Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

ΟΥΡΑΝΙΟ ΜΕΘΥΣΙ


 
 του Γιάννη Δ. Μπάρτζη


Οι σκανταλιές είναι το αλατοπίπερο των παιδικών μας χρόνων. Νοστιμίζουν ακόμα και τις πιο άτονες κι άχαρες ώρες της ηλικίας αυτής, μιας ηλικίας που οι μεγάλοι -παίζοντας καλά το διαπαιδαγωγικό τους ρόλο θεωρούν απαραίτητο να τη φορτώνουν με λογής απαγορεύσεις, νουθεσίες, συμβουλές, υπο­χρεώσεις, απειλές, κανόνες, ενοχές... με χίλια δύο «πρέπει» και μ' ένα εκατομμύριο περιορι­σμούς.
 Ξεχνούν, αληθεια, πως κι εκείνοι κάποτε -στη φάση της δίκης τους αθωότητας- τ' άκου­γαν «βερεσέ» όλα αυτά και όταν έσμιγαν στις γειτονιές και στις αλάνες με συνομηλίκους τους; «έ­χανε ο σκύλος τον αφέντη» από τις παραβιάσεις των.,. απαγορεύσεων. Βέβαια έρχονται και στιγ­μές που οι παιδιακίσιες σκανταλιές ξεπερνούν τα όρια της φαντασίας και της επινοητικότητας και κάποτε ενέχουν μέσα τους κινδύνους ιδιαιτέρως σοβαρούς κι απρόβλεπτους.
Τώρα που ο ήλιος κρυφοκουβέντιαζει με τους μαθητές μου την είδηση του τέλους της χρονιάς, μαυλίζοντας τους με υποσχέσεις θάλασσας και ξενοιασιάς, πάει ο νους μου σε δικές μου παμπά­λαιες αναμνήσεις  Ιουνίων, σχόλης, αθωότητας και πειρασμών. Κι ανάμεσα τους, αλησμόνητη και κορυφαία, επανέρχεται κάθε χρονιά στη σκέ­ψη μου μια σκανταλιά της τελευταίας μέρας στο Δημοτικό Σχολείο που μαθήτευσα. «Αλησμόνητη» για τη μεγάλη πίκρα και τις τύψεις που μας χά­ραξε στη μνήμη, αλλά και «κορυφαία» για την ο­μολογουμένως ξέχωρη επινοητικότητα και την πρωτοτυπία της.     
Δεν το θυμάμαι πια ποιος είπε πρώτος την ιδέα, μα φαίνεται πως όλοι οι τελειόφοιτοι,.κάπου δε­καοχτώ αγόρια και κορίτσια της ,Έκτης τάξης, δια μιάς συνωμοτήσαμε να μπει μπροστά το σχέδιο και δεν ακούστηκε αντίρρη­ση  από κανέναν. «Θα σπάγαμε μεγάλη πλάκα»!  Αυτό ήταν το γενικό .συμπέρασμα στο οποίο  συμφωνούσαμε. Δεν ξέραμε αν θα πετύχαινε, μα η αναμονή της πραγματοποίησης συνάρπαζε με μια, δαιμονική μαγεία τις μέρες του επιλόγου στο Σχολείο μας.
Βάλαμε στόχο να μεθύσουμε τους κόρακες· Να τους ζαλίσουμε μες στη χαρά μας, που ολοκλη­ρώναμε με επιτυχία την πρώτη σχολική εξαετία μας. Επιθυμούσαμε να προκαλέσουμε τη φύση και να παίξουμε επικίνδυνα με ζωντανά της πλά­σματα! Γνωρίζαμε τι πάει να πει μεθύσι. Βλέπαμε τον παραλογισμό, την άμετρη συμπεριφορά, το ασταθές περπάτημα, την κοκκινισμένη μύτη, το πλάνο βλέμμα, την ανεξέλεγκτη και κραυγάζουσα γλώσσα, την τραυλή άρθρωση, τη γενική ει­κόνα απαθλίωσης που φέρνει το αλκοόλ, σε δυο τρεις γραφικούς ταβερνοδίαιτους συμπατριώτες μας, άντρες μοναχικούς, απόκληρους και δαχτυλοδειχτούμενους. «Έτσι θα καταντήσετε», μας έλε­γαν γονείς και δάσκαλοι και δε χρειαζόταν να μας εξηγήσουν αναλυτικά, για τις συνέπειες που φέρνει η εξάρτηση από τις δολοφονικές ουσίες. Δε χρειαζότανε ν' ακούσουμε διαλέξεις εκτενείς για τα ποτά, για τα τσιγάρα και για όλα εκείνα το ναρκωτικά κι εξαρτησιογόνα, που ευφραί­νουν ίσως λίγο στην αρχή, αλλά διαβρώνουν στη συνέχεια οργανισμό και βούληση και σκέψη του ανθρώπου και ύπουλα τον διαλύουν ως προ­σωπικότητα, τον φθείρουν και τον οδηγούν στην καταφρόνια των άλλων και στο θάνατο πριν απ' την ώρα του. Οι τρεις μεθύστακες συγ­χωριανοί μας ήσαν τα ζωντανά μας παραδείγ­ματα αποφυγής, που διασκέδαζαν την καθη­μερινότητα μας με τα χάλια τους. Παιδιά  ε­μείς, γελούσαμε με την κατάντια τους, όταν. δεν τους φοβόσαστε.
 ­Να μεθύσουμε τ' αγριοπούλια Ήτανε μια ιδέα που μας τρέλαινε. Πετούσε γύρω στο Σχολείο έ­να σμάρι μαύροι κόρακες, που έκρωζαν βάρβα­ρα και αποσπούσανε συχνά την προσοχή μας απ' το μάθημα. Ήσαν τόσο ξεθαρρεμένοι και ή­μεροι μαζί μας, που κατεβαίνανε και ανακάτω­ναν το σχολικό σκουπιδοκάλαθο. Τρώγανε τ' αποφάγια μας και σκορπίζανε τριγύρω χαρτομάνι και βρωμιές. Θα  τους μεθούσαμε τάχα για τιμω­ρία τους! Αυτή ήταν η ατράνταχτη δικαιολογία μας. Ορίσαμε η «ποινή» τους να εκτελεστεί την τελευταία ημέρα της σχολικής χρονιάς. Το εγχεί­ρημα κρατήθηκε απολύτως μυστικό. Το 'ξεραν μόνο τα παιδιά της Έκτης. Κρασί υπήρχε άφθο­νο στα σπίτια μας και το ψωμί δεν έλειπε. Όλα τα άλλα που τρώνε σήμερα οι μικροί, ούτε που τα γνωρίζαμε.
Δεν ξέραμε τότε εμείς τα επιδόρπια' του εμπορί­ου, σάντουιτς, γαριδάκια, πατατάκια, τοστ, τυρό­πιτες, γκοφρέτες, κρουασάν και τα τοιαύτα. Έτσι δε νιώθαμε άσχημα από την έλλειψη τους. Οι τσέπες και οι τσάντες μας οι πάνινες ήταν γεμά­τες τρίμματα ψωμιού «το 'ξεροκόμματο που λέ­γαμε», σκληρή μυζήθρα, κάνα καρύδι, ξερή στα­φίδα, τσαπελόσυκα, πορτοκαλομαντάρινα στην εποχή τους… τέτοια πράματα.    
Σαν έγινε η σχολική γιορτή με τα συνηθισμένα ποιήματα κι αποχαιρετισμούς μαθητών και δα­σκάλων, οι δεκαοχτώ της Έκτης δε λέγαμε να φύγουμε απ' το προαύλιο. Απλώσαμε έναν παλιοντενεκέ ανοιχτό στην οροφή της τουαλέτας, βάλαμε μέ­σα φέτες από τα σταρόψωμά μας και τα ποτίσα­με με κοκκινέλι διαλεχτό, που φέραμε κρυφά δυο τρεις από το σπίτια μας. Ύστερα πήγαμε μα­κρύτερα και περιμέναμε ανυπόμονοι.
Ο πρώτος κόρακας, μαύρος σαν το κατράμι,  προσγειώθηκε στο στόχο και δοκίμασε. Του καλάρεσε ο μεζές. Άρχιζε να σκαλίζει με τα πόδια του και να τσιμπάει ζωηρά. Κάπου κάπου σή­κωνε; το κεφάλι του ψηλά και έκρωζε κάλεσμα
προς τους συντρόφους του. Ήρθε και δεύτερος και, τρίτος. Σε λίγο δε χωρούσανε στον ντενεκέ. Από το σγάρλισμα και τα ραμφίσματα πετιούντανε ψωμιά σ' όλο το χώρο γύρω. Το κρώξιμο πήρε ν' αλλάζει ένταση και χροιά. Τρανό σημάδι πως το σχέδιο μας είχε επιτυχία. Τσαλαβου­τούσαν κι έκρωζαν με ατσαλωσύνη, τσιμπιούνταν μεταξύ τους. κάποιοι έβγαζαν νότες πιο λε­πτές κι άλλοι ακούγονταν βραχνιάρικοι.
Το  μέγα  πανηγύρι άρχισε, σαν επιχείρησαν οι χορτασμένοι να πετάξουν στον αέρα. Τραμπαλί­ζονταν σαν καρυδότσουφλα στη μανιασμένη θάλασσα και ξαφνικά ορμούσαν κατακόρυφα κατά τον ουρανό ή πέφτανε βολίδα προς το έ­δαφος. Το ένστικτο της αυτοπροστασίας τους έσωζε την τελευταία στιγμή, πριν τσακιστούν στις πέτρες κάτω, αφού ξανάνοιγαν φτερά και ξανανέβαιναν, για να στροβιλιστούν άναρχα μέσα στην πνιγηρή καλοκαιριάτικη άπνοια.
Εμείς γελούσαμε ασταμάτητα.  Δείχναμε ο ένας  στον άλλο ό,τι ξεχωριστό μας είχε εντυπωσιά­σει, βάζαμε στοίχημα για κάποιον κόρακα, άμα θα πέταγε ψηλότερα, χειροκροτούσαμε τα πιο τρελούτσικα καμώματα, επαναλαμβάναμε τα μεθυσμένα τους κραξίματα ή μιμούμαστε, με χέρια ανοιχτά τα απρόβλεπτα πετάγματα τους.
Φαίνεται όμως ότι κάθε παιχνίδι ενάντιο σε αρ­χές και νόμους, κάθε παράβαση, ή παραβίαση των φυσικών αιωνίων κανόνων, δημιουργεί πληγές και θύματα. Και στην περίπτωση  μας κλήθηκαν να πληρώσουν τις συνέπειες της παιδικής
σκληρότητας και απερισκεψίας μας αθώες κι ά­βλαβες ψυχές.              
Όταν οι μεθυσμένοι κόρακες εγκαταλείψανε τον ντενεκέ με το κρασόψωμο, για να επιδοθούν στις καλλιτεχνικές, χορευτικές, τους επιδείξεις στους αιθέρες, πήγαν να δοκιμάσουν τα απομεινάρια τους ένα ζευγάρι χελιδόνια. Και την έπαθαν.  Φαίνεται πως η αλκοόλη ενέτεινε τη δίψα τους και φουσκωμένα όπως ήσαν απ' το τσιμπολόγημα  πέταξαν προς μια στέρνα εκεί κοντά, όπου συνήθιζαν να ξεδιψούν εν πτήση, αγγίζοντας την επιφάνεια του νερού κι αρπάζοντας σταγό­νες με το ράμφος τους. Αγνόησαν όμως τη βλαβερή επίδραση που είχε το κρασί για το μικρό­σωμο οργανισμό τους. Στη μέθη και στη Ζάλη τους δεν υπολόγισαν σωστά επιφάνειες και τα­χύτητες και αποστάσεις. Αντί να κάνουν την προσγείωση στη στέρνα με επιδεξιότητα και τέ­χνη και να στραφούν ξανά προς τα ουράνια χορτασμένα με νερό. αστόχησαν! Χτύπησαν στην υγρή επιφάνεια με ορμή και χάθηκαν τα δύο στο θολό βυθό.
Παρακολουθούσαμε το ζαβό πέταγμα τους, χασκογελώντας αρχικά, σαν μιαν απρόσμενη εξέ­λιξη στο σόου των αλκοολικών  κοράκων, μα πάγωσε  το γέλιο μας σαν είδαμε το ατύχημα τους. Τρέξαμε αλαφιασμένα όλα τα παιδιά στη στέρνα και προσπαθήσαμε με ξύλα και καλάμια να τα σώσουμε. Στάθηκε μάταιο...
Δυο τρεις συμμαθητές μας έτρεξαν ευθύς και περιμάζεψαν τον ντενεκέ με το ψωμί και το κρασί, να μην υπάρξουν άλλα θύματα. Οι κόρακες. θαρρείς και ένιωσαν το τραγικό συμβάν, αποτράβήχτηκαν κατά την κοντινή βουνοπλαγιά κι εξαφανίστηκαν κουρνιάζοντας σε μια συστάδα από ψηλές, πυκνόφυλλες πουρνάρες. Ούτε που ακούστηκαν ξανά ως το επόμενο πρωί.
Αλλά κι  εμείς σιωπήσαμε. Με κρύα καρδιά σκορπίσαμε στα σπίτια μας, κρατώντας μέσα μας την πίκρα και την ενοχή και το μετάνιωμα.




Δεν υπάρχουν σχόλια: