Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Λ... όπως λάχανο




(από το βιβλίο "Το αλφαβητάρι της φύσης" της Μαρίας Φραγκιά, ζωγραφιές Μάρω Αλεξάνδρου)
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν σ' ένα παλάτι ένας καλός βασιλιάς με την όμορφη βασίλισσα του. Είχαν όλα τα καλά και μια μεγάλη δυστυχία: δεν είχαν παιδί. Όλους τους σοφούς φωνάξανε, όλα τα γιατρικά και τα βοτάνια δοκίμασαν, μα του κάκου. Πέρασαν τα χρόνια, γεράσανε και το πήραν απόφαση πως παιδί δε θ' αποκτούσαν. Ένα βράδυ με πανσέληνο βγήκανε λυπημένη μια βόλτα στο περιβόλι τους. Στάθηκαν σε μια στιγμή πιασμένοι χέρι χέρι και κοιτώντας το ολόγιομο φεγγάρι, αναστέναξαν κι έκαναν την ίδια ευχή:
«Αχ!  ας είχαμε κι εμείς ένα παιδάκι, κι ας ήταν μικρό μικρό σαν λαχανάκι!" Ε, λοιπόν δε θα το πιστέψετε, αλλά το φεγγάρι τους άκουσε και μετά από λίγους  μήνες η καλή βασίλισσα γέννησε ένα μικρούτσικο παιδάκι, τόσο μικρό που χώραγε σ' ένα λαχανόφυλλο - γι' αυτό το ονόμασαν Λαχανούλη.
Όσο μπόι έλειπε στο Λαχανούλη, τόσο μυαλό είχε. Από μικρός καθόταν σοβαρός στην αίθουσα ακροάσεων κι άκουγε τα προβλήματα και τα παράπονα των πολιτών. Ύστερα συζητούσε με τους γονείς του ό,τι είχαν ακούσει κι ‘ελεγε τη γνώμη του για όλα τα ζητήματα - και πάντα η γνώμη του ήταν σοφή… Όταν τελείωναν τα συμβούλια, ο βασιλιάς και η βασίλισσα τον έβαζαν σε μια άμαξα από τρυφερά λαχανόφυλλα, με ρόδες από φρέσκα ραπανάκι και παγαίνανε όλοι μαζί βόλτα στο περιβόλι. Ο Λαχανούλης αγαπούσε πολύ το περιβόλι του - πιο πολύ από το παλάτι: ξάπλωνε κάτω από τις αγγουριές και του άρεσε να πιπιλάει τις γλυκοπατάτες. Όσο για νερό, έπινε μόνο την πρωινή  δροσιά από τα φύλλα του δυόσμου μέσα σε άνθη μελιτζανιάς. Έτσι μεγάλωνε ευτυχισμένος ώσπου έγινε είκοσι χρονών: ήταν ένα όμορφο και δυνατό  παλικαράκι - μόνο που δεν ξεπερνούσε σε ύψος ένα μεσαίο λάχανο... Έπρεπε πια να παντρευτεί, αλλά φυσικά δεν υπήρχε σ' ολόκληρη την πολιτεία καμιά κοπέλα στα μέτρα του! Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν πολύ στενοχωρημένοι: είχαν γεράσει πολύ και ήθελαν, πριν κλείσουν τα μάτια τους να σφίξουν στην αγκαλιά τους ένα εγγονάκι. Ο Λαχανούλης το πήρε απόφαση: «Θα φύγω αγαπημένοι μου γονείς, θα ψάξω να βρω την τύχη μου αλλού. Αν με το καινούριο φεγγάρι την έχω βρει, θα γυρίσω μαζί της. Αν όχι, τότε δε θα με ξαναδείτε. Και τότε, για να μη λείψει ο διάδοχος του θρόνου και μείνει ακυβέρνητη κάποτε η χώρα μας, υιοθετήστε ένα άλλο παιδί και αγαπήστε το σαν να είμαι εγώ..." Αυτά είπε και ξεκίνησε. Περπάτησε, περπάτησε, βγήκε από τα σύνορα της χώρας του και συνέχισε να περπατάει κατά την ανατολή. Είχε ήδη γεμίσει το φεγγάρι, όταν βρέθηκε σε μιαν άγνωστη πολιτεία, όπου όλοι γυρνούσαν άπλυτοι, βρόμικοι και κατσουφιασμένοι. Ρώτησε κι έμαθε ότι η αιτία για όλα αυτά ήταν πως είχε στερέψει η βρύση στην κεντρική τους πλατεία, γιατί ένας πελώριος δράκος είχε κουλουριαστεί' από κάτω και σκότωνε όποιον πλησίαζε για να πάρει νερό. Πολλά παλικάρια είχαν χάσει έτσι τη ζωή τους, "Και δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να νικήσετε το δράκο;" ρώτησε ο Λαχανούλης παραξενεμένος. "Και βέβαια υπάρχει, αλλά είναι ακατόρθωτος..." κούνησε ένας γέρος το κεφάλι του; "Ο δράκος κοιμάται μόνο ένα λεπτό κάθε μέρα. Αν κάποιος μπορέσει, μέσα σ' αυτό το ένα και μοναδικό λεπτό, να πετάξει σαν τον άνεμο στο απέναντι βουνό, να πάρει από τη βασίλισσα των ξωτικών ένα λαχανόφυλλο και ν' ακουμπήσει μ' αυτό το δράκο στο κεφάλι ενώ είναι κοιμισμένος, τότε δεν θα ξαναξυπνήσει ποτέ! Αλλά κανείς δεν είναι τόσο γρήγορος..." αναστέναξε απογοητευμένος ο γέροντας. Ο Λαχανούλης έβαλε αμέσως το μυαλό του να πάρει στροφές:
Εγώ θα σας σώσω!" φώναξε. Όλοι άρχισαν να γελάνε κοροϊδευτικά; Εσύ καημένε", του λέγανε, "κινδυνεύεις να σε πατήσει ακόμα κι ένας ποντικός, και θα τα βάλεις μ' ένα δράκο;" "Κι όμως", αποκρίθηκε σοβαρός ο Λαχανούλης, "μόνο εγώ μπορώ να τρέξω σαν τον άνεμο, να φέρω λαχανόφυλλο και ν' ακουμπήσω το κεφάλι του δράκου πριν ξυπνήσει!" "Και πώς θα το κάνεις αυτό, βρε κοντοπίθαρε;" τον ρώτησαν όλοι, γελώντας ακόμα περιπαιχτικά. "Είναι απλό: θα καβαλήσω τον ίδιο τον άνεμο!" αποκρίθηκε ο Λαχανούλης - κι όλα τα γέλια κόπηκαν μαχαίρι... Το 'πε και το 'κανε: παραφύλαξε να αποκοιμηθεί ο δράκος, καβάλησε τον άνεμο, πήγε σαν αστραπή στο απέναντι βουνό, πήρε από τη βασίλισσα των ξωτικών (μια πεντάμορφη, λιλιπούτεια νεραϊδούλα) το λαχανό­φυλλο κι ώσπου ν' ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα είχε γυρίσει και το 'χε ακουμπήσει στο κεφάλι του δράκου. Αμέσως η μεγάλη βρύση άρχισε να κελαρύζει το νερένιο της τραγούδι κι όλοι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν: "Ζήτω, ζήτω ο Λα­χανούλης, ο μεγαλύτερος μικρούλης όλου του κόσμου!" Όπως καταλαβαίνετε, έγινε τρικούβερτο γλέντι, στο οποίο μάλιστα ο Λαχανούλης παντρεύτηκε τη βασίλισσα των ξωτικών. Πριν βγει το καινούριο φεγγάρι γύρισε στους γονείς του και τη χώρα του, όπου ανακηρύχτηκε και επίσημα βασιλιάς. Έκανε πολλά παιδιά και, στα γεράματα του πια, του άρεσε να πηγαίνει βόλτα τα εγγονάκια του στο λαχανόκηπο κι εκεί, κάτω από το ασημένιο φεγγάρι, να τους διηγείται την ιστορία ενός μικρού στο σώμα, μα μεγάλου στην καρδιά και το μυαλό, που νίκησε ένα μεγαλόσωμο δράκο και μια γιγάντια προκατάληψη...

Δεν υπάρχουν σχόλια: