Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Καλοκαίρι, με δρεπάνια, τσουγκράνα και αμίλητο νερό

της Ελένης  Σβορώνου
Το καλοκαίρι πηγαίνω στο σπίτι  του παππού στη Ρούμελη. Τελευταία μου ανακάλυψη εκεί ήταν ένα παλιό ημερολόγιο. Στην ετικέτα έγραφε: « Μυστικό ημερολόγιο του Θοδωρή και της Μυρσίνης». Ο Θοδωρής και η Μυρσίνη είναι ξαδέρφια της γιαγιάς μου, που σήμερα πάτησε τα εξήντα. Άνοιξα το «μυστικό» ημερολόγιο και το ρούφηξα σαν γρανίτα λεμόνι!
Δευτέρα 1η  Ιουνίου, δηλαδή του Θεριστή, 1950
Πρώτη του θεριστή σήμερα. Ο μπαμπάς λέει ότι θα 'χουμε πολύ καλή σοδειά γιατί έβρεξε πολύ το Μάρτη.
Φέτος θα μας πάρει μαζί στο χωράφι να βοηθήσουμε. Γι' αυτό σηκώθηκα από τις 5 το πρωί και γράφω βιαστικά... Ο μπαμπάς ήδη σαμαρώνει και ταΐζει το ζώο. Φωνάζει τον Θοδωρή να φέρει τα δρεπάνια. Η μαμά βάζει ψωμί, ελιές και κρεμμύδια στο σακούλι μας. Ανάστα ο Κύριος είναι το σπίτι... Πάω!
Μυρσίνη
1η   Ιουνίου, αργά το βράδυ
Νύχτα ακόμη ξεκινήσαμε μαζί και με τους άλλους θεριστές που δουλεύουν στο χωράφι μας. Και αυτοί μαζί με όλη τους την οικογένεια. Αξημέρωτα φτάσαμε στο χωράφι. «Ώρα καλή κι ευλογημένη μαζί» είπε η μάνα μου στις άλλες γυναίκες, για ν' αρχίσουν. «Καλά μπερεκέτια!» απάντησαν οι άντρες και μεμιάς, φραπ φριπ, άναψαν τα δρεπάνια στο σταροχώραφό μας. Στην αρχή κοίταζα σαν χαμένος... Οι πιο δυνατοί άντρες, με τα μεγάλα δρεπάνια, δούλευαν στη μέση του χωραφιού. Οι πιο αδύναμοι, με τα μικρά, στις άκρες. «Το σταυρό πρώτα!» φώναξε ο πατέρας, θέρισαν πρώτα ένα κομμάτι σε σχήμα σταυρού. Για την καλή αρχή, λέει. Μετά τις πρώτες πέντ' έξι χεριές, η μάνα μου πέρασε το δρεπάνι στον ώμο για να ελευθερώσει τα χέρια της, πήρε τα στάχυα, ξεχώρισε τα πιο μακριά και τα 'δεσε. Το πρώτο δεμάτι έτοιμο. Μπήκα κι εγώ στη δουλειά. Με τους πιο αδύναμους τώρα. Του χρόνου ελπίζω στους δυνατούς. Όταν ανέβηκε ο ήλιος για τα καλά, μαζευτήκαμε κάτω από το δέντρο ιδρωμένοι και κατακόκκινοι! Φάγαμε και ήπιαμε και τραγουδήσαμε.
Θοδωρής
2  Ιουνίου                    
 Η μαμά ήταν αναστατωμένη σήμερα. Ξέχασε το κουλούρι του τζίτζικα. Είναι το ψωμί που πλάθουμε από το πρώτο αλεύρι της σοδειάς για να το μοιράσουμε στους φτωχούς. «Γιατί το λένε έτσι, μαμά;» τη ρώτησα. «Γιατί παλιά πραγματικά προσφέραμε το πρώτο ψωμί στον τζίτζικα, που μας κρατά συντροφιά το θέρος». Α τον τεμπέλαρο, που θέλει και ψωμί!
Θοδωρής
25 Ιουνίου
Έλαμπε ολόκληρη η Καλλινίτσα. Φέτος ήταν σειρά της Λαμπρινής να ντυθεί Καλλινίτσα, δηλαδή νύφη για τον Αϊ-Γιάννη τον Κλήδονα. Η Λαμπρινή είναι 12 χρόνων. Μαζευτήκαμε όλο κορίτσια και γυναίκες στο σπίτι της. Την ντύσαμε νύφη με νυφικό ολομέταξο και τη στολίσαμε. Τι φλουριά, τι περιδέραια,  τι διαμαντικά... Στο τέλος της βάλαμε και πέπλο! Όταν τη βγάλαμε έξω τα αγόρια κατάπιαν τη λαλιά τους στη θέα της, αλλά γρήγορα άρχισαν να της τραγουδούν. Η Καλλινίτσα κράταγε τον τέτζερη με το αμίλητο νερό, που το 'χε φέρει από την πηγή δίχως να βγάλει τσιμουδιά. Πήγαινε μπροστά κι από πίσω ολόκληρη πομπή οι φίλες της. Περπατούσε αργά και ήταν πολύ σοβαρή. Σαν ιέρεια, σαν θεά έμοιαζε. Λες και την ώρα εκείνη γινόταν μάντισσα αληθινή. Τη σεργιανίσαμε  σ’ όλο το μαχαλά και η κάθε κόρη  έβγαζε κάτι δικό της και   το  'ριχνε στο δοχείο με το αμίλητο νερό. Άλλη βραχιόλι, άλλη κουμπί, άλλη το χτένι της. Η γειτονιά είχε βγει στα παραθύρια και τη θαύμαζε. Αααχ, ημερολογιάκι μου, πότε θα γίνω κι εγώ Καλλινίτσα! Το βράδυ η μάνα της Λαμπρινής έβγαλε τον τέτζερη με το αμίλητο νερό στον μπαχτσέ της. Εκεί θα έμενε όλο το βράδυ, κάτω από τ' άστρα. Φαίνεται πως τ' άστρα θα το μαγεύουν. Έπειτα ανάψαμε φωτιές και τις πηδούσαμε και παίζαμε. Την άλλη μέρα μαζεύτηκαν όλα τα κορίτσια στης Καλλινίτσας. Εκείνη άνοιξε τον τέτζερη και άρχισε να βγάζει ένα ένα το ριζικάρι της καθεμιάς απαγγέλοντας ένα δίστιχο.
Ανάλογα με το δίστιχο που τύχαινε, καταλάβαινε η κόρη που είχε ρίξει το αντικείμενο ποιο θα 'ταν το ριζικό της. Όλο με αγάπη και γαμπρούς είχαν να κάνουν τα μαντέματα. Εγώ δε θέλω να παντρευτώ αλλά θέλω να γίνω Καλλινίτσα! Ο μπαμπάς λέει ότι τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού τις ανάβουμε για να δυναμώσουμε τον ήλιο, που μπαίνει σε άλλη τροχιά μετά τις 21 Ιουνίου, πιο αδύναμη. Και για να κάνουμε μια καινούργια, καθαρή αρχή, «να φύγει το κακό, να μείνει το καλό», λέει.

Μυρσίνη
Πέμπτη 19 Ιουλίου, του Αλωνάρη
Σήμερα πγα με τον μπαμπά στο αλώνισμα. Ο πατέρας με κάθισε πάνω στο άλογο, για να έχε βάρος το ζώο και να πιάνει καλύτερα η δόκανα τα άχυρα. Η δόκανα είναι ένα επίπεδο ξύλο με τσακμακόπετρες από κάτω. Αυτές κάνουν τη δουλειά, το ξεχώρισμα του καρπού. Μόλις μ' έβαλε ο μπαμπάς στο άλογο, ο αλωνάρης έδεσε το σχοινί των αλόγων στον στρίγερο, στο ξύλο που είναι στημένο στη μέση του αλωνιού. «Άπλωσε!» φώναξε στ' άλογα ο αλωνάρης, και τους έδωσε μια στα πισινά με τα καμουτσίκια. Παραλίγο να γκρεμιστώ! Όταν τυλίχτηκε το σχοινί στον στρίγερο, ο αλωνάρης ξαναφώναξε στ' άλογα «Άλλαξε!», κι αυτά τα καημένα άρχισαν να τρέχουν από την αντίθετη πλευρά. Εγώ το απολάμβανα πια να τρέχω στην πλάτη του αλόγου και να βλέπω να πετιούνται τ' άχυρα δεξιά κι αριστερά. Η σοδειά φέτος είναι καλή, λέει ο μπαμπάς.
Θοδωρής

15 Ιουλίου
Χαρά μεγάλη έχω. Θα πάμε φέτος σε ΟΛΑ τα πανηγύρια. 17 Ιουλίου της Αγίας Μαρίνας, 20 του Προφήτη Ηλία, 26 της Αγίας Παρασκευής και 26 του Αγίου Παντελεήμονα... Του Αϊ-Λια θ' ανέβουμε στο εκκλησάκι, στην κορφή του βουνού, με τα πόδια! Θα κοιμηθούμε κάτω από τ' άστρα και θα πούμε πάλι την ιστορία του προφήτη που κουβαλούσε ένα κουπί παντού και ρωτούσε τι ήταν αυτό που κουβαλά. Κι όλοι του λέγανε κουπί. Μα όταν κάποιος του απάντησε ότι είναι ξύλο, δε γνώριζε δηλαδή τη θάλασσα, τότε έστησε πια το καλύβι του κι έμεινε εκεί μια ζωή. Την ιστορία αυτή τη λένε κάθε χρόνο, μα κάθε φορά την ακούω σαν να 'ταν καινούργια.
Μυρσίνη


Δεν υπάρχουν σχόλια: