Κανείς δεν ξέρει πώς και γιατί ξεκίνησε ο πόλεμος στη Σαβερία. Ούτε και τα παιδιά το ήξεραν. Αυτό που θυμούνται πολύ καλά είναι τότε που άρχισε. Ήταν βράδυ κι έβλεπαν την αγαπημένη τους σειρά στην τηλεόραση. Οι μεγάλοι έπαιζαν χαρτιά κι έπιναν μπύρα ή έκαναν λογαριασμούς ή έβγαζαν βόλτα τα σκυλάκια τους. όταν ξαφνικά άκουσαν τις σειρήνες να ουρλιάζουν πάνω απ' τα κεφάλια τους. Πρώτη φορά στη ζωή τους άκουγαν κάτι τέτοιο. Κοίταξαν τρομαγμένοι ο ένας τον άλλον, τα πράγματα έπεσαν απ' τα χέρια τους.
- Συναγερμός! Φώναξαν.
- Πόλεμος! Άρχισε ο πόλεμος! Γρήγορα στα καταφύγια. Θα μας ρίξουν βόμβες! Έκαναν το σταυρό τους. άρπαξαν τα μωρά που 'χαν ξυπνήσει στο μεταξύ κι έκλαιγαν, πήραν τα παιδιά και τους παππούδες απ' το χέρι κι έτρεξαν σε κείνα τα υπόγεια που τα ‘λεγαν "καταφύγιο" για να προστατευτούν. Εκεί έμαθαν πως η Μεγάλη Χώρα πέρα απ' τη Μεγάλη θάλασσα, τους είχε κηρύξει τον πόλεμο. Και θα τους έριχνε βόμβες και πυραύλους λέει, μέχρι να παραδοθούν και να υπακούσουν, σε τι ακριβώς δεν κατάλαβαν καλό τα παιδιά.
Στην αρχή τα παιδιά το βρήκαν διασκευαστικό. Έμοιαζε με παιγνίδι, όπως αυτά που συνήθιζαν να παίζουν στις αλάνες και τα πάρκα.
Με κρυφτό ή κυνηγητό ας πούμε. Να τρέχουν κάθε βράδυ στα καταφύγια κι εκεί να συναντούν μαζεμένους όλους τους φίλους τους. Να παίζουνε όλο το βράδυ και κανείς απ' τους μεγάλους να μη νοιάζεται να τα βόλεϊ για ύπνο. Άσε που το πρωί που ξημέρωσε τους είπαν πως τα σχολεία έκλεισαν. Άλλη τύχη κι αυτή. Τα παιδιά της Σαβερίας πανηγύρισαν. Ζήτω! Ούτε μαθηματικά, ούτε ιστορία, ούτε γραμματική!
Η χαρά τους όμως δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. Τις επόμενες μέρες, οι πατεράδες τους ένας - ένας φίλησαν τις μαμάδες, ντύθηκαν στρατιωτικά κι έφυγαν για να πολεμήσουν. Να υπερασπιστούν την πατρίδα τους απ' την επίθεση του εχθρού, είπαν. Στα σπίτια έμειναν μόνο οι γυναίκες, οι γέροι και τα παιδιά. Τα μωρά τρόμαζαν κι έκλαιγαν κάθε φορά που σφύριζαν οι σειρήνες κι έπρεπε να τρέξουν για να κρυφτούν. Οι άνθρωποι απ' τη Μεγάλη Χώρα έριχναν βόμβες παντού.
Στα σπίτια, στις γέφυρες, στις εκκλησίες, στα σχολεία. Ο ουρανός έβρεχε καθημερινά φωτιά. Φωτιά που έκαιγε ότι άγγιζε: πόλεις και χωριά, ανθρώπους, ζώα και πουλιά. Τα παιδιά τα 'βλεπαν όλα αυτά στην τηλεόραση. Έβλεπαν τον κόσμο που ξεσπίτωναν οι βόμβες, να φεύγει όπως-όπως για να σωθεί. Χιλιάδες άνθρωποι περπατούσαν για μέρες μέχρι να φτάσουν σε άλλη χώρα μακριά από κείνη τη συμφορά. Τα τρόφιμα στις πόλεις άρχισαν σιγά-σιγά να λιγοστεύουν. Τα παιδιά έβλεπαν τις μανάδες που έκοβαν κρυφά απ’ τη μερίδα τους για να τη δώσουν σε κείνα. Το βράδια κρύωναν χωρίς θέρμανση γιατί η Μεγάλη Χώρα απαγόρευσε στις άλλες χώρες να πουλάνε πετρέλαιο στην πατρίδα τους.
Κάθε μέρα που περνούσε έβλεπαν όλο και πιο καθαρά πως ο πόλεμος δεν ήταν παιγνίδι όπως είχαν πιστέψει στην αρχή. Άκουγαν τις βόμβες να πέφτουν πια πολύ κοντά τους. Στην παιδική χαρά που μέχρι χτες έπαιζαν ξένοιαστα τώρα χάσκει μια απαίσια τρύπα, οι κούνιες και οι τραμπάλες κείτονται ξεχαρβαλωμένες. τα δέντρα είναι πεσμένα νεκρά στη γη. Κι όλο ακούγανε για σκοτωμένους και τραυματίες που έφταναν στα Νοσοκομεία και οι γιατροί δεν προλάβαιναν να τους γιατρέψουν. Οι μεγάλοι προσεύχονταν καθημερινά. Να σταματήσει επιτέλους το κακό. Να τελειώσει πια ο πόλεμος. Στις ερωτήσεις των παιδιών κανείς δεν ήξερε ν’ απαντήσει, τις πιο πολλές φορές ούτε σημασία δεν τους έδιναν, τόσο πολύ ήταν αναστατωμένοι.
Μια μέρα τα παιδιά μην αντέχοντας να παρακολουθούν άλλο αυτή την κατάσταση, αποφάσισαν να κάνουν συνέλευση στο καταφύγιο για να βρουν μια λύση.
- Οι μεγάλοι τα κάνανε θάλασσα. Συμφώνησαν όλα. Κι εμείς τι κάνουμε; Θα μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια:
- Θα στείλουμε γράμμα στους μεγάλους εκεί στη Μεγάλη Χώρα θα τους λέμε να σταματήσουν τον πόλεμο, να κάνουν ειρήνη, να πάμε ξανά στα σπίτια μας, στο σχολείο. Βαρεθήκαμε κλεισμένοι στα υπόγεια όλη μέρα. Αποφάσισαν. Έπιασαν λοιπόν κι έγραψαν ένα συγκινητικό γράμμα, έβαλαν από κάτω την υπογραφή τους κι όσα δεν ήξεραν να γράφουν έφτιαξαν μια ζωγραφιά αντί για υπογραφή, έβαλαν μέσα μια φωτογραφία τους και το 'στειλαν πέρα απ’ τη Μεγάλη θάλασσα.
Οι μεγάλοι στη Μεγάλη Χώρα. όταν έλαβαν το γράμμα ήταν πολύ απασχολημένοι. Κατέστρωναν σχέδιο πάνω στους χάρτες τους, έδιναν εντολές στους στρατηγούς ετοίμαζαν καινούργιες πολεμικές επιχειρήσεις.
Ούτε που 'δωσαν σημασία στο γράμμα των παιδιών της Σαβερίας.
- Τι είναι αυτό; Ρωτούν τη γραμματέα εκνευρισμένοι που τους διέκοψε,
- Ένα μήνυμα απ’ τα παιδιά της Σαβερίας. Ήρθε σήμερα με το ταχυδρομείο.
- Παιδιά! Απάντησαν περιφρονητικά εκείνοι, και το ‘ριξαν στο καλάθι με τα σκουπίδια, χωρίς να το διαβάσουν.
Άδικα τα παιδιά της Σαβερίας περίμεναν απάντηση. Σαν πέρασαν αρκετές μέρες χωρίς ν' αλλάξει τίποτα στη χώρα τους, ξανάκαναν συνέλευση.
- Με τους μεγάλους δε γίνεται τίποτα. Τα παιδιά τους πρέπει να βρούμε. Πρότεινε ένα κοριτσάκι με αλογοουρά και μεγάλα μαύρα μάτια.
- Αυτά θα μας καταλάβουν. Είναι παιδιά σαν και μας. Συμπλήρωσε ένα αγόρι που οι παππούδες του σκοτώθηκαν την προηγούμενη μέρα. όταν ένας πύραυλος έσκασε στην αυλή του σπιτιού τους.
Έπιασαν λοιπόν κι έγραψαν άλλο γράμμα, προς τα παιδιά των μεγάλων αυτή τη φορά. Έβαλαν μέσα και φωτογραφίες τους, από τη ζωή τους πριν τον πόλεμο. Άλλες με τους συμμαθητές τους αγκαλιά, άλλες με το σκύλο τους, άλλες που 'σβηναν τα κεράκια των γενεθλίων, άλλες στο γήπεδο με την αγαπημένη τους ομάδα. "Βοηθήστε μας, να σταματήσουμε τον πόλεμο. Να ζήσουμε ξανά όπως πρώτα. Οι φίλοι σας απ' τη Σαβερία. Τέλειωνε το γράμμα τους. Τα παιδιά της Μεγάλης Χώρας όταν έλαβαν αυτό το γράμμα αναστατώθηκαν πολύ. Συγκινήθηκαν. Άλλα έκλαψαν κιόλας. Αλλά τα πιο πολλά θύμωσαν. Γιατί δεν τους είχαν πει τίποτα οι μεγάλοι, μέχρι τώρα; Γιατί τους έκρυβαν την αλήθεια; Γιατί δεν τα ρώτησαν; Αποφάσισαν πως ήταν καιρός να τους δείξουν τι σημαίνει "παιδιά", να τους δώσουν ένα μάθημα. Κι είχαν βρει μάλιστα το σωστό τρόπο.
Έτσι την άλλη μέρα τα παιδιά σ' ολόκληρη τη Μεγάλη Χώρα άρχισαν απεργία. Απεργία από όλα όσα έκαναν μέχρι τότε. Το μεσημέρι που κάθισαν στο τραπέζι όπως κάθε μέρα για φαγητό, έσπρωξαν πέρα το πιάτο κι έκλεισαν σφιχτά το στόμα τους.
- Φάτε. θα κρυώσει το φαί. Γιατί δεν τρώτε; Ρώτησαν παραξενεμένοι οι μεγάλοι.
- Εσείς γιατί δε σταματάτε τον πόλεμο; Και χωρίς να τους αφήσουν χρόνο να συνέλθουν από την έκπληξη τους, στρογγυλοκάθισαν μπροστά στην τηλεόραση. Έμειναν εκεί να παρακολουθούν ότι έδειχνε, με τις ώρες.
- Κλείστε την τηλεόραση. Φτάνει πια! Τους φώναζαν οι μεγάλοι.
- Φτάνει πια ο πόλεμος. Σταματήστε τον. Τους απαντούσαν τα παιδιά.
Τα βιβλία του σχολείου δεν τα ξανάνοιξαν. Όπως έφερναν τις τσάντες απ' το σχολείο, έτσι τις έπαιρναν πίσω.
- Γιατί δε διαβάζετε;
- Εσείς γιατί δε σταματάτε τον πόλεμο;
- Λύστε τις ασκήσεις σας. θα πάτε αδιάβαστοι στο σχολείο! Επέμεναν εκείνοι.
- Το παιδιά της Σαβερίας δεν έχουν σχολείο. Το γκρέμισαν οι βόμβες, τους απαντούσαν πολύ σοβαρά τα παιδιά.
Το χειρότερο μαρτύριο για τους μεγάλους ήταν που τα παιδιά τους δεν ξαναπλύθηκαν. Ούτε μπάνιο έκαναν, ούτε λούσιμο, ούτε βρακί άλλαζαν. Οι γονείς απελπίστηκαν.
- Πλυθείτε. Μυρίζετε σα γουρούνια. Γιατί δεν πλένεστε:
- Εσείς γιατί δε σταματάτε τον πόλεμο; Ρωτούσαν ξανά και ξανά.
Τα βράδια πάλι έμεναν ξάγρυπνα στο δωμάτιο τους μέχρι αργά. Κι όταν οι γονείς πίστευαν πως ήταν μόνοι και άρχιζαν να κάνουν γλύκες στον καναπέ, παρουσιάζονταν ξαφνικά μπροστά τους και στρογγυλοκάθονταν ανάμεσα τους.
- Γιατί δεν κοιμάστε;
- Εσείς γιατί δε σταματάτε τον πόλεμο;
- Πηγαίνετε για ύπνο. Όλα τα παιδιά του κόσμου κοιμούνται τέτοια ώρα.
- Όχι όλα. Τα παιδιά της Σαβερίας τα ξυπνούν οι σειρήνες του συναγερμού. Απαντούσαν.
Μετά τη μεγάλη αυτή απεργία απ' όλες τις παιδικές υποχρεώσεις, άρχισαν τα σαμποτάζ. Το πρωί που ξυπνούσαν οι μεγάλοι και πήγαιναν στο μπάνιο για να πλυθούν, έβρισκαν τους καθρέφτες γεμάτους συνθήματα. Συνθήματα γραμμένα με τα κραγιόν της μαμάς: «Ειρήνη. Όχι στον πόλεμο. Φτάνει πια». Πήγαιναν να πάρουν τα αυτοκίνητα τους και έβρισκαν άλλα συνθήματα κι εκεί. Καρδούλες και μηνύματα ζωγραφισμένα με σπρέι ανεξίτηλο; «Αγάπη. Ειρήνη. Κάτω ο πόλεμος».
Έπειτα άρχισαν να στέλνουν φαξ στα γραφεία τους. Χιλιόμετρα φαξ γεμάτα με μηνύματα για ειρήνη. Οι γραμματείς είχαν απελπιστεί. Δεν προλάβαιναν να μαζέψουν τα ρολά με το χαρτί που ξετυλίγονταν ασταμάτητα. Τα γραφεία γέμισαν χαρτί που κόντεψε να του πνίξει. Τα μηχανήματα δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ, μέχρι που ξεχαρβάλωσαν εντελώς. Σ' αυτή την ασυνήθιστη διαμαρτυρία είχαν μπει και τα παιδιά του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Μεγάλης Χώρας, του Στρατηγού, των Υπουργών και όλων των επισήμων. Στις συγκεντρώσεις που κάνανε όλοι αυτοί οι σοβαροί κύριοι γύρω απ’ το στρογγυλό τραπέζι, για να αποφασίσουν πώς θα πολεμήσουν με μεγαλύτερη επιτυχία τη Σαβερία, άνοιγαν τους φακέλους και τις τσάντες τους και αντί για τις ομιλίες και τα σχέδιο τους, έβγαζαν ζωγραφιές, συνθήματα και φωτογραφίες παιδιών.
Σε μια τέτοια συγκέντρωση ο Πρόεδρος άρχισε την ομιλία τους κάπως έτσι: «Αγαπητοί μου, σήμερα θα σας ενημερώσω για την επιτυχία των χτεσινών επιχειρήσεων μας. Λοιπόν», λέει καθώς βάζει τα γυαλιά του, όλες οι κούνιες και οι τσουλήθρες βομβαρδιστήκαν. δεν έχουμε που να παίξουμε, βοηθήστε μας, φίλοι της Μεγάλης χώρας...»
Ο Πρόεδρος σταμάτησε αποσβολωμένος όταν συνειδητοποίησε τι διάβαζε. Γυρίζει στον Υπουργό Εξωτερικών συνοφρυωμένος:
- Τα παιδιά κήρυξαν επανάσταση.
- Και το δικά σου
- Και τα δικά μου. Απαντά ο Αντί πρόεδρος
- Και τα δικά μου. Συμφωνεί και ο Στρατηγός.
- Και το ανίψια μου απαντά και ο Υπουργός Πολέμου που δεν είχε δικά του παιδιά αλλά είχε μπόλικα ανίψια.
- Ποιος μπορεί να τα βάλει με τα παιδιά; Αναρωτιέται ο Πρόεδρος.
- Κανείς! Απαντούν με μια φωνή όλοι όσοι κάθονταν γύρω απ’ το στρογγυλό τραπέζι.
- Και τώρα τι κάνουμε; Ξαναρωτά ο Πρόεδρος συλλογισμένος. Με τι δικαιολογία θα σταματήσουμε αυτόν τον πόλεμο;
Τελικά αφού έκατσαν μέχρι αργά το βράδυ στο γραφείο κι έγραψαν κι έσκισαν πολλές ανακοινώσεις κατέληξαν σε μια ανακοίνωση που έλεγε πάνω κάτω τα εξής: Η Μεγάλη Χώρα που όπως όλοι γνωρίζουν αγωνίζεται για την πρόοδο και την ευτυχία των λαών, θα δώσει μια ευκαιρία στην ειρήνη και θα σταματήσει τις επιθέσεις εναντίον της Σαβερίας δείχνοντας έτσι τη μεγαλοψυχία της. Ακόμα θα βοηθήσει στο ξαναχτίσιμο της χώρας προσφέροντας οικονομική και υλική βοήθεια. Έλεγε κι άλλα ωραία και ακαταλαβίστικα λόγια στα οποία κανείς δεν έδωσε και πολλή σημασία, τόσο ήταν ενθουσιασμένοι απ' την είδηση της ειρήνης.
Τα παιδιά της Σαβερίας και της Μεγάλης Χώρας που κατάλαβαν τι είχε συμβεί, φώναξαν: γιούπι. και Ζήτω. τα καταφέραμε.! και ξεχύθηκαν στους δρόμους να πανηγυρίσουν.
Οι κάτοικοι της Σαβερίας για να θυμούνται τη νίκη των παιδιών, τη νίκη της ειρήνης, έφτιαξαν ένα τεράστιο πάρκο στην πρωτεύουσα της χώρας που το ονόμασαν: «πάρκο της Μεγάλης Απεργίας». Είχε μέσα απ' όλα: τσουλήθρες, κούνιες, τραμπάλες, λίμνες, τρενάκια και ότι άλλο ξετρελαίνει τα παιδιά! Στα εγκαίνια του Πάρκου αυτού έκαναν μια μεγάλη γιορτή και κάλεσαν και τα παιδιά της Μεγάλης Χώρας για να γιορτάσουν μαζί τους. Είχαν φέρει κλόουν, ταχυδακτυλουργούς, ένα τεράστιο αερόστατο που ‘γραφε: «Τα παιδιά νικούν όταν απεργούν. Είχαν ακόμα δωρεάν ποκ-κορν και μαλλί της γριάς κι ένα αεροπλάνο που περνούσε κι έριχνε καραμέλες και χαρτοπόλεμο. Χόρεψαν και τραγούδησαν μέχρι τα ξημερώματα που φώναξαν όλοι μαζί: «Ζήτω η ειρήνη! Ζήτω τα παιδιά!»
Από τότε έχουν τη συνήθεια στη Σαβερία και στη Μεγάλη Χώρα, πριν πάρουν κάποια σημαντική απόφαση οι μεγάλοι, να λένε:
«Θα ρωτήσουμε και τα παιδιά πρώτα, να πάρουμε τη γνώμη τους, να 'χουμε και το κεφάλι μας ήσυχο καλού-κακού, βρε αδερφέ!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου