του Γιάννη Δ. Μπάρτζη
Οι σκανταλιές είναι το αλατοπίπερο των παιδικών μας χρόνων. Νοστιμίζουν ακόμα και τις πιο άτονες κι άχαρες ώρες της ηλικίας αυτής, μιας ηλικίας που οι μεγάλοι -παίζοντας καλά το διαπαιδαγωγικό τους ρόλο θεωρούν απαραίτητο να τη φορτώνουν με λογής απαγορεύσεις, νουθεσίες, συμβουλές, υποχρεώσεις, απειλές, κανόνες, ενοχές... με χίλια δύο «πρέπει» και μ' ένα εκατομμύριο περιορισμούς.
Ξεχνούν, αληθεια, πως κι εκείνοι κάποτε -στη φάση της δίκης τους αθωότητας- τ' άκουγαν «βερεσέ» όλα αυτά και όταν έσμιγαν στις γειτονιές και στις αλάνες με συνομηλίκους τους; «έχανε ο σκύλος τον αφέντη» από τις παραβιάσεις των.,. απαγορεύσεων. Βέβαια έρχονται και στιγμές που οι παιδιακίσιες σκανταλιές ξεπερνούν τα όρια της φαντασίας και της επινοητικότητας και κάποτε ενέχουν μέσα τους κινδύνους ιδιαιτέρως σοβαρούς κι απρόβλεπτους.
Τώρα που ο ήλιος κρυφοκουβέντιαζει με τους μαθητές μου την είδηση του τέλους της χρονιάς, μαυλίζοντας τους με υποσχέσεις θάλασσας και ξενοιασιάς, πάει ο νους μου σε δικές μου παμπάλαιες αναμνήσεις Ιουνίων, σχόλης, αθωότητας και πειρασμών. Κι ανάμεσα τους, αλησμόνητη και κορυφαία, επανέρχεται κάθε χρονιά στη σκέψη μου μια σκανταλιά της τελευταίας μέρας στο Δημοτικό Σχολείο που μαθήτευσα. «Αλησμόνητη» για τη μεγάλη πίκρα και τις τύψεις που μας χάραξε στη μνήμη, αλλά και «κορυφαία» για την ομολογουμένως ξέχωρη επινοητικότητα και την πρωτοτυπία της.
Δεν το θυμάμαι πια ποιος είπε πρώτος την ιδέα, μα φαίνεται πως όλοι οι τελειόφοιτοι,.κάπου δεκαοχτώ αγόρια και κορίτσια της ,Έκτης τάξης, δια μιάς συνωμοτήσαμε να μπει μπροστά το σχέδιο και δεν ακούστηκε αντίρρηση από κανέναν. «Θα σπάγαμε μεγάλη πλάκα»! Αυτό ήταν το γενικό .συμπέρασμα στο οποίο συμφωνούσαμε. Δεν ξέραμε αν θα πετύχαινε, μα η αναμονή της πραγματοποίησης συνάρπαζε με μια, δαιμονική μαγεία τις μέρες του επιλόγου στο Σχολείο μας.
Βάλαμε στόχο να μεθύσουμε τους κόρακες· Να τους ζαλίσουμε μες στη χαρά μας, που ολοκληρώναμε με επιτυχία την πρώτη σχολική εξαετία μας. Επιθυμούσαμε να προκαλέσουμε τη φύση και να παίξουμε επικίνδυνα με ζωντανά της πλάσματα! Γνωρίζαμε τι πάει να πει μεθύσι. Βλέπαμε τον παραλογισμό, την άμετρη συμπεριφορά, το ασταθές περπάτημα, την κοκκινισμένη μύτη, το πλάνο βλέμμα, την ανεξέλεγκτη και κραυγάζουσα γλώσσα, την τραυλή άρθρωση, τη γενική εικόνα απαθλίωσης που φέρνει το αλκοόλ, σε δυο τρεις γραφικούς ταβερνοδίαιτους συμπατριώτες μας, άντρες μοναχικούς, απόκληρους και δαχτυλοδειχτούμενους. «Έτσι θα καταντήσετε», μας έλεγαν γονείς και δάσκαλοι και δε χρειαζόταν να μας εξηγήσουν αναλυτικά, για τις συνέπειες που φέρνει η εξάρτηση από τις δολοφονικές ουσίες. Δε χρειαζότανε ν' ακούσουμε διαλέξεις εκτενείς για τα ποτά, για τα τσιγάρα και για όλα εκείνα το ναρκωτικά κι εξαρτησιογόνα, που ευφραίνουν ίσως λίγο στην αρχή, αλλά διαβρώνουν στη συνέχεια οργανισμό και βούληση και σκέψη του ανθρώπου και ύπουλα τον διαλύουν ως προσωπικότητα, τον φθείρουν και τον οδηγούν στην καταφρόνια των άλλων και στο θάνατο πριν απ' την ώρα του. Οι τρεις μεθύστακες συγχωριανοί μας ήσαν τα ζωντανά μας παραδείγματα αποφυγής, που διασκέδαζαν την καθημερινότητα μας με τα χάλια τους. Παιδιά εμείς, γελούσαμε με την κατάντια τους, όταν. δεν τους φοβόσαστε.
Να μεθύσουμε τ' αγριοπούλια Ήτανε μια ιδέα που μας τρέλαινε. Πετούσε γύρω στο Σχολείο ένα σμάρι μαύροι κόρακες, που έκρωζαν βάρβαρα και αποσπούσανε συχνά την προσοχή μας απ' το μάθημα. Ήσαν τόσο ξεθαρρεμένοι και ήμεροι μαζί μας, που κατεβαίνανε και ανακάτωναν το σχολικό σκουπιδοκάλαθο. Τρώγανε τ' αποφάγια μας και σκορπίζανε τριγύρω χαρτομάνι και βρωμιές. Θα τους μεθούσαμε τάχα για τιμωρία τους! Αυτή ήταν η ατράνταχτη δικαιολογία μας. Ορίσαμε η «ποινή» τους να εκτελεστεί την τελευταία ημέρα της σχολικής χρονιάς. Το εγχείρημα κρατήθηκε απολύτως μυστικό. Το 'ξεραν μόνο τα παιδιά της Έκτης. Κρασί υπήρχε άφθονο στα σπίτια μας και το ψωμί δεν έλειπε. Όλα τα άλλα που τρώνε σήμερα οι μικροί, ούτε που τα γνωρίζαμε.
Δεν ξέραμε τότε εμείς τα επιδόρπια' του εμπορίου, σάντουιτς, γαριδάκια, πατατάκια, τοστ, τυρόπιτες, γκοφρέτες, κρουασάν και τα τοιαύτα. Έτσι δε νιώθαμε άσχημα από την έλλειψη τους. Οι τσέπες και οι τσάντες μας οι πάνινες ήταν γεμάτες τρίμματα ψωμιού «το 'ξεροκόμματο που λέγαμε», σκληρή μυζήθρα, κάνα καρύδι, ξερή σταφίδα, τσαπελόσυκα, πορτοκαλομαντάρινα στην εποχή τους… τέτοια πράματα.
Σαν έγινε η σχολική γιορτή με τα συνηθισμένα ποιήματα κι αποχαιρετισμούς μαθητών και δασκάλων, οι δεκαοχτώ της Έκτης δε λέγαμε να φύγουμε απ' το προαύλιο. Απλώσαμε έναν παλιοντενεκέ ανοιχτό στην οροφή της τουαλέτας, βάλαμε μέσα φέτες από τα σταρόψωμά μας και τα ποτίσαμε με κοκκινέλι διαλεχτό, που φέραμε κρυφά δυο τρεις από το σπίτια μας. Ύστερα πήγαμε μακρύτερα και περιμέναμε ανυπόμονοι.
Ο πρώτος κόρακας, μαύρος σαν το κατράμι, προσγειώθηκε στο στόχο και δοκίμασε. Του καλάρεσε ο μεζές. Άρχιζε να σκαλίζει με τα πόδια του και να τσιμπάει ζωηρά. Κάπου κάπου σήκωνε; το κεφάλι του ψηλά και έκρωζε κάλεσμα
προς τους συντρόφους του. Ήρθε και δεύτερος και, τρίτος. Σε λίγο δε χωρούσανε στον ντενεκέ. Από το σγάρλισμα και τα ραμφίσματα πετιούντανε ψωμιά σ' όλο το χώρο γύρω. Το κρώξιμο πήρε ν' αλλάζει ένταση και χροιά. Τρανό σημάδι πως το σχέδιο μας είχε επιτυχία. Τσαλαβουτούσαν κι έκρωζαν με ατσαλωσύνη, τσιμπιούνταν μεταξύ τους. κάποιοι έβγαζαν νότες πιο λεπτές κι άλλοι ακούγονταν βραχνιάρικοι.
Το μέγα πανηγύρι άρχισε, σαν επιχείρησαν οι χορτασμένοι να πετάξουν στον αέρα. Τραμπαλίζονταν σαν καρυδότσουφλα στη μανιασμένη θάλασσα και ξαφνικά ορμούσαν κατακόρυφα κατά τον ουρανό ή πέφτανε βολίδα προς το έδαφος. Το ένστικτο της αυτοπροστασίας τους έσωζε την τελευταία στιγμή, πριν τσακιστούν στις πέτρες κάτω, αφού ξανάνοιγαν φτερά και ξανανέβαιναν, για να στροβιλιστούν άναρχα μέσα στην πνιγηρή καλοκαιριάτικη άπνοια.
Εμείς γελούσαμε ασταμάτητα. Δείχναμε ο ένας στον άλλο ό,τι ξεχωριστό μας είχε εντυπωσιάσει, βάζαμε στοίχημα για κάποιον κόρακα, άμα θα πέταγε ψηλότερα, χειροκροτούσαμε τα πιο τρελούτσικα καμώματα, επαναλαμβάναμε τα μεθυσμένα τους κραξίματα ή μιμούμαστε, με χέρια ανοιχτά τα απρόβλεπτα πετάγματα τους.
Φαίνεται όμως ότι κάθε παιχνίδι ενάντιο σε αρχές και νόμους, κάθε παράβαση, ή παραβίαση των φυσικών αιωνίων κανόνων, δημιουργεί πληγές και θύματα. Και στην περίπτωση μας κλήθηκαν να πληρώσουν τις συνέπειες της παιδικής
σκληρότητας και απερισκεψίας μας αθώες κι άβλαβες ψυχές.
Όταν οι μεθυσμένοι κόρακες εγκαταλείψανε τον ντενεκέ με το κρασόψωμο, για να επιδοθούν στις καλλιτεχνικές, χορευτικές, τους επιδείξεις στους αιθέρες, πήγαν να δοκιμάσουν τα απομεινάρια τους ένα ζευγάρι χελιδόνια. Και την έπαθαν. Φαίνεται πως η αλκοόλη ενέτεινε τη δίψα τους και φουσκωμένα όπως ήσαν απ' το τσιμπολόγημα πέταξαν προς μια στέρνα εκεί κοντά, όπου συνήθιζαν να ξεδιψούν εν πτήση, αγγίζοντας την επιφάνεια του νερού κι αρπάζοντας σταγόνες με το ράμφος τους. Αγνόησαν όμως τη βλαβερή επίδραση που είχε το κρασί για το μικρόσωμο οργανισμό τους. Στη μέθη και στη Ζάλη τους δεν υπολόγισαν σωστά επιφάνειες και ταχύτητες και αποστάσεις. Αντί να κάνουν την προσγείωση στη στέρνα με επιδεξιότητα και τέχνη και να στραφούν ξανά προς τα ουράνια χορτασμένα με νερό. αστόχησαν! Χτύπησαν στην υγρή επιφάνεια με ορμή και χάθηκαν τα δύο στο θολό βυθό.
Παρακολουθούσαμε το ζαβό πέταγμα τους, χασκογελώντας αρχικά, σαν μιαν απρόσμενη εξέλιξη στο σόου των αλκοολικών κοράκων, μα πάγωσε το γέλιο μας σαν είδαμε το ατύχημα τους. Τρέξαμε αλαφιασμένα όλα τα παιδιά στη στέρνα και προσπαθήσαμε με ξύλα και καλάμια να τα σώσουμε. Στάθηκε μάταιο...
Δυο τρεις συμμαθητές μας έτρεξαν ευθύς και περιμάζεψαν τον ντενεκέ με το ψωμί και το κρασί, να μην υπάρξουν άλλα θύματα. Οι κόρακες. θαρρείς και ένιωσαν το τραγικό συμβάν, αποτράβήχτηκαν κατά την κοντινή βουνοπλαγιά κι εξαφανίστηκαν κουρνιάζοντας σε μια συστάδα από ψηλές, πυκνόφυλλες πουρνάρες. Ούτε που ακούστηκαν ξανά ως το επόμενο πρωί.
Αλλά κι εμείς σιωπήσαμε. Με κρύα καρδιά σκορπίσαμε στα σπίτια μας, κρατώντας μέσα μας την πίκρα και την ενοχή και το μετάνιωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου