Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Ένα απόγευμα γεμάτο απορίες

 της Αγγελικής Βαρελλά
Ο Δημήτρης άκουγε παραξενεμένος την κουβέντα της μητέρας του με τη φίλη της, την Ελένη. Πολλά απ’ αυτά που έλεγαν του δημιουργούσαν απορίες. Πι-χι, παραδείγματος χάριν.
Με το που μπήκε η κυρία Ελένη μουσκεμένη στο σπίτι τους, τίναξε την Ομπρέλα και είπε:
- Έξω βρέχει... του καλού καιρού!
(Ε, πώς γίνεται να είναι του καλού καιρού και να βρέχει;)
Η κυρία Ελένη συνέχισε:
- Βρέχει καρεκλοπόδαρα
Ο Δημήτρης έτρεξε στο παράθυρο να δει τα καρεκλοπόδαρα, μα απλώς
έβρεχε δυνατά. Ούτε καρεκλοπόδαρα, ούτε τραπεζοπόδαρα, ούτε τίποτα. Και τότε είπε η μητέρα του:
- Έλα μέσα, Ελένη μου! Έλα. Μην κάθεσαι όρθια. (Πώς μπορεί δηλαδή να κάθεται κάποιος όρθιος;)
Η κυρία Ελένη κάθισε στον καναπέ, αλλά φαινόταν πολύ αναστατωμένη.
- Άκου να δεις τα νέα μου, είπε αναστενάζοντας
(Άκου να δεις; Δεν έπρεπε να πει «κοίταξε να δεις;») Και συνέχισε με τον ίδιο τρόπο:
- Έρχομαι από το γιατρό. Η μητέρα μου δεν είναι καλά. Έχει λέει καταρράκτη και πρέπει οπωσδήποτε να εγχειριστεί.
Ο Δημήτρης είχε πάει πολλές φορές στο σπίτι της. Καταρράκτη δεν είδε πουθενά. Αν η μητέρα της κυρίας Ελένης είχε καταρράκτη δεν δα τον έβλεπε; Και πώς γίνεται ένας άνθρωπος να έχει δικό του, καταρράκτη Ι.Χ.;
- Μην κάνεις έτσι, την παρηγόρησε η μητέρα του, που καθόλου δεν απόρησε για τον… καταρράκτη, λες και μιλούσαν για την Έδεσσα. Κάνε  κουράγιο και μην πανικοβάλλεσαι. Η μητέρα σου είναι βράχος, θ' αντέξει. Είναι γερό σκαρί.
(Τι ρόλο έπαιζε τώρα στην κουβέντα το σκαρί; Σιγά μην ήταν πλοίο η μητέρα της κυρίας Ελένης).                          
 Κάτι πήγε να πει, να ρωτήσει, μα δεν πρόλαβε, γιατί η μητέρα του τον αποπήρε.
- Σου είπα χίλιες φορές, Δημητρό, να μη με κόβεις... στη μέση, όταν μιλώ με τους άλλους. 
Ο Δημήτρης την αγαπούσε πολύ τη μάνα του, γιατί να θέλει να την κόψει στη μέση; Παραπονέθηκε και πήγε στην άκρη με κατεβασμένο το κεφάλι, όταν εκείνη μετάνιωσε και τον κοίταξε στοργικά. -
- Έλα, αγόρι μου, τι ήθελες να ρωτήσεις:
- Ήθελα να ρωτήσω για τον καταρράκτη. Πεθαίνει κανείς μ' αυτόν; Γιατί στενοχωριέται τόσο η κυρία Ελένη;
- Φάε τη γλώσσα σου παιδί μου, χαμογέλασε εκείνη. Φάε... τη γλώσσα σου! Άντε κι έτρωγε τη γλώσσα του. Μετά πώς θα μιλούσε; Ήξερε όμως ο Δημήτρης κι από άλλη φορά ότι η μητέρα του δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη με τη γλώσσα του. Την είχε ακούσει να λέει στον μπαμπά του: «Αριστείδη, το παιδί χρειάζεται μια... ξένη γλώσσα». Ο Δημήτρης σηκώθηκε να φύγει από το σαλόνι.
- Πού πας, Δημήτρη; τον ρώτησε η κυρία Ελένη.
- Δεν μπορώ να κάθομαι... όρθιος, ο' ένα δωμάτιο όπου φυτρώνουν καταρράκτες, καρεκλοπόδαρα του καλού καιρού και άκου να δεις. Πάω να παίξω στο δωμάτιο μου.
Η μητέρα του από πίσω του φώναζε:
- Δημήτρη, άκου να δεις, θαρρώ πως έχεις συνάχι. Μέσα στο συρτάρι έχω χαρτομάντιλα, Πάρε, παιδί μου, να σκουπίσεις τη μύτη σου που... τρέχει!
- Δεν είναι τίποτε, μαμά, είπε γελώντας ο Δημήτρης. Τρέχει γιατί προπονείται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: