Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ (ΗΡΩΕΣ - ΗΡΩΙΚΟΙ ΤΟΠΟΙ)



ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ

Φλογάτη η σκέψη μου γυρνάει σε σένα,
πολέμαρχε, πανάξιε ρασοφόρε,

κι από τη λεβέντισσα γενιά του Εικοσιένα,
πελώριε γυπαετέ, τροπαιοφόρε.

Σαν του βοριά την άγρια ανεμοζάλη
πρόβαλες με την πύρινη ρομφαία
να κρούσεις στου τυράννου το κεφάλι
θανατερής οργής βροντή μοιραία.

Κι όταν η Αραπιά μπήκε στη χώρα,
ν’ απλώσει τη φωτιά πέρα ως πέρα,
σίφουνας ξεσηκώθηκες και μπόρα

κι έπεσες με τα στήθια στο Μανιάκι,
κρατώντας την ατίμητη παντιέρα,
που δόξασαν Κανάρηδες και Διάκοι.

Νίκος Μαραγκός


ΣΤΟ ΜΑΝΙΑΚΙ
Τετρακόσιοι ήρωες
του Φλέσσα παλικάρια
για το Μανιάκι κίνησαν
τον Ιμπραήμ να βρούνε.

Πολέμησαν αντρειωμένα,
μες στο αίμα στη φωτιά,
για της Πατρίδας
τη γλυκιά ελευθεριά.

Κι όλοι με τον αρχηγό τους
δείξανε εις τον εχθρό,
πώς οι Έλληνες πεθαίνουν
στης Πατρίδας το βωμό.


Κωνσταντίνος Κανάρης

Όλη η βουλή των προεστών στο μώλο συναγμένη
είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
Τότε έβγαλα το φέσι
και να μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση:
"Τίποτα, αρχόντοι, δε φελά, μονάχα το καράβι!"
Σα μ' άκουσε ένα απ' τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
και το φαρμάκι χύνει:
"Ποιός είναι αυτός, και πώς τον λέν, που συμβουλές μας δίνει;"
Να τα Ψαρά πως χάθηκαν. Κ' εγώ φωτιά στο χέρι
πήρα, και πέρα τράβηξα κατά της Χιός τα μέρη,
κ' είπα από κει -δε βάσταξα- με χείλια πικραμένα:
"Να πώς με λέν έμενα".
Αλέξανδρος Πάλλης
        
 Ο ΔΙΑΚΟΣ

Δε θα ξεχάσω εγώ ποτέ
τα τετρακόσια χρόνια.
Που τις καρδιές μας πάγωναν
σαν τα αιώνια χιόνια.

Δε θα ξεχάσω εγώ ποτέ
του Διάκου τη θυσία
και αν δεν πάρω εκδίκηση
δε θα ‘χω ησυχία.

Δε θα μου φύγει απ’ το νου
ποτέ η Αλαμάνα,
γιατί με ‘κεινον κι εγώ
έχω την ίδια μάνα.

Για αυτό του Διάκου Έλληνες
τον όρκο θα σας κάνω:
Έλληνας γω γεννήθηκα
 και Έλληνας θα πεθάνω.



ΣΤΟΝ ΘΕΟΔΩΡΟ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Ατρόμητε πολεμιστή, 
μορφή του αγώνα σεβαστή,
Κολοκοτρώνη.
Ο σπόρος που έσπειρες εσύ,
για την πατρίδα την χρυσή,
πάντα φυτρώνει.

Της Τρίπολης το οχυρό,
απόρθητο και φοβερό,
δεν σε φοβίζει.
Το σχέδιο σου λογικό,
τετράγωνο, πολεμικό,
το αφανίζει.

Στα Δερβενάκια εκεί, να,
τον Δράμαλη μες τα στενά τον
δεκατίζει.
Και στην αδούλωτη καρδιά του
σκλαβωμένου του ραγιά
θάρρος χαρίζεις.

Γενναίε Γέρο του Μοριά,
που ήσουνα για την Τουρκιά
φόβος και τρόμος.
Με τους παλμούς σου της καρδιάς
ανοίχτηκε της Λευτεριάς 
λαμπρός ο δρόμος

ΣΤΟ ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Καμιά μάνα δεν γέννησε λεβέντη σαν το Μάρκο. Το διαλαλούν τα τρίστρατα, οι κάμποι, οι ραχούλες, οι δροσερές βρυσούλες.
Σαν στον αγώνα αρχηγό τον όρισαν με βούλα, οι καπετάνιοι χόλιασαν· της λευτεριάς λαμπάδα έσβηνε στην Ελλάδα.
«Δεν είναι ώρα γι' αρχηγούς τιμές και μεγαλεία», κράζει ο Μάρκος και ευθύς το διορισμό του σκίζει και το σπαθί ανεμίζει.
«Όποιος καρδιά μα και ψυχή έχει για τον αγώνα, στης μάχης πέφτει τη φωτιά· της λευτεριάς τα πλούτη κερδίζει με μπαρούτι».
Ορμά στο Κεφαλόβρυσο τους μπέηδες να διώξει και να ξεκάνει την Τουρκιά· μα βόλι τον σταμάτησε κι όλο το έθνος δάκρυσε.

ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Στ' αυτιά της φαντασίας μου,
τώρα αντηχούν οι βόγκοι,
που φτάνουν απ' το ηρωικό
 κι άμοιρο Μεσολόγγι.

Ακούω την οχλοβοή
 και των σπαθιών τον κρότο,
 βλέπω κουφάρια ολόγυρα,
 να απλώνονται στον τόπο.

Φωνές, φοβέρες, κλάματα,
ακούγονται στο δρόμο
κι η νύχτα κάνει φοβερό,
ολόγυρα τον τρόμο.

Φαντάσματα οι πολεμιστές,
μέσα στη νύχτα μοιάζουν,
μα από τα βόλια του εχθρού,
καθόλου δεν τρομάζουν.

Με τα σπαθιά της λευτεριάς,
το δρόμο τους ανοίγουν
και με το Χάρο οι πιο πολλοί,
στο πέρασμα τους σμίγουν.

Όμως κι αν στάθηκε σ' αυτούς,
η έξοδος μοιραία,
 τους τρεις η δόξα αιώνια,
στον ουρανό παρέα.
ΓΙΑΝ. ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗΣ

Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ
θέτε ν' ακουστέ κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια;
Περνάτ' από το Κάρελι κι από το Μεσολόγγι.
Εκεί θ’ ακουστέ κλάματα δάκρυα και μοιρολόγια
 πώς κλαίνε οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
 Δεν κλαίνε για το σκοτωμό που θε να σκοτωθούνε
μόν' κλαίνε για το σκλαβωμό που θε να σκλαβωθούνε.

Ήταν Σαββάτο αποβραδίς, ανήμερα Λαζάρου·
 τρανό τελάλη βάρεσαν μέσα στο Μεσολλόγι·
στις εκκλησιές μαζώχτηκαν, όλοι μικροί, μεγάλοι
κι ένας στον άλλον έλεγε κι ένας στον άλλο λέει:
—Αδέρφια, τι να κάνωμε στο χάλι πού μας ήβρε;
Είκοσι μέρες πέρασαν που ο ζαερές εσωθεί
 φάγαμ' ακάθαρτα σκυλιά και γάτες και ποντίκια,
 το Βασιλάδι έπεσε, το Αιτωλικόν έχάθη,
 ήρβαν και τα καράβια μας και πάλι πίσω πάνε.
Θανάσης -Κότσκας φώναξε, Θανάσης Κότσκας λέει:
—Αδέρφια, ας πολεμήσουμε τους Τούρκους σα λιοντάρια
 και το γιουρούσ' ας κάνουμε, μπας και διαβούμε πέρα.
 Μπροστά θε να βγουν οι γεροί, στην μέση οι γυναίκες.

Εγίνηκε το τσάκισμα μέσ' του Μάκρη την τάπια
και το γεφύρι χάλασαν και τα παιδιά τα πνίξαν.
Οι άρρωστοι μέσα μείνανε μαζί με το Δεσπότη
 Φωτιά στο κάστρο βάλανε. Κανένας δε σκλαβώθει.


ΖΑΛΟΓΓΟ
Ταις εμάζωξε στο μέρος
του Ζαλόγγου τ` ακρινό
της ελευθεριάς ο έρως
και ταις έμπνευσε χορό.

Τα φορέματα εσφυρίζαν
και τα ξέπλεκα μαλλιά
κάθε γύρω που γυρίζαν
κι από πάνω έλειπε μια.

Τέτοιο πήδημα δεν είδαν
ούτε γάμοι, ούτε χαρές
κι άλλες μέσα του επήδαν
αθωότερες ζωές.

Δίχως γόγγυσμα και αντάρα
Παρά εκείνη μοναχά
όπου εκάναν με την κάρα
με τα στήθη στα γκρεμνά.
Να πως ύμνησε τη θυσία των γυναικών του Σουλίου ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός:
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια
Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γεναμένο από λίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη
Δ. Σολωμός,

Δεν υπάρχουν σχόλια: