Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Τ... όπως τυφλοπόντικας




(από το βιβλίο "Το αλφαβητάρι της φύσης" της Μαρίας Φραγκιά, ζωγραφιές Μάρω Αλεξάνδρου)
Ο Μάρκος, ο τυφλοπόντικας, ξύπνησε μια μέρα με φριχτό πονόδοντο. Κράταγε το μάγουλο του και σφάδαζε από τους πόνους. Ήπιε μιαν ασπιρίνη, ήπιε δεύτερη... τίποτα! Ο πονόδοντος, αντί να λιγοστεύει, γινόταν όλο και πιο δυνατός. Έδεσε λοιπόν το κεφάλι του με ένα
μεγάλο καρό μαντίλι και βγήκε στη γειτονιά να ζητήσει βοήθεια,
Πρώτο συνάντησε τον ξάδερφο του, τον αρουραίο: "Ξέρω ένα καταπληκτι­κό γιατρικό!" του είπε. "Πρέπει να μασήσεις φύλλα δάφνης, θα σου περάσει αμέσως!" Τρέχει ο Μάνθος να μαζέψει φύλλα δάφνης, που φύτρωναν στην άκρη του δάσους. Από τη λαχτάρα του όμως να γίνει καλά, έχωσε ένα ολό­κληρο κλαδί στο στόμα του - πάει να το δαγκώσει και... μανούλα μου! τι πό­νος ήταν αυτός! Είδε αστράκια μπλε, πράσινα και κίτρινα...
Εκεί που βόγκαγε κρατώντας το μάγουλο του, νάσου και περνάει ο λαγός χοροπηδώντας. "Βρε παιδί μου", του λέει, "γιατί δε με ρωτούσες νωρίτερα; Η δάφνη φέρνει ευκοιλιότητα, δε γιατρεύει τον πονόδοντο... Μια ζεστή πέτρα πρέπει να βρεις και να την ακουμπήσεις στο μάγουλο σου - θα σου περάσει ο πονόδοντος αμέσως!" Σηκώνεται ο Μάρκος και, κρατώντας την κοιλιά του (που είχε αρχίσει κι αυτή να τον πονάει από τη δάφνη...), άρχισε να ψάχνει για μια ζεστή πέτρα. Λίγο πιο κάτω είχαν κατασκηνώσει κάτι κυνηγοί κι είχαν ανά­ψει φωτιά. Χωρίς να το καλοσκεφτεί, κάνει να πάρει μια πέτρα από τη χόβολη που ζεματούσε. Τσιρρρ! κάνανε τα δάχτυλα του καθώς ζεματιόντουσαν κι έβγαλε μια φωνή που ακούστηκε μέχρι τα σύννεφα! Τώρα εκτός από τον πο­νόδοντο, εκτός από τον πονόκοιλο, είχε και το χέρι του καμένο.
Καθώς το φύσαγε απελπισμένος, βλέπει την αλεπού να τον κοιτάει κοροϊ­δευτικά: "Καλά, δεν μπορούσες να με ρωτήσεις νωρίτερα; Όλοι ξέρουν ότι το φάρμακο για τον πονόδοντο είναι το ούζο; Βάλε λίγο στο δόντι σου και θα σταματήσει ο πόνος αμέσως!" Πάει λοιπόν ο Μάρκος στο καφενείο (με το δό­ντι του να τον τρελαίνει, με την κοιλιά του να τον θερίζει και με τα δάχτυλα του γεμάτα φουσκάλες) να πιει ούζο. Αντί όμως να κάνει "μπουκώματα" και να το φτύνει, το κατάπινε! Στο πέμπτο ποτήρι όλα άρχισαν να γυρίζουν, το κεφάλι του τον πονούσε, βούιζαν τ' αυτιά του και του 'ρχόταν εμετός... Κάνει να σηκωθεί από την καρέκλα να πάει στην τουαλέτα, αλλά δεν πρόλαβε: σω­ριάστηκε κάτω, άρχισαν όλοι να γελάνε και... λιποθύμησε!
Όταν συνήλθε βρισκόταν στο νοσοκομείο με ορούς και σωληνάκια. "Πού είμαι; Τι έπαθα;" ρώτησε τη γιατρίνα, την κουκουβάγια. "Τίποτα σπουδαίο!" του απάντησε αυτή ειρωνικά: "Απλώς έπαθες διάρροια από τη δάφνη, έγκαυ­μα στο χέρι, χρειάστηκε να σου κάνουμε πλύση στομάχου επειδή είχες γίνει τύφλα στο μεθύσι, έσπασες πέφτοντας το πόδι σου και στο βάλαμε στο γύψο κι έγινες ρεζίλι σ' ολόκληρο το χωριό κάνοντας τα επάνω σου...! Α! ξέχασα:
είχες κι ένα χαλασμένο δόντι, που είχε μαζέψει πύο και ο οδοντογιατρός σου το έβγαλε..." Καταντράπηκε ο Μάρκος κι άρχισε να κλαίει: "Αυτό το παλιοδόντι τα φταίει όλα..." είπε ανάμεσα στους λυγμούς του. "Το ξερό σου το κεφά­λι τα φταίει όλα! "του αντιγύρισε αυστηρά η γιατρίνα: "Αν πήγαινες κατευθείαν στον οδοντογιατρό, αντί ν' ακούς και να κάνεις ό,τι κουταμάρα σου λέει ο ένας κι ο άλλος άσχετος, τίποτα από όλα αυτά δε θα σου 'χε συμβεί..." και βρόντηξε θυμωμένη πίσω της την πόρτα. Εσείς, τι λέτε;