Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Τριγυρνώντας στα ερείπια της αρχαίας πόλης

Της  Τόνιας Χατζηδάκη


Το φετινό καλοκαίρι το περιμέναμε πώς και πώς. Όχι μόνο γιατί θα ξεφορτωνόμαστε σχολεία, αγγλικά και φροντιστήρια, όχι μόνο γιατί θα δραπετεύαμε απ' την Αθήνα για δυο ολόκληρους μήνες, αλλά κυρίως γιατί θα βλέπαμε με τα ίδια μας τα μάτια τις ανακαλύψεις που έγιναν στο νησί μας το διάστημα που λείπαμε.
Η γιαγιά μας είχε εδώ και καιρό πληροφορήσει πως στο χωριό γίνονταν ανασκαφές και πως δίπλα στο εκκλησάκι του Αϊ-Νικήτα είχαν ανακαλύψει μια αρχαία πόλη. Φαντάσου λέει τι μεγαλεία και δόξα περίμεναν το χωριουδάκι μας μετά τις εξελίξεις αυτές!
Η λαχτάρα μας λοιπόν να φτάσουμε στο νησί ήταν μεγάλη γιατί και τ' αρχαία ανυπομονούσαμε να δούμε, αλλά και τους παππούδες που όλους αυτούς τους μήνες στην Αθήνα τους είχαμε πεθυμήσει.
Ένα απογευματάκι πήραμε το αεροπλάνο η Κατερίνα κι εγώ, μόνοι μας (οι γονείς μας θα 'μεναν στην Αθήνα μέχρι τον Αύγουστο που θα ‘παιρναν την άδεια τους) και φτάσαμε στο νησί την ώρα σχεδόν που βράδιαζε. Δεν προλάβαμε να δούμε τίποτα, μόνο που τα είπαμε λίγο με τους παππούδες. φάγαμε και πήγαμε κατευθείαν για ύπνο.
Την άλλη μέρα όμως πρωί-πρωί, βάλαμε πέ­διλα και καπέλα, είπαμε στη γιαγιά να μας περιμένει το μεσημέρι για φαγητό και κινήσαμε για τον Αϊ-Νικήτα. Σαν φτά­σαμε εκεί αντικρίσαμε πράγματι ανάμεσα στο εκκλησάκι και το καφενείο της κυρά-Χρυσούλας, το χώρο των ανασκαφών.
Μια μικρή μπλε ταμπέλα πληροφορούσε τους περαστικούς: "Αρχαία Ανθόρα". Ο χώρος ήταν περιφραγμένος και κείνη την ώρα μέσα βρισκόταν τρεις εργά­τες που έσκαβαν. Σ' ένα ψηλότερο σημείο του χώρου είχε στήσει το στρατηγεί­ο της η αρχαιολόγος, με μοναδικό της εξοπλισμό μια ομπρέλα για τον ήλιο και ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι,
Πλησιάσαμε κοιτάζοντας όλο περιέργεια δεξιά και αριστερά. Στη μέση βρισκόταν ένα μεγάλο μακρόστενο κτίριο και γύρω-γύρω άλλα τέσσερα μικρότερα. Τίποτα άλλο. Τα κτίρια είχαν μόνο τοίχους από μεγάλες πελεκητές πέτρες. Ούτε σκεπή ού­τε τίποτα. Οι εργάτες την ώρα αυτή είχαν κατέβει κι έσκαβαν σε μια γωνιά του κεντρικού κτιρίου που σχημάτιζε κάτι σαν ημικύκλιο. Σε μια στιγμή, ε­νός απ' αυτούς ανέβηκε πάνω, πλησίασε την αρχαιολόγο και της έδειξε κάτι που κρατούσε στο χέρι του.
Η Κατερίνα με κοίταζε με ολοφάνερη απογοήτευση.
- Αυτή είναι η αρχαία πόλη;
- Ξέρω εγώ: Αυτή θα 'ναι.
- Και πού είναι οι κολόνες και τ' αγάλματα; Εδώ έχει μόνο χαλάσματα.
Δεν ξέρω τι είχε στο νου της ότι θα δει η αδερφή μου. Μπορεί να περίμενε να δει τον Παρθενώνα με τις Καρυάτιδες αυτοπροσώ­πως, Η αλήθεια είναι πως ούτε εμένα μου έμοιαζε για σπουδαία ανακάλυψη αυτό που βλέπαμε.
- Δεν πάμε καλύτερα να ρωτήσουμε την αρχαιολόγο; Προτείνω εγώ. Μπορεί να μην έχουν ξεθάψει ακόμα ολόκληρη την πόλη.
Η αρχαιολόγος για καλή μας τύχη ήταν πολύ γλυκιά και ευγενική. Μας καλωσόρισε και μας είπε πως θα απαντούσε σε όλες τις απορίες μας.
- Ώστε Αθηναίοι, ε: Και στον Παρθενώνα έχετε ανέβει καμιά φορά ή σας φάνηκε μεγάλη η ανηφόρα; Μας ρώτησε στο τέ­λος αστειευόμενη.
- Έ, όχι και στον Παρθενώνα δε θα 'χουμε πάει; Πειραχτήκαμε εμείς. Έχουμε πάει εκατοντάδες φορές! Και μετά η Κατερίνα έπιασε να τη βομβαρδίζει με ερωτήσεις:
Τι' είναι αυτά τα κτίρια που βλέπουμε, ποιοι έμεναν, τι έτρω­γαν, τι φορούσαν,.
Η κυρία Θάνου, έτσι έλεγαν την αρχαιολόγο, άρχισε να μας εξηγεί υπομονετικά: Στο μέρος που βρίσκεται σήμερα χτισμένο το χωριό, υπήρχε στην αρχαιότητα κατά την γεωμε­τρική εποχή μια πόλη, η Ανθόρα.
- Ξέρετε τη γεωμετρική εποχή;
- Ναι, ναι. Την εποχή μετά την κάθοδο των Δωριέων, α­πάντησα βιαστικά εγώ για να προλάβω την Κατερίνα πριν πε­τάξει καμιά κοτσάνα.
- Λοιπόν, η Ανθόρα ήταν ξακουστή για τα κεραμικά της. Είχε πολλά εργαστήρια που κατασκεύαζαν υδρίες, πιθάρια, στάμνες, κρατήρες, αμφορείς, τα αγγεία της εποχής δηλαδή και τα πουλούσαν σε άλλες πόλεις. Αυτά τα κτίρια που έχουμε ξεθάψει είναι μερικά από τα σπί­τια καθώς και ένα εργαστήριο κεραμικής της πόλης. Βλέπε­τε εκείνο το μεγάλο κτίριο στη μέση; Αυτό είναι το εργαστή­ριο και στο σημείο που σκάβουν τώρα οι εργάτες βρισκόταν ο φούρνος του. Βρέθηκαν πάρα πολλά αγγεία εκεί μέσα, τα πιο πολλά άθιχτα. θα είχαν προλάβει φαίνεται να τα ψήσουν, αλλιώς δε θα 'χε μείνει κανένα γερό.
- Και τα κεραμικά που βρίσκονται τώρα; Ρωτάω εγώ.
- Τα καθαρίσαμε, τα πλύναμε και τα παραδώσαμε στο μουσείο της πόλης για φύλαξη. Δε μπορούμε κάθε αντικεί­μενο που βρίσκουμε να το αφήνουμε έξω, ε; Τι λέτε κι εσείς; Θα  μπορούσε ο καθένας να το κλέψει. Όμως μπορείτε να πάτε εκεί και να δείτε οπότε θέλετε.
Η Κατερίνα φαινόταν ακόμα προβληματισμένη παρατη­ρώντας τους τοίχους των σπιτιών. Το ύψος τους ίσα που φτάνει το ενάμισι μέτρο, όχι παραπάνω,
- Θα πρέπει οι άνθρωποι εκείνη την εποχή να ήταν πολύ κοντοί. Μετά θα ψήλωσαν. Μουρμουρίζει στον εαυτό της τε­λικά.
Η κυρία Θάνου γελά.
- Λες για το ύψος που έχουν τα κτίρια; Ε; Έχεις δίκιο. Μόνο που δεν ήταν τα κτίρια έτσι χαμηλά πάντα. Πολλές απ' τις πέτρες τους έχουν χαθεί. Η πόλη καταστράφηκε κά­ποτε από σεισμό ή εχθρική επιδρομή. Εκατοντάδες χρόνια αργότερα μετά την καταστροφή της Ανθόρας, οι άνθρωποι που ήρθαν να κατοικήσουν σ' αυτό το μέρος, έφτιαξαν τα σπίτια τους παίρνοντας πέτρες από τα αρχαία ερείπια. Πολ­λά από τα παλιά πέτρινα σπίτια του χωριού γύρω-γυρω είναι χτισμένα με τέτοιες πέτρες. Ακόμα και το διπλανό εκκλησάκι έχει αρχαίες πέτρες,
Η αρχαιολόγος μας είπε ακόμα πως η δουλειά τους κό­ντευε να τελειώσει. Έμενε να κάνουν μια "διαμόρφωση" του γύρω χώρου και μετά θα έφευγαν. Δεν μπορούσαν να σκά­ψουν άλλο, παρόλο που υπήρχαν υποψίες πως βρισκόταν και άλλα κτίρια παραπέρα, μόνο που ήταν θαμμένα κάτω από σπίτια του χωριού, Γι' αυτό θα σταματούσαν. Όμως για κανέ­να μήνα ακόμα θα βρισκόταν εκεί και έτσι θα μπορούσαμε ο­πότε θέλαμε να τα ξαναπούμε.
Το μεσημέρι στο τραπέζι την ώρα του φαγητού, πιάσαμε την κουβέντα για τις αρχαιότητες. Ο παππούς είπε πως με τις ανασκαφές αποδείχτηκε πως η παράδοση που υπήρχε παλιότερα στο χωριό να κατασκευάζουν κεραμικά, κρατούσε από τα αρχαία χρόνια. Όμως πάει πολύς καιρός που ο κό­σμος σταμάτησε να ασχολείται με την αγγειοπλαστική. Οι νέ­οι προτιμούν να ανοίγουν καφετέριες ή ενοικιαζόμενα δωμά­τια κάτω στην παραλία.
Ο τελευταίος που έκανε κεραμικά στο χωριό ήταν ο θεί­ος ο Νικηφόρος, ο αδερφός της γιαγιάς. Είχε μεγάλο εργα­στήριο με πολλούς μαστόρους να του δουλεύουν και γνώρι­ζε μεγάλες δόξες στα παλιά χρόνια.
Όμως κάποτε οι δουλειές του έπαψαν να πηγαίνουν καλά, οι παραγγελίες σταμάτησαν, χρωστούσε ένα σωρό λεφτά και στο τέλος η επιχείρηση φαλίρισε. Ο θείος τότε έκλεισε το εργαστήριο και έφυγε για την Αυστραλία. Ό,τι έργα του είχαν μείνει τα χάρισε στη γιαγιά και στους φίλους του για να τον θυμούνται,
Η γιαγιά έχει στολίσει την αυλή με τις μεγάλες πήλινες γλάστρες και τα πιθάρια του. Μέσα στο σπίτι έχει ένα σωρό ανθοδοχεία και κανατάκια και το καλοκαίρι πίνει νερό μόνο απ' το λαγηνάκι της που το γεμίζει καθημερινά με νερό φρέ­σκο απ' τη βρύση.
- Μόνο το πήλινο λαγήνι κρατά σωστή δροσιά στο νερό, συνηθίζει να λέει. Ούτε πολύ παγωμένο, ούτε πολύ ζεστό.
- Μπλιαχ, μυρίζει χωματίλα. Κάνει η Κατερίνα και σου­φρώνει τη μύτη της.
- Χώμα. Η μυρωδιά του θεού παιδάκι μου. Απαντά εκεί­νη κουνώντας το κεφάλι.
Με την αποψινή κουβέντα, θυμήθηκε πάλι τον αγαπημέ­νο της αδερφό που έχει να τον δει είκοσι ολόκληρα χρόνια και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.
- Αχ, ο Νικηφόρος μας! Πού να βρίσκεται τώρα; Μουρ­μουρίζει και σηκώνεται βιαστικά για να φέρει το καρπούζι, σκουπίζοντας με τρόπο τα μάτια της.
Εμείς πάλι απ' την επόμενη μέρα αρχίσαμε στην ουσία τις διακοπές μας. Στο σπίτι γυρίζαμε μόνο για να φάμε και να κοιμηθούμε. Όλη την άλλη μέρα τριγυρίζαμε. Το πρωί κατε­βαίναμε στην παραλία. Κάναμε βουτιές και παίζαμε ρακέτες στην άμμο. Εγώ βουτούσα καμιά φορά με τη μάσκα και έβγα­ζα αχινούς κι ύστερα πήγαινα για μπάλα με τα παιδιά στην πλατεία.
Η Κατερίνα πάλι, έπαιρνε το ποδήλατο και χανότανε. Ό­ποτε δεν πήγαινε στις ανασκαφές να χαζεύει και να ζαλίζει την κυρία Θάνου με τις ερωτήσεις της, τριγύριζε στις ερη­μιές και ανασήκωνε τις πέτρες ψάχνοντας για αρχαία.
- Πρόσεχε παιδάκι μου! θα σε δαγκώσει κανένας σκορ­πιός και θα τρέχουμε. Την προειδοποιούσε η γιαγιά. Εκείνη όμως πού να ησυχάσει! Την είχε κυριέψει ο "ιός της αρχαιο­λογίας".
- Θα γίνω αρχαιολόγος. Μουρμουρίζει έ­να βράδυ απ' το κρεβάτι της.
- Τι είπες; Κάνω πως δεν ά­κουσα εγώ.
- Μπα! Άλλα­ξες γνώμη πάλι;
Την περασμένη βδομάδα δεν έλε­γες ότι θα γίνεις καπετάνιος σε κρουαζιερόπλοιο για να ταξιδεύεις κάθε μέρα; Της απαντώ εγώ όλο φούρκα γιατί με νευριάζει που αλ­λάζει  συνεχώς γνώμη για το κά­θε τι.
- Άλλαξα γνώμη! Εσένα τι σε νοιάζει;
Κάτι μας είπε τώ­ρα! Τι να πρωτοθυμηθώ!   Τότε που της είχε μπει η τρέλα της "υψη­λής κομμωτικής", και έπιασε και κούρεψε γουλί ό­λες τις κούκλες της και μετά της βούτηξε στη μπο­γιά που βάφαμε τα αυγά του Πάσχα, για να αποκτήσουν λέει μοντέρνο χρώμα; Ή τότε που 'λεγε σ' όλους τους φίλους μας πως θα γίνει παίχτης του Εν-Μπι-Έϊ;
- Και τι νομίζεις πως θα κάνεις άμα γίνεις αρχαιολόγος, μου λες;
Θα  κάθεσαι όλη μέρα στο γραφείο με το ταγιέρ και τις γό­βες; θα κατεβαίνεις στις τρύπες που ανοίγουν οι εργάτες μες στα χώματα και τις λάσπες, κακομοίρα μου. Άσε που μπορεί να σου 'ρθει και καμιά κοτρόνα στο κεφάλι! Καταλήγω θριαμβευτικά εγώ.
- Ζηλεύεις! Γιατί εγώ θα ανακαλύψω κάποιο μέρα μια σπουδαία πόλη και θα γίνω διάσημη σαν τον Ζήμενς που α­νακάλυψε τις Μυκήνες!
- Ωραία! Ο Ζήμενς ανακάλυψε τις Μυκήνες και ο Πίτσας την Κνωσσό! Νευριάζω ακόμα περισσότερο εγώ με την α­σχετοσύνη της και κουκουλώνομαι με το μαξιλάρι μου για να μην την ακούω.
Καμιά φορά όμως όταν βαριό­μουνα κι εγώ τη θάλασσα, την α­κολουθούσα στις εξερευνήσεις της, Παίρναμε τα ποδήλατα και τρι­γυρίζαμε στα κτή­ματα και τα περι­βόλια με τις ώ­ρες. Η εξοχή στο νησί αυτόν τον καιρό είναι σω­στός   παράδει­σος. Κορόμηλα, αχλάδια, βερίκο­κα, Τα δέντρα έ­χουνε απ' όλα τα καλά του θεού. Κι έχουνε μια μυρω­διά και μια γλύκα!
- Μη μπαί­νετε στα ξένα πε­ριβόλια! Θα βρεί­τε το μπελά σας. Μόνα απ' τα δικά μας να κόβετε. Προειδοποιούσε ο παππούς. Ό­μως ποιος τον ά­κουγε..
- Το ξένα είναι πιο γλυκά, παππού! Τον πει­ράζαμε εμείς. Στο μεταξύ από τον πολύ ήλιο που μας έβλεπε ολημερίς, ήρθαμε και γίναμε κατάμαυροι, σαν την πίσσα.
- Μόνο τα μάτια σας ασπρίζουνε, μας έλεγε η γιαγιά που τις νύχτες δε μπορούσε να μας ξεχωρίσει στο σκοτάδι. Αχ και να σας δει έτσι η μάνα σας τρομάρα που θα πάρει!
Ένα τέτοιο βραδάκι την ώρα που ετοιμαζόμουν ν' αποχαιρετήσω τα παιδιά στην πλατεία, βλέπω την Κατερίνα να έρχεται προς το μέρος μου λαχανιασμένη.
- Εδώ είσαι; Και έφαγα τον κό­σμο να σε βρω. Έλα γρήγορο. Έχω να σου πω κάτι σπουδαίο.
- Τι σπουδαίο είναι αυτό που δε μπορούσες να περιμένεις να μου το πεις στο  σπίτι;
- Έλα πιο πέρα μη μας ακούσει κανείς. Μου κάνει συνωμοτικά. Είναι μυστικό. Φαινότανε πολύ τα­ραγμένη καθώς έριχνε κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά.
- Τι είναι αυτό το μυστικό πια. που δεν κάνει να τ' ακούσει κανείς;
- Ανακάλυψα ένα αρχαίο.
- Τι ανακάλυψες;
- Σσσ! Ένα αρχαίο αμφορέα. Δεν πρέπει όμως να το πούμε σε κανένα ακόμα.
- Και πού τον βρήκες;
- Είχα πάει στο κτήμα με τις κυδωνιές. Εκεί τον βρήκα. δηλαδή εκεί που τελειώνει το κτήμα του παππού και αρχίζει η ρεματιά. Ήτανε θαμμένος κάτω από τις πέτρες και τους βάτους.
Παρατηρώ το χέρια της πρώτη φορά από τότε που ήρθε! Ή­τανε γεμάτα γρατσουνιές και τα νύχια της μαύρα απ' τα χώ­ματα.
- Και πού το έχεις τώρα:
- Το έκρυψα στην αποθήκη του παππού. Πάμε να σου το δείξω.
Ανέβηκα στο ποδήλατο και την ακολούθησα μέχρι το σπί­τι. Οι παππούδες λείπανε, είχανε πάει στον εσπερινό, την άλλη μέρα ήταν η γιορτή της Αγίας Παρασκευής.
Μπήκαμε κορδιοχτυπώντας στην αποθήκη και ανάψαμε το φως. Το δωμάτιο άστραψε κάτω οπ' το φως της λάμπας πεντακάθαρο όπως πάντα, με τα δοχεία του παραταγμένα στη σειρά σαν στρατιωτάκια. Πρώτα τα μεγαλύτερα, μετά τα μικρότερα, κατά ύψος. Στη μια μεριά το πιθάρι με το λάδι, το βαρέλι με το κρασί, ύστερα το βαρελάκι με τη ρακί και τέλος η μπουκάλα με το ξύδι. Στην άλλη μεριά οι τενεκέδες με τους καρπούς τ' αμύγδαλα και τα καρύδια, τα τσουβάλια με τις τροφές για τα ζώο. Στους τοίχους γύρω-γύρω ράφια, άλ­λα με εργαλεία κι άλλα με πράγματα σκεπασμένα για να μη σκονίζονται. Δε χρειάστηκε να αναρωτηθούμε ποτέ από ποιόν πήρε η μαμά τη μανία της για την τάξη και την καθα­ριότητα. Ήταν ολοφάνερο.
Πολλές φορές πηγαίναμε και καθόμαστε κει στα σκοτει­νά με κλειστά τα μάτια, για να μυρίσουμε τη μυρωδιά αυτής της αποθήκης. Ήτανε μια μυρωδιά ανάκατη με ασβέστη, κρασί, καρπούς και χώμα της γης. Μεθούσαμε μυρίζοντας με τις ώρες. Αυτή τη φορά όμως είχαμε τα μάτια μας ορθά­νοιχτα και καρδιοχτυπούσαμε.
- Που είναι;
Η Κατερίνα σκύβει πάνω οπ' το τσουβάλι με το καλαμπό­κι, χώνει το χέρι της μέσα και το βγάζει.
- Να το!
Στο χέρι της τώρα κρατά ένα τρισάθλιο αμφορέα με ένα χερούλι (το άλλο λείπει) και στόμιο ξεφλουδισμένο από χί­λιες μεριές. Απ' έξω είναι γεμάτο χώματα και πρασινάδες, όσο για το εσωτερικό του, απ' όσο μπορούσα να διακρίνω πρέπει να ήταν κατοικημένο από τουλάχιστον μισή πόλη από σαλιγκάρια.
-Είσαι σίγουρη πως αυτό το πράγμα είναι αρχαίο;
- Σίγουρη λέει; Σ' αυτό το πράγμα έπιναν νερό κάποιοι άνθρωποι πριν από χιλιάδες, χιλιάδες χρόνια. Δε φαίνεται;
Και τι θα το κάνεις; Δε μπορούμε να το κρατήσουμε εδώ. Είναι παράνομο. Την προειδοποιώ.
- Παιδάκι μου. δεν καταλαβαίνεις: θα το παραδώσω στο Κράτος. Τούτο εδώ μπορεί να είναι δείγμα πως εκεί κοντά βρίσκεται ολόκληρη αρχαία πόλη. Και θα τους έχω οδηγήσει εγώ στην ανακάλυψη αυτή. Φαντάζεσαι τι έχει να γίνει μετά; Θα μου δώσουν βραβείο, θα με δείξει η τηλεόραση, θα γίνω διάσημη...
-Ναι σαν τον Ζήμενς.
Η μικρή είχε πάρει φόρα και δεν την σταματούσε τίποτα. Έβλεπε ότι της έδινε ειδικό βραβείο ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αυτοπροσώπως,
- Ξύπνα! Σε ποιόν θα το παραδώσεις μου λες;
- Αυτό δεν το ξέρω ακόμα. Σε ποιον παραδίδουνε άραγε τα αρχαία. Στην Αρχαιολογία, στην Αστυνομία, στην Τηλεό­ραση; Αύριο το πρωί όμως θα "ψαρέψω" την κυρία Θάνου και θα μάθω. Όμως πρόσεξε κακομοίρη μου, λέξη σε κανένα μέ­χρι αύριο! Και μου κουνάει απειλητικά το δάχτυλο.
Το βράδυ στο κρεβάτι δε μου κολλούσε ύπνος. Στριφο­γύριζα και σκεφτόμουνα. Λες να 'τανε πράγματι αρχαίο αυτό το παλιοκάνατο που βρήκε η Κατερίνα; Πάντως είχε πάνω του αρχαία βρώμα, αυτό ήτανε σίγουρο. Κι αν έκανε πράγμα­τι η αδερφή μου μια σπουδαία ανακάλυψη στα καλά καθού­μενα; Αν γινότανε αυτή η αφορμή για να έρθει στο φως ένας ξεχασμένος πολιτισμός; Μου 'ρθε στο νου τότε το σπήλαιο της Αλταμίρας και το κοριτσάκι που το βρήκε. Κανονικά θα ‘πρεπε να 'νιωθα περήφανος για την αδερφή μου, όμως αντί για αυτό στο βάθος-βάθος της καρδιάς μου ένιωθα ένα τσιμπιματάκι ζήλιας να με τρυπάει.
Το πρωί ο παππούς πήγε στην αποθήκη να πάρει καλα­μπόκι για να ταΐσει τις κότες, όπως έκανε καθημερινά. Δεν ήτανε γραφτό μας να χορτάσουμε ύπνο εκείνη τη μέρα. Μας ξύπνησαν οι αγριοφωνάρες του. Πεταχτήκαμε πάνω τρίβο­ντας τα μάτια μας,
- Ποιας έβαλε στην αποθήκη μου σκουπίδια;
Κοίταξε ο ένας τον άλλον μας και γίναμε κατακόκκινοι.
-Τι σκουπίδια λες παππού;
- Τα σκουπίδια του Νικηφόρου. Αυτά λέω! Και άρχισε να κουνάει μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας τον "αρχαίο αμφο­ρέα".
- Σιγά παππού, είναι ένας αρχαίος αμφορέας.
- Αμφορέας; Η κανάτα του θείου: Ας γελάσω! Και καλέ αν σας άρεσε τόσο πολύ γιατί δε μου το λέγατε να σας δώ­σω εγώ ένα γερό να το πάρετε μαζί σας στην Αθήνα: Ε; Τι  μου το κουβαλήσατε εδώ αυτό το σκουπίδι; Ελάτε να σας δείξω.
Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα έπρεπε να βρούμε μιαν άκρη το γρηγορότερο, Γι' αυτό ντυθήκαμε μάνι-μάνι και ακο­λουθήσαμε τον παππού,
Η Κατερίνα κρατούσε σφιχτά στο χέρι τον αμφορέα της. Στην αρχή ο παππούς μας πήγε στην αποθήκη του. Τράβηξε προ­σεχτικά το μουσαμά που σκέπαζε ένα από τα ράφια του τοί­χου και τι να δούμε; Μπροστά στα μάτια μας, στεκόταν αραδιασμένα καμιά δεκαριά ολοκαίνουργια κανάτια, ολόιδια μ' αυτό που κρατούσε η Κατερίνα στο χέρι της,
- Ορίστε. Διαλέξτε όποιο θέλετε.
- Μα παππού, η Κατερίνα το βρήκε στο χτήμα, θαμμένο στο χώμα.
- Σε ποιο χτήμα;
- Σ' αυτό με τις κυδωνιές. Απαντά ξεψυχισμένα η Κατερί­να.
- Πάμε να μου δείξεις.
Ακολουθήσαμε τον παππού, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Το μυστήριο του αρχαίου αμφορέα έπρεπε να πάρει ένα τέλος. Φτάσαμε στο χτήμα. Η Κατερίνα κατέβηκε στη ρεματιά και του έδειξε το σημείο που βρήκε το θησαυρό της. Ο παππούς απλώνει τότε το δάχτυλο.
- Βλέπετε τη ρεματιά; Ρωτά. Είναι το σύνορο που χωρίζει το χτήμα το δικό μας μ' αυτό του θείου Νικηφόρου. Ελάτε να περάσουμε απέναντι.
Βρήκαμε ένα πέρασμα στη ρε­ματιά και περάσαμε απέναντι στο χωράφι του θείου που ήταν ρημαγμένο. Μπρο­στά μας αντικρίσαμε ένα αλώνι που φαινόταν κι αυτό πως είχε πάψει να χρησιμοποιεί­ται εδώ και δε­καετίες. Στη μέ­ση αντί για λακκούβα έκανε ένα βουναλάκι που πάνω του είχαν ξεφυτρώσει λογής-λογής βάτα,   θάμνοι και αγριόχορτα. Ο παπ­πούς έσκυψε και τα παραμέρισε.  Τι να δούμε από κάτω; Αυτό που από μακριά φαι­νόταν βουναλάκι στην πραγματι­κότητα ήταν έ­νας σωρός από σπασμένα κερα­μικά, κομμάτια από γλάστρες και πιθάρια.
- Ο θείος ο Νικηφόρος είχε αυτό το αλώνι για σκουπιδό­τοπο. Εδώ πετούσε όλα τα σπασμένα κεραμικά απ' το εργα­στήριο του. Αυτό που  βρήκε η Κατερίνα στη ρεματιά θα 'χε παραπέσει. Εξήγησε ήσυχα ο παππούς.
Η Κατερίνα ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ο παππούς βλέποντας την απογοήτευση στα μάτια της, της κάνει σιγά-σιγά:
- Έλα Κατερινάκι, πέτα το πίσω στη θέση του. Σε καμιά πεντακοσαριά χρόνια θα 'χει γίνει στ' αλήθεια αρχαίο και θα 'χει μεγάλη αξία,
Και που ξέρεις, μπορεί να βρεθεί στο δρόμο καμιάς μικρού­λας ανήσυχης σαν και σένα.
Η Κατερίνα δειλά-δειλά χαμογελά καθώς πετά το κανάτι πάνω στο σωρό.
Σε λίγο παίρνουμε και οι τρεις μας σιωπηλοί το δρόμο του γυρισμού.
- Παππού θα μου δώσεις ένα απ' τα κανάτια του θείου;
Ρωτά σε μια στιγμή η αδερφή μου.
- Θα το πάρεις μαζί σου στην Αθήνα;
- Όχι, θα το κάνω δώρο σε μια φίλη μου. Φεύγει αύριο το πρωί απ' το νησί, Και μου φαίνεται πως θα' χει επιθυμήσει να δει ένα γερό αντικείμενο του τό­που. Όλον αυτόν τον καιρό στα μέρη μας, μόνο χαλά­σματα και σπασμένα βά­ζα βλέπει. Λέει στο τέλος χαμογελώ­ντας η αδερ­φή μου για την  κυρία Θάνου.
Κάτι μου λέ­ει πως της μικρής της πέρασε τε­λικά ο "ιός της αρχαιο­λογίας!" Για το υπόλοιπο καλοκαίρι η­συχάσαμε όμως για το χειμώνα δεν ξέρω τι μας περιμένει!

Δεν υπάρχουν σχόλια: