Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Η ΠΕΡΙΚΕΦΑΛΑΙΑ

 της Περσεφόνης  Σέξτου
Ήταν παραμονές της εμποροπανήγυρης και το χωριό είχε φορέσει τα καλά του για να υποδεχθεί τους επισκέπτες του. Το μαγαζάκι του κυρ-Νίκου, το γνωστά σε όλους «Ναυτάκια» ή «Η Νέα Υόρκη», παρατσούκλια που έδωσε ο ίδιος στο καφενεδάκι του, έμοιαζε με χριστουγεννιάτικο δέντρο το βράδυ της Πρωτοχρονιάς κι ας ήταν μια ζεστή νύχτα του Σεπτέμβρη. Στολισμένο με λαμπιόνια και στολίδια κάθε λογής φεγγοβολούσε περήφανο στο κέντρο της μικρής αλάνας
 περιτριγυρισμένο από παιδιά και μεγά­λους, ντόπιους και ξένους με προσμονή στα πρόσωπα τους. Είχαν μαζευτεί για να δουν τον Μιχαλάκη, τον γη­τευτή μικρών και μεγάλων, να παίζει τον Καραγκιόζη πίσω από τον μπερντέ του. Μ’ όλο  που τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει απ' τα χρόνια, τον φωνάζανε Μιχαλάκη γιατί, είχε βγει στο επάγγελμα από μικρός και ήταν σ' όλους αγαπητός. Χρόνια τώρα το είχε για γούρι να κυκλοφορεί τα έργα του τις μέρες του πανηγυριού. Όπως έλεγε κι ο ίδιος «Τα βλογάνε οι μυρωδιές απ' τα ψητά!», και δεν είχε κι άδικο αφού γέμιζε ο τόπος ευωδιές τσίκνας από τις ψησταριές που στήνανε στους δρόμους.
Ο κυρ-Νίκος είχε στρωμένα τα τραπεζάκια στην αυλή που απλωνόταν μπροστά στην πόρτα του μέσα στα χόρτα. Στο κοντινό πλατάνι κρέμονταν πολύχρωμες αναμμένες λάμπες κι από κάτω κάθονταν ο βιολιτζής ο Θοδωρής με τον κουμπάρο του τον Μήτσο που έπαιζε το κλαρίνο περιμένοντας το σύνθημα από τον καραγκιοζοπαίκτη για ν' αρχίσουν τα όργανα. Ανάμεσα στα πόδια τους μπερδεύονταν τα παιδιά που είχαν βαρεθεί να στέκονται και το είχαν ρίξει στο κυνηγητό.
Σε μια μεριά του καφενέ στο βάθος, μακριά από τη φασαρία και το πηγαινέλα καθόταν ο Μιχαλάκης σταυροπόδι και έπινε το τσιπουράκι του, σαν να ήταν αυτοκίνητο που γέμιζε το ρεζερβουάρ βενζίνη για να κάνει το ταξίδι του. Τα εργαλεία της δουλειάς τα είχε όλα αραδιασμένα έξω από το κασελάκι τους και η σκηνή του ήταν ένα καλά τσιτωμέ­νο άσπρο ύφασμα, χασές όπως το λένε, πιασμένο με καρφάκια στο μπροστινό παράθυρο του καφενείου που έ­μοιαζε τελαρωμένος τετράγωνος πίνακας με αόρατες ζωγραφιές. Εκεί κοντά είχε κρεμασμένες τις φιγούρες του, όλες καμωμένες στο χέρι, άλλες παλιές κι άλλες πιο πρόσφατες, αυτοί ήταν οι ήρωες για τα έργα του. Από πίσω είχε τοποθετήσει μια σειρά κεριά. Τα άναβε την ώρα της παράστασης για να ξεπηδήσουν οι τρεμουλιαστές σκιές στο πανί.
Σαν ήπιε ο Μιχαλάκης και την τελευταία του γουλιά, σηκώθηκε και φάνηκε στο κατώφλι.
«Γειά σας και χαρά σας!». Όλοι στραφήκανε προς την πόρτα.
«Απόψε για να παίξω,  χρειάζο­μαι βοηθούς. Ποια παιδιά θέλουν να μου δώσουν ένα χεράκι;» είπε και έριξε δυο τάλιρα στον αέρα. Τα παιδιά, όλα παλιοί και γνώριμοι θεατές, πέσα­νε σαν ακρίδες να προλάβουν τα τάλιρα σηκώνο­ντας σκόνη και κάνοντας φασαρία. Ανάμεσα τους ξε­χώρισε ο Πετρής και στάθηκε δίπλα στον καραγκιοζοπαί­χτη και είπε;
«Εγώ θέλω, σου κάνω;»
«Μου κάνεις μωρέ Πετρή και μου παρακάνεις. Λεβέντης είσαι. Άλλος ποιος έρχεται; είπε και κοίταξε χαμογελώντας τον Τρύφωνα που εκείνη την ώρα έβαζε στην τσέπη του πα­ντελονιού του ένα από τα πεσμένα τάλιρα. Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς ο Τρύφωνας πλησίασε δίνο­ντας τις εξηγήσεις του:
«Πάντως εγώ δεν ξέρω, πρώτη φορά ανακατεύομαι με τέτοια».
«Θα τα πάτε μια χαρά. Πάμε τώρα μέσα». Τα παιδιά τον ακολούθησαν στο μαγαζί και περνώντας από τον πάγκο ο κυρ-Νίκος τους κέρασε από ένα λουκούμι Ο Μιχαλάκης μάζεψε τα δυο αγόρια στην άκρη πισω από τον μπερντέ και άρχισε να τους εξηγεί χαμηλόφωνα τις λεπτο­μέρειες.
«Λοιπόν, εσύ Πετρή, θα περπατάς στο πανί το Κολλητήρι και μετά τον Μπάρμπα-Γιώργο μπρος πίσω, όρθιο και ξαπλωτό, να έτσι», και του έ­δειξε    πως κουνιούνται οι κλειδώσεις τους και τους κάναν να μοιάζουν σαν ξεχαρβαλωμέ­νοι.
«Πώς θα ξέρω πότε να βγάλω τον φουστανελά κυρ-Μιχαλάκη;»
«Ε, μωρέ Πετρή, τα όργα­να! Τι τα έχουμε τα όργανα; Σαν ακούσεις το κλαρίνο είναι για το Βλάχο, εντά­ξει;»
«Εντάξει, αλλά μόνο αυτό θα κάνω;»
«Μη βιάζεσαι λεβεντόπαιδο. θα σου πω μετά».
Γύρισε στον Τρύφωνα που σκάλιζε ένα κασελάκι με πρόκες και τσιμπίδια του μάστορα και τον εφνιδίασε με μια δυνατή χεριά στην πλάτη.
«Ωχ! πετάχτηκε ο μικρός, τι βαράς καλέ;»
«Ξεχάστηκες Τρυφωνάκο; Εδώ είσαι για δουλειά κι εσύ χαζεύεις;»
«Να», δικαιολογήθηκε το παιδί, «θαύμαζα τα κουτάκια σου» κι έδειξε τα σύνεργα.
«Δε μου λες, το τραγούδι «Μακεδονία ξακουστή του Α­λεξάνδρου η χώρα....»Το ξέρεις».
«Το ξέρω».
«Ωραία, όταν το ακούσεις θα μου δώσεις από το δεξί μου χέρι τον Μέγα Αλέξανδρο, είπε και σήκωσε ψηλά στον αέρα τον Μακεδόνα Βασιλιά κάνοντας μια φιγουρατζίδικη στροφή. Κατάλαβες καμάρι μου;»
Το παιδί κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και με ένα πλα­τύ χαμόγελο κοίταξε περήφανο τον μεγαλύτερο φίλο του. Ο Πετρής έπιασε το υπονοούμενο, ότι δήθεν ο μάστορας έδω­σε στον μικρό καλύτερο ρόλο και του απάντησε πειραχτικά;
«Μη χαίρεσαι, δεν έγινες δα και αληθινός Μέγα-Αλέξανδρος!»
Έχε χάρη που τώρα έχουμε δουλειά, μετά θα σου δείξω εγώ», του είπε το μικρότερο αγόρι και του 'τριξε τα δό­ντια».
Ο Μιχαλάκης που άκουσε τις μπηχτές των παιδιών μπή­κε ανάμεσα τους, έπιασε σκεφτικός για λίγο το πηγούνι του και είπε:
«Τώρα πάμε για την παράσταση. Α!  και μην το ξεχάσω! Στο τέλος του έργου θα ξηλώσουμε το μισό πανί να φαινόμαστε μέχρι τη μέση. Μετά θα χαιρετίσουμε και θα δει ο κόσμος τις φιγούρες». «Πώς το κάνεις αυτό;» απόρησε ο Πετρής. «Αυτά τα δυο καρφάκια θα πεταχτούν αμέσως μό­λις τραβήξεις το πανί», είπε ο μάστορας κι έδειξε το πάνω μέρος της κάσας του παραθύρου και συνέχισε. «Εσύ θα το τινάξεις από δεξιά και ο μικρός από αριστερά. Μη στεναχωριέστε, το έχω κάνει χιλιάδες φορές».
«Αποθέωση, το λέμε εμείς οι καραγκιοζοπαίχτες! Μια α­ποκάλυψη! Σαν να λέμε, ξεβρακωνόμαστε μπροστά στον κό­σμο, εμείς και το παρασκήνιο!»
«Πράγματι είναι πολύ ωραίο! Όσες φορές σ' έχω δει να παίζεις καινούρια έργα, αυτό περιμένω για να δω πως έχεις ζωγραφισμένες τις καινούργιες φιγούρες» φανέρωσε με θαυμασμό ο Πετρής.
«Ωραία, παιδιά μου. Είμαστε έτοιμοι ν' αρχίσουμε:» έκοψε την κουβέντα ο Μιχαλάκης γιατί, ο κόσμος έξω περίμενε και δεν είχαν άλλο καιρό για λόγια. Χωρίς να σταθεί για απάντη­ση, έκανε νόημα στον κυρ-Νίκο να σβήσει τα φώτα. Στη συ­νέχει άναψε ένα ένα τα κεριά πίσω από το πανί και σφύριξε συνθηματικά στους οργανοπαίχτες να παίξουν. Σαν άρχισαν τα όργανα, έβγαλε τη φιγούρα του Καραγκιόζη, πήρε μια βα­θιά ανάσα κι άρχισε τραγουδώντας «Ώπα, ώπα, ώπα, ε!» Ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα ενθουσιασμού. Ο Πε­τρής είχε κιόλας ετοιμάσει το Κολλητήρι, όσο για τον Τρύ­φωνα, ταξίδευε ήδη γι' αλλού.
Στο σχολείο ο Τρύφωνας ήταν από τους τελευταίους μα­θητές κι αυτό συνέβαινε γιατί, δεν έβρισκε ιδιαίτερο ενδια­φέρον στο μάθημα. Ο δάσκαλος του συνήθιζε να του λέει:  «Παιδί μου συγκεντρώσου! Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο Πού πας εις την κοινωνίαν   ξυπόλητος εις χωράφιον με άνκαθους; Συγκεντρώσου παιδί μου, διότι θα με ηναγκάσεις να φωνάξω πάλιν τους κηδεμόνας σου». Το αγόρι είχε δυο αυτιά, όπως όλοι μας άλλωστε, μόνο που ότι έμπαινε από το ένα και δεν του άρεσε, το άφηνε να γλιστρήσει από το άλλο κι ήταν σαν να μην το είχε ακούσει ποτέ, όπως ποτέ δεν βρέθηκε κανείς να του δείξει την ομορφιά της γλώσσας του! Κι όσο αυτός έδειχνε να μη θέλει τα γράμματα, τόσο ο καημένος  ο πατέρας του έκανε όνειρα. Ήθελε το γιο του γραμματιζούμενο για να ξεφύγει από την καταραμένη τη δική του φτώχεια. Ο ίδιος είχε μάθει από παιδί την τέχνη του χαλκωματά και έφαγε όλη του τη ζωή, μαζί τη ψυχή και τα χέρια του να κε­ρώνει χάλκινα σκεύη κάθε λογής από καζάνια, βάζα, κανάτες και ταψιά μέχρι μαχαίρια και χατζάρια. Παλιότερα οι χαλκωματάδες έβγαζαν πολλά χρήματα μα οι ένδοξες μέρες του επαγγέλματος είχαν περάσει και με το ζόρι τα φέρνανε στο σπίτι τους  βόλτα.  Ήταν επόμενο λοιπόν να εύχεται άλλη τύχη για το παιδί του.
Ο Τρύφωνας όμως είχε  σπουδαία χαρίσματα, κι ας μην τα είχε προσέξει κανείς Διέθεται μια αχαλίνωτη φαντασία που τον οδηγούσε συχνά να φτιάχνει πρωτότυπες κατασκευές! Όταν έβαζε κάτι με το μυαλό του, τον έπιανε ο ίστρος της δημιουργίας σαν γρίπη. Κλεινόταν στην κάμαρα του ώρες α­τελείωτες, μέρες και νύχτες και δεν έβγαινε, αν δεν κρατού­σε την καινούρια του εφεύρεση. Η μάνα του καμάρωνε κι έ­λεγε «Εσένα αγόρι μου κόβει το μυαλό σου. Κοίτα, μην το αφήσεις να πάει χαμένο!» Αυτά τα ενθαρρυντικά λόγια χαρά­χτηκαν βαθιά στη ψυχή του παιδιού και του 'δωσαν φτερά για καινούριες ιδέες, τόσο μοναδικές σαν αυτή με την περι­κεφαλαία. Μια κουβέντα που ξεστόμισε για χωρατό ο Πετρής τώρα τον βασάνιζε και ήθελε να τη δει να γίνεται πραγματι­κότητα. Φανταζόταν την ώρα που θα έπεφτε ο μπερντές στα «Ναυτάκια». Μα ναι αυτό κι αν ήταν ιδέα! Αντί για τις φιγού­ρες, να φανερώνονταν οι ήρωες αληθινοί με κουστουμιά, με     σάρκα και οστά, να παίζουν την τελευταία σκηνή του έργου, Αυτό κι αν ήταν αποθέωση! Θέατρο  για όλα τα γούστα! Χαλασμός θα γινόταν! Από τώρα καμάρωνε στα όνειρα του την αφεντιά του σαν Μέγα Αλέξανδρο με μια αστραφτερή περικεφαλαία να καφιέται στον Πασά πως αυτός ο γενναίος σκότωσε τον φίδι κι όλο τα παιδιά του χωρίου να τον  καμαρώνουν!   
   Η ιδέα αυτή σφηνώθηκε στο νου του αγοριού και τον έ­τρωγε σαν σαράκι Για καλή του τύχη βασάνιζε το ίδιο αστα­μάτητα και τη σκέψη του Μιχαλάκη.
Πράγμα που διαπιστώθηκε όταν, την επόμενη μέρα ο Τρύ­φωνας πέρασε από καφενεδάκι μετά το σχόλασμα και συ­νάντησε εκεί τον καραγκιοζοπαίχτη. Βρήκε τον μάστορα να κάθετα έξω και να παίζει με το κομπολόι του σκεφτικός και απορροφημένος με το  βλέμμα ριγμένο στα γύρω καμαρωτά βουνά. Σαν τον πλησίασε αρκετά τόσο που ν' ακούει τις χάντρες να πέφτουν βαριά η μια μετά την άλλη στην αρμαθιά του, είπε χαμηλόφωνα σαν να φοβόταν μήπως  τον ξυ­πνήσει «κυρ-Μιχαλάκη……» και αφού δεν είδε καμία αντίδραση επα­νέλαβε πιο ζωηρά «κυρ-Μιχαλάκη!»
«Ε, ΤΙ είναι» ξαφνιάστηκε εκείνος. Γύρισε και  σαν είδε το παιδί του χαμογέλασε «Εσύ  είσαι μωρέ Τρυφωνάκο; Με τρόμαξε!  Τι έγινε, έλα κάτσε να σε δω λίγο». Ο   μικρός χωρία θέλει δεύτερη κουβέντα, άφησε τη τσάντα του στο χώμα, πήρε μια καρέ­κλα και αφού βολεύτηκε σαν μεγάλος στο καφενείο, ανακοίνωσε με ύφος σοβαρό «θα φτιάξω μια περικεφαλαία!!!»  |
Ο μάστορας τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και βλέποντας μια φλόγα να καίει μέσα του θυμήθηκε τα νιάτα του κι ευχή­θηκε να 'ταν γιος του, «Μπράβο, αγόρι μου» του είπε, «να την φτιάξεις και μετά να μου «τη φέρεις να δούμε τι θα την κάνουμε!»
«Μα εγώ ξέρω τι θα την κάνω!» δήλωσε το παιδί γεμάτο αυτοπεποίθηση και συμπλήρωσε τα λόγια του «θα τη φορέσω και θα παίξω τον Μέγα Αλέξανδρο που σκότωσε τον φίδη!» Κι ενώ θα περίμενε κανείς να πιάσουν τον μάστορα τα γέλια, εκείνος αναστέναξε κι όλο καημό του είπε «Αχ, μωρέ Τρύ­φωνα, αυτή η ιδέα! Κι εγώ όλο αυτό σκέφτομαι! Θ’ αρέσει άραγε στον κόσμο ή θα βρούμε τον μπελά μας:» 
«Γιατί να μην αρέσει: Να το κάνουμε σαν θέατρο. Τι πί­σω, τι  μπροστά απ' τον μπερντέ. Εμένα το ίδιο μου κάνει» υπερασπίστηκε την ιδέα του ο μικρός.                  
«Δεν είναι το ίδιο, παιδί μου! άλλο πράγμα η σκιά, είναι σαν κάτι το μαγικό!» βιάστηκε να υπερασπιστεί τη τέχνη του ο μάστορας, ρούφηξε ηχηρά την τελευταία γουλιά απ' τον καφέ του και συνέχισε «Εσύ μια φορά φτιάξε την περικεφα­λαία οου και έλα να με βρεις».
Ο μικρός πετάχτηκε, άρπαξε την σάκα του και με ύφος ντόμπρο και σταράτο δήλωσε «Εγώ δεν ξέρω πως να την κάνω μα θα ζητήσω βοήθεια από τον πατέρα μου. Πάω τώρα» και  ροβόλησε για το μαγαζάκι με τα χαλκώματα.
Ο πατέρας του Τρύφωνα είχε πέσει με τα μούτρα στη δουλειά να χαλκώνει και να χτυπάει, να γυαλίζει και να μοστράρει τα μπακίρια του στους πάγκους του μαγαζιού του για να είναι όλα έτοιμα για το πανηγύρι. Όταν άκουσε το γιο του| να του αναγγέλλει πως ήθελε να παίξει θέατρο και πως έχανε χρόνο με περικεφαλαίες και στολίδια, αντί να στρώνεται στο διάβασμα, μεταμορφώθηκε σε άγριο θηρίο.
«Ε, αυτό πάει πολύ!» φώναξε και χτύπησε το χέρι στον πάγκο με τα μπρίκια κάνοντας μερικά να χορέψουν, «άλλο πάλι και τούτο, μα είσαι με τα καλά σου παιδί μου; Άκουσε 'κει Μέγας Αλέξανδρος! Βρε, ούτε στο μικρό του το δαχτυ­λάκι δεν τον φτάνεις, μου θέλεις να τον παίξεις κιόλας! Άκου, άκου!!!» έλεγε και ξανάλεγε στριφογυρίζοντας με αγα­νάκτηση,
«Μια χάρη σου ζήτησα κι εγώ καλέ πατέρα, να μου φτιά­ξεις μια περικεφαλαία» μουρμούρισε το παιδί,
«Να την κάνεις τι; Να πω ότι είναι κάτι χρήσιμο, κάτι που θα το φορέσεις το χειμώνα, ένα πράγμα για το σχολείο, να σου το κάνω το χατίρι. Αλλά εγώ δε θα κάνω θεατρίνο, όχι φίλε μου, γιο καραγκιοζιλίκια δεν σε μεγάλωσα εγώ».
«Όλα τα παιδιά θα ήθελαν να είναι στη θέση μου. Ύστε­ρα, θα με δουν να κάνω κι εγώ κάτι σπουδαίο», εξομολογή­θηκε ο Τρύφωνας το παράπονο του και τούτο γιατί, οι φίλοι του ήταν όλοι σε κάτι καλοί. Άλλος στη μπάλα, άλλος στο τρέξιμο, άλλος στις πετριές στο νερό ή στο σημάδι. Αυτή ή­ταν η δική του χρυσή ευκαιρία να δείξει τις δυνατότητες του.
«Οι σπουδαίοι άνθρωποι ξέρουν γράμματα γι' αυτό και γί­νονται σπουδαίοι. Στρώσου κάτω κακομοίρη μου να μελετή­σεις, που οπότε με φωνάζει ο δάσκαλος σου στο σχολείο γί­νομαι ρεζίλη και άσε τα μασκαρέματα. Ακούς; άντε τώρα πήγαινε στη μάνα σου να της πεις ότι θ' αργήοω να γυρίσω σπίτι γιατί με χασομέρησες», πήρε ένα κομμάτι κασσίτερο κι άρχισε να δουλεύει στη ράχη μιας κανάτας.
Ο Τρύφωνας τόση ώρα φούσκωνε και ξεφούσκωνε μέσα του έτοιμος να σκάσει σαν μπαλόνι. Ένιωθε ένα κόμπο στο λαιμό του. μια πίκρα να του κόβει την ανάσα και πιο πολύ μια μοναξιά, όχι για τούτη τη φόρα που ο πατέρας του του αρνιόταν κάτι. αλ­λά για όλες εκείνες που τον άκουγε να του λέει πως είναι ά­χρηστος και τεμπέλης. Πόσο άδικο είχε για αυτόν και πόσο λίγο τον καταλάβαινε. Μάζεψε την τσάντα του και έφυγε τρέ­χοντας για το σπίτι μην και δει ο πατέρας του τα βουρκωμέ­να του μάτια κι αρχίσει πάλι να του λέει πως δεν είναι ά­ντρας,
Ευτυχώς στο σπίτι δεν ήταν κανείς και έτσι ανέβηκε στην κά­μαρα του και μπόρεσε να ξεσπάσει το κλάμα του. Αφού συ­νήλθε από το παράπονο, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να ψάχνει λύση για το πρόβλημα του, ήθελε να παίξει έναν ή­ρωα, ε λοιπόν θα τα κατάφερνε σαν ήρωας θα έφτιαχνε μό­νος του μια περικεφαλαία κι ας μην έμοιαζε με αληθινή, ό­πως στα όνειρα του,
Όλο το βράδυ το παιδί έφτιαχνε με το μολύβι του σχέδια με περικεφαλαίες κάθε λογής, άλλες έμοιαζαν με λοφία ε­ξωτικών πουλιών και άλλες με κράνη στρατιωτών, μια θύμιζε ανάποδο κουβά και μια το κεφάλι ενός αλόγου, μερικές ήταν πλακουτσωτές και μερικές σαν καπέλα για πειρατές, μα καμιά από αυτές δε  ταίριαζε στον Μακεδόνα βασιλιά. Κόντευε πρωί και το πρώτο λάλημα του κόκορα έκοψε το σκοτάδι. Τα δάχτυλα του Τρύφωνα  ήταν μαύρα από τις μουντζούρες σαν να δούλευε το κάρβουνο στο ορυχεία, όπως άλλωστε και η μύτη του, τα μαγουλά του και το πηγούνι του έτσι που τα έπιανε σκεφτικός όλη την ώρα.
Αποκαμωμένο το αγόρι έγειρε το κεφάλι του στο τραπέζι και το πήρε ο ύπνος πάνω στις ζωγραφιές του.
Το πρωινό της έναρξης του πανηγυριού βρήκε τον Τρύφωνα να κατηφορίζει για το μόλο. Πάντα του άρεσε να βλέπει τους εμπόρους να στολίζουν τους πάγκους τους και με χαρά  δοκίμαζε πρώτος τα τυριά και τους χαλβάδες τους, όταν άνοιγαν τους τενεκέδες και τις λαδόκολλες. Ήταν μια όμορφή μέρα γεμάτη φως και ήλιο, και παρόλο που το κεφάλι  του βούιζε και τα μάτια του τσούζανε από το ξενύχτι, ένιωθε χαρούμενος να βλέπει τους άντρες που ξεφόρτωναν και τις  γυναίκες που ταίριαζαν τα πράγματα τους. Οι φωνές τους ακούγονταν σαν μελίσσια και μπλέκονταν με τα βελάσματα και τα ρουθουνίσματα των ζώων.
Ο Τρύφωνας, αφού πέρασε ανάμεσα από τα είδη για προικιά και σπιτικά, είδε τα συκαλάκια και τα   νεραντζάκια να καμαρώνουν μέσα στα βάζα τους και απόλαυσε τα βότανα να του  ­σπάνε τη μύτη, έφτασε στα ξυλόγλυπτα, θα ήταν καμιά δεκαριά πάγκοι στη σειρά με γλίτσες και καλόγερους,  ­κασέλες και σκαμνάκια και μετά τη στροφή άρχισαν οι χαλκωματάδες. Κάτι του έσφιξε την καρδιά σαν να ήθελε  και  να μην ήθελε να προχωρήσει, σαν να σκιαζόταν τη ματιά του  πατέρα του και πάλι σαν κάτι να τον τραβούσε, να πάει κοντά.  Τα βήματα του δείλιασαν και θα έμενε εκεί για ώρα αν δεν  άκουγε μια γνώριμη φωνή να το λέει στ' αυτί. « Τι έγινε μικρέ μαρμάρωσες;» Το παιδί γύρισε και είδε τον Πετρή να τον κοιτάζει περίεργα. «Γιατί δεν προχωράς;»
«Πως, να, τίποτα, βγήκα βόλτα να τα δω τη μέρα» άρχισε τις ασυναρτησίες ο Τρύφωνας, «Εσύ που πας;»
«Μου έδωσε ο παπάς παραγγελιά να ψάξω κάποιον για τα στασίδια της εκκλησίας. Πάλιωσαν και γέρνουν».,
«Α, καλά».
«Τι τρέχει Τρύφωνα, τα χάλασες με τον πατέρα σου;» μάντεψε το πιο μεγάλο αγόρι και τον κοίταξε περιπαικτικά.
«Όχι, να, πάω βόλτα» δικαιολογήθηκε και έβαλε τα χέρια  στις τσέπες από αμηχανία για να μην ανοίξει το στόμα του και ξεφουρνίσει τις σκέψεις του.
«Σαν να μη μου φαίνεσαι στα καλά σου Τρύφωνα.Τι έχεις;» τον ρώτησε ο φίλος του.
 «Τίποτα, τι να έχω, όλα καλά» έκανε τον αδιάφορο ο μικρός.
«Τον κυρ-Μιχαλάκη τον είδες καθόλου;»
«Μπα! Γιατί;»
«Απόψε θα παίξει τον Μέγα Αλέξανδρο και τον καταρα­μένο φίδη, έτσι μου είπε, και θέλει, λέει, να μας μιλήσει για­τί. θα δείξει στον κόσμο κάτι διαφορετικό. Ξέρεις εσύ τίποτα;»
«Μπα! Τίποτα, Εσύ:»
«Αν ήξερα, θα σε ρωτούσα μωρέ Τρύφωνα: Άντε, θα τα πούμε στα «Ναυτάκια» το βράδυ. Γεια», είπε και του χτύπησε την πλάτη.
«Το βράδυ, ναι» πρόλαβε να ξεστομίσει ο Τρύφωνας που τώρα πραγματικά δεν ένιωθε καλά, Όλα λοιπόν θα ξεδιαλύ­νονταν απόψε! Σαν κεραμίδα που ήρθε το νέο. Ο Μιχαλάκης θα τον ρωτούσε τι έκανε με την περικεφαλαία και φυσικά εκείνος δεν θα είχε τι να του πει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά μπο­ρεί να έδινε το ρόλο του Μέγα Αλέξανδρου στον Πετρή που ήταν πιο μεγάλος και ίσως να του πήγαινε καλύτερα. Το κε­φάλι του κόντευε να σπάσει!
Τόσα όνειρα, τέτοιο ξενύχτι και το ρόλο του να τον παίξει άλ­λος! Πως γίνεται όλα να του πηγαίνουν τόσο στραβά: Αχ, αν δεχόταν τότε ο πατέρας του να τον βοηθήσει, τώρα θα είχε σίγουρο το ρόλο και όλοι θα τον χειροκροτούσαν απόψε. Αυ­τός που είχε φανταστεί τα λόγια που του έλεγε στον Καρα­γκιόζη και στον Πασά για το κατόρθωμα του, να μείνει στη σιωπή! Δεν θα την άντεχε τέτοια ντροπή, θα πήγαινε κατευ­θείαν στο σπίτι να σκαρώσει κάτι έστω και την τελευταία στιγμή.
Μια και δυο βρίσκει το κουράγιο του και χωρίς να το κα­ταλάβει μπαίνει φουριόζος στο δρομάκι με το χάλκινα και τα μπακίρια. Δεν πρόλαβε όμως να προχωρήσει πολύ γιατί κά­τι τον θάμπωσε, κάτι σαν αστραπή και τον ανάγκασε να στα­ματήσει απότομα. Ο ήλιος τον χτυπούσε στα κουρασμένα του μάτια και το παιδί δεν μπορούσε να δει καθαρά. Σήκωσε το χέρι του για να κάνει λίγη σκιά και αντίκρυσε το θέαμα. Ποιος θα το πίστευε! Εκεί μέσα σε σωρούς από πακέτα και χαρτόκουτες, σ' έναν πάγκο με πέταλα και χαμούρα, έστεκε καμαρωτή μια καλογυαλισμένη, αστραφτερή, περήφανη περι­κεφαλαία! Ο Τρύφωνας δεν πίστευε στα μάτια του! «θαύμα», βγήκε απ' τα χείλη του. «έγινε, θαύ­μα!» Πλησίασε με ευλάβεια το θησαυρό που έβλεπε μπροστά του και καθρεφτίστηκε το πρόσωπο του. Έπιασε την περικεφαλαία με τα δυο του χέρια σαν κάτι το ιερό, όταν μια μετρίου μεγέθους κομψότατη περικεφαλαία από χαλκό με ένα μικρό λοφίο προς τα πίσω. Δεν είχε περιττά στολίδια παρά μόνο ένα δερμάτινο λουρί για να δένει κάτω από το λαιμό, ότι έπρεπε δηλαδή γιο τη δουλειά που την ήθελε. Το όνειρο του θα γινόταν πραγματικότητα! Επιτέλους, του δινόταν η ευκαιρία να δείξει την ιδέα του σε κόσμο και να γίνει ο πρωταγωνιστής της βραδιάς. Από τον ενθουσιασμό του δεν πρόσεξε τον έ­μπορο που τον παρακολουθούσε με χαμόγελο.
«Τι τρέχει πιτσιρικά; Σου άρεσε, ε:» του είπε καλόκαρδα,
«Ξέρετε, μια τέτοια περικεφαλαία χρειαζόμουν για το βράδυ. Μπορώ να τη δανειστώ για απόψε μόνο;» είπε ικετευτικά ο Τρύφωνας.
«Να τη δανειστείς; Αχα χα χα χα» γέλασε τρανταχτά ο άντρας. «Και τι να την κάνεις, μήπως πρόκει­ται να παίξεις κανέναν αρχαίο: Αχα χα χα» και συνέχισε να γελάει και να τραντάζεται η κοιλία του.
 «Ακριβώς! Σας παρακαλώ, είναι θέμα ζωής και θανάτου! Πιστέψτε με».
«Τι μου λες! Και γιατί παρακαλώ είναι τόσο σοβαρό;»
«Τι να σας εξηγώ τώρα, πάντως αν μου τη δανείσετε θα μπορέσω να γίνω Μέγας Αλέξανδρος και να σκοτώσω τον φίδη! Καταλάβατε;»
«Μμμ». πήρε το σκεφτικό του ύφος ο έμπορος, έσκυψε χαμηλά πάνω από το αγόρι και το ρώτησε για να το δοκιμάσει «Και ποιος μου εγγυάται ότι θα την φέρεις πίσω για να την πουλήσω;».
«Σας δίνω το λόγο μου. Κι αν δεν με πιστεύετε, ελάτε το βράδυ στο καφενεδάκι της πλατείας που θα παίξουμε Καραγκιόζη και σας τη δί­νω στο τέλος της παράστασης! Θα έχει και κρασί και κεράσματα! έβαλε τα δυνατά του το παιδί για να τον κερδίσει. Ο άντρας διάβασε την αγωνία στο πρόσωπο του αγοριού και του απά­ντησε.
«Μμμ. ε καλά, λοιπόν ας είναι, έτσι κι αλλιώς ποιος θα την αγοράσει: Να πιάσει και τόπο. Αλλά αύριο τη θέλω πίσω για τη μόστρα του πάγκου μου. Τραβάει τους πελάτες και τε­λικά αγοράζουν κάτι άλλο. Σύμφωνοι;» του είπε και του έδω­σε το χέρι.
«Σύμφωνοι!» αποκρίθηκε το παιδί και ένιωσε να φουσκώ­νει το στήθος του και να ξεχειλίζει από χαρά κι ευγνωμοσύνη για το καλά που του είχε συμβεί. Χωρίς καθυστέρηση άρπαξε σφιχτά στην αγκαλιά του το πολυπόθητο αντικείμενο και άρχισε να τρέχει για το καφενείο μήπως και βρει τον Μιχαλάκη. Για να κόψει δρόμο μάλιστα μπήκε σε κάτι σοκάκια με καλντερίμι και τρανταζόταν ολόκληρος πάνω στις πέτρες. μα τα δάχτυλα του πίεζαν τόσο καλά το κούφιο κρανίο που δεν του έφυγε ούτε στιγμή από τα χέρια.
Σαν ξεπρόβαλε από την πίσω μεριά του καφενείου έπε­σε κατευθείαν πάνω στον μάστορα,
«Σαν τα χιόνια Τρυφωνάκο» τον καλωσόρισε ο Μιχαλάκης και αφού κοντοστάθηκε για λίγο του είπε με έκπληξη: «Μπα!  Τι βλέπω; Τα κατάφερες τσακάλι!»
Το παιδί κούνησε λαχανιασμένο καταφατικά το κεφάλι.
 «Ζήτω!!!» ξεφώνισε γεμάτος ενθουσιασμό ο μάστορας κι ι άρχισε να χτυπάει με τα χέρια του παλαμάκια,
Ο Τρύφωνας με κομμένη την ανάσα ξεστόμιζε ασυναρτησίες. «Να τη! Άστραφτε και τη δανείστηκα. Εγώ. Έτσι; Εγώ θα τον κάνω, Τη βρήκα. Έχει και λοφίο. Να λίγο πιο κάτω».
«Μπράβοοοο!» φώναξε ο Μιχαλάκης πήρε τον Τρύφωνα στα χέρια του, τον έσφιξε στην αγκαλιά του κι άρχισε να τον  ρωτάει.
«Που την βρήκες αγόρι μου τέτοια ωραία περικεφαλαία; Φέρε την μου εδώ για να τη δω λιγάκι». Είπε και  τη σήκωσε  ψηλά στον ήλιο. «Πω Πω! Αυτή αστράφτει! Τι λοφίο και  τι γραμμή! Εσύ τη γυάλισες έτσι;»
«Όχι, ο κύριος στο πανηγύρι. Δική του είναι».
«Άσε, άσε μη μου λες τώρα. Πρέπει να δούμε το ρόλο σου γι’ απόψε! Θέλεις να παίξεις εσύ τον Μέγα Αλέξανδρο στην αποθέωση;»
Ο Τρύφωνας ένιωσε ν' ανοίγουν οι ουρανοί και τα λόγια του Μιχαλάκη αντήχησαν σαν φωνές αγγέλων!
«Ε, Τρύφωνα γιατί δεν μιλάς παιδί μου;»
«Κυρ-Μιχαλάκη, να βάλω και δικά μου λόγια;»
«Ακούς εκεί! Μα και βέβαια! Αυτοσχεδίασε αγόρι μου,  αυτοσχεδίαζε κι όλα θα πάνε καλά! άντε, τρέχα στο σπίτι και το βραδάκι σε περιμένω!» Ο Τρύφωνας σαν να έβγαλε φτερά έτρεχε κιόλας να προφτάσει τα νέα της μάνας του. «Μην αργήσεις, στις εννέα να είσαι εδώ» του φώναξε ο Μιχαλάκης  και το αεράκι πήρε τα λόγια του,
Ήταν εννέα ακριβώς κι ο ουρανός είχε πάρει να σκοτεινιάζει, όταν κατέφτασε ο Τρύφωνας στο καφενεδάκι καμαρωτός καμαρωτός, όλα ήταν στην εντέλεια κι ο μπερντές στεκόταν γεμάτος υποσχέσεις για ένα ευχάριστο βράδυ. Το  παιδί δρασκέλησε το κατώφλι του μαγαζιού και μαζί άνοιξε μια καινούργια σελίδα στη ζωή του. Βρήκε τον Μιχαλάκη στη  γνώριμη θέση του να πίνει το τσιπουράκι του πριν την παράσταση και ένιωσε τέτοια χαρά και σιγουριά για τον εαυτό του που κανείς δεν θα κατάφερνε να του την πάρει πίσω ποτέ πια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: