Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

 της Κίρας Σίνου
Το  ταξί σκαμπανεβαίνε και πηδούσε για κάμποση ώρα πάνω στον ανώμαλο, όλο ξεραμένες τροχιές από κάρα, χωματόδρομο της, χωριό τότε Νέας Κηφισιάς, ακολουθώντας μια ψηλή μάντρα. Επιτέλους σταμάτησε μπροστά σε μια μεγάλη μαντεμένιο πόρτα.
Φτάσαμε, αφεντικό, είπε ο ταξιτζής γυρίζοντας στον πατέρα μου. Είσαι σίγουρος; ρώτησε μ' αμφιβολία ο μπαμπάς.
Δε μου είπες το κτήμα του Μαργκάκη; Δε βλέπω τίποτα' άλ­λο που να μοιάζει με κτήμα δω χάμω. Ορίστε η μάντρα, ορί­στε και η καγκελόπορτα. Αυτό πρέπει να είναι. Να κι ένας άνθρωπος που έρχεται. Να τον ρωτήσουμε εκείνο.
Βιάστηκα να βγάλω το κεφάλι μου από το παράθυρο του τα­ξί. Μέσα από την καγκελόπορτα είδα ένα ολόκληρο δάσος από μεγάλες ελιές που φύτρωναν σε αυστηρές γραμμές, λες και ήταν φαντάροι σε γυμνάσιο. Ένας άλλος στενότε­ρος χωματόδρομος προχωρούσε από την εξώπορτα στη σκιά τους μέχρι να χαθεί πίσω από μια στροφή. Από κει κατέβαι­νε τώρα βιαστικός ένας κοντός άνθρωπος με εργατικά ρούχα. Έφτασα, φώναξε από μακριά και μας κούνησε το χέρι. Περιμένετε. Κούτσαινε αλλά είχε βάλει τα δυνατά του να φτάσει  γρήγορα. Ξαφνικά, δίπλα του ξεφύτρωσε από το πουθενά ένας μεγάλος μαλλιαρός σκύλος κι έτρεξε αλυχτώ­ντας στην πόρτα. Στάθηκε εκεί συνεχίζοντας να μας γαβγί­σει απειλητικά
Ήσυχα, ήσυχα, Τζιίμ, είπε ο κοντός που έφτασε επιτέλους λαχανιάζοντας. 
- Είστε οι καινούργιοι παραθεριστές·, Ο κύ­ριος Μαραγκάκης μου μήνυσε να σας περιμένω σήμερα.
- Εμείς είμαστε. Αυτό, λοιπόν, είναι το κτήμα του Μαραγκάκη;
- Αυτό είναι, αυτό είναι, κούνησε έντονα το κεφάλι του ο άν­θρωπος. Εγώ είμαι ο κυρ Πέτρος, ο φύλακας, Ε, φίλε, φώνα­ξε στον ταξιτζής, να σου ανοίξω. Είναι κάμποσος δρόμος ως το σπίτι. Να μην κουβαλάνε τα πράγματα τους οι άνθρωποι μέχρι εκεί.
Σε λίγο. φτάνοντας στη στροφή, είδαμε δυο τρία σπιτάκια χτισμένα το ένα σε κάποια απόσταση από το άλλο. Εκείνο, ό­που μας οδήγησε ο φύλακας ξεχώριζε άσπρο ανάμεσα στο ασημόγκριζο φύλλωμα των μεγάλων ελαιόδεντρων, Ο κυρ Πέτρος έβγαλε ένα μεγάλο κλειδί και ξεκλείδωσε. Μπαίνοντας πρώτος, άνοιξε τα μονοκόμματα ξύλινα πα­ντζούρια κι ο αέρας και το φως της μέρας όρμησαν μέσα και το γέμισαν,
- Ηλεκτρικό δεν έχουμε, εξήγησε. Σας έχω εδώ δυο λάμπες πετρελαίου. Σεντόνια φέρατε; Σας ειδοποίησε ο κύριος Μαραγκάκης να τα φέρετε. Και ελπίζω να μην ξεχάσατε την γκαζιέρα.
 Και γυρίζοντας στο σκύλο που μας είχε ακολουθήσει και συνέ­χιζε να γρυλίζει υπόκωφα, φώναξε: «Είπαμε ησυχία. Είναι δι­κοί μας άνθρωποι, πρέπει να τους μάθεις. Μην τον φοβάστε, πρόσθεσε, είναι καλός φύλακας, μα μόνο τη νύχτα γίνεται ε­πικίνδυνος.» Πάντως μην απλώσετε χέρι να τον χαϊδέψετε. Μπορεί να σας δαγκώσει.
Κι έτσι εγκατασταθήκαμε στο μικρό απλό σπιτάκι, με τις δυο καμαρούλες. Μπροστά στην πόρτα, κάτω από μια κρεβατίνα με τα μισογινωμένα μαύρα σταφύλια, είχαν ρίξει τσιμέντο, σχηματίζοντας ένα είδος βεράντας.
Εδώ θα βάλουμε τις πάνινες πολυθρόνες, αποφάσισε η μα­μά. θα είναι πολύ ωραία να τρώμε εδώ στη σκιά, γιατί, σίγου­ρα, μέσα θα κάνει πολύ ζέστη.
Τακτοποίησα στα γρήγορα τα λίγα ρούχα μου στην πρόχειρη ντουλάπα στο δωματιάκι μου και τα βιβλία μου δίπλα στο κρεβάτι και βγήκα έξω. Μ' έτρωγε η περιέργεια. Ήταν η πρώτη φορά από τότε που είχαμε έρθει στην Ελλάδα που πηγαίναμε εξοχή. Ως τότε δεν είχα γνωρίσει τίποτ' άλλο α­πό την Αθήνα και το Φάληρο,
Κοίταζα ολόγυρα γοητευμένη. Ελιές, παντού ελιές, ένας α­πέραντος ελαιώνας. Τα πελώρια ελαιόδεντρα, που ορθώνο­νταν ως πέρα δε με άφηναν να δω πολύ μακριά. Οι καφετιοί γέρικοι κορμοί τους ήταν ανώμαλοι και στριφογυριστοί, και ξαφνικά, μέσα στη μαγεία του εκτυφλωτικού λιόφωτου, μου φάνηκε πως δεν ήταν οι καταιγίδες και οι άνεμοι που τους είχαν καταντήσει έτσι, αλλά πως είχαν βασανιστεί από δυ­νάμεις αλλόκοσμες και κακές, από κείνες που ζουν σ' αυτό το μεσημεριάτικο ηλιόκαμα, μαγικά όντα που είχαν βγει α­πό κάποιο από τα αγαπημένα μου παραμύθια. Τα ασημένια σκληρά φύλλα τους θρόιζαν μεταλλικά στην ανεπαίσθητη πνοή του αέρα, τα τζιτζίκια ηχού­σαν μονότονα, στο κοκκινόχωμα στις ρίζες των δέντρων πηγαινοέρχονταν βιαστικά ατέλειωτες στρατιές από μαύρα μερμήγκια. Μέσα στη μεσημεριάτικη ζεστή σιγή ένιωσα για μια στιγμή ν ανα­τριχιάζω.
Και τότε θυμήθηκα αυτά που μου διηγόταν  μια γειτόνισσα μας, Κρητικιά, για τα στοιχειά που βγαί­νουν στην κάψα του μεσημεριού, για τη γριά με τα κόκκινα δόντια που παραφυλάει κάτω από τη συ­κιά. Γύρισα να κοιτάξω φοβισμέ­νη. Συκιά δεν υπήρχε ούτε για δείγμα, όμως άρχισα να νιώθω ά­βολα, γύρισα και έφυγα τρέχο­ντας για το σπίτι.
Δεν πέρασαν λίγες μέρες και εί­χα ξεχάσει τους φόβους μου. Ο Τζιμ ο άγριος  σκύλος εί­χε ξεχάσει κι αυτός ότι είμαστε ξένοι και ερχόταν το πρωί στη βε­ράντα την ώρα που τρώγαμε και μου επέτρεπε μάλιστα να τον χαϊδεύω. Ανακαλύψαμε κιόλας πολύ γρήγορα πως τα δυο σπιτάκια κο­ντά μας ήταν κατοικημένα. Ο Μαραγκάκης τα νοίκιαζε σε πα­ραθεριστές. Ήταν δυο άλλες οικογένειες και μόλο που τα παιδιά τους ήταν μεγαλύτερα από μένα, κάναμε καλή παρέα.
- Πάμε να δούμε την Παναγιά τη Χελιδονού, μας πρότεινε κά­ποια μέρα ο κύριος Αλεξάκης, ένας από τους γείτονες.
- Παναγία η Χελιδονού; ρώτησε η μαμά. Παράξενη ονομασία. Εκκλησία είναι;
- Ναι. είναι μια μικρή εκκλησίτσα, κάτω στη ρεματιά.
-  Και γιατί τη λένε Χελιδονού; Έχει καμιά σχέση με χελιδόνια.
- Ναι, έχει, εξήγησε ό κύριος Αλεξάκης, Όσο ξέρω, παλιότε­ρα λεγόταν Παναγία της Ρεματιάς, αλλά όπως μας διηγείται ένας τοπικός μύθος, στο ρέμα, κοντά στην εκκλησία στην πηγή μαζεύονταν πολλά χελιδόνια. Εκεί πήγε να προσκυνή­σει μια πλούσιο Αθηναία για να παρακαλέσει την Παναγία να κάνει το θαύμα της και να γιατρέψει την τυφλή κόρη της. Και μόλις τελείωσε τη δέηση ο παπάς η τυφλή κόρη ξαναβρήκε το φως της και φώναξε: «Βλέπω, Παναγιά μου, βλέπω! Να και τα χελιδόνια που πετάνε!» Κι έτσι ο κόσμος μετονόμασε την εκκλησία και την είπε Παναγία η Χελιδονού.
Το άλλο απόγευμα φύγαμε για κει. Ξεκινήσαμε με τα πόδια γιατί η ρεματιά δεν απείχε πολύ από το κτήμα. Την παρουσί­α της πρόδιναν από μακριά τα ψηλά δέντρα που φύτρωναν κοντά της. Κάτω από τα δέντρα ανοιγόταν μια χαράδρα. Ή­ταν γεμάτη ένα μυστηριώδες πρασινωπό ημίφωτο όπου μό­λις ξεχώριζαν  οι πελώριοι κορμοί από πλατάνια. Από κά­που στο βάθος ακουγόταν το κελάρυσμα ενός ρυακιού.
Κατεβήκαμε την απότομη πλαγιά, πότε πατώντας στο τραχύ κοκκινόχωμα, πότε γλιστρώντας πάνω στα μαλακά χορτάρια. Πόσες φορές χρειάστηκα να πιαστώ από τα σχίνα για να μην πέσω ούτε και γω ξέρω. Το φουντωμένο φύλλωμα των πλα­τανιών μας έκλεινε τη θέα προς τα κάτω. Γύρω μας αντιλαλούσαν τα τιτιβίσματα και το κελάηδημα αμέτρητων πουλιών. Εμείς δε μιλούσαμε μην τολμώντας να διακόψουμε αυτή τη συναυλία.
Το πρώτο που αντικρίσαμε αφού κατεβήκαμε ήταν το ρυάκι, που κυλούσε ανάμεσα σε μεγάλες, ντυμένες με το πράσινο βελούδο των βρύων, πέτρες. Το νερό γουργούριζε και κελάρυζε χαρούμενα, πότε πότε άφριζε πηδώντας τις πέτρες σαν άταχτο παιδί. Τα πλατάνια βρέχανε τα πόδια τους στα νε­ρά του και είχανε θεριώσει.
Και ξαφνικά πρόσεξα ένα χελιδόνι που πέταξε από μπροστά μου προς τα πάνω κι ένα δεύτερο που το ακολούθησε φτε­ρουγίζοντας.
Ο κύριος Αλεξάκης προχώρησε και σταμάτησε μπροστά σ' ένα βράχινο τοίχο, υποκλήθηκε βαθιά κι έκανε το σταυρό του. Από την κόχη του βράχου, που πρέπει να την είχε σκα­λίσει η ίδια η φύση, μας κοίταζαν τα μεγάλα μαύρα μάτια της Παναγίας που κρατούσε στοργικά το βρέφος στην αγκαλιά της. Ένα καντήλι σιγόκαιγε μπροστά στο εικόνισμα και το έ­λουζε με το γλυκό του φως, κάνοντας πιο έντονα τα χαρα­κτηριστικά των δυο προσώπων και το χρυσό φόντο να γυαλί­σει θαμπά.
Ένιωσα δέος, προσκύνησα και φίλησα την κάτω γωνιά του εικονίσματος.
Ανεβήκαμε χαρούμενοι. Ο ήλιος έδυε κιόλας όταν βρεθήκα­με στην επιφάνεια. Ένα γιγάντιο πεύκο δέσποζε στον κά­μπο. Ο πατέρας, που φορούσε περασμένη στον ώμο τη φω­τογραφική του μηχανή, μας αποθανάτισε μπροστά του.
Οι μέρες κυλούσαν όμορφες. Ένιωθα ευτυχισμένη παίζο­ντας με τα παιδιά με τις ώρες κυνηγητό, κρυφτό κι ότι άλλο μπορούσες να φανταστείς.
Και κάποιο μεσημέρι δε με χωρούσε πάλι το σπίτι. Οι γονείς μου κοιμόντουσαν στο διπλανό δωμάτιο, μα εμένα δε μ' έ­παιρνε ο ύπνος.  Δοκίμασα να διαβάσω, είχα όμως μάθει απέξω πια και τη Μυστηριώδη Νήσο και τον Χαμένο Κόσμο και μόλο που αυτό δε σήμαινε τίποτα γιατί παρ' όλο που τα είχα διαβάσει κα­μιά δεκαριά φορές, θα τα ξαναδιάβαζα ευχαρίστως και πάλι, σήμερα ήταν κά­τι που με τραβούσε έξω. Ένιωθα πως έπρεπε να βγω οπωσδήποτε. Φόρεσα στα γρήγορα τα πέδιλα μου και βγήκα νυχοπατώντας, Έξω ο ήλιος μεσουρανούσε και έριχνε στη γη τα πυρακτωμένα βέλη του. Γύρω  βα­σίλευε απόλυτη ησυχία. Ήταν εκείνη ώ­ρα που όλοι οι άνθρωποι κοιμούνται και τα στοιχειά γυρίζουν ελεύθερα. Ούτε ένα πουλί δεν ακουγόταν. Μόνο ένας τζίτζικας επέμεινε να τερτερίζει μονότονα και υπνωτικά. Εγώ όμως δε φοβήθηκα, Είχα πια ε­γκλιματιστεί και οι γέρικες ελιές με τους παραμορφωμένους κορμούς τους δε με τρόμαζαν. Οι φίλοι μου. σίγουρα κοιμόντουσαν. Δεν είχε νόημα να τους φωνάξω κι έ­τσι αποφάσισα να κάνω μια βόλτα μόνη μου. Ξαφνικά ένιωσα κάτι υγρό μέσα στην παλάμη μου. Κατάλα­βα, ήταν η μουσούδα του Τζακ, του αγριόσκυλου που στο με­ταξύ μας είχε αγαπήσει πραγματικά, ίσως γιατί ήμασταν πο­λύ φιλικοί μαζί του. Τώρα ζητούσε να τον πάρω μαζί μου.
Άλλο που δεν ήθελα, έκανε καλή παρέα ο Τζιμ κι έτσι ξεκι­νήσαμε, σιγά σιγά, όσο βρισκόμασταν κοντά στα σπίτια και σε συνέχεια τρέχοντας και φωνάζοντας αφού απομακρυνθήκαμε αρκετά για να μην ακουγόμαστε και ξυπνήσουμε τους άλλους. Δηλαδή φώναζα εγώ ενώ ο Τζιμ γάβγιζε χαρούμε­νος, Αυτή τη φορά αποφάσισα να τραβήξω στην αντίθετη κα­τεύθυνση απ' ότι συνηθίζαμε τα παιδιά. Το κτήμα ήταν πραγ­ματικά πολύ μεγάλο και δεν είχα προλάβει να το εξερευνή­σω ολόκληρο.
Σε λίγο αφήσαμε τις ελιές πίσω μας και βρεθήκαμε σ' ένα λαχανόκηπο. Τομάτες, αγγούρια, κάτι μεγάλες κολοκύθες. Και μερικά δέντρα. Μια μεγάλη συκιά άπλωνε ως πέρα τα μακριά της κλαριά απ' όπου κρέμονταν μελωμένα σύκα.
Ήθελα να δοκιμάσω κανένα και σήκωσα κιόλας το χέρι μου γιο να το κόψω όταν, ξαφνικά ο Τζιμ κοντοστάθηκε και γρύ­λισε. Για μια στιγμή τρόμαξα. Είδα αμέσως με το νου μου ε­κείνη τη γριά με τα κόκκινα δόντια καθισμένη στη σκιά του δέντρου. Ο Τζιμ όμως δε γρύλιζε τη συκιά, είχε στραμμένη αλλού τη μουσούδα του. Τι να ήταν αυτό που κοίταζε τόσο ε­πίμονα;
Και ξαφνικά το είδα. Ένα ξύλινο κασόνι κρεμασμένο από έ­να κορμό δέντρου, αρκετά ψηλά από το έδαφος. Το κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω. Τι ήταν αυτό που είχε αναστατώσει τόσο το σκύλο. Ήταν ένα συνηθισμένο ξύλινο κασόνι, τι του φάνηκε τόσο περίεργο του Τζιμ;
Μα τι ήταν αυτό που κρεμόταν κάτω από το κασόνι. Ένα μαύ­ρο μάκρη πράγμα. Έσκυψα να δω και βγάζοντας μια φωνή πήδηξα προς τα πίσω. Ήταν ένα κεφάλι, ένα μαύρο κεφαλάκι με μακριά αυτιά. Και πάνω στο ανοιχτό ακίνητο μάτι του περπατούσε ένα μερμήγκι...
Το φυσικό θα ήταν να το βάλω στα πόδια, Είχα όμως το σθέ­νος να μην το κάνω, τουλάχιστον όχι αμέσως. Ανάγκασα τον εαυτό μου να πλησιάσει ξανά το κασόνι. Ήταν ένα κουνέλι που κρεμόταν από κάποια τρύπα στο πάτο του και σίγουρα ήταν νεκρό.
Έτρεξα πίσω στο σπίτι. Ο Τζιμ, που τα πήρε για παιχνίδι χο­ροπηδούσε από δίπλα μου γαβγίζοντας δυνατά. Με τη φασα­ρία που κάναμε είχαμε ξυπνήσει τους γονείς μου προτού α­κόμα φτάσουμε στο σπίτι.
Ο πατέρας καθόταν στο κρεβάτι του και με αποπήρε την ίδια ώρα: «Ξέχασες πώς είναι μεσημέρι; Θέλεις  να ξυπνήσεις όλο τον κόσμο; Ντροπή!»
Δεν δικαιολογήθηκα, δεν είχα καιρό για κάτι τέτοιο: «Μπαμπά, εκεί στο λαχανόκηπο από ένα κασόνι κρέμεται ένα ψόφιο κουνέλι».
Στην αρχή δεν με κατάλαβε, η αλήθεια είναι πως τα έλεγα κάπως μπερδεμένα. Όταν τελικά μπήκε στο νόημα άρχισε να ντύνεται βιαστικά
Τρέχα να βρεις τον κυρ-Πέτρο, με διάταξε. Σίγουρα θα ξέρει τι είναι αυτό το κουνέλι.
Ο κυρ Πέτρος έπινε κιόλας το καφεδάκι του στη σκιά της κρεβατίνας του. Ο Τζιμ που με είχε συνοδέψει ως εκεί κάθι­σε παράμερα και με περίμενε,
- Τι συμβαίνει; με ρώτησε ξαφνιασμένος. καθώς με είδε να έρχομαι λαχανιασμένη. Πήρε πουθενά φωτιά;
Τίναξα δυνατά το κεφάλι μου.
- Όχι μα εκεί, στο λαχανόκηπο είναι ένα κασόνι κι από μέ­σα κρέμεται ένα κεφάλι κουνελιού. Πρέπει να είναι ψόφιο. Ο κυρ Πέτρος δε μ' άφησε να τελειώσω
- Οχού! έκανε, Τα κουνέλια της μικρής! Τα έχω ξεχάσει τε­λείως!
Παράτησε τον καφέ του κι έτσι όπως ήταν, με το παντελόνι της πιτζάμας ξεκίνησε τρέχοντας για το λαχανόκηπο. Από πίσω του αμοληθήκαμε και μεις με τον Τζιμ. Μα ο κυρ Πέ­τρος, που λες κι είχαν βγάλει φτερά τα πόδια του, έφτασε πιο γρήγορα. Όταν φτάσαμε τον βρήκαμε να κατεβάζει το κασόνι από ένα γάντζο όπου κρεμόταν και να ανοίγει το κα­πάκι.
- Οχού! επανέλαβε, τα έχω ξεχάσει εντελώς και μείνανε τό­σες μέρες χωρίς νερό και φαί. Να δούμε αν ζει ακόμα κανένα.
Προσθήκη λεζάντας
Πρώτο έβγαλε το μαύρο, που είδα το κεφαλάκι του να κρέ­μεται έξω. Δεν κουνιότανε καθόλου.
- Πάρε εδώ το πιατάκι του και γέμισε το γρήγορα από τη βρύση κει δα, μου είπε δείχνοντας μου την. Όταν γύρισα εί­χε βγάλει κι ένα άσπρο κουνελάκι που κι αυτό δεν αντιδρού­σε καθόλου.
Ο κυρ Πέτρος πήρε το μαύρο, του άνοιξε το στόμα και του έ­χυσε προσεκτικά μερικές σταγόνες στο στόμα. Ύστερα πή­ρε το άσπρο κι έκανε το ίδιο. Όταν με είδε που τον παρακο­λουθούσα προσεκτικά μου έκανε νόημα ν' αναλάβω το μαύ­ρο, ενώ εκείνος ασχολήθηκε με τα άσπρο.
Πέρασαν μερικά λεπτά αγωνίας μέχρι που και τα δυο κου­νελάκια άρχισαν να δείχνουν κάποια σημεία ζωής. Σε λίγο εί­χαν συνέρθει αρκετά για να μπορούν να πιούν μόνα τους.
- Δόξα τω θεώ, τα γλιτώσαμε! είπε ο φύλακας στον πατέρα μου που είχε φτάσει στο μεταξύ. Αν δεν ήταν η θυγατέρα σου που τα είδε, σίγουρα θα ψοφούσανε και τι θα έλεγα στο αφεντικό;  Είναι της μικρής κόρης του, εξήγησε, εκείνη δε γινόταν να τα πάρει σπίτι της στην Αθήνα κι έτσι μου τ' άφησε να τα φροντίσω εγώ. Κι εγώ, ο βλάκας, τα ξέχασα κι ευτυχώς που τα είδε το κοριτσάκι σου. Τώρα όμως δεν κάνει  να τα ξεχάσω με κανένα τρόπο. Άλλος μπελάς, και ξαφνικά πρόσθεσε γυρίζοντας σε μένα.
- Απ' ότι βλέπω τ' αγαπάς ζώα. Τι θ' έλεγες αν σου τα έδινα να τα φροντίσεις εσύ;
Κόντεψα να πηδήξω από τη χαρά μου, Πραγματικά τ' αγαπούσα πολύ τα ζώα, κουνέλια όμως δεν είχα ποτέ και η ιδέα ν' αποκτήσω κάποια, έστω και προσωρινά, μου φάνηκε πολύ ωραία. Και αγνοώντας το σκεφτικό ύφος του πατέρα μου φώναξα:
- Ναι, ναι, θα τα φροντίσω εγώ, θα τα πάρω στο σπίτι. Τι τρώνε τα κουνέλια.
Προτού προλάβει ν' απαντήσει ο κυρ Πέτρος, ο πάτερας τον ρώτησε δείχνοντας τον Τζιμ:
- Πώς τα πάει ο σκύλος μαζί τους; Υπάρχει κίνδυνος να φάει;
- Δεν ξέρω. Γι αυτό είχα κρεμάσει το κασόνι τους ψηλά, για να μην έχουμε παρατράγουδα.  Αν και. εδώ που τα λέμε αν ήθελε να τα φτάσει, δεν είχε παρά να πηδήξει. Κι έτσι τα κουνέλια μετακόμισαν στη βεράντα μας. Ο πατέρας φρόντισε να βρει μεγαλύτερη κάσα κι ύστερα, όταν  βεβαιωθήκαμε πως ο Τζιμ δεν είχε κακές διαθέσεις, περιφράξαμε με συρματόπλεγμα ένα κομμάτι του κήπου και τ' αμολήσαμε εκεί.
- Θα τα βγάλεις κανένα όνομα: ρώτησε η μητέρα μου.
- Δεν ξέρω αν πρέπει, απάντησα, αφού είναι κουνέλια εκείνου του κοριτσιού, της κόρης του κυρίου Μαραγκάκη. Μπορεί να τους έδωσε κανένα όνομα.
- Κι αν όχι; Αυτό ίσως να μην το μάθουμε ποτέ.
- Τότε θα πω το μαύρο Τζακ, όπως ο Τζακ ο Αχτύπητος στο βιβλίο που μου χάρισες το Πάσχα, το Μοναχικό Λύκο μου είχε αρέσει η ιστορία αυτού του κουνελιού που έτρεχε  τόσο καλά που ακόμα και τα πιο σπουδαία λαγωνικά δεν μπορούσαν να το φτάσουν.
-Και τον άσπρο πώς θα τον πεις;     
- Το άσπρο πρέπει να είναι κορίτσι, δήλωσα.       
- Πώς σου ήρθε πως είναι κορίτσι; απόρησε η μαμά. Κι ένας κούνελος μπορεί να είναι άσπρος. 
- Όχι, πεισμάτωσα, είμαι σίγουρη πως το άσπρο είναι κορίτσι.  Και θα το βγάλω Μόλλυ.
- Γιατί Μόλλυ;            
- Γιατί είναι τόσο μαλακό το τρίχωμα της, σαν πούπουλο. Της πάει το όνομα Μόλλυ.                            
Κι έτσι τα κουνέλια βαφτίστηκαν.
Τ' αγάπησα πολύ αυτά τα ζωάκια με τα μακριά τους αυτιά και τη μυτούλα που όλο μύριζε τον αέρα. Είχε περάσει Αύγουστος και οι διακοπές τέλειωναν. Και τότε δημιουργήθηκε το ζήτημα με τα κουνέλια
- Θα τα πάρουμε μαζί μας. είπα.
- Στην Αθήνα; Μα είσαι με τα καλά σου: φώναξε η μαμά. Πού  θα τα βάλουμε; Και άλλωστε πώς θα τα πάρουμε μαζί μας αφού δεν είναι δικά μας;
- Μα το κορίτσι αυτό δε ρώτησε ποτέ τι κάνουν. Τι το νοιάζει αν τα πάρω εγώ; Και χώρια απ' αυτό αν δεν ήμουνα εγώ τα κουνελάκια δε θα ζούσανε. Το ξέρει αυτό το κοριτσάκι;
- Δεν ξέρω τι ξέρει και τι δεν ξέρει. Πάντως δεν μπορείς να τα πάρεις χωρίς να το ξέρει εκείνο.
-Τότε θα πω στον κυρ Πέτρο να το ρωτήσει.
- Μα και να σου τα δώσει τα κουνέλια το κοριτσάκι που θα τα βάλουμε στην Αθήνα;
- Θα  δούμε. Εδώ δεν τ' αφήνω γιατί σίγουρα θα ψοφήσουν. Φαίνεται πως ούτε κι ο κυρ Πέτρος ήθελε να μείνουν στο κτήμα τα κουνέλια. Και για να τα ξεφορτωθεί μας έφερε την απάντηση την άλλη κιόλας μέρα.
- Ο κύριος Μαραγκάκης δεν έχει καμιά αντίρρηση να τα πά­ρετε. Η κόρη του τα έχει κιόλας ξεχάσει και δε θέλει ούτε να της τα θυμίσει.
Έτσι πώς ήρθαν τα πράγματα οι γονείς μου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Τα κουνέλια μετακόμισαν μαζί μας για την Αθήνα, Σαν γυρίσαμε προέκυψε το μεγάλο πρόβλημα πού να τα βάλουμε. Ευτυχώς η Αθήνα εκείνα τα χρόνια δεν ήταν σκέτη τσιμεντούπουλη όπως είναι σήμερα. Καθόμασταν στην καρδιά της Αθήνας, αλλά σ' ένα ήσυχο δρομάκι, σε μια μικρή διπλοκατοικία μ' ένα κηπάκο. Κι έτσι τα κουνέλια εγκατα­στάθηκαν σ' ένα μικρό σπιτάκι μ' ένα συρματόσχοινο ολόγυ­ρα σ' ένα χώρο όπου μπορούσαν να ξεμουδιάσουν και να παίξουν.
Περνούσα ώρες κοντά τους. παίζοντας μαζί τους και ταΐ­ζοντας τα. Με ξέρανε πια πολύ καλά και σηκώνονταν στα πι­σίνα τους ποδαράκια όταν μ' άκουγαν να πλησιάζω. Ύστερα άρχισε το σχολείο. Πολλά τα μαθήματα, πολλές οι ώρες. για­τί εκείνα τα χρόνια πηγαίναμε και τ' απόγευμα, πολύ διάβα­σμα στο σπίτι, τα ιδιαίτερα, δεν είχα πια πολύ χρόνο για τα κουνελάκια μου. Όχι πως τα είχα εγκαταλείψει, ποτέ δε στερήθηκαν ούτε φαγητό ούτε νερό. Το μάθημα της Νέας Κηφισιάς ήταν ακόμα πολύ νωπό. Όμως δεν τα έπαιζα τόσο όσο παλιά, δεν προλάβαινα. Όχι πως τα κουνέλια νοιώθανε την απουσία μου. Πάντα τα έβρισκα ευδιάθετα να παίζουν και να πηδούνε.
Κάποιο μεσημέρι, γυρίζοντας από το σχολείο, πέρασα να τα δω. Η Μόλλυ μου φάνηκε ανήσυχη, έτρεχε γύρω στην περιφραξη σαν τρομαγμένη, δε με πλησίασε όταν με είδε, πα­ρά τραβήχτηκε πιο πέρα. Τον Τζακ δεν τον έβλεπα. Του φώ­ναξα μα δεν ήρθε.
Μήπως ήταν άρρωστο το ζωάκι και είχε χωθεί στο σπιτάκι και καθόταν τώρα εκεί; Έπρεπε να δω τι είχε. Άνοιξα την πορτούλα και μπήκα. Έσκυψα να δω στο σπιτάκι.
- Τζακ. του φώναξα, εδώ είμαι. Μα ο Τζακ δε φάνηκε. Ούτε και στο σπιτάκι ήτανε. Αφού το έψαξα καλά καλά, άρχισα να ψάχνω τον κηπάκο. Όχι πως μπορούσε να κρυφτεί κάπου εκεί. Τα φυτά ήταν ε­λάχιστα και ούτε φουντωμένα για να  χαντακωθεί μέσα τους.
- Τζακ, τον καλούσα σαν να ήταν άνθρωπος και να μπορού­σε να μου απαντήσει. Πού είσαι: Πού κρύβεσαι:
Μα ο Τζακ δε βρισκόταν πουθενά,
- Μαμά, φώναξα ανεβαίνοντας τη σκάλα, μήπως πήρες εσύ τον Τζακ:
- Γιατί να τον πάρω; απόρησε η μητέρα μου. Τι να τον κάνω στο σπίτι; Μα όταν έμαθε ότι ο Τζακ είχε χαθεί, κατέβηκε και εξέτασε τη συρμάτινη περίφραξη. Τρύπα όμως δεν υπήρ­χε πουθενά, ούτε βρήκαμε λακκούβα που να είχε σκάψει το κουνέλι κάτω από το σύρμα για να φύγει.
- Κάποιος τον έκλεψε, έβγαλε το συμπέρασμα. Η αυλό­πορτα μένει πολλές φορές ανοιχτή και δεν έχουμε λουκέτο στην πορτούλα της φωλιάς τους.
Την κοίταξα σαν χαζή:
- Μα ποιος μπορούσε να κάνει τέτοιο πράγμα:
- Ξέρω και γω: Πολλοί ξέρουνε πως έχουμε κουνέλια. Κά­ποιος γείτονας, κάποιο παιδί. Πού να ξέρω. Μπορούμε να ρωτήσουμε τη γειτονιά, αν και αμφιβάλλω πολύ ότι θα μας πούνε.
Και πραγματικά δε μάθαμε τίποτα. Ο Τζακ εξαφανίστηκε και δεν τον ξανάδαμε ποτέ. Τώρα γεννήθηκε το πρόβλημα της Μόλλυ. Γιατί δεν την είχε πάρει κι εκείνη ο άγνωστος κλέφτης δεν το κατάλαβα. Μάλλον κάτι να τον τρόμαξε και δεν πρόφτασε να πάρει και το δεύτερο κουνέλι. Το θέμα ό­μως ήταν πως τώρα φοβόμουνα να την αφήσω στο σπιτάκι, ο κλέφτης μπορούσε να ξανάρθει και τότε αντίο, άσπρο μου κουνελάκι.
Αποφάσισα να την πάρω επάνω στο σπίτι. Ήξερα όμως πως η μαμά θα είχε πολλές αντιρρήσεις και έτσι την πήρα α­ποβραδίς στο δωμάτιο μου και περίμενα να νυχτώσει για να τη βάλω στην κουζίνα . Είχα πολλές μέρες να την πιάσω στα χέρια και τη βρήκα πολύ χοντρή. Το ευχαριστήθηκα. Αυτό σή­μαινε πως το κουνελάκι μου περνούσε καλά.
Την πήγα στην κουζίνα, της γέμισα ένα μπολάκι με νερό κι έκλεισα πολύ προσεκτικά την πόρτα για να μην ακούσει η μαμά και παραξενευτεί με το τι κάνω και σηκωθεί να δει. Σί­γουρα το άλλο πρωί θα άκουγα το σχολιανά μου, αλλά τουλάχιστον θα περνούσα μια ήσυχη νύχτα.
Κοιμήθηκα, όπως το συνήθιζα, μονορρούφι και δεν πρόλα­βα τη μαμά, όπως λογάριαζα.
Με ξύπνησαν οι φωνές της.
- Τι είναι αυτά; φώναζε, τι είναι αυτά τα κουρέλια στο πά­τωμα; Ποιος γέμισε την κουζίνα μ' αυτά τα πράγματα, εσύ, Καίτη;
Πήδηξα από το κρεβάτι κι έτρεξα στην κουζίνα, Η μαμά στεκόταν στη μέση και πραγματικά στο πάτωμα, ολόγυρα, βρίσκονταν πεταμένα κάτι σταχτιά κουρελάκια. Και καθώς τα κοίταζα απορημένη, πρόσεξα ένα από τα κουρελάκια να κουνιέται. Να κι ένα άλλο που κουνήθηκε. Και την ίδια στιγ­μή κάτω από το τραπέζι της κουζίνας πετάχτηκε η Μόλλυ, πλησίασε πηδηχτά το ένα από τα κουρελάκια κι άρχισε να το γλείφει.
Η μητέρα μου έβγαλε μια φωνή:
- Κουνελάκια! φώναξε. Γέννησε η Μόλλυ. Θεέ μου, πρέ­πει να της κάνουμε μια φωλιά και να τα βάλουμε όλα εκεί να είναι κοντά στη μαμά τους!
- Δε αναρωτήθηκε καν πώς βρέθηκε η κουνέλα στην κουζί­να. Το πρώτο που την ενδιέφερε ήταν τα μωρά.
Πραγματικά βρήκαμε μια κούτα και τι βάλαμε στο πιο σκο­τεινό σημείο της κουζίνας. Μαζέψαμε από το πάτωμα όλα τα μωρά. Ήταν άτριχα, γυμνά, και είχαν τα μάτια τους κλειστά. Τα βάλαμε κει μαζί με τη μαμά τους. Ήταν τουλάχιστον οκτώ.
- Τι μάνα είσαι συ, αγρίεψα στην Μόλλυ. Γιατί τα παράτη­σες τα παιδιά σου σ' όλη την κουζίνα; Μπορούσαν να ψοψήσουν από το κρύο ή να τα πατούσαμε στο σκοτάδι.
- Δε φταίει η Μόλλυ, την υπερασπίστηκε η μαμά. Είναι τα πρώτα της παιδιά και δεν έχει πείρα. Πολλές πρωτόβγαλτες μαμάδες ανάμεσα στα ζώα δεν ξέρουν τι πρέπει να κάνουν. Στη δεύτερη γέννα αποκτούνε πείρα. Δεν είχε και φωλιά, γι’ αυτό τα άφησε παντού.
- Αλήθεια, είπε, δεν τ' ήξερα. Δεν πειράζει λοιπόν αφού τα προλάβαμε και ζήσανε όλα τα μωρά της.
- Ήταν κιόλας τυχερή η Μόλλυ, είπε η μαμά αφού βόλε­ψε τα κουνελάκια και κοίταξε ικανοποιημένη το έργο των χειρών της, που γέννησε χωρίς να βρίσκεται κοντά της ο Τζακ.
- Γιατί: ρώτησα με απορία. Ο Τζακ ήταν ο μπαμπάς τους.
-Άκουσα ότι πολλοί κούνελοι σκοτώνουν τα παιδιά τους. Αυτό δεν ισχύει βέβαια για όλους, πάντως ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Τώρα όμως τι κάνουμε: Να τα πάμε πίσω στο σπι­τάκι τους κινδυνεύουν να μας τα κλέψουν, αν τ' αφήσουμε ε­δώ σε λίγο που θα   μεγαλώ­σουν δε θα μπορέσουμε να περπατή­σουμε γιατί θα τρέχουν όλα κάτω από τα πόδια μας.
- Μαμά, θα μεγαλώσουν αυτά τα κουνε­λάκια, Δεν εί­ναι άρρωστα;
- Γιατί άρρω­στα: με ρώτη­σε ξαφνιασμέ­νη η μαμά.
- Μα δεν έ­χουν καθόλου τρίχα. Τα γατάκια, όταν γεν­νιούνται,   έ­χουν βέβαια κι αυτά τα ματά­κια τους κλειστά, έχουν όμως τρίχα.
- Δεν είχα ποτέ μου κουνέλια, αλλά μου είπε μια γυναίκα ότι γεννιούνται γυμνά και μόνο αργότερα βγάζουν τρίχα. Πρέπει να έχει δίκιο. Εκείνο, όμως, που είναι το πιο σπου­δαίο αυτή τη στιγμή, είναι τι θα τα κάνουμε;
Το μεσημέρι έγινε οικογενειακό συμβούλιο μα και πάλι λύ­ση δε βρέθηκε. Ο πατέρας επέμεινε να το χαρίσουμε, αλλά σε ποιον; Ποιος είχε όρεξη για κουνέλια μέσα στην πόλη και αγρότη δεν ξέραμε κανένα.
- Να ρωτήσουμε τον κυρ Πέτρο;
- Όχι. βέβαια. Εκείνος δεν ήθελε τα δύο που είχε αφήσει η κόρη του Μαραγκάκη, θα πάρει όλα τούτα τα μωρά;
Έτσι πέρασαν αρκετές μέρες. Τα κουνελάκια είχαν α­νοίξει πια τα ματάκια τους, χνούδωσαν και έβγαλαν μια όμορφη γούνα πήραν χρώμα.. έγιναν άσπρα. μαύρα και γκρίζα κι άρχισαν να περιφέρονται σ’ ολόκληρο το σπίτι μας αφήνοντας παντού κουτσουλιές. Όμως λύση δε βρισκόταν. Η μόνη που υπήρχε ήταν να τα κατεβάσουμε πάλι στην περίφραξη και ότι γινόταν.
Εκείνο τ' απόγευμα περίμενα τη δασκάλα μου των Γερμανικών. Είχε λείψει αρκετό μέρες και σήμερα θα ερχόταν ν' αρχίσουμε πάλι τα μαθήματα.
Προσθήκη λεζάντας
Η φράου Κέλλερ ήρθε όπως πάντα ακριβώς στην ώρα της και γέμισε το σπίτι με τον όγκο και τη δυνατή φωνή της. Με χαιρέτησε με χειραψία κι ένα καλοσυνάτο χαμόγελο.
- Πως πέρασες τις διακοπές, Καίτη; με ρώτησε. Όχι, με σταμάτησε όταν πήγα να μιλήσω, θα μου τα πεις στα γερμανικά
Κι έτσι της διηγήθηκα τα πάντα για τις διακοπές μου. Για το σκύλο, το Τζιμ, για την Παναγία τη Χελιδονού, για τα κουνέλια. Η φράου Κέλλερ με σταματούσε κάθε τόσο και λιγάκι για να διορθώσει τα γερμανικά μου, αλλά άκουγε με ενδιαφέρον. Μα όταν της μίλησα για τα κουνελάκια με σταμάτησε.
- Θέλετε να τα χαρίσετε; με ξαναρώτησε. Δεν τα θέλετε;
- Στην αυλή  μπορούν να μας τα κλέψουν όπως τον  Τζακ και δεν μπορούμε να τα κρατήσουμε μέσα στο σπίτι.
Όταν το μάθημα τελείωσε  η φράου Κέλλερ ρώτησε αποχαιρετώντας τη μαμά.
- Καλά την κατάλαβα την Καίτη,  ότι χαρίζετε τα  κουνέλια σας;
- Καλά την καταλάβατε. Πραγματικά  χαρίζουμε, αλλά ψάχνουμε να βρούμε ένα  καλό σπίτι.
- Δεν ξέρω αν θεωρήσετε καλό το δικό μου σπίτι;
- Το δικό σας το σπίτι; απόρησε η μαμά. Μη μου πείτε ότι τα θέλετε εσείς;
- Ναι, μένω με την οικογένεια μου έξω από την Αθήνα σε ένα μικρό κτήμα. Έχω κότες και σκεφτόμουνα να βάλω και κουνέλια. Λοιπόν αν δεν τα θέλετε θα έλθω να τα πάρω με τον άντρα μου και η Καίτη μπορεί να έρχεται να τα βλέπει όποτε θέλει, θα είναι χαρά μου.
Αυτή ήταν η ιδανικότερη λύση. Για καιρό επισκεπτόμουνα το κτήμα της κυρίας Κέλλερ και παρακολουθούσα τα κουνελάκια να μεγαλώνουν και ν' αποκτάνε δικά τους παιδιά. Ωραία κουνελάκια, άσπρα, μαύρα και γκρι. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος και η ζωή μας αναποδογύρισε. Όμως η ανάμνηση για  τα κουνελάκια στο κασόνι και για τις μόνες διακοπεί που είχα κάνει στην Ελλάδα μου είχε μείενι για πάντα. Αξέχαστες διακοπές.






Δεν υπάρχουν σχόλια: