Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Ο ΛΙΝΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ

της Φράνσης Σταθάτου
Προσθήκη λεζάντας
Κάποιο πρωί ο Λίνος ξύπνησε με μια καταπληκτική ιδέα στο κεφαλάκι του! Ο Λίνος δεν ήταν παρά ένας μικρός Σιληνός που ζούσε στο πανέμορφο Πήλιο, συντροφιά μ' άλλους Σιληνούς, με τις νεράιδες του βουνού, των δέντρων, των νερών -Ορειάδες, Αμαδρυάδες, Ναϊάδες-, με τους Κενταύρους και με όλα τα πλάσματα του δάσους. Όμως, στο μυαλουδάκι του τρύπωναν συχνά περίεργες ιδέες, που τον έσπρωχναν σε σκανταλιές και περιπέτειες... Έτρεξε λοιπόν στην καλή του φίλη Μελιτώ, τη μικρή Ναϊάδα, να πει τη σπουδαία ιδέα του. «Μελιτώ, θα πάω στους Ολυμπιακούς Αγώνες! Φέτος είναι η χρονιά τους! Θ' αγωνιστώ, θα νικήσω και θα γυρίσω δοξασμένος Ολυμπιονίκης, θα ξεπεράσω σε φήμη ακόμα και τον Ηρακλή!»
Η νεραϊδούλα του νερού γέλασε, «θαρρώ πως δεν θα τα καταφέρεις!» είπε.  «Στους Ολυμπιακούς αγωνίζονται μόνο άνθρωποι!» «Τι σε νοιάζει, εγώ θα μεταμφιεστώ και θα τους ξεγελάσω! Έχε γεια, Μελιτώ!» «Στο καλό, κι ο Πάνας μαζί σου.  Έτσι ο Λίνος άφησε το βουνό και κατέβηκε στην πεδιάδα. Περπατώντας δίπλα στο ποτάμι, είδε μια παρέα αγοριών που κολυμπούσαν κι έπαιζαν με τα νερά. Είχαν αφήσει τα ρούχα τους στην όχθη. Αθόρυβα και σβέλτα ο Λίνος άρπαξε ένα χιτώνα, τον φόρεσε και ξέφυγε τρέχοντας.   Παρακάτω αντάμωσε ένα γέρο που πήγαινε στα χωράφια . «Ώρα καλή σου. παλικάρι», είπε ο γέρος, κι ο μικρός Σιληνός σκέφτηκε χαρούμενος, «θαυμάσια, δεν μ' αναγνωρίζουν!»
Έτσι, συνέχισε το δρόμο του με περισσότερο θάρρος διασχίζοντας κάμπους και χωριά, μα αποφεύγοντας τις μεγάλες πολιτείες - Θήβα, Αθήνα, Κόρινθο... Ο μακρύς μπαμπακερός χιτώνας τον προστάτευε, μα τον δυσκόλευε κιόλας. Τελικά, δέκα μέρες αφότου άφησε το βουνό, ο Λίνος έφτανα στην Ολυμπία. Τι θαυμαστός τόπος! Μέσα σε καταπράσινη κοιλάδα που την πότιζαν δυο ποτάμιο, βρισκότανε χτισμένη  η ξακουστή ιερή πολιτεία. Χιλιάδες κόσμου είχανε φτάσει κιόλας εκεί, απ' όλες τις ελληνικές πόλεις, και είχανε κατασκηνώσει έξω ­από τα τείχη του ιερού περιβόλου που λεγόταν Άλτις. Ο Λίνος,κοιμήθηκε πάνω σ' ένα δέντρο και, με την ανατολή του ήλιοι διάβηκε από τους πρώτους την πύλη που οδηγούσε μέσα στην 'Αλτη.
Θαμπώθηκε από την ομορφιά και το μεγαλείο! Υπήρχαν εκεί μεγαλόπρεπα κτίρια και λαμπροί ναοί -μ' επιβλητικότερο το ναό του Δία-, χιλιάδες αγάλματα, στήλες και μνημεία, Ανάμεσα τους κυκλοφορούσε ένα πλήθος ανθρώπων με κάθε λογής φάτσες, ντυσίματα και ομιλίες. Ενθουσιασμένος ο Λίνος χοροπήδαγε ζωηρά κι απρόσεχτα τόσο, που έριξε κάτω ένα γέροντα. Ευγενικά τον βοήθησε να σηκωθεί και με την κουβέντα έμαθε πως ήταν ένας βοηθός των Ελλανοδικών. (Σπουδαία πρόσωπα οι Ελλανοδίκες, οι κριτές των αγώνων!) «Πώς μπορώ να πάρω μέρος στους αγώνες;» ρώτησε ο Λίνος. «Αν είσαι ελεύθερος Έλληνας πολίτης, θ' αγωνιστείς με τους άλλους εφήβους. Έχουμε αγώνα δρόμου, πυγμή, αρματοδρομία, ιπποδρομία, πένταθλο, οπλίτη δρόμο, παγκράτιο -πυγμή δηλαδή μαζί με πάλη...»
Ο Λίνος ρώτησε ποιο αγώνισμα ήταν το δυσκολότερο κι ο γέροντας αποκρίθηκε «Το πένταθλο, θαρρώ, γιατί έχει πέντε αγωνίσματα -άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη... Οι αγώνες αρχίζουν σε δυο μέρες. Ως τότε, μπορείς να γυμνάζεσαι στο Γυμνάσιο. Και μην ξεχάσεις να προσφέρεις τα δώρα σου στον μεγάλο Δία και τους άλλους θεούς!» Κι ενώ συλλογιζόταν πώς θα έβρισκε δώρα, ο Λίνος τράβηξε για το Γυμνάσιο. Τι ατυχία! Πολύ γρήγορα ανακάλυψαν πως ήταν ένας Σιληνός. Του απαγόρεψαν ν' αγωνιστεί με τ' άλλα παιδιά και τον έδιωξαν.., Ο φίλος μας κατάλαβε πια πως δεν θα μπορούσε να πάρει μέρος στους αγώνες μ' επίσημη συμμετοχή...
Μπορούσε όμως να τους παρακολουθήσει! Βρέθηκε λοιπόν καθισμένος κατάχαμα στην πλαγιά του τεράστιου Σταδίου, ανάμεσα στο πλήθος των θεατών. Οι αγώνες άρχιζαν με τον ήχο των σαλπίγγων και με την προκήρυξη από τους κήρυκες. Ακολουθούσε η παρέλαση των αθλητών. Οι δέκα Ελλανοδίκες κάθονταν σε τιμητική θέση κι έκριναν τ' αποτελέσματα. Όταν ένα αγώνισμα τελείωνε, ο κήρυκας διαλαλούσε τ' όνομα και την πόλη του νικητή και οι Ελλανοδίκες του πρόσφεραν κλαδί φοινικιάς. (Τα στεφάνια αγριελιάς δίνονταν όλα την τελευταίο μέρα). Ο Λίνος παρακολουθούσε τους αθλητές με θαυμασμό και ζήλια. Μα όταν αναγγέλθηκαν οι αγώνες των εφήβων, πετάχτηκε και γλίστρησε κοντά στο στίβο και στ' αγόρια.
 Ετοιμάζονταν για το πένταθλο, και πρώτο αγώνισμα ήτανε  το άλμα. Τ' αγόρια έπαιρναν φόρα και  πηδούσαν όσο μακρύτερα μπορούσαν. Ο Λινός κατάφερε να τρυπώσει στη σειρά, απαρατήρητος. Και μόλις τέλειωσαν όλοι το άλμα τους, όρμησε, μπροστά φωνάζοντας, «Τώρα θα δείτε κι εμένα!» κι έκανε με ευκολία ένα τεράστιο άλμα, εξασκημένος καθώς ήταν στα πηδήματα από δέντρο σε δέντρο του δάσους! Οι θεατές, που δεν καλόβλεπαν και δεν καλοκατάλαβαν, φώναξαν «Ζήτωωω!» μ' ενθουσιασμό, Όμως οι επόπτες είχανε δει καλά τα τραγίσια πόδια του! Μαλώνοντας τον αυστηρά, τον  ανάγκασαν να βγει έξω απ' το στίβο και να καθίσει παράμερα.
Επόμενο αγώνισμα στο πένταθλο ήταν η δισκοβολία. Τ'’ αγόρια έπαιρναν ένα-ένα το δίσκο, ζυγιάζονταν και με παλμό τον  πετούσαν μακριά. Ο Λίνος πρόσεξε πως υπηρέτες, μάζευαν τους δίσκους και τους έφερναν πίσω. Έτρεξε λοιπόν αστραπή, μάζεψε ένα δίσκο και γύρισε πίσω φωνάζοντας πάλι «Τώρα θα δείτε κι εμένα!» και τον έριξε πολύ μακρύτερα από τους άλλους  Οι θεατές ζητωκραύγασαν ξανά μ'
ενθουσιασμό αλλά οι επόπτες, κατασυγχυσμένοι, άρπαξαν ευθύς τον μικρό Σιληνό και τον έβγαλαν σηκωτό έξω από το στάδιο. Πίστευαν πως δεν θα τολμούσε άλλη σκανταλιά. Πόσο ήταν γελασμένοι!  Εκείνος κατάφερε να ξαναμπεί, και γλίστρησε μες στο πλήθος, πάνω που άρχιζε ο αγώνας δρόμου.
Οι νεαροί αθλητές είχανε πάρει θέση στην αφετηρία και, μόλις δόθηκε το παράγγελμα, όρμησαν μπροστά. Αλλά μαζί τους όρμησε ασυγκράτητος και ο Λίνος!  Χώθηκε άμεσα τους σπρώχνοντας λιγουλάκι,» βάζοντας καμιά τρικλοποδιά και ουρλιάζοντας μ' ενθουσιασμό, «Πίσω όλοι και σας έφαγα»  Πανδαιμόνιο μέσα στο Στάδιο.  Τ' αγόρια παραμέριζαν ξαφνιασμένα, οι επόπτες φώναζαν, το πλήθος γελούσε  και μες στο χαλασμό, ο μικρός Σιληνός έφτασε πρώτος στον τερματισμό, αλλά εκεί δε σταμάτησε καθόλου. Επειδή καταλάβαινε τι τον περίμενε, συνέχισε τρέχοντας ώσπου βγήκε από το Στάδιο. Σκαρφάλωσε σ' ένα δέντρο και κρύφτηκε για λίγο. Έτσι ηρέμησε το Στάδιο, ηρέμησε κι αυτός, μα η λαχτάρα και το πείσμα δεν τον άφηναν. Θα  ξαναπροσπαθούσε!
Αυτή τη φορά τρύπωσε από την είσοδο των αθλητών, ένα θολωτό πέρασμα που έβγαζε ίσια μέσα στο στίβο. Εκείνη την ώρα τελείωνε το αγώνισμα του ακοντισμού, γι' αυτό δεν χασομέρησε. Έτρεξε, άρπαξε βιαστικά ένα ακόντιο και το πέταξε με δύναμη, χωρίς να προσέχει κατά πού.  Εκείνο καρφώθηκε σ' ένα μεγάλο καρπούζι, στα πόδια μιας παρέας από θεατές- που πετάχτηκαν αλαφιασμένοι. Μεγάλη βοή σηκώθηκε απ' το πλήθος και οι επόπτες άρπαξαν πάλι τον ταραξία για να τον βγάλουν έξω, Μα οι θεατές αλάλαζαν ρυθμικά, «Α-φή-στε-τον  Α-φή-στε-τον».  Οι επόπτες ρωτούσαν τους Ελλανοδίκες -γιατί,  όσο να πεις, ακόντιο σε καρπούζι ήταν καινούργιο αγώνισμα-, μα ώσπου να βγει απόφαση άρχιζε το τελευταίο αγώνισμα του πένταθλου, η πάλη.
Ο Λίνος δεν περίμενε καλύτερη αφορμή για να δείξει σ' όλους πόσο ήταν δυνατός και γυμνασμένος, μα κι απογοητευμένος! Χύμηξε ανάμεσα στα ζευγάρια των αγοριών που πάλευαν κι άρχισε να παλεύει άγρια μ' όποιον έβρισκε μπροστά του! Κάποιο αγόρι τον άρπαξε απ' τα μαλλιά, μα του ξέφυγε. Οι επόπτες που έτρεξαν εκεί, πιάσανε κατά λάθος άλλα παιδιά. Εκείνα θύμωσαν, αρχίσανε να παλεύουν με όποιον έβρισκαν μπροστά τους κι έτσι, σε λίγη ώρα, όλοι πάλευαν αγριεμένοι με όλους μες στο Στάδιο. Με κόπο κατάφερε να ξεγλιστρήσει ο φίλος μας. Ξεμάκρυνε από το Στάδιο κι αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει πια... Το έβλεπε καθαρά. Μολονότι ήταν ο καλύτερος στο πένταθλο, δεν θέλανε να τον ανακηρύξουν Ολυμπιονίκη... Πάει τ' όνειρο του!
Άφησε πίσω την Άλτη, την κοιλάδα της Ολυμπίας, και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το Πήλιο. Είχε φύγει αισιόδοξος και χαρωπός, γύριζε λυπημένος και κατσούφης. «Μπα, τι μούτρα είναι αυτά, φαίνεται πως κάτι συνέβη στους Ολυμπιακούς.» είπε η Μελιτώ μόλις τον είδε. «Άσ' τα, Μελιτώ, ήμουν ο καλύτερος στο πένταθλο. αλλά δεν είμαι άνθρωπος κι έτσι δεν πήρα το στεφάνι απ' την αγριελιά του Ηρακλή.» «Δεν πειράζει, εμείς εδώ ξέρουμε την αξία σου, κι όσο για στεφάνι, έχουμε κάτι παρόμοιοι» Η Μελιτώ έκοψε ένα κλαδάκι ήμερης ελιάς, το έφτιαξε στεφάνι και το απόθεσε στο κεφάλι του Λίνου. Εκείνος επιτέλους χαμογέλασε γιατί κέρδισε το έπαθλο της φιλίας, και οι νεράιδες τριγύρω χειροκρότησαν φωνάζοντας, «Ζήτω ο Λίνος!»

Δεν υπάρχουν σχόλια: