Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Ο πύργος των φαντασμάτων.

Της Ελένης Χωρεάνθη.

- Πώς φτάσατε ως εκεί, μωρέ παιδιά; Πώς σας  πήγε στο νου; Ρώτησε ο κύριος διοικητής του αστυνομικού τμήματος της επαρχιακής πόλης. Εκεί δεν πατάει άνθρωπος! Πού να φανταστεί κανείς πως εκεί μπορούσε να υπάρχει τέτοιο πράγμα! Ποιος σας έβαλε την ιδέα, ήθελα να ήξερα...
Έσκυψε πάνω στα χαρτιά του και περίμενε απάντηση.
- Εμάς ρωτάτε, κύριε; Ρώτησε ο Αντώνης, ο Τίγρης·
- Ναι, βέβαια! Δεν έχω άλλον μπροστά μου!
- Ειδικότητα μας, κύριε διοικητά!
- Τι θα πει αυτό; Ειδικότητα σας; Δηλαδή;
- Δηλαδή... Έκαμε να μιλήσει ο Αλέκος, ο Γάτος:
- Σώπα, συ, ένας μιλάει! Του έδωσε μια αγκωνιά ο Τίγρης. Και πήρε πάλι το λόγο. Να, είμαστε μια ομάδα που φροντίζει το περιβάλλον. Πώς το λένε... Είμαστε... οικολόγοι!
- Και τι κάνετε; Εσείς; Πέντε κούκοι φροντίζετε το περιβάλλον! Μπας και διαβάσατε κανένα βιβλίο κι ήρθατε εδώ και θέλετε να πιστέψω αυτό το πα­ραμύθι;
- Παραμύθι; Έφριξαν τα παιδιά. Δεν έχετε παρά να... δείτε, να το διαπιστώσετε! Με τα ίδια σας τα μάτια. Εμείς διακινδυνέψαμε τη ζωή μας και το κύ­ρος της ομάδας μας, κύριε! Κι εσείς μας αμφισβητείτε!
Είπε φανερά πειραγμένος ο Γάτος. Κι αυτή τη φο­ρά ο Τίγρης δεν τον σκούντησε. Και γυρίζοντας στον Αντώνη:
- Τίγρη, δείξε στον κύριο Διοικητά!
Ο Αντώνης έβγαλε από τον κόρφο του τη φούντα:
- Ορίστε, κύριε. Αυτό δεν είναι από αυτή... που σκοτώνει;
 Ο κύριος Τούντουρας πήρε στά χέρια του το κλαδί, ξερόβηξε, το τίναξε, νευρικά, τράβηξε μια ρουφιξιά από τον βαρύ γλυκό ελληνικό του κι άλλη μια από την πίπα του, άφησε κι έναν αναστεναγμό αμηχανίας,/και σηκώθηκε, πάτησε ένα κουμπί και με πολύ σοβαρό υφός είπε:
- Φτου μας! Τι κάνουμε εμείς; Ορίστε, κάτω από τη μύτη μας...
Πριν προλάβει να πει κανείς κάτι, ένας υφιστάμε­νος του φάνηκε στην πόρτα, αστυνομικίνα ήταν, ντυ­μένη όπως κι οι άντρες της αστυνομίας, και με πο­λύ σοβαρό, υποτακτικό ύφος είπε:
- Στις διαταγές σας. κύριε διοικητά!
- Πανωραία, παιδί μου, πες στα παιδιά της υπη­ρεσίας να ετοιμαστούν, αντικαταστήστε τους εσείς οι άλλοι, έχουμε να πάμε κάπου. Είναι πολύ σοβαρό!
Η αστυνομικίνα, η ωραία Πανωραία, έριζε μια ματιά δυσπιστίας στους πέντε συνομιλητές του κυρί­ου διοικητή, έκαμε μια περίεργη γκριμάτσα:
- Όπως διατάζετε! Είπε, υποκλίθηκε και βγήκε.
Εκείνο το καλοκαίρι η ομάδα τους, εκτός από την καθαριότητα του χώρου της παραλίας που ανήκε στην περιοχή τους, είχαν αναλάβει και την «εκπόρθηση» του κάστρου με τον πύργο των φαντα­σμάτων. Αυτό βρισκόταν απέναντι, καρφιτσωμένο, θαρρείς, πάνω στο βράχο και κανείς δεν του έδινε σημασία, γιατί, λέει, δεν είχε αρχαιολογικό ενδια­φέρον. Χρόνια και ζαμάνια είχαν να πατήσουν εκεί αρχαιολόγοι. Οι τουριστικοί οδηγοί που κυκλοφο­ρούσαν, απλώς ενημέρωναν τους ενδιαφερόμενους τουρίστες και επισκέπτες περιστασιακούς, πώς: «πρόκειται για ένα ασήμαντο μεσαιωνικό κτίσμα ά­νευ σημασίας από αρχαιολογικής πλευράς.  Η πε­ριοχή είναι απρόσιτη και η πρόσβαση λίαν επικίν­δυνη...»
Και το «Καστέλλο», όπως το έλεγε ο κόσμος, βουτηγμένο στην ομίχλη της αδιαφορίας, έμενε εκεί, πάνω στο βράχο του, περιφρονημένο μέσα στα ερεί­πια της άστοργης μοίρας του. Έφταιγε βέβαια, ε­κτός από τη λίμνη που δεν άφηνε πρόσβαση στο βράχο και ο βάλτος που έκλεινε από την άλλη με­ριά την περιοχή του. Και υπήρχε η φήμη πως ο βάλτος βουλιάζει. Και πολλά λέγονταν για εξαφανί­σεις ανθρώπων... Χωρίς να αναφέρεται τίποτα το χειροπιαστό και το συγκεκριμένο. Ούτε στα κατάστιχα της αστυνομίας υπήρχε δηλωμένη καμιά εξαφά­νιση. Η φήμη. ωστόσο, η κακή, είχε δημιουργήσει ένα κλίμα φόβου, μυστηρίου και αποστροφής προς το Κάστρο. Έτσι έγινε και ο θρύλος γύρω από τον «Πύργο των φαντασμάτων», όπως έλεγε ο κόσμος.
- Έχει, πώς δεν έχει! Γιομάτος φαντάσματα είναι!  Κι αυτό ξεσήκωσε τη φαντασία και την περιέργεια κάποιων τολμηρών... οικολόγων της περιοχής.
Η Ομάδα Προστασίας Περιβάλλοντος (Ο-Π-ΠΕ), όπως τα ίδια τα παιδιά ονόμασαν την ομάδα τους αποτελούνταν από πέντε παιδιά ηλικίας 10-14 ετών. Και ήταν ένας κι ένας, παιδιά συνειδητοποιημένα και αποφασισμένα να περισώσουν ό,τι προλάβουν από την πολιτιστική κληρονομιά και τις φυσικές ο­μορφιές του τόπου τους. Τρία αγόρια και δυο κορίτσια. Όλα από την ίδια τη γειτονιά. Ομάδα κλειστή με αρχές και κανόνες, προγράμματα και προοπτικές. Έτσι, στην τύχη δεν γίνεται τίποτα σημαντικό.
Βέβαια αυτό το εγχείρημα απαιτούσε αυστηρή ορ­γάνωση, αποφασιστικότητα, θάρρος, τόλμη, ψυχραι­μία, πειθαρχία και μυστικότητα. Ήταν παρακινδυ­νευμένο. Γι αυτό δεν έπρεπε να πάρει κανείς είδη­ση. Ποιος γονιός θα άφηνε το παιδί του να περάσει τη λίμνη με βάρκα και να μπει στα άδυτα του μυ­στηριώδους κάστρου, παραβιάζοντας την απαγορευ­μένη ζώνη! Κανένας! Αλλά και ποιος τολμηρός ονειροπόλος φοβάται τις απειλές μιας υποτιθέμενης υπερδύναμης, όταν τον καίει η επιθυμία να μάθει και να προσφέρει στον τόπο του υπηρεσία; Κανένας!
Κανένας, λοιπόν, δεν είχε υποψιαστεί το παραμικρό σχετικά με την Ο.Π.ΠΕ το τελευταίο καλοκαίρι. Εκτός βέβαια από τον Αβαίο, που ήταν φίλος τον παιδιών και σπουδαίος παραμυθάς.
Ο Αβαίος (μια παρένθεση εδώ: Αβαίος ήταν ένα παρατσούκλι, που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. που έλεγε συνέχεια στην κουβέντα του:
αβαίως. αβαίως, αντί; βεβαίως και έμεινε στην οικογένεια, σχεδόν μόνιμο επίθετο), ήταν ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, ανάπηρος πολέμου, με ένα πόδι που ήθελε να μάθει ποια βάση μπορεί να είχαν όσα λέγονταν για τον Πύργο των φαντασμάτων. Ο άνθρωπος αυτός γνώριζε τα σχέδια των παιδιών από «πρώτο χέρι» και ήταν πάντα έτοιμος να ειδοποιήσει για βοήθεια, αν το απαιτούσαν οι περιστάσεις.
Πρέπει όμως να πούμε δυο λόγια και για την ομάδα. Σ’ αυτήν ήταν ο Αντώνης ο Τίγρης, που εκτός από μεγαλόσωμος ήξερε να τραβάει κουπί, ο Αλέκος ο Γάτος, που σκαρφάλωνε σε βράχια και σε δέντρα σαν αγριόγατο, ονειρευόταν μάλιστα να γίνει, ορειβάτης, και τον θαύμαζαν οι συμμαθητές κι οι φίλοι του. Ήταν η Αντα, η ξαδέρφη του Αντώνη από την Αθήνα, που ήθελε να γίνει αρχαιολόγος, η Νάντια, η αδερφή του Αλέκου, που αγαπούσε και τα φυτά και όνειρο της ήταν να γίνει γεωπόνος και ο Αντρέας, κοινώς Πατάτας, λίγο δειλός, περισσότερο προσεχτικός και λιγότερο ονειροπόλος. ρεαλιστής, που υπολόγιζε τους κινδύνους και δεν είχε ακόμα ξεκαθαρίσει μέσα του ποιο δρόμο θα ακολουθούσε στη ζωή του. Ήταν ο υπολογιστής, ο αναποφάσιστος, αυτός που κάθε φορά με το ναι ή το όχι του την τελευταία στιγμή, «άναβε το πράσινο ή το κόκκινο φως» για κάθε απόπειρα.
Να πούμε ακόμα πως με τα παρατσούκλια βολεύονταν καλύτερα στις κινήσεις τους.
Εκείνη την ημέρα, ανήμερα της Παναγίας ήταν έ­νας καυτός Δεκαπενταύγουστος, που ο ήλιος έλειω­νε σίδερα και οι άνθρωποι είχαν πάει στο Μοναστήρι της Μυρτιάς στο πανηγύρι, ξεκίνησε η περίφημη Ερατώ, η βάρκα ίου Αντώνη, η ψαρόβαρ­κα του πατέρα του, δηλαδή, με τους πέντε θαλασσό­λυκους για την πιο μεγάλη ναυτική περιπέτεια των τελευταίων εκατόν εβδομήντα χρόνων της ελληνικής ναυτικής ιστορίας!
Η λίμνη ήτανε λάδι, άστραφτε μεγαλόψυχη κάτω από το ζεματιστό φως του ήλιου. Η Ερατώ έσχιζε περήφανη τα νερά. Και στα μάτια των εξερευνητών παιχνίδιζε το όραμα της κατάκτησης του απόρθητου μεσαιωνικού κάστρου.
Δεν απείχαν πολύ από το βράχο, ο Γάτος ετοίμα­ζε κιόλας τα σύνεργα της αναρρίχησης, ο Τίγρης έ­ψαχνε να βρει ένα στέρεο κλαρί ή εξοχή του βρά­χου για να δέσει τη βάρκα προς τη μεριά που άρχι­ζε ο καλαμιώνας, όταν ένα τράνταγμα της βάρκας τους έσπειρε το φόβο και τον τρόμο στις καρδιές τους. Παραλίγο να βρεθούν κάτω από τη βάρκα.
- Σφάντασμα! Έκαμε η Άντα και κόλλησε πάνω στη Νάντια! Φάντασμα! Θα μας πνίξει!
Ο Αντώνης ξαναβρήκε την ψυχραιμία του. Έβγαλε από τον κόρφο του ένα μικρό τετραβάγγελο, έκαμε με αυτό τρείς φορές το σημείο του σταυ­ρού ψιθυρίζοντας, όπως έκανε ο πατέρας του μπροστά στον κίνδυνο!
- Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Και «ως δια μαγείας», που λένε, το κακό πέρασε κι η γαλήνη αποκαταστάθηκε. Μόνο λίγο πιο πέρα προς την άλλη μεριά είδαν ένα μαύρο πράμα να βγαίνει από τα νερά και να χώνεται μέσα στον καλαμιώνα. Γέλασε ο Αντώνης και για να τους ηρεμή­σει.
- Κανένα μεγάλο χέλι θα ήταν. Είπε. Είδατε τι. κά­νει ο σταυρός και το τετραβάγγελο; Και χράπ! Έδεσε γερά το σκοινί της βάρκας από μια μυτερή κόχη του βράχου. Τα ρόπαλα τους, τώρα.  Και πάμε. Από δω, δεν έχει δυσκολία. Άκρη, άκρη, περνάμε, Έτσι μου φαίνεται.
Μπροστά αυτός και πίσω οι άλλοι, με το νου τους στα πόδια τους, μη γλιστρήσουν και βουλιάξουν στη λάσπη του βάλτου, προχωρούσαν, χωρίς να μιλούν. παραμερίζοντας τα καλάμια, τις βουρλιές και τα χα­μόκλαδα που έφραξαν το πέρασμα τους προς την ά­γνωστη πραγματικότητα της αθέατης πλευράς του κάστρου
- Ατσίδες, υποψιάζομαι πως κάτι κρύβεται εδώ μέσα!
Κάτι που δεν μ’ αρέσει καθόλου. Είπε ο Τίγρης. Κρυφτείτε πίσω από τα καλάμια και μην κάνετε θό­ρυβο. Υπάρχει κάτι ύποπτο... Σσσς! Βλέπω..­
- Τι βλέπεις; Άσε να γλιστρήσω εγώ, που είμαι οι­κονομικός, είπε ο Γάτος. Κι έκαμε να προσπεράσει. Θα τα καταφέρω καλύτερα!
- Στοπ! Ο Τίγρης του έφραξε το δρόμο. Απαγο­ρεύεται η έξοδος!
- Δεν ωφελούν οι παλικαρισμοί. Ό,τι πει ο Τίγρης- Ψυχραιμία! Συνέστησε ο Πατάτας. Εσύ προ­χώρα, θα τούς κρατήσω εγώ, Τίγρη! Και, προσπερ­νώντας τους άλλους τρεις με πολλή προφύλαξη, για να μην κάμει θόρυβο και δώσει στόχο στον εχθρό, ήρθε πρώτος. Άπλωσε ία χέρια ίου δεξιά κι αριστερά και έφραξε το πέρασμα. Προστάζοντας τους υ­πόλοιπους να καθίσουν κάτω.
Τα λεπτά της αγωνίας, όσο δεν γύριζε ο Τίγρης, τους φαίνονταν ατελείωτα. Έτσι είναι. Η σκέψη και η αγωνία, ο φόβος, μακραίνουν το χρόνο και την απόσταση. Η ζωή γίνεται πιο δύσκολη.
Κάποτε γύρισε, πισωπατώνιας ο Τίγρης, σαν να μην ήθελε να χάσει κάτι από τα μάτια του.
- Εδώ κάτι ύποπτο συμβαίνει, είπε σιγά στους φί­λους του. Εσύ, είπε στον Πατάτα, πάρε τα κορίτσια και γυρίστε στη βάρκα και δώστε σήμα στον Αβαίο. Κι εμείς με το Γάτο θα κρυφτούμε για να κατασκο­πεύσουμε. Πρέπει να εξιχνιαστεί το μυστήριο. Και να μην είμαστε όλοι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο. Κι αν δείτε πως αργούμε, ζητήστε επειγόντως βοήθεια. Λύστε τη βάρκα κι ανοιχτείτε, η Νάντια ξέρει λίγο κουπί, θα τα καταφέρει. Εμείς κάνουμε και μακροβούτια. Δεν πρόκειται να μας τσακώσει κάνε φαντάσματα, τέλος! Μόνο να βεβαιωθούμε!
Έβγαλε πάλι το τετραβάγγελο του και έκαμε όπως  και την πρώτη φορά, λέγοντας ψιθυριστά τρεις φορές:
- Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Οι τρεις γύρισαν στη βάρκα. Κι ο Πατάτας πήρε  το καθρεφτάκι, το γύρισε προς το μέρος του Αβαίου κι έδωσε τρεις φορές το σήμα, όπως ήταν το σύνθημα. Κάθισαν έπειτα και οι τρεις στη βάρκα, με  λυμένα τα σχοινιά, έτοιμη να προσαράξουν πάλι και  να δέσουν για να πάρουν τους δικούς τους ή να  φύγουν...
- Βλέπεις εκεί πέρα, Είπε ο Τίγρης  στο Γάτο. Αυτά τα φυτά δεν είναι καλάμια. Κι αυτά τα όντα  που είναι σαν φαντάσματα, δεν είναι φαντάσματα.
- Χμ! Το βλέπω, πιο σιγά μη μας ακούσουν
- Κοίτα, μείνε αυτού εσύ, μην κουνηθείς κι εγώ  θα προσπαθήσω να κόψω μια φούντα από αυτά τα φυτά. Αν δεις πως πλησιάζει κίνδυνος, κάνε τρεις  φορές το νιαουρητό που ξέρεις και δίνε του προς τη βάρκα. Εγώ θα καταλάβω και θα τρέξω πίσω  σου. Εντάξει; Υποψιάζομαι πως καλλιεργούν Ινδική...
- Εντάξει! Όμως φοβάμαι, αν είναι έτσι.
- Μη φοβάσαι δεν τους συμφέρει να  μας κάνουν κακό.
Εγώ ξέρω τι θα κάμω, αν βρεθώ σε πολύ δύσκολη θέση. Πάω!
Δεν πρόλαβε όμως να απομακρυνθεί ο Τίγρης α­πό τον τόπο, που έκοψε τη φούνια. Ο θόρυβος που έκαμε το μητρικό φυτό από το τράβηγμα, τον πρό­δωσε. Τρεις μασκοφόροι, ίδιοι με φαντάσματα, ντυ­μένοι με κελεμπίες πράσινες, έτρεξαν προς το μέρος του παιδιού. Ο Τίγρης δεν τα έχασε.  Άρχισε να φωνάζει:
Φαντάσματα! Φαντάσματα! Τα είδα με τα μάτια μου! Φώναξε κι έτρεχε. Έτρεχε και φώναξε, χωρίς να γυρίζει να δει πίσω του, αν τον ακολουθούσαν. Έκανε το σταυρό του και φώναζε: Φάντασμα, βοήθεια!! Έκανε το σταυρό του λέγοντας:
- Ιησούς Χριστός νικά και τα φαντάσματα σκορπά.
- Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά.
Ιησούς Χριστός νικά  κι όλα ία δαιμονικά σκορπά...
Ακούγοντας για φαντάσματα και για δαιμονικά ε­κείνοι με τις μάσκες γέλασαν.
- Δεν τρέχει τίποτις, είπαν για φαντάσματα μας πέρασε ο νεαρός. Καλύτερα για μας. Κανείς δεν θα ξαναπατήσει πια εδώ.
Και γύρισαν ήσυχοι στη δουλειά τους. Κι ο Τίγρης με το Γάτο δεν χρειάστηκε να κολυ­μπήσουν πολύ για να προλάβουν τους άλλους με τη βάρκα, που είχαν αρχίσει να απομακρύνονται από το Κάστρο. Έσφιγγε στον κόρφο του τη φούντα της Ινδικής κάνναβης, που είχε κόψει από τη φυτεία, βέβαιος για το είδος αυτό της φυτοκαλλιέργειας των... σφαντασμάτων.
- Πάμε γρήγορα! Έκαμε ο Τίγρης μόλις ανέβηκαν στη βάρκα. Κι άρπαξε τα κουπιά. Πρέπει να προλά­βουμε πριν ξεσηκωθούν και γίνει φασαρία. Οι δι­κοί μας, εννοώ.
Βγήκαν στη στεριά, έδεσαν τη βάρκα κι είπαν τα καθέκαστα στον Αβαίο. Εκείνος κατέβασε το μονα­δικό του αληθινό πόδι, το άλλο ήταν ξύλινο, από την καρέκλα, πήρε σοβαρό ύφος:
- Έχω ειδοποιήσει την αστυνομία, μας περιμένει ο διοικητής, είπε. Πάμε όπως είστε. Και μιλιά, σε κα­νέναν! Σε κανέναν απολύτως. Αν μας πάρουν είδη­ση, είναι ικανοί να καταστρέψουν όλη τη φυτεία. Κι άντε μετά να τους βρεις... Έχουν ανθρώπους αυτοί που κυκλοφορούν ανάμεσα μας... Ανάγκη πάσα να πέσουν στην παγίδα της αστυνομίας. Από κει και πέρα είναι δουλειά της Υ.Δ.Ν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: