Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΚΑΒΟΥΡΑΣ

Ένα παραμύθι από τη Γιαγιά Παραδοσούλα
της Τασούλας Τσιλιμένη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Κοντά στα παλάτι τους έμενε ένας παπάς με την παπαδιά του. Ήταν τό­σο αγαπημένοι γείτονες, που μια μέρα βασιλιάς και παπάς έδωσαν υπόσχεση μεταξύ τους όταν αποκτή­σουν παιδιά να τα παντρέψουν και να συμπεθερέψουν.
Πρώτη η βασίλισσα απέκτησε ένα κοριτσάκι που πα­ράβγαινε τον ήλιο στην ομορφιά. Η παπαδιά γέννησε λίγο αργότερα, μα αντί για γιο έκανε έναν κάβουρα. Μεγάλωνε η βασιλοπούλα μέσα στα χρυσά και τα με­ταξωτά, μεγάλωνε κι ο κάβουρας μέσα σ' ένα πανέρι. Χάδια και νανουρίσματα η βασιλοπούλα, χορός και ταχταρίσματα ο κάβουρας.
Πέρασε έτσι ο καιρός και η βασιλοπούλα έγινε δεκαο­χτώ χρόνων. Ο βασιλιάς σκέφτηκε πως ήρθε η ώρα να την παντρέψει. Ξέχασε όμως την υπόσχεση που είχε δώσει στον παπά και έβγαλε διαταγή πως όποιο βασιλόπουλο θέλει τη βασιλοπούλα να έρθει να τη ζη­τήσει. Τ’ ακούει ο κάβουρας και λέει της μάνας του:
— Μάνα, να πας στο βασιλιά και να του πεις πως ξέ­χασε την υπόσχεση του. Η βασιλοπούλα ανήκει σ' εμένα. Να του πεις πως τη θέλω για γυναίκα μου.
Μια και δυο η παπαδιά πάει στο βασιλιά και του λέει όσα της είπε ο γιος της ο κάβουρας. Ο βασιλιάς την άκουσε με προσοχή και είπε πως ναι, έτσι είχε παλιά υποσχεθεί, μα τα πράγματα ήρθαν αλλιώς και πως θα ταιριάξει βασιλοπούλα με κάβουρα για άντρα! Όμως για να μη στενοχωρήσει τους καλούς του γειτόνους, σκέφτηκε πονηρά και λέει:
— Εντάξει, θα κρατήσω την υπόσχεση μου μ' έναν όρο. Αν ο κάβουρας μπορέσει μέσα σε μια νύχτα να εξαφανίσει αυτό το βουνό που είναι απέναντι από το παλάτι μου και μου κρύβει τον ήλιο πρωί πρωί, τότε θα του δώσω την κόρη μου.
Πάει η παπαδιά, το λέει στο γιο της κι εκείνος μήτε μί­λησε μήτε έφαγε. Τη νύχτα κατέβηκαν δράκοι και ξω­τικά κι άλλα πολλά παράξενα ζωντανά, σκάψανε και το βουνό ίσαμε το πρωί έγινε ίσιωμα. Ξύπνησε το πρωί ο βασιλιάς, βλέπει το παλάτι του λουσμένο στον ήλιο και νομίζει πως ξύπνησε νωρίς. Κάνει έτσι την κουρτίνα και τι να δει! Το βουνό δεν υπήρχε πουθενά. Παραξενεύτηκε πολύ κι αυτός και η γυναίκα του, μα έπρεπε να κρατήσουν την υπόσχεση τους. Έτσι διέταξε να γίνει ο γάμος.
Σε μαλαματένιο πανέρι ήρθε ο γαμπρός κι οι γάμοι έγι­ναν όπως έπρεπε, βασιλικοί. Μόνο που η μάνα της βασιλοπούλας όλο έκλαιγε από τον καημό για την τύ­χη της κόρης της.
Σαν νύχτωσε κι όλοι πήγαν να κοιμηθούν, έμεινε μόνη η βασιλοπούλα με τον κάβουρα. Τότε βλέπει να ανοί­γει το καβούκι και να ξεπετιέται από μέσα ένα παλι­κάρι. που είχε τέτοια ομορφιά! Εκείνος της λέει:
— Μη μου στενοχωριέσαι, κι άμα κρατήσεις το μυστι­κό γιο τρεις βδομάδες, θα με γλιτώσεις από τα μάγια και θα μείνω για πάντα άνθρωπος. Αλλιώς θα με χά­σεις.
Η βασιλοπούλα τον είχε αγαπήσει και τρελή από χα­ρά δε φανέρωνε πουθενά το μυστικό. Ούτε και στη μάνα της, που έλιωνε σαν το κερί από τη στενοχώρια της. Πλησίαζε η Κυριακή και λέει το βράδυ στον άντρα της η βασιλοπούλα:
- Και πώς θα πάμε αύριο στην εκκλησιά; Κάβουρας εσύ, βασιλοπούλα εγώ;
— Η μάνα σου κι εσύ, πάτε πρωί. Εγώ θα 'ρθω αργό­τερα, μα προσοχή.
Έτσι, πρωί πρωί, μάνα και κόρη πάνε οι δυο τους στην εκκλησία. Ύστερα από λίγο, να σου και φτάνει εκείνος, παλικάρι, όμορφο, λαμπρό. Τον βλέπει η μάνα της και λέει αναστενάζοντας:
- Να γαμπρός για σένα! Μα η βασιλοπούλα δεν έβγαλε μιλιά. Το ίδιο έγινε και την άλλη Κυριακή και την επόμενη, Μα η βασίλισσα σαν είπε τώρα «Να γαμπρός για σέ­να», ξέσπασε σε τέτοιο κλάμα, που η κόρη της τη λυ­πήθηκε και της μαρτύρησε το μυστικό. Όταν γύρισαν στο παλάτι, ούτε παλικάρι βρήκαν ού­τε κάβουρα.
Κλαίει και σπαράζει η βασιλοπούλα και μια μέρα ζη­τάει απ' τον πατέρα της ένα δισάκι φλουριά και τρία ζευγάρια σιδερένια παπούτσια, για να πάει να βρει τον άντρο της.
Δυο χρόνια πέρασαν και η κοπέλα γύριζε από τόπο σε τόπο κι όπου κι αν πήγαινε κι όπου κι αν στεκόταν, όλο ρωτούσε και ξαναρωτούσε μην και είδε κανείς κά­τι. Κόντευε να λιώσει και το τελευταίο ζευγάρι παπούτσια ώσπου αποφάσισε ν' ανοίξει ένα χάνι σ' ένα σταυροδρόμι και να φιλεύει και να περιποιείται δίχως αμοιβή τους περαστικούς μην τύχει και μάθε κάτι. Ένα βράδυ έφτασαν στο χάνι δυο ζητιάνοι. Ένας τυ­φλός κι ένας κουτσός. Η βασιλοπούλα τους ταΐσε, τους ξεδίψασε και ζήτησε να της πουν τι είδαν και τι άκουσαν στη ζωή τους παράξενο. Τότε λέει ο κου­τσός:
— Καθώς ερχόμασταν προς τα δω, πεινάσαμε και κα­θίσαμε σ' ένα ποτάμι για να φάμε. Το ψωμί μας είχε ξεραθεί κι είπα να το βουτήξω στο νερό να μαλακώσει. . Όμως το ρέμα ήταν δυνατό και μου το τράβηξε. Τρέχω ο φτωχός να το φτάσω. Ξαφνικά βλέπω κάτι σκαλιά. Κατεβαίνω σιγά σιγά και βρίσκω μια μεγάλη πόρτα. Μέσα από κει φαίνονταν ένα παλάτι. Μπαίνω και βλέπω ένα φούρνο με πολλά ζεστά ψωμιά. Πάω να πάρω ένα, μα το φτυάρι του φούρνου σηκώνεται και μου δίνει μια στο χέρι και λέει:
— Περίμενε πρώτα τ' αφεντικά. Πιο κει βλέπω ένα καζάνι με ζεστό φαΐ. Κάνω να πά­ρω μια μπουκιά, σηκώνεται η κουτάλα και μου δίνει μια στο χέρι και λέει:
— Περίμενε πρώτα τ' αφεντικά.
Τότε άκουσα πάνω μου φτερουγίσματα πολλά. Τρέχω και κρύβομαι σε μια γωνιά και βλέπω να 'ρχονται τρία περιστέρια. Μπαίνουν μέσα σε μια λεκάνη με νερό και γίνονται τρία παλικάρια «αγγελοκαμωμένο». Κάθονται στο τραπέζι κι αφού έφαγαν, σηκώνει το ένα το ποτήρι να πιει και λέει:
- Στην υγειά της πεντάμορφης που δεν κράτησε το μυστικό. Κλαίτε πόρτες και παράθυρα.
Κι αρχίζουν αυτά να κλαίνε. Έτσι έκανε και αυτά είπε και το δεύτερο παλικάρι. Όταν ήρθε η σειρά του τρίτου, είπε:
- Στην υγειά της χιλιόμορφης που για μια μέρα δεν κράτησε το μυστικό και μ' έχασε.
Ύστερα έγιναν πάλι πουλιά και πέταξαν. Έτσι μπόρεσα κι εγώ να πάρω λίγο φαΐ και λίγο ψωμί και να βγω να πάω στο φίλο μου που με περίμενε. Ύστερα πήραμε το δρόμο και φτάσαμε εδώ.
Η βασιλοπούλα, που τ' άκουσε αυτά και κατάλαβε, ζήτησε να την οδηγήσει ο κουτσός σ' εκείνο το μέρος. Μόλις έφτασε και μπήκε στο παλάτι, της λέει ο φούρ­νος: «Καλώς την την κυρά». Και το καζάνι τα ίδια, και η πόρτα, μόλις ακούστηκαν τα φτερουγίσματα των πουλιών, της λέει: «Κρύψου». Η βασιλοπούλα γνώρισε αμέσως τον άντρα της, μα δε μίλησε. Κι όταν τα παλι­κάρια έφαγαν και ήρθε η ώρα να πιούν κι άκουσε να λένε «Στην υγειά της πεντάμορφης που δεν κράτησε το μυστικό», σκίστηκε η καρδιά της. Ήρθε η σειρά του τρίτου παλικαριού κι εκείνο ζήτησε απ' τις πόρτες και τα παράθυρα να κλάψουν, μα αυ­τή τη φορά αυτά έβαλαν τα γέλια. Σηκώνει τα μάτια του το παλικάρι και βλέπει μπρο­στά του τη βασιλοπούλα. Εκείνη σαν αστραπή τρέχει, αρπάζει τα φτερά και τα ρίχνει στη φωτιά. Τα παλι­κάρια χαρούμενα την ευχαρίστησαν που τους έσωσε και έλυσε τα μάγια. Ύστερα ξεκίνησαν όλοι μαζί για το παλάτι.
Τέτοια ήταν η χαρά του βασιλιά και της βασίλισσας, που διέταξαν να γίνει δεύτερος γάμος. Κι έπιναν κι έτρωγαν σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Ούτε εγώ ήμουν εκεί ούτε εσείς να το πιστέψετε.
Σας φιλώ γλυκά
 Η γιαγιά Παραδοσούλα
Διασκευή του ομότιτλου παραμυθιού από τη συλλο­γή: «Ελληνικά παραμύθια».
ΓΑ. Μέγα, εκδ. Κολλάρος, 1990, όγδοη έκδοση

Δεν υπάρχουν σχόλια: