Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Κ... όπως καλάμι




από το βιβλίο "Το αλφαβητάρι της φύσης" της Μαρίας Φραγκιά,
Κάποτε, στην άκρη μιας λίμνης, φύτρωνε ένα καλάμι. Κάθε πρωί που ξυπνούσε κοίταζε με λύπη την εικόνα του στο νερό: "Τι λιγνό και άχαρο που εί­μαι!..," σκεφτόταν λυπημένο. Αντίκριζε με ζήλια τις ιτιές που φύτρωναν απέναντι του, με το γεροφτιαγμένο τους σκαρί και το πλούσιο φύλλωμα που χάι­δευε, θαρρείς, το νερό. Σαν τις έβλεπε να λικνίζονται με χάρη στου ανέμου το θώπευμα, δάκρυζε και ζάρωνε από ντροπή. "Τι έχεις πάλι;" το ρωτούσαν τα μπακακάκια. "Είμαι τόσο άσκημο! Κοιτάξτε
σουλούπι; κεφάλι, λαιμός, κορμός και πόδια, όλα μια ευθεία γραμμή! Σαν τηλεγραφόξυλο είμαι! Κι αυτοί οι απαίσιοι κόμποι στο κορμί μου... Άσε που κουνιέμαι μονάχα αριστερά και δεξιά και μάλιστα γέρνοντας ολάκερο σαν μεθυσμένο...", "Είσαι υπερβολικά κακό με τον εαυτό σου. Δεν μπορεί, κάτι καλό θα έχεις κι εσύ. Δεν ανθίζεις την άνοιξη;" τον ρωτούσαν βαριεστημένα τα μπακακάκια. "Ναι, τώρα μάλιστα! Ανθίζω! Αλλά πώς; Βγάζω αυτό το γελοίο λοφίο στο κεφάλι, σαν ξεσκονιστήρι είμαι...". Στο τέλος ακόμα και τα μπακακάκια βαρέθηκαν τη μουρμούρα του και σταμάτησαν να του μιλούν. Έμεινε λοιπόν εκεί, στην ακροποταμιά, μόνο του να κλαίει τη μοίρα του.
Μα ένα χειμωνιάτικο βράδυ ξύπνησε το καλάμι τρομαγμένο: μια υπόκωφη βουή τάραζε τη λίμνη, λες κι ερχόταν ένα μουγκρητό από τα σπλάχνα της. Σώπασαν τα νυχτοπούλια, λούφαξαν τα μπακακάκια κι όλη η φύση αφουγκραζόταν σιωπηλή γεμάτη αγωνία - κάτι φοβερό θα γινόταν απόψε... Και ξάφνου, μια εκτυφλωτική λάμψη έσκισε το μαύρο ουρανό κι έπεσε ακριβώς πάνω στη μεγαλύτερη ιτιά που λαμπάδιασε στη στιγμή. Ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος, που έμοιαζε σαν να βροντούσαν μαζί χίλια κανόνια κι ύστερα, λες κι άνοιξαν οι καταρράκτες τ' ουρανού, τουλούμια νερού άρχισαν να δέρνουν με λύσσα το χώμα! Έπιασε κι ένας μανιασμένος αέρας να φυσά, ουρλιάζοντας σαν λυσσασμένος σκύλος... Φρούμαξε η λίμνη, αναταράχτηκε κι έπιασε να κλότσα τα νερά της δεξιά κι αριστερά, λες και δεν τ' άντεχε άλλο στην αγκαλιά της. Ο πώς φοβήθηκε το καλάμι... Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και τ' αυτιά του, να μην ­βλέπει και να μην ακούει τίποτα. "Έφτασε η τελευταία μου ώρα!" σκέφτηκε κι αφέθηκε νικημένο στην ορμή του αέρα, να το λυγίζει πότε απ' τη μια και πότε  από την άλλη, ίσαμε το χώμα σχεδόν... "Κρατηθείτε αδερφούλες μου!" βογκούσαν οι ιτιές, μα το καλάμι δεν τις άκουγε, μονάχα λύγιζε...
Το ξημέρωμα βρήκε τη λίμνη ήσυχη. Ένας χλωμός, χειμωνιάτικος ήλιος  φώτισε την καταστροφή: χορτάρια τσουρομαδημένα, νούφαρα αναποδογυρισμένα, οι ιτιές, οι περήφανες ιτιές, όλες πεσμένες ανάσκελα, με τις ρίζες  τους γυμνές, σαν σκελετωμένα χέρια και τα κλαδιά τους χωμένα μέσα σε τόνους λάσπη... Μονάχα το καλάμι έστεκε ορθό και απορημένο, μονάχοι με το ευλύγιστο, λεπτό κορμί του είχε γλιτώσει από τη μανιασμένη καταιγίδα!                                                        ^
Πάνω στην ώρα ακούστηκαν πλατσουρίσματα που ζύγωναν. Ένα βοσκόπουλο, παλικαράκι δεκαεπτά χρονών, κοντοστάθηκε. Έβγαλε από την τσέπη του ένα σουγιαδάκι, έκοψε ένα κομμάτι από το καλάμι, του 'κανε στα γρήγορα πέντε-έξι τρύπες κι έφτιαξε μια φλογέρα. Τη φύσηξε απαλά κι έπαιξε ένα γλυκό σκοπό, για τα χαρίσματα που η σοφή φύση είχε δώσει στον καθένα από μας, αλλά που συνήθως δεν τα εκτιμάμε, μέχρι να κινδυνέψουμε να τα χάσουμε... Και το καλάμι ένιωσε για πρώτη φορά πολύ κουτό, μα και  πολύ πολύ ευτυχισμένο...

Δεν υπάρχουν σχόλια: