Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Το χρυσό πουλί (ΠΑΡΑΜΥΘΙ)

Ο Αντρέι ήταν ο τρίτος γιος του βασιλιά των χρυσών μήλων. Τον βασιλιά τον έλεγαν έτσι. γιατί στον κήπο του φύτρωνε μια μηλιά με χρυσά μήλα. Ήταν πολύ περήφανος γι' αυτήν, και κάθε μέρα πήγαινε και την καμάρωνε και μέτραγε τα μήλα. Μια μέρα έλειπε ένα μήλο.
- Μη στενοχωριέσαι, πατέρα, είπε ο πρώτος του γιος. θα φυλάξω απόψε εγώ τη μηλιά και θα πιάσω τον κλέφτη.
Τη νύχτα ξάπλωσε κάτω από τη μηλιά να τη φυλάξει και κοιμήθηκε αμέσως. Το πρωί έλειπε κι άλλο μήλο. Τη δεύτερη νύχτα φύλαξε τη μηλιά ο δεύτερος γιος του βασιλιά. Αλλά κι αυτός κοιμήθηκε αμέσως.
Ήρθε η σειρά του Αντρέι. Όλη νύχτα στάθηκε κάτω από τη μηλιά. Όχι μόνο δεν ξάπλωσε, αλλά φοβόταν και να καθίσει. Μόλις πήγε να τον πάρει ο ύπνος, πλύθηκε με τη δροσιά που ήταν πάνω στα χόρτα κι ο ύπνος έφυγε απ' τα μάτια του.
Ξαφνικά, στη μέση της νύχτας, ο κήπος γέμισε φως. Ένα φως τόσο δυνατό που ο Αντρέι έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια. Όταν τα άνοιξε, είδε ένα πουλί να κάθεται πάνω στη μηλιά και να τρώει ένα χρυσό μήλο. Χίμηξε και το πιάσε από την ουρά. Εκείνο του ξέφυγε και πέταξε, αλλά στο χέρι του έμεινε ένα φτερό από την ουρά του. Ένα χρυσό φτερό, που οι σύμβουλοι του βασιλιά είπανε πως άξιζε ένα βασίλειο. Κι ο βασιλιάς αρρώστησε από μια μεγάλη επιθυμία: να αποκτήσει το χρυσό πουλί.
Ξεκίνησε για να φέρει το πουλί Ο πρώτος στο δρόμο, συνάντησε μια αλεπού. Καθόταν στην ακρή, του δάσους σαν να τον περίμενε. Χωρίς να σκεφτεί, έτσι, χωρίς κανένα λόγο, τη σημάδεψε να τη σκοτώσει.
- Μη με χτυπάς, φώναξε η αλεπού, έχω κάτι να σου πω. Στο δρόμο σου θα συναντήσεις δύο πανδοχεία. Στο ένα έχει γλέντι και χορό. Εσύ όμως να κοιμηθείς στο διπλανό, το σκοτεινό.
Γέλασε το βασιλόπουλο, γιατί δεν καταλάβαινε και τη σημάδεψε ξανά να τη σκοτώσει. Εκείνη όμως πρόλαβε και χάθηκε μέσα στο απέραντο δάσος. Όταν έφτασε στα πανδοχεία, το ένα με το γλέντι και το χορό και το άλλο το σκοτεινό, ο πρώτος γιος του βασιλιά προτίμησε το πρώτο. Κι αμέσως ξέχασε και το χρυσό πουλί και την ίδια τη ζωή του. Τα ίδια έκανε και ο δεύτερος γιος του βασιλιά.
- Μη με χτυπάς, έχω κάτι να σου πω, φώναξε η αλεπού στον Αντρέι μόλις τον είδε. Εκείνος την κοίταξε έκπληκτος.
- Μα δεν έχω κανένα λόγο να σε χτυπήσω..
- Είσαι ο πρώτος που το λες, γι' αυτό κι εγώ θα σε βοηθήσω, θέλεις το χρυσό πουλί; Ανέβα στην ουρά μου.
Και η αλεπού έτρεξε σαν τον άνεμο.
Όταν έφτασαν μπροστά στα δύο πανδοχεία, η αλεπού του έδωσε την ίδια συμβουλή που είχε δώσει και στους άλλους. Ο Αντρέι την άκουσε.
Κοιμήθηκε στο μικρό πανδοχείο, το σκοτεινό.
Την άλλη μέρα η αλεπού του λέει:
- Θα σε πάω στο παλάτι που μένει το πουλί. Αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσεις να αντισταθείς στην ομορφιά.
- Τι εννοείς;
- Σ' ένα δωμάτιο του παλατιού κοιμάται το χρυσό πουλί μέσα σ' ένα ξύλινο κλουβί. Δίπλα του συνήθως κρέμεται ένα άλλο, χρυσό κλουβί. Πρόσεξε όμως. Δεν πρέπει να βάλεις το χρυσό πουλί μέσα στο χρυσό κλουβί. Ο Αντρέι δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Μόλις είδε το χρυσό κλουβί σκέφτηκε ότι ταίριαζε καλύτερα σ' ένα τόσο όμορφο πουλί. Αλλά όταν άγγιξε το πουλί, εκείνο έβγαλε μια διαπεραστική κραυγή. Ο Αντρέι βρέθηκε στη φυλακή. Και θα έχανε και τη ζωή του αν ο βασιλιάς του τόπου δεν είχε κι αυτός μια μεγάλη επιθυμία:
Ήθελε το χρυσό άλογο, που έτρεχε πιο γρήγορα κι απ' τον άνεμο. Αν του το έφερνε ο Αντρέι, θα του χάριζε και το χρυσό πουλί και τη ζωή του.
- Δε μ' άκουσες, είπε η αλεπού. Παρ’ όλ’ αυτά σε συμπαθώ. Και κούνησε το κεφάλι της σαν να λυπόταν. Ανέβα στην ουρά μου. Έξω από το παλάτι του χρυσού αλόγου, κοίταξε τον Αντρέι βαθιά στα μάτια.
- Η ιδέα σου για την ομορφιά δεν πρέπει να σε παρασύρει πάλι. Όταν λύσεις το χρυσό άλογο. να. του φορέσεις ένα ξύλινο σαμάρι κι όχι τη σέλα τη χρυσή που κρέμεται στο στάβλο.
Αλλά ο Αντρέι ήταν αδύναμος μπροστά στην ομορφιά. «Ένα ξύλινο σαμάρι, σκέφτηκε, σ’ ένα τόσο ωραίο άλογο, τι παραφωνία…» Κι έβαλε στο χρυσό άλογο τη χρυσή σέλα που του πήγαινε καλύτερα. Αμέσως εκείνο χλιμίντρισε δυνατά. Ο Αντρέι βρέθηκε στη φυλακή για δεύτερη φορά. Τον έσωσε πάλι μια επιθυμία του βασιλιά. Ήθελε να παντρευτεί την πεντάμορφη Ελένη. Αν του την έφερνε, θα του χάριζε και το χρυσό άλογο και τα ζωή του.
Η αλεπού τον κοίταξε αυστηρά.
- Θα έπρεπε να παρατήσω πια και σένα  τις ιδέες σου για  την ομορφιά. Αλλά σου έχω αδυναμία. Κι έσκυψε το κεφάλι της σαν να ντρεπόταν. Έξω από το παλάτι της πεντάμορφης Ελένης, τον κοίταξε στα μάτια.
Είσαι αδύναμος μπροστά στην ομορφιά. Πώς θα τα βγάλεις τώρα πέρα με τα αισθήματα;
Κι η φωνή της ράγισε από λύπη. Του εξήγησε  ότι δεν έπρεπε να αφήσει την Ελένη να αποχαιρετήσει  κανέναν. Αυτό θα ήταν η καταστροφή.
Κρυμμένος στο λουτρό της πεντάμορφης Ελένης ο Αντρέι περίμενε, όπως του είχε πει η αλεπού. Μόλις θα την έβλεπε, έπρεπε να τη φιλήσει στα μαλλιά κι αυτή θα ερχόταν αμέσως μαζί του.  Όταν μπήκε η Ελένη στο λουτρό, γλίστρησε πίσω της σαν ίσκιος κι άγγιξε με τα χείλη του τα μαλλιά της, που ήταν απαλότερα κι από το απαλότερο μετάξι. Κι αυτή δεν είχε αντίρρηση να 'ρθει μαζί του.
Ήθελε μόνο να αποχαιρετίσει τους δικούς της. Ο Αντρέι προσπάθησε να θυμηθεί την αλεπού. Αλλά μπροστά στα μάτια της Ελένης, που τον ικέτευαν γεμάτα δάκρυα, ξέχασε και την αλεπού και τα πάντα, ως και τον ίδιο τον εαυτό του. Βρέθηκε πάλι στη φυλακή. Κι αυτή τη φορά. ήταν τελείως απελπισμένος. Αυτό που του ζητούσαν τώρα ήταν αδύνατο. Να μεταφέρει ένα βουνό που έκρυβε τη θέα του παλατιού, μέσα σε εφτά μέρες. Ο Αντρέι είχε χάσει κάθε ελπίδα. Την έκτη μέρα ήρθε στη φυλακή η αλεπού.
- Δεν έπρεπε να σε συμπαθώ τόσο πολύ. Αλλά είναι δύσκολο να βάλεις λογική στα αισθήματα. Κι αναστέναξε βαθιά αλλά τα μάτια της χαμογελούσαν συνωμοτικά.
Την άλλη μέρα, την έβδομη ακριβώς, δεν υπήρχε πια βουνό μπροστά στο παλάτι. Κι ο βασιλιάς, όπως το είχε υποσχεθεί, έδωσε στον Αντρέι την κόρη του, την πεντάμορφη Ελένη,,
-         Όποιος έχει την πεντάμορφη, έχει και το χρυσό το άτι. είπε η αλεπού.
Δεν αλλάζω την Ελένη με τίποτα, είπε ο Αντρέι, που ένιωθε κιόλας ερωτευμένος
Δεν είπα να την αλλάξεις, χαμογέλασε η αλεπού με μια πονηρή λάμψη στα μάτια. Και του εξήγησε το σχέδιό της.
Η Ελένη καθόταν τώρα δίπλα στο βασιλιά του χρυσού αλόγου. Όταν ανέβηκε στο άλογο ο Αντρέι. έκανε πως πάει να τη χαιρετήσει. Την άρπαξε ξαφνικά, σαν ξαφνικό αεράκι, και γρήγορα χάθηκαν απ' τα μάτια όλων.
- Τώρα μας μένει το χρυσό πουλί, είπε η αλεπού ευχαριστημένη. Όταν θα πας το άλογο στον βασιλιά, δεν θα κατέβεις. Κι όπως θα σου δίνουν το χρυσό πουλί, πάρ' το και φύγε σαν τον άνεμο.
Κι αυτό το σχέδιο πέτυχε. Τώρα ο Αντρέι τα είχε όλα. Και η αλεπού του ζήτησε μια χάρη.
- Θέλω να μου κόψεις το κεφάλι.
- Ποτέ, φώναξε ο Αντρέι. Ποτέ δεν θα το κάνω αυτό σε σένα.
- Καλά, είπε η αλεπού θλιμμένα... Αφού δεν θέλεις...
Και χάθηκε σαν καπνός μέσα στο απέραντο δάσος. Λίγο πριν χαθεί, ακούστηκε η φωνή της:
- Πρόσεχε, Αντρέι. Μακριά από τις κρεμάλες. «Τι να εννοούσε άραγε:» σκεφτόταν ο Αντρέι σ' όλο το δρόμο.
Μπαίνοντας σ' ένα χωριό, είδε κόσμο μαζεμένο στην πλατεία και στη μέση τα αδέλφια του δεμένα κάτω από δύο κρεμάλες.
- Θάνατος, φώναζαν οι άνθρωποι, θάνατος στους κλέφτες.
Ο Αντρέι πλήρωσε ό,τι είχαν κλέψει για να τους σώσει. Τους πήρε μαζί του. Κι εκείνοι, μόλις πέρασε ο κίνδυνος, τα ξέχασαν όλα κι άρχισαν να ζηλεύουν την τύχη του Αντρέι και τη δόξα που τον περίμενε, όταν θα έφταναν στο παλάτι. Σε μια στιγμή δίψασε ο Αντρέι και κατέβηκε να πιει σε μια πηγή. Και τ' αδέλφια του τον σκότωσαν και πήραν το χρυσό πουλί, το χρυσό άλογο και την Ελένη, να τα πάνε αυτοί στο βασιλιά, να πάρουν εκείνοι τη δόξα. Η αλεπού, που ακολουθούσε από μακριά, τα είδε όλα. Φώναξε σ' έναν κόρακα φίλο της να φέρει αμέσως το ζωντανό και το νεκρό νερό, να πλύνουν τον Αντρέι να τον αναστήσουν.
- Κοιμήθηκα βαριά, είπε ο Αντρέι στην αλεπού όταν άνοιξε τα μάτια.
- Πολύ βαριά, συμφώνησε εκείνη, για να μην του πει πως πέθανε και τον ταράξει.
- Πού είναι οι άλλοι; Γιατί δεν με περίμεναν;
- Ούτε τώρα θα σε περιμένουν. Θα ταραχτούν πολύ όταν σε δουν. γέλασε η αλεπού. Και το γέλιο της αντήχησε σ' όλο το δάσος.

Στο παλάτι, το πουλί δεν κελαηδούσε, το άλογο δεν έτρωγε και η πεντάμορφη Ελένη δεν μιλούσε. Αυτό μετρίαζε τη χαρά του βασιλιά για ό,τι είχε αποκτήσει. Γιατί τα δώρα που του έφεραν οι γιοι του ήταν λυπημένα. Μα πιο πολύ ανησυχούσε για τον τρίτο του γιο, που είχε χαθεί ψάχνοντας για το χρυσό πουλί. Έτσι του είπαν οι μεγάλοι.
Όταν τον είδε ξαφνικά μπροστά του, χάρηκε πάρα πολύ. Κι αμέσως το πουλί κελάηδησε, το άλογο έφαγε και η πεντάμορφη Ελένη μίλησε και τα είπε όλα. Οργισμένος ο βασιλιάς, έστειλε να φέρουν τους δυο του γιους για να τους τιμωρήσει.
Αλλά εκείνοι πρόλαβαν και χάθηκαν κι από τότε γυρνούσαν τον κόσμο σαν ζητιάνοι και ζούσαν με το φόβο.  Ο Αντρέι παντρεύτηκε την πεντάμορφη Ελένη, κι ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Μια μέρα στο δάσος συνάντησε πάλι τη φίλη του την αλεπού. Κι εκείνη τον παρακάλεσε ξανά να της κόψει το κεφάλι.
- Δεν μπορώ, φώναξε ο Αντρέι. Σ' αγαπώ τόσο πολύ...
Αμέσως η αλεπού έγινε ένα ωραίο βασιλόπουλο. Ήταν ο αδελφός της Ελένης, που ένας μάγος τον είχε μεταμορφώσει σε αλεπού. Τα μάγια θα λύνονταν, μονό αν ένα σπαθί της έκοβε το κεφάλι. Αλλά η αγάπη του Αντρέι ήταν πιο δυνατή κι απ το σπαθί, πιο δυνατή κι από τα μάγια.  Χαρούμενοι γύρισαν μαζί στο παλάτι του βασιλιά των χρυσών μήλων, του χρυσού αλόγου και του χρυσού πουλιού.
Έτσι έλεγαν τώρα τον βασιλιά. Κι όταν αργότερα έγινε βασιλιάς ο Αντρέι. τον είπαν βασιλιά της αγάπης. Γιατί ακόμα και τ' αδέλφια του, που τον σκότωσαν, τα συγχώρεσε και τα 'φερε να ζήσουν μαζί του στο παλάτι. Κι εκείνοι, ένιωθαν πια σεβασμό για τη ζωή και αγαπούσαν κάθε ζωντανό πλάσμα. Στο βασίλειο της αγάπης, ήταν αδύνατο να μην αγαπάς.
Από τα Παραμύθια Γκριμ ΑΤΛΑΝΤΙΣ - Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ
Διασκευή: Μαριάννα Κουτάλου


Δεν υπάρχουν σχόλια: