Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Η πόλη χάθηκε στο χιόνι (η συνέχεια της ιστορίας)

Η  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Εκείνη την ώρα περνούσε από το πεζοδρόμιο η κυρία Νεφέλη, φορώντας το σκούφο, το παλτό και τις ψηλοτάκουνες μπότες. Ήταν πολύ βιαστική, γιατί είχε αργήσει μισή ώρα να πάει στη δουλειά της, στο γραφείο που εργαζόταν.
Δεν πρόσεξε καθόλου τον κύριο Μαρκοβάλντο, που καθάριζε το χιόνι. Όμως ούτε και αυτός την είδε, γιατί είχε γυρισμένη την πλάτη του. Έκανε μια απότομη κίνηση και την χτύπησε δυνατά με το φτυάρι. Η κυρία Νεφέλη γλίστρησε, έπεσε κάτω και έσπασε το πόδι της. Πονούσε πολύ.

Ο κύριος Μαρκοβάλντο φώναξε αμέσως ασθενοφόρο και την πήγε στο νοσοκομείο. Στεναχωρήθηκε πολύ. Την επόμενη μέρα την επισκέφτηκε μαζί με την γυναίκα του και της ζήτησε πολλές φορές συγνώμη. Η κυρία Νεφέλη ήταν πολύ καλή και ευγενική και τον συγχώρεσε.
Μόλις έγινε καλά, ο Μαρκοβάλντο και η γυναίκα του την κάλεσαν στο σπίτι για φαγητό. Έτσι  έγιναν φίλοι.
Βασιλική.
Στην συνέχεια ο Μαρκοβάλντο  έτσι που φτυάριζε τα χιόνι από τη σκεπή  έπεσε όλο πάνω του. Άρχισε να κουτρουβαλάει στην κατηφόρα προς το ποτάμι. Χτύπησε πρώτα στο ψαράδικό και μετά στα τζάμια του κρεοπωλείου και αμέσως μετά έπεσε στο ποτάμι..
Όταν βγήκε από το ποτάμι, πήγε γρήγορα στο σπίτι του για να αλλάξει ρούχα.
 Η γυναίκα του τον ρώτησε: « Γιατί είσαι βρεγμένος;»
Εκείνος απάντησε: Είναι μεγάλη ιστορία. Θα σου πω, όταν γυρίσω από τη δουλειά.
Ο Μαρκοβάλντο άρχισε να τρέχει για να πάει στη δουλειά του. Ευτυχώς πήγε γρήγορα και δεν το έμαθε το αφεντικό του.
Αναστασία
Ο Μαρκοβάλντο συνέχισε τη δουλειά του μέχρι να καθαρίσει όλο το πεζοδρόμιο από το χιόνι. Το είχε ρίξει όμως στη μέση του δρόμου και σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται αυτοκίνητα, που δεν μπορούσαν να περάσουν. Ο Μαρκοβάλντο χωρίς να καταλάβει ότι ενοχλεί τα αυτοκίνητα συνεχίζει τη δουλειά του καθαρίζοντας και το απέναντι πεζοδρόμιο. Οι οδηγοί που περίμεναν άρχισαν να φωνάζουν και κάλεσαν από το δήμο το μηχάνημα για τα χιόνια. Η ώρα περνούσε και δε γινόταν τίποτα. Ένας από τους οδηγούς βγήκε έξω και μόλις είδε το Μαρκοβάλντο να ρίχνει χιόνι στο δρόμο άρχισε να φωνάζει. Άκουσαν και οι άλλοι οδηγοί τις φωνές και βγήκαν έξω. Μόλις κατάλαβαν τι έγινε έβαλαν όλοι μαζί τις φωνές. Ο Μαρκοβάλντο προσπαθούσε να τους εξηγήσει τι έγινε, αλλά αυτοί δεν άκουγαν.
Εκείνη τη στιγμή περνούσαν τα παιδιά της γειτονιάς και έτρεξαν να δουν τι γίνεται. Επειδή αγαπούσαν το Μαρκοβάλντο, αποφάσισαν να πάρουν τα φτυάρια και να ανοίξουν το δρόμο.
Μέσα σε λίγα λεπτά έγιναν όλα όπως πριν. Τ’ αυτοκίνητα έφυγαν και ο Μαρκοβάλντο πήρε τα παιδιά και πήγε να τους κεράσει για να τους ευχαριστήσει.
Σάββας.
Ενώ ο Μαρκοβάλντο έριχνε το χιόνι στο δρόμο, πέρασε η κυρία Νεφέλη, που πήγαινε στη δουλειά
της. Ο Μαρκοβάλντο δεν πρόσεχε που έριχνε τις φτυαριές του και μια από αυτές βρέθηκε στο κεφάλι της κυρίας Νεφέλης. Τα ρούχα της έγιναν χάλια και το κεφάλι της πονούσε. Ο Μαρκοβάλντο αποφάσισε να την μεταφέρει στο νοσοκομείο, μήπως είχε πάθει κάτι. Η κυρία Νεφέλη όμως δεν ήθελε να πάει στο νοσοκομείο. Μετά από πολλά παρακάλια συμφώνησε. Το πρόβλημα όμως ήταν πώς θα τη μεταφέρει. Αποφάσισε να πάρει το ασθενοφόρο. Το ασθενοφόρο τη μετέφερε στο νοσοκομείο για να την εξετάσουν ο γιατρός.
Μόλις έφτασαν στο γιατρό την εξέτασε και είπε ότι είχε λίγες γρατσουνιές.
Πριν φύγουν από το νοσοκομείο ο Μαρκοβάλντο ζήτησε συγνώμη από την κυρία Νεφέλη για το ατύχημα.
Μετά επέστρεψαν στις δουλειές τους.
Ελένη
Ο Μαρκοβάλντο συνέχισε τη δουλειά του. Καθώς ήταν απορροφημένος δεν πρόσεξε την κυρία Νεφέλη που ήταν στη στάση και περίμενε το λεωφορείο για να πάει στη δουλειά της.
Άρχισε να φτυαρίζει γρήγορα το χιόνι και το έριχνε στο πρόσωπό της. Εκείνη προσπαθούσε να φωνάξει, αλλά δεν προλάβαινε να πει λέξη, γιατί οι φτυαριές έρχονταν η μια μετά την άλλη.
Κάποια στιγμή έπεσε κάτω και άρχισε να φωνάζει «βοήθεια». Εκείνη τη στιγμή την άκουσε ο Μαρκοβάλντο και έτρεξε να τη βοηθήσει. Όταν κατάλαβε ότι αυτός ήταν η αιτία, άρχισε να ζητάει συγνώμη,
Την πήρε γρήγορα στα χέρια του, την έβαλε στο αυτοκίνητο και την πήγε στο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες. Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν είχε πάθει τίποτα, ανακουφίστηκε. Την πήρε με το αυτοκίνητο και την γύρισε στο σπίτι της.
Για να τον συγχωρέσει για την απροσεξία του, της έστειλε μια κάρτα με ευχές και ένα καλάθι γεμάτο γλυκά,
Αλίκη.
Ο Μαρκοβάλντο καθώς φτυάριζε το χιόνι δεν έβλεπε πίσω το  αν περνάει κανείς. Έτσι καθώς περνούσε μια κυρία ο Μαρκοβάλντο την χτύπησε καταλάθος με το φτυάρι. Η κυρία έπεσε στο χιόνι με δύναμη και έσπασε το χέρι της. Επειδή δεν μπορούσε να τη σηκώσει, φώναξε ένα ασθενοφόρο.
Το ασθενοφόρο την πήρε για να πάνε στο νοσοκομείο. Όταν η κυρία είδε το Μαρκοβάλντο τον ρώτησε πώς τον λένε. Εκείνος απάντησε Μαρκοβάλντο και θέλησε να μάθει και το όνομα της κυρίας. Η κύρια του είπε ότι το όνομα της είναι Νεφέλη.
Ο Μαρκοβάλντο την πήγε σπίτι της και τα παιδιά της κυρία Νεφέλης, η Δάφνη και ο Γιώργος την ρώτησαν αν είναι καλά.. Τους απάντησε ότι είναι καλά. Τότε την ζήτησε συγνώμη και η κυρία Νεφέλη τον συγχώρεσε.
Ο Μαρκοβάλντο την κάλεσε μια μέρα αν θέλει να έρθει σπίτι του με τα παιδιά της να φάνε. Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Ξένια.
Ο Μαρκοβάλντο χωρίς να τον δει το αφεντικό του πήγε να αγοράσει τσιγάρα. Καθώς πήγε να περάσει τον δρόμο, σκουντούφλησε στο χιόνι που έριξε. Έγινε μια μπάλα και κατρακύλησε μέχρι απέναντι στο ψαράδικο της κυρίας Νεφέλης. Αυτή το πέρασε για μπάλα και το πετάξει έξω  από το ψαράδικο. Ο Μαρκοβάλντο κατρακύλησε στη κατηφόρα και τον ακολούθησαν τα τρία εγγόνια της ο Νίκος,, ο Μιχάλης και ο Γιώργος. Τον κυνήγησαν στη κατηφόρα και τον έριξαν στο ποτάμι. Εκεί μέσα το χιόνι έλιωσε και ο Μαρκοβάλντο μουσκεμένος και παγωμένος βγήκε στη στεριά.
Έτρεξε όσο μπορούσε  πιο γρήγορα πίσω στη δουλειά του. Μόλις τον είδε το αφεντικό του τον ρώτησε τι έπαθε. Ο Μαρκοβάλντο απάντησε: «Εάν σου πω ότι πήγα για τσιγάρα, θα με πιστέψεις:»
Γιάννης


Δεν υπάρχουν σχόλια: