός. Ταξίδεψε μέρες και νύχτες. Πέρασε βουνά, λαγκάδια, ποταμούς ακόμα κι έρημους. Οι δυσκολίες που περνούσε η μια μεγαλύτερη από την άλλη. Τέλος έφτασε στην άκρη μιας απέραντης θάλασσας, ία ενώ σκεφτόταν πως θα περάσει απέναντι, μια μεγάλη χελώνα παρουσιάστηκε μπροστά του.
— Μήπως μπορώ να σε βοηθήσω; Τον ρώτησε. Ο Τσιαν Σι εξήγησε που πήγαινε. Χωρίς να χάσει καιρό η χελώνα του έδειξε τη ράχη της.
—Ανέβα πάνω, θα σε περάσω εγώ. Από σένα θέλω να μη με ξεχάσεις όταν θα βρεις το σοφό γέροντα. Χρόνια και χρόνια κολυμπώ πάνω σ' αυτά τα κύματα κι ούτε μια φορά δεν μπόρεσα να κατεβώ στον πάτο της θάλασσας. Για μένα
αυτό είναι ένα μαρτύριο. Ρώτησε τον σε παρακαλώ τι φταίει. Της είπε να μην ανησυχεί καθόλου, γιατί εκείνος σίγουρα θα της έφερνε μια απάντηση. Ανέβηκε γρήγορα γρήγορα στη ράχη της. Στην απέναντι στεριά τέλειωσε και το ταξίδι του. Εκεί ήταν το σπίτι του σοφού. Ο γέροντας τον δέχτηκε με ευγένεια.
— Πέρασε μέσα και πες μου τι ζητάς. Για να κάνεις ένα τέτοιο μακρινό και δύσκολο ταξίδι, ασφαλώς έχεις κάτι πολύ σπουδαίο κατά νου. Ο Τσιαν Σι του μίλησε πρώτα για τους ανθρώπους που συνάντησε στο δρόμο του. Για τα προβλήματα τους και για το πρόβλημα της χελώνας.
Τελευταίο άφησε τον εαυτό του. Τα δικά του βάσανα. Ο γέροντας τον άκουε με πολύ προσοχή. Άφησε λίγα λεπτά να περάσουν πριν απαντήσει. Ύστερα μισόκλεισε τα μάτια του.
— Το τείχος γκρεμίζεται γιατί σε κείνο το μέρος είναι θαμμένα δέκα χρυσά τούβλα. Η κερασιά δε  δένει τους ανθούς Γης γιατί οι ρίζες της της ακουμπάνε σε μια κούπα με χρυσά φλουριά. Και είναι απίστευτο, αλλά η κόρη του γέροντα πατέρα δε μιλά γιατί στο κεφάλι της είναι φυτρωμένες τρεις κόκκινες τρίχες. Αν κάποιος τις ξεριζώσει, η κόρη θα βρει αμέσως τη λαλιά της. Όσο για τη χελώνα, αυτή εύκολα θα πάει στον πάτο της θάλασσας. φτάνει να βγάλεις μέσα από το στόμα της ένα μαργαριτάρι που επιπλέει στο νερό. Η βοήθεια που θα δώσεις, θάναι και δικιά σου βοήθεια. Με την ευχή μου παλικάρι μου, πήγαινε στο καλό. Γεμάτος ευγνωμοσύνη αποχαιρέτησε το γέροντα.
Ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Στην άκρη της θάλασσας τον περίμενε η χελώνα. Ήταν έτοιμος να της πει το μυστικό αλλά σκέφτηκε πιο ώριμα.
— Πέρασε με απέναντι, της είπε και τότε θα σου πω. Μόλις έφτασαν στην αντίπερα όχθη, έβαλε τη χελώνα να ανοίξει το στόμα της. Εκείνος πήρε το μαργαριτάρι που έπλεε στο νερό, ενώ η χελώνα ευχαριστημένη πήγε στον πάτο της θάλασσας. Φύλαξε προσεχτικά το μαργαριτάρι στον κόρφο του. Ο δρόμος του γυρισμού ήταν γεμάτος χαρές.
Βρήκε το γέρο πατέρα καθισμένο στην εξώθυρα του σπιτιού του.
— Πες μου τι σου είπε ο σοφός, τον ρώτησε γεμάτος αγωνία μόλις τον είδε.
— Πήγαινε με στην κόρη μου και θα την κάνω καλά. Του αποκρίθηκε.
Μπήκαν στο σπίτι. Μόλις ο Τσιαν Σι ξερίζωσε τις τρεις κόκκινες τρίχες αμέσως η κοπέλα άρχισε να μιλάει, Πατέρας και κόρη έκλαιγαν από χαρά. Ούτε εκείνος μπορούσε να κρύψει τη χαρά του, Έβαλε τις τρεις τρίχες στον κόρφο του και συνέχισε το ταξίδι του. Σταμάτησε πάλι στην πηγή του χωριού με την κερασιά που δεν έδενε τους καρπούς της. Βρήκε τις γυναίκες να τον περιμένουν.
— Πες μας λοιπόν, έμαθες τίποτε για την κερασιά μας;
— Ασφαλώς έμαθα, θέλω μόνο να μου τη δείξετε. Τον πήγαν αμέσως στην κερασιά. Έσκυψε με συγκίνηση στη ρίζα της. Τη σκάλισε ώσπου βρήκε την κούπα με τα χρυσά φλουριά. Την ίδια στιγμή κόκκινα ζουμερά κεράσια γέμισαν
τους κλώνους της. Δεν κάθισε ούτε για να τον ευχαριστήσουν, Στο νου του είχε τους εργάτες που ακόμα θα παιδεύονταν με το χτίσιμο. Ήθελε μια ώρα αρχύτερα να τους ξεκουράσει.
Έφτασε στην πόλη και πήγε κατευθείαν στο μέρος εκείνο που γκρεμιζόταν το τείχος. Ξέθαψε τα δέκα χρυσά τούβλα και τους είπε να συνεχίσουν το χτίσιμο. Το θαύμα έγινε. Το τείχος γερό και καλοκαμωμένο δεν ξαναγκρεμίστηκε. Ένιωθε πως ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Είχε σκορπίσει τη χαρά αλλά και ο ίδιος την είχε πάρει πλουσιοπάροχα.
Ο πατέρας της... δεν πίστευε στα μάτια του. Τώρα έπρεπε να κρατήσει την υπόσχεση του. Πάντρεψε την όμορφη θυγατέρα του με τον Τσιαν Σι.
Οι δυο τους ζούσαν ευτυχισμένοι. Ήταν το πιο αγαπημένο ζευγάρι στον κόσμο. Ο Τσιαν Σι ήταν ξετρελαμένος μαζί της. Τόσο πολύ μάλιστα που ζήτησε από ένα ζωγράφο να του κάνει την εικόνα της. Να την παίρνει μαζί του τις ώρες που θα ήταν αναγκασμένος να λείπει από το σπίτι. Μια μέρα εκεί που δούλευε στα χωράφια έβγαλε την εικόνα, κι όπως το συνήθιζε την κοίταζε με θαυμασμό. Δεν τη χάρηκε για πολύ. Ένας άνεμος πέρασε και την άρπαξε από τα χέρια του. Δεν πρόλαβε να την πιάσει. Γύρισε σπίτι του λυπημένος, γυρεύοντας να δει από κοντά την αγαπημένη του.
Η εικόνα με τα φτερά του ανέμου πέταξε αρκετή ώρα. Πέρασε από δρόμους, πλατείες, σπίτια, ώσπου έφτασε στο παλάτι του αυτοκράτορα, Έπεσε στη μεγάλη χρυσή αίθουσα των συνεδριάσεων.
Ο αυτοκράτορας θαμπωμένος από την ομορφιά της διέταξε τους αυλικούς του να πάνε να τη βρουν.
 — Πάρτε τη φωτογραφία της και ψάχτε παντού. Αν δε μου τη φέρετε θα πάρω τα κεφάλια σας, είπε κουνώντας στον αέρα το σπαθί του.
Έφαγαν τον τόπο οι αυλικοί. Δεν άφησαν σπίτι ούτε γωνιά άψαχτη. Έφτασαν και στο σπίτι του Τσιαν Σι. Δε δυσκολεύτηκαν να την αναγνωρίσουν. Στάθηκαν σκληροί στα δάκρυα της. Στο κάτω κάτω κινδύνευε το κεφάλι τους. Την άφησαν μόνο να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο της, που τα είχε στην κυριολεξία χαμένα. — Αγαπημένε μου, μην πικραίνεσαι, του ψιθύρισε στα κλεφτά. Φόρεσε την προβατένια κάπα σου ανάποδα και ζήτησε να δεις τον αυτοκράτορα. Άφησε μόνο να περάσουν λίγες μέρες. Εγώ θα κάνω αυτό που πρέπει για να βρεθούμε πάλι μαζί.
Ο αυτοκράτορας υποδέχτηκε την Τσιάου Τι με τιμές και δώρα. Την έβαλε να καθίσει δίπλα στο θρόνο του. Λεπτό δεν την άφηνε από τα μάτια του. Έκανε τα πάντα για να την δει να χαμογελάει. Του κάκου. Καθόταν δίπλα του διαρκώς θλιμμένη και σιωπηλή. Το χαμόγελο της δεν το είδε ούτε μια φορά.
Μια μέρα εκεί που προσπαθούσε με αστεία και γελωτοποιούς να της αλλάξει τη διάθεση, μπήκε στην αίθουσα ο Τσιαν Σι φορώντας την προβατένια κάπα όπως του είχε πει η καλή του. Η Τσιάου Τι μόλις τον είδε έβαλε τα γέλια. Ο αυτοκράτορας την κοίταξε ξαφνιασμένος. — Πες μου τι σε έκανε ξαφνικά να γελάς;
— Η κάπα που φοράει αυτός ο άνθρωπος. Για δες πόσο αστεία είναι. Αν τη φορούσες, μα την αλήθεια, θα ήμουν πάντα γελαστή.
Ο αυτοκράτορας ενθουσιασμένος διέταξε τον Τσιαν Σι να βγάλει την κάπα. Ευθύς οι δυο άντρες αντάλλαξαν τα ρούχα τους. Όταν ο αυτοκράτορας φόρεσε την κάπα ανάποδα, η Τσιάου Τι φώναξε αμέσως τους αυλικούς.
— Πάρτε αυτόν το γελοίο και αναιδέστατο άνθρωπο από μπροστά μου. Είχε το θράσος να με προσβάλει. Ρίχτε τον στο πιο σκοτεινό κελί των φυλακών. Οι άντρες πέταξαν τον αυτοκράτορα στη φυλακή. Ο Τσιαν Σι και η Τσιάου Τι έζησαν από τότε για πάντα μαζί. Με παιδιά κι εγγόνια ως τα βαθιά τους γηρατειά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: